Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤ' ΗΛΙΑ....

" Όπου  'ν' Αι-Γιάννης και νερό, κι όπου Αγιολιάς και ράχη"

Στη μια απο τις δυο κορυφές του βουνού είχε στήσει τη σκηνή του ο ερημίτης.  Η μιά , η πιο ψηλή , αγνάντευε ως πέρα, μακυρά στο άγνωνστο βάθος του πελάγου, την πλατιά κι απέραντη θάλασσα- η άλλη ήταν πιό χαμηλή , την έκοβε η πρώτη, δε μπορούσες να δείς απο κει θάλασσα. Τούτη η αψηλότερη κορφή, κατηφόριζε σιγά σιγά, ώσπου έσβηνε αγαληνά κατά το πέλαγος. Στο πιο χαμηλότερο σημείο , εκεί όπου έσμιγε με το νερό, σχημάτιζε μια μικρή αγκαλιά, έναν απάνεμο κόρφο. Απάνωθέ του φώλιαζε το φτωχό, ψαράδικο χωριό, με τ΄άσπρα του σπιτάκια κολλημένα σαν τις πεταλίδες απά στα βράχια-κάμποσες βάρκες λικνίζονται, δεμένες στις δέστρες του, μές στο μικρό, κουκλίστικο πες, λιμανάκι. Η άλλη πλαγιά του δίκορφου βουνού ξεκινούσεν απ' τη χαμηλότερη κορφή  του, και γλιστρώντας πότε πάνω απο ήμερη γη του Θεού και πότε πάνω απο αγριωπά φαράγγια, ερχόταν και σβηούσε πέρα κει κάτω στον κάμπο, σ' ένα ίδιο μικρό, σαν το ψαράδικο χωριό, μια χούφτα οι άνθρωποι κι αυτουνού του χωριού σαν και του άλλου, που δεν έβλεπαν  θάλασσα απο πουθενά. Ακόμα κι απο την κορφή τούτη του βουνού δε μπορούσες ν' αγναντέψεις  τη θάλασσα, γιατί την έσκιαζε η πρώτη , η αψηλότερη.

Εκεί , στη χαμηλότερη απ' τις δυό κορφές, είχε στήσει απο χρόνια τη σκήτη του ο ερημίτης. Μιά κουφάλα απά στο βράχο, μακριά απ' τους ανθρωπους και κοντήτερα στο Θεό. Μοναχός του έσκαψε ο γέροντας και κούφωσε ακόμα πιο πολύ την κουφάλα του βράχου. Έμπηξε κι έναν σιδερένιο σταυρό στ' απανωβράχι του και στο βάθος της σπηλίάς, απίθωσε ένα μαυρισμένο παλαιικό εικόνισμα που είχε φέρει μαζί του, κάνοντας έτσι ξωκλήσι την κουφάλα του βράχου. Το εικόνισμα παράσταινε τον Προφήτ' Ηλία και το αυτοσχέδιο ξωκλήσι ήταν ταμένο στη χάρη του.
Απο που είχε βρεί κι είχε σταλιάσει εκεί δα πα απο δω και χρόνια ο γέρος -ερημίτης, αυτό, κανένας δεν ήξερε να το πεί. Δεν κατέβαινε στο Καμποχώρι ο γέροντας, όσο για τ' αλλο χωριό, το Θαλασσοχώρι, εκεί πιά ούτε που ξέραν αν υπήρχε ξωκλήσι κι ερημίτης.

Δεν είχε ανάγκη να κατηφορίσει  ως το χωριό ο γέροντας του βουνού. Είχε δυο τρία γίδια που τα' βοσκε κι άρμεγε το γάλα τους. Κρέας, ψωμί, δεν έτρωγε ποτές του. Έπινε μονάχα το γάλα που του 'δινάν τα γίδια του, μάζευε δυο τρία χόρτα ένα γύρο, που τα'ρτωγε αλάδιαστα. Κι όσο για τη δίψα του, μια πηγούλα, που δάκρυζε λίγο πιό πέρα απ' το ασκηταρίο του, του έγφτανε για να τον ξεδιψάη με το παραπάνω.

Που και που ν' ανηφορίση ίσαμε κει κανένας στρατοκόπος- να του φέρη λίγο λάδι για το καντήλι που άναβε μέρα νύχτα πάνω απ' το εικόνισμα του Πρφήτ' Ηλία (ήταν το μόνο που δεχόταν απ' όσους ανηφόριζαν και τον έβρισκαν κει πανώ στην ερημιά του). Αν δεν ήταν μες στη σπηλιά του ο γέρο-ερημίτης, κάπου κει κοντά α τριγυρνούσε, βόσκοντας τα γίδια του. Ήταν ένας γέρος αψηλός, λιγνός, σκελετωμένος , μαυρισμένη η όψη του απ'  τον ήλιο, με άκοπα μακριά , άσπρα μαλλιά, που τα' δενε κότσο πίσω στο σβέρκο του κι ίδια μακριά γένια, που κατέβαιαν χαμηλά ως το στέρνο του. Αντί για ρούχο , φορουσε μια γίδινη προβιά, που την έδενε με μιά παλιά , δερμάτινη ζώνη γύρω απο τη μεση του.
Δεν έφτανε συχνά ως εκείνη την ερημιά του ψυχή ανθρώπινη. Έτσι τ' αψηλού που είχε στημένη την αϊτοφωλιά του ο γέροτνας, μονάχα με τα πετούμενα του ουρναού είχε πάρε δώσε, με τα δυο τρία γίδια του και με το Θεό του, που τον έβλεπε πιό κοντα απ' ό,τι οι άνθρωποι που ζούσανε στα δυο χωριά του δίκορφου κείνου βουνού, το Καμποχώρι και το Θαλασσοχώρι.

Ποιός άνεμος τους έφερε ως εκεί κείνη την καλοκαιριάτικη νύχτα; Το δρόμο είχανε χάσει οι στρατολάτες, για το Θαλασσοχώρι τραβούσαν , μα χάσανε το δρόμο και βρέθηκαν απο την άλλη μεριά του βουνού. Ήρθε απόκοντα και μια αναπάντεχη, καλοκαιριάτικη μπόρα, που  τους σάστισε αμόμα πιο πολύ. Πούπετα καλύβι στο δρόμο τους για να τους δεχτεί, στρατοκόπους της νύχτας και της καταιγίδας, πούπετα κάποιο απάγγιο για να σταλιάσουν στην κόχη του.
-Για δείτε, δείτε κει ψηλά που φέγγει ένα φώς! είπε κάποια στιγμή ένας απ' τη συντροφιά.

Η νύχτα είχε πέσει απ' ώρα πολλή, ο ουρανος ήταν πνιγμένος στα σύγνεφα, δε μπορούσεν να'ταν άστρο κείνο που ξάκριζε στην κορφή του βουνού.

Έβαλαν σημάδι οι πεζοπόροι κείνο το φωσάκι που είχε ξεπροβάλει ξαφνικά μπροστά τους, την ίδια στιγμή και το'χασαν απο τα μάτια τους, λες κι ήταν άστρο τ'ουρανού, αστράκι, που μια ξεπρόβελνε και μια χανόταν απο μπροστά τους. Οι αρβύλες που φορούσαν είχανε πιεί το νερό της βροχής κι έκαναν  βαριά, ασήκωτα τα πόδια τους. Κι η βροχή, πότε λιγόστευε και πότε έδινε ξανά και δυνάμωνε , τους βίτσιζε στα πρόσωπα, τρύπωνε στη σάρκα τους κορμού και την περούνιαζε, θάμπωνε τα μάτια τους. Λές να'τανε πλάνεμα του νου εκείνο το φωσάκι, που πότε το'χαναν και πότε το ξανάβρισκαν μπροστά τους;

-Εδώ ο τόπος θα πρέπει να είναι ακατοίκητος, είπε ο πιο νέος στα χρόνια απ΄τη συντροφιά. Δε μπορεί να είναι φως αυτό που βλέπουμε. Κάτι άλλο είναι και μας θαμπώνει ταμάτια. Εξόν αν είναι φως διαβολικό και παει να μας πλανέψει...

Για μια στιγμή , τα λόγια του πήγαν ν'αποθαρρέψουν τους άλλους τέσσερις. Μα πρόφτασε και μίλησε απόκοντα ένας άλλος,  πιό μεστωμένος στα χρόνια απ' όλους.

-Το φως είναι πάντα απ' το Θεό, μη λές κουταμάρες, Ηλία, αποκρίθηκε στο νέο που είχε ξεστομίσει τα άστοχα εκείνα λόγια. Κι αυτό που βλέπουμε , δεν είναι πλανεμα του Σατανά, είναι φως του Θεού, θα το δείς.

Συνέχισαν την πορεία τους οι στρατοκόποι. Τα καινούρια λόγια του συντρόφου τους έριχναν ξανά το λάδι της ελπίδας στο καντήλι της πίστης τους που πήγαινε να θαμρώσει. Τώρα , οι αρβύλες που φορούσαν σα να'χανε γινει αλαφρότερες, σα να 'χαν πάρει ζωή τα κουρασμένα πόδια τους. Κι ο άπιστος Ηλίας της συντροφιάς, έσκυψε το κεφάλι κι υποτάχτηκε στην απόφαση των άλλων : να εξακολουθήσουν την πορεία τους ώσπου να φτάσουν στο φως-στο φως του Θεού, που ξάκριζε, πότε θαμπό, και πότε λαμπερό, ολο ένα μπροστά τους.


-Ηλία, είπε κάποια στιγμή κείνος που πήγαινε μπορστά απ' τους άλλους, δε θες τούτο το φως που βλέπουμε να'ρχεται απο '  κάνα ξωκλήσι του Προφήτ' Ηλία, που έχεις και τ' ονομά του; (Τι σύμπτωση , μάλιστα, ξημέρωνε την άλλη μέρα κι η γιορτή του φίλου τους!). Δε λεν πως, όλα τα ξωκλήσια του Πρφήτ' Ηλία είναι χτισμένα ψηλά, πολύ ψηλά , όσο μπορεί πιο ψηλά στις κορφές των βουνών;

Και τότε, μες στην νυχτιάτικη εκείνη πορειά, μες στη βροχή και τ' ανεμοβροχο, ήρθε κι ακούστηκε η παλιά ιστορία του Πρφήτ' Ηλία. Άρχισε να τη λέει στους άλλους, έτσι καθώς προχωρούσαν ολοένα, ο πιο γέρος της συντροφιάς- ένας άνθρωπος που τα χρόνια του είχαν μεστώσει μαζί με το κορμί και την πίστη.

Ο Προφήτης Ηλίας, λέει , ήταν πρίν ασκητέψει, ναυτικός. Είχε περάσει όλη του τη ζωή στα καράβια, στη θάλασσα. Ώσπου έφτασε μια μερα, που τη μπούχτισε τη θάλασσα, τη βαρέθηκε. Κι είπε να την παρατήσει, να μην ακούσει να μιλάνε πια γι' αυτήν, να βρεί στη στεριά και να ριζώσει κάπου, όπου να μην έχει θάλασσα, νερό. Βγήκε το λοιπόν , απ' το καράβι του , πήρε ένα κουπί μαζί του, και ρίχνοντάς το στον ώμμο του, ξεκίνησε. Που πήγαινε; Μήτε που ήξερε. Κείνο που λαχταρούσε, ήτανε να φτάσει κάπου και να σταθεί μακρυά απ' τη θάλασσα, που τόσα φαρμάκια τον είχε πιοίσει ίσαμε τότε, στα χρόνια, τα πολλά τα χρόνια, που την είχε υπερετήσει.

Με το κουπί φορτωμένος ολοένα στον ώμο ο παλιός ο μαρινάρος, προχωρούσε ολοένα. Ώσπου τέλειωσε κάποτε ο ίσιος δρόμος κι άρχισε ν'ανηφορίζει. Σαν είδε πως είχε αλαργέψει κάμποσο απ' τη θάλασσα, σταμάτησε κάποιον στο δρόμο και τον ρώτησε, δείχνοντας του το κουπί που κουβαλούσε:
-Τ' είν'αυτό όπου κρατώ;
-Κουπί, του αποκρίθηκε ο στρατοκόπος, που τον είχε παρει σίγουρα για παραλοϊσμένο.

Συνέχισε το δρόμο του ο άλλος. Τώρα, σκάλωνε στην πλαγιά ενός βουνού , είχε αφήσει αρκετά πια πίσω του τη θάλασσα. Και πάλι ρώτησε ,τον πρώτο που αντάμωσε στο δρόμο του, να του πεί τι ήταν αυτό που κουβαλούσε στον ώμο του...
-Κουπί, του είπε και κείνος.


Κι ο παλιός ο  ναύτης εξακολούθησε το δρόμο του. Περπάταγε όλη τη μέρα. Ήρθε και νύχτωσε κι ακόμα περπατούσε. Και κάθε τόσο, έκανε , την ίδια πάντα ερώτηση , σ' όποιον απαντούσε στο δρόμο του. Κι έπαιρνε την κάθε φορά την ίδια πάντα απάντηση- πως ήταν κουπί κείνο που είχε φορτωμένο στην πλάτη του.
Τώρα, η θάλασσα είχε αρχίσει πιά να ξεμακραίνει πίσω του.  Ο παλιός ο ναυτικός είχε παρέσει την πρώτη πλαγιά του βουνού, γλίστρησε σ' ένα διάσελο κι απο κει ξαναπήρε την ανηφόρα, οδεύοντας για μια δεύτερη , ψηλότερη κορφή, που ορθωνότανε μπροστά του. Είχε ξημερώσει πια που ο άνθωπος με το κουπί σταμάτησε.  Μπρός του  αγνάντευε την φορφή του βουνού , ένα βράχο φαλακρό, δίχως δέντρα, μ' αριά που και που σκοίνα και πουρνάρια ένα γύρο. Γύρισε να δει και πίσω του. Θάλασσα δε φαινόταν τώρα πούπετα- την είχε αφήσει πια για πάντα μακριά του. Τ ' αεράκι που έφτανε απ΄ το βουνό ήρθε και χύθηκε στα πνευμόνια του- του  τα γιόμισε απο θυμάρι κι απο σκοίνο. Κείνο το αγεράκι δεν είχε τίποτε απο αρμύρα δολερή στην πνοή του , ήταν ολοκάθαρο και του αναγάλλιασε τα σωθικά του. Είδε κάποιον που κατέβαινε κείνη την ώρα απ' το βουνό-πήρε βαθιάν ανάσα ο άνθρωπος με το κουπί και τον ρώτησε κι αυτόν, όπως και τους άλλους:
-Τ' είν' αυτό που κουβαλώ;
Πρόσμενε λαχταρισμένος την απάντηση- την ίδια , σίγουρα που είχε ακούσει κι όλες τις άλλες φορές. Κι όμως , τι παράξενο, ο άνθρωπος που είχε ρωτήσει απόμεινε βουβός κι αμήχανος.Κ οίταξε το κουπί που του ' δειχνε ο άλλος, το είδε απο δω, το μάτιασε απο εκεί , τ' άγγιξε στερνά με το χέρι, μήπως και καταλάβει τ'ήταν εκειό το ξύλο που του δείχνανε. Και στο τέλος, αποκρίθηκε απορημένος:
-Δε ξέρω τ' είν' αυτό που κουβαλάς, πατριώτη. Πρώτη μου φορά που το βλέπω.
-Τ'είναι θάλασσα και τ' είναι καράβια;
Ξαναρώτησε ο ναυτικός .Και πάλι ο άλλος δε μπόρεσε να του δώσει απάντηση. Του ήρθε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει κείνο τον ευλογημένο τον άνθρωπο ο παλιός ο μαρινάρος. Έριξε και μια ματιά στν κορφή του βουνού π' αντίκρυζε μπροστά του-μήτε μισής ώρας δρόμο- και πήρε την αποφασή του. Είχε φτάσει εκεί που ήθελε. Σε τόπο που δεν ήξεραν τ' είναι κουπί. Οι άνθρωποι δεν είχαν δεί ποτέ τους θάλασσα και καράβια. Εκεί θε ν' άραζε ο παλιός ο ναυτικός, το φαλακρό κείνο βράχο του βουνού θα έκανε απο δω και μπρός για πάντα αραξοβόι του...



Η βροχή είχε αρχίσει πιά να ξεκόβει, το ίδιο και τ'ανεμόβροχο.Τώρα, οι στρατολάτες μπορούσανε και βλέπανε πιό ξεκάθαρο και πιο ξάστερο το φως που ακολουθούσαν. Ωσπου έφτασε η στιγμή που σταθήκανε μπροστά του.

Βρίσκονταν κορφή κορφή στο βουνό. Δεν είχε δέντρα ένα γύρο, μονάχα σκοίνα ξεπλυμένα απ' τη βροχή που ξέχυναν ένα ξέχωρο μύρο. Ανάμεσα σε μια πιο πυκνή τούφα απο σκοίνα ξεχώριζε η μπούκα απο μια σπηλιά. Παραμέρισαν οι άνθρωποι τα σκοίνα που απόκρυβαν το έμπα της- στο βάθος της λαμπύριζε το φως ενό καντηλιού. Ήταν ένα συνηθισμένο φως καντηλιού- πως γινόταν να τους είχε φωτίσει  απο τόση ώρα δρόμο;

Είδαν το γέρο ερημίτη να στέκεται μποροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς. Έμοιαζε κιόλας σα να τους περίμενε. Ψηλός, λιγνός, ξερακιανός, πετσί και κόκαλα, μ' άσπρα γένια και μαλλιά κι ένα τομάρι γίδας ριγμένο απάνω του, που έδενε με δεμάτινο ζωνάρι γύρω απο τη μέση του. Άλλος κανένας, ψυχή , ένα γύρω.
-Προσκυνώ σε, γέροντα, έσπασε πρώτος τη σιωπή ο ιο μεγάλος στα χρόνια απο τους πέντε.

Τους είδε ο ερημίτης που έσταζαν τα ρούχα τους απ' το νερό της βροχής και παραμέρισε αμίλητος, να τους αφήσει να περάσουν. Μπαίνοντας εκείνοι, βρέθηκαν σε μια σπηλιά, σ' ένα βαθύ λαγούμι, που τους χωρούσεν όλους. Στο βάθος έκαιγε ένα καντήλι, που έριχνε το φως του πάνω σ' ένα παλιό εικόνισμα, ένα μαύρο ξύλο, που απο κει όπου στέκονταν δε μπορούσαν να ξεχωρίσουν το τι παράσταινε.

-Εδώ μένεις πάντα, γέροντα;

Τον ρώτησε ένας άλλος απ' τη συντροφιά.
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, δίχως πια να μιλήση, ο ερημίτης του βουνού. Οι ξένοι   βάλθηκαν τότε να του εξηγήσουν πως είχαν ξεπέσει ίσαμε κει.

-Δεν είσατε οι πρώτοι , τον άκουσαν τότε να τους μιλάει και να τους λέει- κι η φωνή του γέρου με τ' άσπρα γένια και τη γιδίσια προβιά αχούσε σαν απόκοσμη μέσα απ' το βαθύ κείνο λαγούμι.Σας πήρε απο μπρός το νερό της βροχής κι ήρθατε ως τη σπηλιά μου.

-Μένεις απο χρόνια εδώ, παππού;
-Έπαψα πια να τα μετράω, παιδί μου. Μα θα πρέπει να 'χουν περάσει πολλά, πάρα πολλά, απο τότε που ασκητεύω σ' ετούτη εδώ τη σκήτη. Όταν πρωτόρθα, τα μαλλιά  μου δεν είχαν αρχίσει ακόμα ν'ασπρίζουν...

Τώρα, ήταν άσπρα, κάτασπρα σαν το μπαμπάκι κι έπεφταν ξεχτένιστα ως τη μέση του γυμνού του στέρνου. Κι έτσι όπως τον έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους, ο νούς τους έτρεξε στην ιστορία που είχαν ακούσει πολλή ώρα, στον Προφήτ' Ηλία, που φεύγοντας απο τον κόσμο, πήγε κι ασκήτεψε στην κορφή ενός βουνού. Κι αν το εικόνισμα που έβλεπαν στο βάθος της σπηλιάς δεν ήταν τόσο μαύρο απ' την πολυκαιρία , θα ' λεγαν  πως η ίδια η θωριά του γέρου  που είχαν αντίκρυ τους ήταν ζωγραφισμένη στο μαυρισμένο ξύλο.

-Πάλι καλά που είδαμε το φως απο μακρυά κι οδηγηθήκαμε ως εδώ, είπε τότε ο νεός απ' τη συντροφιά, ο Ηλίας. Μα πάλι...
Εδώ σταμάτησε . Το σαράκι της απιστίας τον κρυφοδάγκωσε. Ήθελε να πεί: Ένα τόσο δα φωσάκι, το φως ενός καντηλιού, και μπόρεσε να μας φωτίσει το δρόμο απο τόσο μακρυά...
-Άμα έχεις, ξεπλύνει την ψυχή σου όπως ξεπλένει η βροχή το σκοίνα, παιδί  μου, ακούστηκε την ίδια στιγμή η φωνή του ερημίτη, που έμοιαζε να είχε μαντέψει τα όσα δέ θέλησε να ξεστομίζει ο νέος, όλα, όλα μπορείς να τα δείς. Ακόμα και τούτο εδώ το φτωχοκάντηλο, που φέγγει μπρός στου Προφήτ' Ηλία το κόνισμα. Αυτό ' ναι που σας φύλαξε να μην πέστε σε κάνα φαράγγι και τσακιστήτε. Κάτι μου έλεγε πως θα' φταναν ίσαμ' εδώ ψυχές οδηγημένες απ' το φως του απόψε.  Γιατί , δικιά του είναι η σκήτη μου και το κόνισμα που βλέπετε δικό του. Εδώ, πα στο βράχο  που φτάσατε, θα βρείτε τ' αραξοβόλι που γυρεύατε.

Η γλώσσα του γέρου ερημίτη είχε πιά λυθεί. Μετρούσε τους ξένους  του με το διαπεραστικό του βλέμμα- κι ας ήταν γέρονας, πολύ γέροντας- απο πάνω ως κάτω. Κείνη την ώρα, η βροχή , που είχε ξεπλύνει τα προσωπα τους, θα' πρεπε να φτάνει ακόμα πιο βαθιά , να τους καθάριζε και να τους ξέπλενε ως και τα μέσα τους.

-Ιδια με κυνήγησε και μένα χρόνια και χρόνια το νερό, άρχισε να τους λέει ο γέροντας ερημίτης. Δούλεψα μια ζωή ολάκερη στη θάλασσα. Ώσπου τη χόρτασα πια, τη βαρέθηκα. Κι είπα να βγω στη στεριά και να συχάσω. Η  θάλασσα είναι δολερή, πλανεύτρα, εκεί που σε γλυκαίνει, εκεί και σ 'αντιμάχεται και σε σκοτώνει. Μ' έριξε συχνά στη αμαρτία και στο πάθος. Εδώ , έχει γαλήνη και παραθάρρια. Ξεντύθηκα τον παλιό άνθρωπο κι είπα να ξαναγεννθώ. Το μόνο που πήρα μαζί μου φεύγοντας , ήταν ένα  τενεκεδένιο κουτί με λάδι και κείνο το κόνισμα που βλέπετε- έδειξε κατά το βάθος της σπηλιάς με το ρικνό , ξέσαρκο δάχτυλο του. Ήταν κάμποσες μέρες που με ξυπνούσε το ίδιο πάντα όνειρο. Ένας γέροντας μ' ασκητική μορφή, άσπρα μαλλιά και γένι, ερχόταν  και μου'λεγε κει που κοιμόνουνα: "Ηλία, ψάξε να με βρείς. Στη θάλασσα μ'έχουν πετάξει. Κι άμα με βρείς, φύγε απ' τη θάλασσα, παράτα την για πάντα , πάρε με μαζί σου και σύρε στην πρώτη αψηλή κορφή βουνού που θ' απαντήσεις μπροστά σου". Ήμουνα νιός και δεν πίστευα. Περιγελούσα κιόλας τ' όνειρο μου, μόλις που το'βλεπα , την ίδια ώρα και το ξεχνούσα...
Ώσπου μια μέρα , που το καράβι του είχε ξεκόψει στα ρηχά, ρίχνοντας την πετονιά του για κάνα ψάρι ο ναυτικός, ανάσυρε ένα δεμάτι  φύκια απο τη θάλασσα. Ανάμεσα τους βρέθηκε σκαλωμένο ένα κομμάτι ξύλο, μαυρισμένο απ' την πολυκαιρία και ξεπλυμένο απο τη θάλασα και την αρμύρα της - ποιός ξέρει πόσυς χρόνους να΄ταν θαμμένο στο βυθό της. Μισά με τα μάτια, τ' άλλα μισά με την ψυχή, μπόρεσε και ξέκρινε πάνω σε κείνο το ξύλο τη μορφή του Προφήτη ο μαρινάρος. Έκανε το σταυρό του ο άνθρωπος , ανασπάστηκε το μαύρο ξύλο, το'χωσε στον κόρφο του και ξεμπάρκαρε.
Δυο μερόνυχτα πορεύτηκε ως που  να φτάσει στην κορφή του βουνού, κατά που τον είχαν ορμηνέψει στ' όνειρό του. Έφτασε πρώτα στην πρώτη απο τις δυο κορφές του , εκεί που φώλιαζε στα πόδια της το Θαλασσοχώρι, μα δε στάθηκε. Η θάλασσα τον κυνηγούσε. Ο Προφήτης, που  τον συντρόφευε στον ύπνο του , τον ορμήνεψε να συνεχίσει το δρόμο του, να φτάσει ίσαμε κει που δε θα'βλεπε άλλο πια θάλασσα. Έτσι , πέρασε στη διπλανή κορφή του βουνού: "Εδώ θα μείνεις", του είπε το ίδιο βράδυ στον ύπνο του ο Προφήτης που τον εδηγούσε, ο συνονόματός του.

Έκανε όπως του είχαν ορίσει στ' όνειρό του ο παλιός ναυτικός. Βρήκε θαμμένη μες στα σκοίνα την κουφάλα κείνη του βράχου. Τη βάθυνε υπομονετικά μ'ένα κομμάτι σίδρο που έτυχε να βρεί μέσα στα σκοίνα. Έστησε σε μια σχισμή της σπηλιάς του βράχου την εικόνα του Αγίου. Με το λάδι που κουβαλούσε μαζί του, έθρεφε τον πρώτο καιρό το καντήλι που κρέμασε πάνω απ' το εικόνισμα του Προφήτ' Ηλία. Αργότερα , που τον έμαθαν οι χωριανοί απ' το Καμποχώρι κι απ' αλλού, του έφερναν εκείνοι το λάδι που είχε ανάγκη. Γιατί το ασκηταριό του ερημίτη του βουνού δεν άργησε να μαθευτεί ένα γύρο.

-Δεν έχω να σας φιλέψω άλλο απο γάλα , είπε αργότερα στους ξένους του ο  ερημίτης.

Εκείνοι άνοιξαν τα σακίδια τους και του  πρόσφεραν ψωμί κι άλλα φαγώσιμα.  Μόνο το ψωμί δέχτηκε, τ' άλλα τα παραμέρισε. Έφερε μια μπουκά στο στόμα του.
-Γλυκό που είναι πάντα το ψωμί...γιατί το βλόγησεν εκείνος, είπε μασώντας αργά αργά τη μπουκιά που είχα βάλει στο ξεδοντιασμένο στόμα του. 

Ύστερα, τους έφερε και τους γέμισε τις κούπες που είχαν μαζί τους με φρέσκο γάλα, αρμεγμένο απ' τον ίδιο μέσα σ' ένα καδούλι. Κι οι στρατολάτες του έδωσαν όσο λάδι είχαν μαζί τους. Το δέχτηκε σα θείο νάμα και το φύλαξε προσεχτικά σε μια σχισμή του βράχου.

Έξω, η βροχή είχε πια σταματήσει , το ίδιο κι ο αγέρας. Οι στρατοκόποι βγήκαν , ο ένας κοντά στον άλλον, απο τη σπηλιά- ο ερημίτης τους ακολούθησε τελευταίος. Τους χτύπησε στο πρόσωπο ο νοτισμένος αέρας, που έσερνε μέσα του ευωδίες απο σκοίνα κι απο θυμάρι. Ο ουρανός είχε ξαστερώσει πια για καλά. Τα σύγνεφα είχαν τώρα σκορπίσει , στο θόλο τ' ουρανού έσβηναν ένα ένα τ' αστέρια. Κόντευε πια να ξημερώσει.
-Ευλογημενο το όνομα του Κυρίου.

Είπε ο ερημίτης κι έκανε το σταυρό του.

 
Του Άλκη Τροπαιάτη



Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΠΙΣΤΗ




Στα άγρια κύματα
Στης θάλασσας τα χτυπήματα
Μια φιγούρα περιπατεί
Κι οι Απόστολοι με τρόμο,ρωτούν ποιος είναι εκεί.
Μόλις καταλαβαίνουν ότι είναι ο Χριστός,
Ο Πέτρος παίρνει θάρρος και περιπατεί εμπρός.

Μα ξαφνικά τρομάζει
κι αρχίζει να βουλιάζει….
Του λέει ο Χριστός
-Να είσαι πιο πιστός.

Το χέρι Του απλώνει
και τον γλιτώνει.
Στην βάρκα μόλις μπαίνουν
τα κύματα ημερεύουν.
Τότε οι μαθητές,κοιτούν άφωνα λες,
Την αγάπη του Χριστού,
Προς τους ανθρώπους Του.

Το πάθημα αυτό,του Πέτρου,το γνωστό
Μας δείχνει στη ζωή
Να είμαστε πιστοί!!!

«Μυρωμένα περιστέρια»
ΔΑΦΝΗ

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Το βασίλεμα του ήλιου-Φως ιλαρόν Μέρος 2ο

 Φωτης Κόντογλου

Μέρος 1ο

Έχουμε στο σπίτι μας ένα μικρό δωμάτιο μ' ένα εικονοστάσι , που βρίσκεται προς τη μιά γωνιά του. Απάνω στο εικονοστάσι είναι βαλμένο , στη μέση, ένα παλιό μεγάλο Ευαγγέλιο με ασημωμένες τάβλες, ένας αρχαίος σκαλιστός σταυρός, ένα μικρό κουτάκι με άγιο λείψανο, ένα ασημένο χέρι, μεγάλο όσο είναι το φυσικό χέρι, που έχει μέσα άγιο λείψανο της αγιάς Παρασκευής, και κάμποσα εικονίσματα, που ανάμεσά τους είναι μία μεγάλη εικόνα της αγιάς Παρασκευής, παλιά κι ασημωμένη απο τέμπλο. Όλα αυτά ήτανε της οικογενειακής εκκλησιάς μας, και τα πήραμε μάζί μας τον καιρό που φύγαμε απο τη Μικρά Ασία, καταδιωγμένοι απο τον Τούρκο, μαζί με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία. Αντί να πάρουμε άλλα πράγματα, που θα  ήτανε πιό χρήσιμα σε μας, κατά τη γνώμη του κόσμου, προτιμήσαμε να πάρουμε αυτά τα αγιασμένα πράγματα. Περάσαμε στη Μυτηλήνη, που είναι κοντά στο μέρος που γεννηθήκαμε ,αντίκρυ στη μεγάλη στεριά της Ανατολής.

Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα ακοίμητο, μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι. Το δωμάτιο μοσκοβολά κερί και λιβάνι. Εκεί είναι το καταφύγιο μας στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας , εκεί λέμε και τις ευχαριστίες μας στον Θεό για ό,τι καλό μας στέλνει. Εκεί λέμε τον εσπερινό και τον όρθρο, όποτε τύχει να μην πάμε στην εκκλησία, τις παρακλήσεις, τις δοξολογίες. εκεί γίνουνται οι αγιασμοί και τα ευχέλαια, από αγιαμένους παπάδες και  καλογήρους. Η ψυχή μας κ' η καρδιά μας, βρίσκονται εκεί. Έχουμε τα Μηναία, το Πεντηκοστάριο, την Παρακλητική , το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, το Αγιασματάρι, κλπ..Εκείνο  το θαλάμι είναι η κατ οίκον εκκλησία μας.

Απο τα δεξιά βρίσκεται ένα παραθύρι, δίπλα στη βορεινή γωνιά. Απ' εκείνο το παραθύρι , που είναι βορεινό, δεν μπαίνει ολότελα ο ήλιος όλον τον χειμώνα. Μονάχα κατά την αρχή του καλοκαιριού αρχίζουν και τρυπώνουν λοξά χρυσές αχτίνες απο τον ήλιο, την ώρα που βασιλεύει.


Τρυπώνει δειλά-δειλά, αυτό το φώς, το "Φώς ιλαρόν", όπως το λέγω, και κάνει μιά στενή λουρίδα όρθια, χρυσαφένια, δίπλα στη βορεινή γωνιά, αριστερά απο το εικονοστάσι.Φανερώνεται τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, και χάνεται τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Το αγιασμένο πυροτέχνημα στην αρχή βαστά λίγες στιγμές κ' ύστερα αποτραβιέται. Κατά την αρχή Ιουλίου στέκεται ίσαμε μιά ώρα. Και στις τελευταίες μέρες του βαστά πάλι λίγες στιγμές, ως που χάνεται, και δεν ξαναφαίνεται πιά.

Αυτό είναι το "Φώς ιλαρόν".Από μικρό παιδί το 'βλεπα το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος, εξωτικό , χρυσοκκόκινο, να χρυσώνει τα σπίτια , τα μικρά τα βουνά, τα βράχια, τα πανιά των καραβιών, σαν να ήτανε χρυσοκαπνισμένα. Το θέαμα ήτανε πανηγυρικό, κ' έπεφτα σε έκσταση , σαν να ερχότανε εκείνο το φώς απο έναν άλλον κόσμο, απο τη βασιλεία των ουρανών , κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος.

Πόσο ποιητικά εκφράζει ο λαός μας τη μεγαλοπρέπεια που έχει εκείνη η ιερή ώρα, λέγοντας πως ο ήλιος "βασιλεύει". Αληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ με τέτοια πορφύρα; Θα' λεγε κανένας πως δεν είναι ο ήλιος αυτός ο βασιλέας, αλλά ο Χριστός, ο βασιλεύς των βασιλευόντων.  Έχω την ιδέα μαλιστα πως ο ευλαβής λαός μας, λεγοντας "ο ήλιος εβασίλεψε", επήρε τα λόγια , γυρίζοντάς τα, απο το "Προκείμενον" που λέγει ο ψάλτης το Σαββατόβραδο στον εσπερινό: "ο Κύριος  εβασίλευσεν ,ευπρέπειαν ενεδύσατο" ίσα-ίσα την ίδια ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Εκείνη την ώρα το χρυσορρόδινο φώς μπαίνει απο το παράθυρο της εκκλησίας, που είναι κατά το δυτικό μέρος, και χτυπά απάνω στο σκαλιστό τέμπλο, κάνοντας το να λαμποκοπά σάν "χρυσοπλοκώτατος πύργος".

Λίγο πρίν το "Προκείμενον" λέγει ο ψάλτης, ή κανένας καλόγερος, ή κανένανς ταπεινος αναγνώστης το "Φώς ιλαρόν", εκείνον τον θεσπέσιον εσπερινόν ύμνον.

Έχω γράψει πολλές φορές γι' αυτή την αγιασμένη και κατανυστική ώρα: Σ'ένα τέτοιο γράψιμο μου λέγω τα παρακάτω:  "Πρός το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο πύργο της εκκλησιάς (στον τρούλλο), σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τουτη την ιερή ώρα βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης...Απο κάτω , την ίδια ώρα, λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το "Φώς ιλαρόν", ενώ ο ήλιος βασιλεύει, και τελειώνει η μέρα: "Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού , ζωήν ο διδούς. Διό ο κόσμος Σε δοξάζει".

Δάκρυα έρχουνται στα μάτια του ανθρώπου, ακούγοντας αυτά τ' αρχαία λόγια, που είναι απλά και αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο που' ναι ακουμπισμένο απάνω στ' αναλόγι, γράφει πως είναι "ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος". Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα, απο δυό χιλιάδες χρόνια ίσαμε σήμερα , απλοί άνθρωποι που βαστάνε απο τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, που είναι και στο πρόσωπο σάν τους παλιαούς"(*).

Αλλά και τούτη την ώρα που γράφω , λάμπει απάνω στον τοίχο , κοντά στο εικονοστάσι με τα αγαπημένα εικονίσματα που γλύτωσα απο τους αλλόθρησκους και που τα προσκυνούσαν οι πρόγονοί μου.


Πόσο χαίρουμε σαν το βλέπω να μπαίνει μέσα στο καταφύριό μου! Η χαρά που νιώθω είναι μά κρυφή χαρά, που τη φυλάγω στην καδιά μου, σαν ένα φως ανέσπερο, που θα την ζεσταίνει τον χεμώνα. Αυτό το υπερκόσμιο φως είναι μιά ελπίδα που έρχεται "εξ ετοίμου κατοικητηρίου του Κυρίου", είναι μιά θεϊκή επίσκεψη που μου δίνει παρηγοριά.

Κάθε βράδυ το περιμένω με αγάπη. Δεν πηγαίνω πουθενά για να  μην χάσω την ιερή αυτή επίσκεψη. Χαίρομαι που κρατά πολλή ώρα η παρουσία του και παρακαλώ ν' αργήσει να φύγει.


Μόλις αρχίζει και φεγγίζει  μυστικά λέγω:  "Καλώς το! Καλώς ήρθες πάλι στο φτωχικό μας. Κάθε βράδυ με χαρά σε περιμένουμε, και σαν φεύγεις, με ελπίδα σε προσμένουμε να'ρθεις το άλλο βράδυ. Ας αργήσουνε να περάσουμε οι μέρες που μας έρχεσαι". Κάνω τον  σταυρό μου και συλλογίζουμε : "Τούτη την ώρα χρυσαφώνεις τα παλιά τέμπλα στα μοναστήρια, στολίζεις με ακριβά πετράδια το φτωχό εικονοστάσι, που είναι μέσα στη σπηλιά του ασκητή ή κανένα σκοτεινό κουβούκλι που κάνει την προσευχή της καμιά ταπεινή και πικραμένη ψυχή. Την ίδια ώρα , όμως , μπαίνεις και σε σπίτια ψυχά και δίχως πνοή, που κάθουνται μέσα άπιστοι άνθρωποι, και δεν σε παίρνουνε είδηση, αλλοίμονο! ω χαιρέτισμα αρχαγγελικό, ω αγιασμένη πορφύρα, που έγινες απο τα αθάνατα αίματα που χύσανε οι Μάρτυρες του Χριστού. Μπαίνεις και σε φυλακές σκοτεινές , εκεί που βασανίζουνται οι απελπισμένοι , για να τους δώσει λίγη ελπίδα. Μπαίνεις και σε τρύπες υγρές κι ανήλιαγες. Μπαίνεις και σε άψυχα κι άσλαχνα εργοστάσια, μα κανένας δέν σε παίρνει είδηση , ούτε πότε μπαίνεις, ούτε πότε φεύγεις, ούτε ποιά μέρα θα σβήσεις, φεύγοντας για πάντα, σαν τον άνθρωπο που δεν γυρίζουν να τον δούνε. Άραγε ο Θεός σε στέλνει μονάχα σε μας για να μας φέρεις την ελπίδα του και τον χαιρετισμό της αγάπης του, και σε περιμένουμε με αγάπη και με πόθο;..."

Αλλοίμονο! Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν , ω φως ιλαρόν, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!


(*) βλ Φώτη Κόντογλου: "Το Αϊβαλι, η πατρίδα μου".

Φώτης Κόντογλου
Βιβλίο: Ευλογημένο Καταφύγιο
Καιφάλαιο :Το βασίλεμα του ήλιου Εκδόσεις -ΑΚΡΙΤΑΣ

ιλαρόν:-επίθετο- εύθυμο, φαιδρό , χαροπό.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ



Είναι μια φαινομενικά απλοϊκή ιστορία. Ένα παραμύθι. Έχει όμως ένα βαθύ και μεγάλο δίδαγμα.
*********************
Ήταν μια φορά σ' ένα δάσος τρία δέντρα.
Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό- μια προοπτική.
·Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο• ξυλόγλυπτο• όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμα του και η προοπτική του.
·Το δεύτερο δένδρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός κάλου ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι• γερό σκαρί' όμορφο, μεγαλόπρεπο- που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα• που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.
·Το τρίτο δένδρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δένδρο του δάσους• έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον Ουρανό και τον θεό.

Όμως πέρασαν τα χρόνια. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς.
Πήγαν υλοτόμοι.
·Και έκοψαν το πρώτο δένδρο. Και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκαμε δοχείο για την τροφή των ζώων παχνί για τα άχυρα των ζώων.
·Το δεύτερο δένδρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι, για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που τόχαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν.
·Το τρίτο δένδρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του.

Περνούσαν χρόνια. Και τα δέντρα, απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους.

Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μια γυναίκα ήλθαν στον στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Και απόθεσαν σ' εκείνο το ξύλινο παχνί όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο τον θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας. Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτή μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο τον Θεό.

Στο μικρό ψαροκάικο -που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο- μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες• ένας απ' αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Και το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει. Οι άλλοι τότε ξύπνησαν εκείνον που κοιμόταν. Και εκείνος τότε σηκώθηκε. Και διέταξε την φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Σιώπα• πεφίμωσο». Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ. Έτσι και το δεύτερο δένδρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές Του!

Και το τρίτο δένδρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό' Και σ' αυτόν τον σταυρό σταύρωσαν τον Χριστό. Έτσι το δένδρο αυτό έγινε πω ψηλό από ό,τι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στον θεό! Έγινε, όπως λέμε σε ένα τροπάριο, ουρανού Ισοστάσιο.

Τελικά, το κάθε ένα από τα δένδρα της ιστορίας μας απόκτησε όχι μόνο αυτό που ήθελε και ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα• όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε.
Η ιστορία αυτή μας λέει:
Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του θεού για μας. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός, είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο για μας.

Εμείς πρέπει να κάνουμε όνειρα. Για το καλό. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε και ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εμείς θα θέλαμε. Και ότι ο Θεός οικονομεί και γίνονται καλύτερα από ό,τι εμείς φανταζόμαστε.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ας έχουμε πίστη. Πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Δύο ομιλίες στην Αγγλίκή γλώσσα με Ελληνικές λέξεις

Η πρώτη εκφωνήθηκε στον ΟΗΕ απο τον  οικονομολόγο και ακαδημαϊκό Ξενοφών Ζωλώτα το 1959. Διετέλεσε  επίσης διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρωθυπουργός. 

Kyrie, it is Zeus' anathema on our epoch (for the dynamism of our economies) and the heresy of our economic method and policies that we should agonize the Skylla of nomismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia. It is not my idiosyncracy to be ironic or sarcastic but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize nomismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. Our policies should be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between economic,strategic and philanthropic scopes. Political magic has always been anti-economic. In an epoch characterized by monopolies, oligopolies, monopolistic antagonism and polymorphous inelasticities, our policies have to be more orthological, but this should not be metamorphosed into plethorophobia, which is endemic among academic economists. Nomismatic symmetry should not antagonize economic acme. A greater harmonization between the practices of the economic and nomismatic archons is basic. Parallel to this,we have to synchronize and harmonize more and more our economic and nomismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political and economic barometer are halcyonic. The history of our didimus organization on this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. The genesis of the programmed organization will dynamize these policies. Therefore, i sympathize, although not without criticism one or two themes with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and nomismatic policies, although I have some logomachy with them.I apologize for having tyranized you with my Hellenic phraseology. In my epilogue, i emphasize my eulogy to the philoxenous aytochtons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you, Kyrie stenographers.

[Κύριοι, είναι "Διός ανάθεμα" στην εποχή μας και αίρεση της οικονομικής μας μεθόδου και της οικονομικής μας πολιτικής το ότι θα φέρναμε σε αγωνία την Σκύλλα του νομισματικού πληθωρισμού και τη Χάρυβδη της οικονομικής μας αναιμίας. Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να είμαι ειρωνικός ή σαρκαστικός αλλά η διάγνωσή μου θα ήταν ότι οι πολιτικοί είναι μάλλον κρυπτοπληθωριστές. Αν και με έμφαση στιγματίζουν τον νομισματικό πληθωρισμό, τον ενεργοποιούν μέσω της τακτικής τους και των πρακτικών τους. Η πολιτική μας θα έπρεπε να βασίζεται περισσότερο σε οικονομικά και λιγότερο σε πολιτικά κριτήρια. Γνώμων μας πρέπει να είναι ένα μέτρο μεταξύ οικονομικής, στρατηγικής και φιλανθρωπικής σκοπιάς. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μονοπώλια, ολιγοπώλια, μονοπωλιακό ανταγωνισμό και πολύμορφες ανελαστικότητες, οι πολιτικές μας πρέπει να είναι πιο ορθολογιστικές, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε πληθωροφοβία, η οποία είναι ενδημική στους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους. Η νομισματική συμμετρία δεν θα έπρεπε να ανταγωνίζεται την οικονομική ακμή. Μια μεγαλύτερη εναρμόνιση μεταξύ των πρακτικών των οικονομικών και νομισματικών αρχόντων είναι βασική. Παράλληλα με αυτό, πρέπει να εκσυγχρονίσουμε και να εναρμονίσουμε όλο και περισσότερο τις οικονομικές και νομισματικές μας πρακτικές πανεθνικώς. Αυτές οι θεωρήσεις είναι πιο εφαρμόσιμες τώρα, που τα προγνωστικά του πολιτικού και οικονομικού βαρομέτρου είναι χάλκινα. Η ιστορία της δίδυμης οργάνωσης σε αυτήν την σφαίρα είναι διδακτική και οι γνωστικές τους εφαρμογές θα είναι πάντα ένα τονωτικό στις πολυώνυμες και ιδιόμορφες εθνικές οικονομίες. Η γένεση μιας προγραμματισμένης οργάνωσης θα ενισχύσει αυτές τις πολιτικές. Γι' αυτόν το λόγο αντιμετωπίζω με συμπάθεια, αλλά όχι χωρίς κριτική διάθεση, ένα ή δύο θέματα με τους αποστόλους της ιεραρχίας των οργάνων μας στον ζήλο τους να προγραμματίσουν ορθόδοξες οικονομικές και νομισματικές πολιτικές. Απολογούμαι που σας τυράννησα με την ελληνική μου φρασεολογία. Στον επίλογό μου δίνω έμφαση στην ευλογία μου, προς τους φιλόξενους αυτόχθονες αυτής της κοσμοπολίτικης μητρόπολης καθώς και το εγκώμιό μου προς εσάς, κύριοι στενογράφοι.]

 Ο δεύτερος λόγος παρόμοιος με τον πρώτο,  δόθηκε απο τον καθηγητή της Ορθοπεδικής Παναγιώτη Σουκάκο  σε 6000 ορθοπεδικούς από 64 χώρες, στην εναρκτήρια τελετή του 5ου Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου ορθοπεδικής στην Ρόδο στις 8 Ιουνίου 2001 και είναι :

«The hellenic orthopedic physicians have synchronized their dynamism and energy with the European Organization of Orthopedics and Traumatology to generate this symbiotic and not ephemeral synthesis of charismatic academic scholars and are enthusiastic with the atmosphere of euphoria and analogous ecstasy in Dodecanisa, Rodos.

Rodos is a graphic hellenic metropolitan center in the Aegean archipelagos, with myriads of archaeological and historical sites. Rodos is a geographical paradise of cryptic and chimerical icons of idyllic charm, amalgamated with hellenic gastronomy of moussaka, souvlaki, ouzo emporia and euphoria of the rhyme and rhythm of bouzouki, byzantine and Spanoudakis music.

A plethora of basic and didactic themes in the sphere of orthopedics and traumatology, such as trauma of the musculosceletal system, arthroscopic and arthoplasty surgery, pediatric orthopedics, polytrauma, podiatric surgery, carpus and dactylic surgery with traumatic and genetic anomalies, microsurgery, spondolopathies like scoliosis, kyphosis and spondylolisthesis, osteoporosis and pharmacologic and prophylactic therapeutic policies will be emphasized.

Diagnostic methods and etiological therapy of traumatic, non-physiological and pathological syndromes, therapeutic schemes and strategies will be analyzed and synthesized at this academic symposium on the basis of democratic climate and with the scope of a non-dogmatic and egocentric dialogue, which I prophesize will be an historic phenomenon and paradigm of dynamic synergy and harmony between polyethnic orthopedic physicians of the European Epirus.

To paraphrase, with the phobia and dilemma of being tautological, let me emphasize that the logistics and machinations in this academic symposium, will generate the scheme and type of our harmonic synergy and syndesmosis.

Pragmatically, it is my thesis and not hypothesis that the next phase and programmed orthopedic symposium in Helsinki, which I eulogize, will be as dynamic and with colossal kyros as in Rodos, Hellas.

I apologize for my eulogistic demagogy and if my etymological glossary is based on philosophic or symbolic metaphors and lexical hyperbole, please sympathize with me and apologize for the idiosyncrasy of zealous hellenic practicing orthopedic physician who is also fanatically enthusiastic about the giant anode of European propaedutics and academics in orthopedics and traumatology.»

Πηγές :
http://www.facebook.com/group.php?gid=50935531117

http://www.esperanto.gr/cgi-bin/ujo.pl?dir=2003&fil=024

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Δύο Θαύματα στο Άγιον Όρος

 
 Του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Φίλος της μοναστικής ζωής δεν είμαι, αλλά φίλος του Αγίου Όρους βεβαίως ναι. Στο Όρος πήγα όλο κι όλο δυο φορές-μια το 1959 και μια πριν δέκα χρόνια- και γύρισα με αρκετές εντυπώσεις , άλλοτε καλές κι άλλοτε κακές.

***

(1959)

Με αποζημιίωσε όμως η Σιμωνόπετρα. Εντυπωσιακό μοναστήρι, αλλά η ανηφόρα δεν υποφερόταν. Ανεβήκαμε πολλοί , αλλα ευτυχώς εκεί μας δεχτηκαν με αγάπη. εμένα δε μου ζήτησαν διαμονητήριο, ούτε φέρθηκαν άγαρπα σε δύο ξένους που ήταν καθολικοί. Η ιδιότητα μου ως βιβλιοθηκάριος τους ενυπωσίασε, αλλά το σπουδαιότερο, είχα συστατική επιστολή του μητροπολίτη Θεσσαλινίκης Παντελεήμονος Παπαγεωργίου (αυτού που τον έδιωξε άσπλαχνα η χούντα και η μεταπολιτευση δεν τον αποκατέστησε). Αμέσως μου άνοιξαν οι πόρτες της βιβλιοθήκης, με τους σπάνιους κώδικες και τα παλαίτυπα και ο βιβλιοθηκάριος μου έκανε μια λαμπρή ξενάγηση. Για χατίρι μου ο ηγούμενος επέτρεψε σε δύο Ελβετούς αρχιτέκτονες, που κι αυτοί είχαν συστατικές επιστολές, να φωτογραφίσουν μινιατούρες απο παλιούς κώδικες, και μάλιστα στη φωτογράφηση βοήθησα κι εγώ. (Δυστυχώς, οι δύο αρχιτέκτοες αποδείχτηκαν αναξιόπιστοι: δε μου έστειλαν ποτέ τις φωτογραφίες που μου υποσχέθηκαν. 'Εχουν δίκιο οι πατέρες που βλέπουν τους ξένους με μισό μάτι). Ωστόσο, το σημαντικότερο γεγονός που ζήσαμε στη Σιμωνόπετρα ήταν άλλο: Πρίν απο τρείς μέρες είχε πεθάνει ένας μοναχός και η σορός που ήταν εκεθημένη σε κοινή θέμα. Η αγιότητα του ανδρός φαινόταν και απο το ότι, αν και είχαν περάσει τρείς μέρες, το χέρι του δεν είχε κοκαλώσει αλλά μπορούσε κανείς να το κινήσει προς κάθε κατεύθυνση. Αυτό έκανε και ο ηγούμενος θέλονας να δείξει στους επισκέπτες ότι επρόκειτο περί θαύματος, πράγμα που το επιβεβαίωσε και κάποιος γιατρός, ως εκπρόσωπος της επιστήμης, που είχε αρευρεθεί μαζί μας. Όντως επρόκειτο για θαύμα που το είδα. Η εμπειρία στη σιμωνόπετρα μου έμεινε αξέχαστη.

***

Και τώρα θα πω για ένα θαύμα που μου έτυχε -πιστεύω στα θαύματα- και που δέθηκε κι αυτό με τη ζωή μου. Στη Δάφνη είχα αγοράσει μια μικρή καλοτυπωμένη ρεπροντουξιόν(αναπαγαγωγή αγιογραφίας) που έδειχνε  τον άγιο Δημήτριο, έργο του Πανσέληνου που βρισκόταν στο Πρωτάτο. Τη ρεπροντουξιόν αυτή την είχε τυπώσει ο σπουδαίος βυζαντινολόγος Andre Grabat στο Παρίσι και πού γουστάριζα να την αποκτήσω, μα δεν την έρβικα ούτε στη Θεσσαλονίκη ούτε στην Αθήνα. Και τη βρήκα στη Δάνφη!  Την κρατούσα στο χέρι για να μην τσαλακωθεί μέσα στον εκδρομικό μου σάκο. Θα πήγαινα  απο ένα μοναστήρι σε κάποιο άλλο και θα έκανα δρόμο τεσσάρων ωρών. Ο ήλιος  έγερνε και άρχισα να φοβάμαι το δάσος. Επιλέον είχα κάνει και λάθος και κινδύνευα να χαθώ. Ο δρόμος που είχα πάρει  δεν οδηγούσε πουθενά και χάνοντα μέσα στα χόρτα, ενω το έδαφος μου φαίνονταν ολισθηρό και ύποπτο. Έντρομος υποψιάστηκα πως πήγαινα κατευθείαν σε ένα γκρεμό. Καταπτοημένος παρακάλεσα τον άγιο Δημήτριο να με σώσει και έβαλα μια κραυγή ''Βοήθεια! Βοήθεια!". Ξαφνικά, μέσα στη μαύρη μου απελπισία, ακούω πίσω μου μια δυνατή φωνή ''Πίσω!Πίσω!".  Σταμάτησα απότομα, έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω και τότε είδα πως ήμουν ακριβώς στο χείλος ενός γκρεμού. Πάντως, είχα σωθεί. Προσπαθώντας να δω απο που ακούστηκε η φωνή, πρόσεξα ένα σπιτάκι, κάπου πεντακόσια βήματα απόσταση, και στο μπαλκόνι φαινόταν κάποιος που μου φώναζε κουνώντας τα χέρια του. Σταυροκοπήθηκα με ανακούφιση , ξαναφίλησα τον άγιο Δημήτριο και άρχισα να βαδίζω προς το σπιτάκι για να μου πουν  ποιό δρόμο να πάρω. Και σκέφτηκα πόσο ήμουν ανόητος που ήθελα τον άγιο σαν ένα συλλεκτικό είδος, ξεχνώντας πως οι άγιοι είναι ζωντανές εικόνες παρουσίες στη ζωή μας.

Σχόλια δικά μας: Δεν ξέρουμε  και δεν μας ενδιαφέρει βέβαια πόσο Χριστιανός είναι ή δεν ειναι ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος αλλά όπως  σε ένα περιβόλι υπάρχουν πολλά μέσα,  απο λουλούδια μέχρι έντομα και ερπετά έτσι κι εμείς, διαβάσαμε ολόκληρη τη διήγηση του, αλλά κρατήσαμε το άνθος που ομορφαίνει και βοηθάει τις καρδιές μας. Νομίζουμε ότι ότι ζητάει ο καθένας κατα τον πόθο της καρδιάς του και της πίστης του το βρίσκει.
Είναι χαρακτηριστικό των Αγιορειτών Πατέρων ότι μετά την κοιμησή τους δεν παρουσιάζουν το φαινόμενο της ακαμψίας, όπως   αναφέρεται στην παραπάνω διήγηση ως θαύμα.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

«Ένα σπουδαίο πνεύμα μας αποχαιρετά»

http://www.romiosini.org.gr
«Ένα σπουδαίο πνεύμα μας αποχαιρετά»
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους λεμφαδένες. Η κατάστασή του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τα συγγραφέα στους φίλους του και χάρη στο διαδίκτυο έφτασε και σε μας. Σας συστήνω να τη διαβάσετε, καθώς πρόκειται για ένα πραγματικά συγκινητικό κείμενο γραμμένο από έναν από τους λαμπρότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς του αιώνα που μας πέρασε.

«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι για αυτό που αξίζουν, αλλά για αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια μας, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα, όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα, όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα, όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα! Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα με ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.Θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο από τα αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
 
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους που αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν, όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά, αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους.. Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάκτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
 
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σε αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω. Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να κοιμάσαι, θα σε αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σε αγκάλιαζα και θα σου έδινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σε έβλεπα, θα έλεγα «σ' αγαπώ» και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει και άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ήθελα να σου πω πόσο σε αγαπώ και ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος, είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάνε το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα από τον Κύριο δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.»
 
Το κείμενο παραχωρήθηκε ευγενώς από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Τερζή, Ι.Ν. Αγίας Δύναμης.

 

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Βυζαντινές Νότες

Πά λαι ήμαρτεν Αδάμ, εμακρύνθη του Θεού·

βου ληθείς δ’ ο Πλαστουργός, δούλου δέχεται μορφήν,

γά λα πίνει εκ μητρός· εις μετάνοιαν καλεί,

Δι δαχών σκορπίζει φως, θαύματα πολλά ποιεί·

κε φαλήν δ’ εχθρού πατεί, νεκρωθείς και αναστάς,

ζω οδότης ων Θεός· και καλεί εις μέλλουσαν ζωήν

νη πενθή πιστούς καλεί, όπου πρώτος εισελθών

πά σαν έλαβεν αρχήν παρά του Θεού Πατρός.

http://andreaslappas.blogspot.com

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

EΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

 www-voulgari.blogspot.com

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἐξοχικὴ Λαμπρή (1890)

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπάροικους, τοὺς «κουκουβίνους ἢ κουκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὀνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του, ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ κατ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθεῖ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπὶ τίνας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπᾶ-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορεοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς διετύπωσαν γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναίκα του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, χωρικός, ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπέξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε» - οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπε ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια, νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως ἦτον ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτον «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μὲ τινὰς τῶν ἐξωμεριτῶν καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτον ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾿ ἀποσώνῃ τὰ παιδιά» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὖτος ὡς οἱ πλεῖστοι του γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Τοῦτο ναί, ἀληθεύει· ἀλλ᾿ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾿ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργοὺς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος, καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾿ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰπῶν, ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξίσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.

Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπᾶ-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας ἀλλ᾿ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγει· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῶ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾿ αὐτῷ.

Ἡ πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὦρες νὰ φέξει», καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνησε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς, κρούων, ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾿ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ «Κύματι θαλάσσης».
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς».
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps».
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεὺς ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἠτοιμάζετο νὰ πάρῃ καιρὸ καί, ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσόρμησεν εἰς τὸ ναΐδριον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δυὸ ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαετὴς περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾿ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐντούτοις:
«Παπᾶ, παπᾶ!...»
(Τὰ παπαδοπούλα ἀπεκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των).
«Παπᾶ, παπᾶ!... Ὁ παπᾶ-Σφοντύλας ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά... κουβαλοῦν... ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα... κι ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά...»

Μόνον ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα: «Ὁ παπᾶ-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτᾶς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὖτος ἀγαπῶν, ὡς ὅλοι οἱ νέοι, τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὀμήλικας.

Ἀλλ᾿ ὁ παπᾶ-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἤμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του... ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπόπτευεν ἐκ τῶν κινήσεων τούτων καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δυὸ φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη:
«Παπᾶ, παπᾶ, ποῦ πᾶς;»
«Θὰ ῾ρθῶ, βλογημένε, τώρα ἀμέσως πίσω».
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν, νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγεν, ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
«Ποῦ πᾶς;» ἐπέμενεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός.
«Ἂς διαβάζῃ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κι ἔφθασα».
Ἐλησμόνει, ὅτι ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ ἄλλα, ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
«Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου ἐδῶ, βλογημένε», ἐπανέλαβε ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ. «Σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!»
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.

Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
«Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ», ἐψιθύρισε.
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰν νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾿ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγότερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.

Ἐντούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
«Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά», ἔλεγεν, «ὀκτώ, μὲ τὸ συμπάθιο, κι ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κι ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾿ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ ἐκεῖ!»
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετο τὶς εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὐρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἠδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν, ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλος του δὲν εἶχε βραχεῖ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμηθείς, ἀνένηψεν.
«Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω», εἶπε, «καὶ πίνω νερό;»
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
«Τί κάμνω ἐγώ», εἶπε, «ποῦ πάω;»
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἶπεν:
«Ἥμαρτον, Κύριε! Ἥμαρτον! Μὴ μὲ συνερισθῇς».
Ἐπανέλαβε δέ:
«Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν... συγχωρήσῃ κι ἐκεῖνον κι ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου...»

Ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
«Ὤ, Κύριε», εἶπεν ὁλοψύχως, «ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα».
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
«Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω. Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!... Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!»

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾿ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.

Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλώνας τῶν δένδρων καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.

Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεία-Κρατήρως, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες καὶ ζηλεύει ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθῶ, δεκαπεντούτις κόρη, ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε, λέγουσα:
«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα... Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.

Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.

Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:
«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰώνας!»
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν:
«Γειά σας! Καλὴ γειά! Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Παπᾶ μ᾿, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾿! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπᾶ σ᾿ καὶ τὰ παιδάκια σ᾿! Ξάδελφε Θοδωρῆ, νὰ ζήσεις νὰ τὰ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ᾿, ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾿, νὰ τρέξεις καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Σ᾿μπεθέρα Κρατήρα, νὰ χαίρεσαι, μ᾿ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνεψιὲ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε! Κουμπάρα Κυπαρίσσου, μὲ μιὰ καλὴ νύφη νὰ ζήσεις νὰ χαρεῖς! Ἐβίβα ὅλοι! Τέ-πέρ-τέ. Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Συμπεθέρα Ξανθή, καλὴ λευτεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με τὸ καλό!».
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξε ἡ πόσις.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ κατ᾿ ἄλλον ὅμως στενότερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναίκα του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν.
«Μπρόμ!»
«Πιὲ κι δώ᾿ μ᾿!»
«Μὲ κρασί!»
«Καλῶς τ᾿ν ἀγάπη μ᾿ τὴ χρυσή!»
Καὶ πιὼν αὐτὸς μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθή, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.

Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτόκαρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιές» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!

Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἑξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθείσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ...»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!

Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην, ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾿ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετήσαντες τὴν συντροφίαν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.

Ἐντούτοις ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς οἴκοθεν τῷ εἶπεν, ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιον του εὐρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπᾶ-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξώθυρας τοῦ ἁγίου Βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δυὸ μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται(;)», εἶπεν, «ἅμα μᾶς ἰδῇ μίαν καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργίες, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΣΧΑ Γρηγόριος Ξενόπουλος

Γρηγόριος Ξενόπουλος


Αγαπητοί μου,


AΥΤΕΣ τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ' οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»... Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της στον Αϊ-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά —από τις οκτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Μα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ' έπαιρνε στην Επισκοπιανή ή στον Άγιο Χαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ' ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Μετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν περίπατο στους Κήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.

Ώ, ήταν τόσο όμορφα! Η άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ' άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Τι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Το έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Τα ευαγγέλια προπάντων μ' άρεσαν πολύ. Είναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα! Πρώτα των Βαΐων —και συνήθως απ' αυτή την Κυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες— έπειτα της Ανάστασης, έπειτα του Θωμά, των Μαυροφόρων, της Σαμαρείτιδος... Ο παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Αί-Χαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος, τα έλεγε θαυμάσια. Κι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ' άλλες εκκλησιές, αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ' έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Κι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού —ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Και σου 'κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν' ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Κυρίου...

Τη Μεγάλη όμως Εβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Κυριακή το πρωί, η Ανάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: «Δεύτε λάβετε φως, Χριστός Ανέστη, Εν αρχή ην ο λόγος» και καθεξής. Δε μ' έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Νυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Ακολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Επιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τι προηγήθηκε απ’ την Ανάσταση. Μόνο, από την Κυριακή των Βαΐων, πως ο Χριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τι έκαμε κει, τι τον έκαμαν, άκρες μέσες: Κάποιος Μυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Ταφή σε καινό μνημείο... Τι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Μόλις είχα μια ιδέα.

Κι άξαφνα... τα έμαθα όλα! Είχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού.. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!... Είδα και το Χριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Χριστό σαν αληθινό... Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Επιτάφιο (κι ο Χριστός του Επιταφίου στη Ζάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Εσταυρωμένος). Και θυμούμαι ακόμα τι αλλιώτικη εντύπωση, τι μεγαλύτερη χαρά μου έκαμε το Πάσχα στην εκκλησίτσα, την πρώτη φορά, αφού είχ' ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Μπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.


Γιατί όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Είχα παρακολουθήσει το Χριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατο του• είχ' ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Μυστικό Δείπνο, είχ' ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Μητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον... Γι' αυτό το Χριστός Ανέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση, γι' αυτό μου φάνηκε σαν μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σαν μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Εκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Εκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξίδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο,

και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σαν Θεός!


Ετσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Ανάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος• για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνον το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ως τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ' οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ' τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Τη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ' από αγώνα και

αγωνία, ύστερ' από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Μεγάλη Εβδομάδα.

Ω, αυτό το ξέρετε και σεις από τώρα. Μήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε... Μεγάλη Εβδομάδα;

Γελάτε, ε;... Και του χρόνου!


Σας ασπάζομαι ΦΑΙΔΩΝ

( Από το περιοδικό Η Αvάπλασις των Παίδων)

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Το Πάσχα της γιαγιάς

Αιμιλία Πετράκη


Είναι μια παλιά ιστορία αυτή που θα σας πω. Μια νύχτα Μεγάλου Σαββάτου, την ώρα που όλος ο κόσμος ήταν στην Ανάσταση, μου την είπε η γιαγιά…
          Όταν έκλεισε η πόρτα, κι ο μπαμπάς κι η μαμά φύγανε για την εκκλησιά, εγώ ξύπνησα. Άρχισα σιγά σιγά να κλαίω. Την έβλεπα αυτή τη νύχτα από τόσο καιρό μέσα στο μυαλό μου, γεμάτη φώτα, τόσο ωραία…
          Ήξερα ότι δεν θα πήγαινα, κι όμως την περίμενα σα να μπορούσε να συμβεί κάτι αλλιώτικο… Και τώρα πια, που είχε κλείσει η πόρτα, που κάθε ελπίδα είχε σβηστεί, ένα παράπονο μ’ έπνιγε.
          Το κλάμα μου τράβηξε τη γιαγιά, που είχε μείνει στο σπίτι.
          – Σώπα, μου ’πε, και εγώ θα σου πω σιγά σιγά μια ιστορία που θυμάμαι τώρα… Τη θυμάμαι κάθε τέτοια νύχτα και ξαναγίνουμαι παιδί σαν εσένα. Και ξαναβλέπω την καημένη τη μητέρα μου να μου λέει: «Ο πατέρας θά ’ρθει».
          Και καθίσαμε να τον περιμένουμε μια νύχτα σαν την αποψινή, μονάχες, παρακαλώντας τη θάλασσα να μας τον ξαναφέρει…
          – Και ήρθε, γιαγιά;
          – Ναι, ήρθε, αλλά άκου να δεις πώς ήρθε: Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Είχαμε καΐκια δικά μας κι όλο ταξίδευε. Ερχόταν πότε πότε, και γέμιζε το σπίτι μας με το μεγάλο κορμί του, μας γέμιζε και μας με τα χάδια του, και ξανάφευγε. Εκάναμε μήνες να τον δούμε. Εγώ αυτά μόλις τα θυμάμαι. Αλλά την αποψινή ιστορία δε θα την ξεχάσω, κι εκατό χρόνια να περάσουν ακόμα.
          Τότε έλειπε από πολύν καιρό. Μήνες είχαμε να τον δούμε. Έγραψε στη μητέρα μου ότι θα ’ρχόταν για το Πάσχα και όρισε και την ημέρα.
          Πέρασε όμως των Βαΐων, η Μεγάλη Δευτέρα, η Τρίτη, η Τετάρτη, κι ο πατέρας δεν είχε φανεί.
          – Μητερούλα, θά ’ρθει ο πατέρας; τη ρωτούσα.
          – Θά ’ρθει, θά ’ρθει, μου ’λεγε με βεβαιότητα.
          – Και πότε θά ’ρθει;
          – Όπου και να ’ναι, έφτασε.
          Ήρθε και η Μεγάλη Πέμπτη. Ύστερα από το μεσημέρι, η Μαριγώ με πήρε να πάμε ν’ ανάψομε τα καντήλια στον Άγιο Νικόλα – ένα εκκλησάκι που ’ταν ψηλά στο βουνό, σε ένα γκρεμό πάνω από τη θάλασσα. Από μέρες ήταν ο καιρός χαλασμένος. Αλλά εκείνη την ώρα άρχισε ένας δυνατός αέρας που σήκωνε και τις πέτρες από χάμω. Μας βρήκε πάνω στο βουνό· μας τραβούσε, μας έσερνε τα φουστάνια μας, μας στράβωνε. Η Μαριγώ με κρατούσε σφιχτά από το χέρι και προχωρούσαμε. Από το ψηλό μονοπάτι βλέπαμε κάτω τη θάλασσα να χτυπιέται. Η Μαριγώ όλο ψιθύριζε:
          – Άγιε Νικόλα μου, ώρα καλή για κείνους που ’ναι στη θάλασσα!
          Μα ο καιρός χειροτέρευε. Δε βλέπαμε πια μπροστά μας και δεν ξέραμε πού να προχωρήσουμε.
          – Κουράγιο, έλεγε η Μαριγώ, να πάμε ν’ ανάψομε τα καντήλια· ο πατέρας σου ταξιδεύει.
          Και μου ’σφιγγε πιο πολύ το χέρι, και με τραβούσε στο δρόμο, που δεν τον βλέπαμε πια. Εγώ έκλαιγα τρομαγμένη από το κακό του αέρα, και κείνη όλο έλεγε προσευχές για κείνους που έλειπαν.
          Όταν φτάσαμε στην εκκλησιά, δε βλέπαμε πια τη θάλασσα. Μια βαριά καταχνιά την είχε σκεπάσει. Την ακούγαμε μόνο να μουγκρίζει από κάτω.
          Ύστερα από ώρες γυρίσαμε στο σπίτι. Όλος ο κόσμος ήταν στο πόδι, κάτω στο γιαλό. Είχαν δει ένα καΐκι να περνάει μέσα στην τρικυμία, με τα πανιά του που κοντεύανε να σκιστούν απ’ το φούσκωμα. Το είδαν να περνάει σαν αστραπή, κυνηγημένο από τον καιρό, και να χάνεται μες στην ομίχλη. Πέρασε πολύ κοντά απ’ το λιμάνι μας χωρίς να μπορέσει να μπει. Άλλοι λέγανε πως ήταν το δικό μας, κι άλλοι άλλο.
          Η μητέρα μου, με τα μαλλιά που της τα ’σερνε ο αέρας, με τα μάτια τρομαγμένα, κοίταζε ακόμα αμίλητη τη θάλασσα. Εκεί βαθιά που είχε χαθεί το καΐκι…
          Με πήρε και γυρίσαμε στο σπίτι. Στα μάτια της πολεμούσα να διαβάσω την απόφαση.
          – Δεν ήταν το δικό μας, μου είπε. Αυτό είχε μεγάλα πανιά· το δικό μας δεν είναι έτσι. Αυτό ήταν ξένο, ούτε του χωριού μας δεν είναι.
          – Ο Θεός να το φυλάξει, έλεγε η Μαριγώ κλαίγοντας.


Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί ήταν χαρά Θεού. Η θάλασσα καταγάλανη, γαλήνια, ξαπλωνόταν μπροστά μας κάτω από τον ήλιο που έλαμπε. Μα δε φαινόταν τίποτε, ούτε καΐκι ούτε πανί. Όλος ο κόσμος έλεγε πως το καΐκι που πέρασε ήταν το δικό μας. Το ’χαν γνωρίσει και δεν ξέρανε αν θα ’χε σωθεί.
          Η μητέρα μου δεν έλεγε τίποτα κι όλο έλπιζε.
          Όταν γύρισε από την εκκλησιά, η Μαριγώ τη ρώτησε:
          – Κυρία, θα βάψομε τ’ αυγά;
          – Και γιατί να μην τα βάψεις; ξεφώνισε η μητέρα μου σαν τρελή.
          Η Μαριγώ χάθηκε τρομαγμένη.
          – Πού είσαι, πού είσαι! φώναξε η μητέρα μου άγρια. Το βράδυ θα κάνομε Ανάσταση με τον αφέντη, τ’ άκουσες; Στην Ανάσταση θα ’ναι εδώ. Θά ’ρθει απόψε ώς τη νύχτα. Θά ’ρθει, θά ’ρθει… Ναι, θά ’ρθει!
          Η δυστυχισμένη ήθελε να βεβαιώσει πρώτα τον εαυτό της κι ύστερα εμάς, πως αυτό που φοβόταν δεν ήταν αλήθεια. Όχι, δεν μπορούσε να ’ταν αληθινό.
          Ο καλός καιρός είχε ζωντανέψει τη μητέρα μου. Όλη την ημέρα ήταν χαρούμενη. Μας εβεβαίωνε ότι κάπου ήταν ο πατέρας, κάπου αργοπόρησε με τον καιρό. Και θα ’ρχόταν ώς το βράδυ, για να μη μας αφήσει μοναχές το Πάσχα.
          – Ω, θά ’ρθει, έλεγε, εγώ τον ξέρω καλά.
          Και γέμισε πάλι το σπίτι μας από ελπίδα, και κοιτάζαμε ολοένα από το δώμα, από τα παράθυρα, τη θάλασσα, βέβαιες ότι θα δούμε τα πανιά μας, ότι θ’ ακούσομε τις φωνές του πατέρα. Το κακό που όλος ο κόσμος έλεγε ότι πάθαμε, είχε σταματήσει έξω από την πόρτα μας, δεν μας είχε ακόμα αγγίξει. Αλλά η μέρα περνούσε, και η μητέρα γινόταν όλο και πιο σιωπηλή.
          Όταν άρχισε να νυχτώνει, με πήρε από το χέρι και τραβήξαμε έξω από το χωριό. Το σπίτι μας ήταν στην άκρη άκρη, κοντά στη θάλασσα. Πιο πέρα άρχιζαν τα βράχια, και στο τέλος ήταν ένας πελώριος κάβος. Εκεί έβλεπες όλο το πέλαγος· στη ρίζα του ήταν μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη από φύκια ξερά. Μπήκαμε μέσα στη σπηλιά και καθίσαμε.
          – Από δω θα δούμε τον πατερούλη που θά ’ρθει, μου είπε η μητέρα.
          Καθίσαμε κοντά κοντά, πάνω στα ξερά φύκια. Βλέπαμε όλη τη θάλασσα μπροστά μας, ώς πέρα που γινόταν ένα με τον ουρανό. Δε φαινόταν τίποτα, ούτε πανάκι ούτε πουλί. Κοιτάζαμε εκεί χωρίς να μιλάμε, ώσπου νύχτωσε καλά. Ήρθε και η Μαριγώ με το φανάρι. Ήθελε να με πάρει. Εγώ κλαίγοντας παρακαλούσα τη μητέρα να μ’ αφήσει να μείνω εκεί μαζί της.
          Η μητέρα, χωρίς να θυμώσει, έστειλε τη Μαριγώ να φέρει μια κουβέρτα από το σπίτι. Κι αυτή, χωρίς να μιλήσει, έφυγε. Όταν γύρισε με την κουβέρτα, με τυλίξανε μέσα και καθίσαμε κι οι τρεις εκεί.
          Ανάμεσα στη μητέρα και στη Μαριγώ, δε μιλούσα και δε σάλευα. Δεν ξέρω πόσες ώρες μείναμε εκεί. Δεν κοιμόμουνα, ούτε ήμουνα ξύπνια. Άκουγα την καρδιά μου που χτυπούσε και την αναπνοή τής μητέρας. Άκουγα τη θάλασσα που μπαινόβγαινε ήσυχα στις κουφάλες των βράχων, κάτω από τα πόδια μας, σα να ανάπνεε κι αυτή περιμένοντας μαζί με μας. Κοίταζα το σκοτάδι της θάλασσας, που δε φαινόταν κανένα φως, και ξαφνικά νόμιζα πως πολλά φωτάκια πλέανε μέσα, πως ερχόνταν προς εμάς, πως ήταν και το καΐκι μας· άκουγα τη φωνή του πατέρα που φώναζε στους ναύτες. Μα ύστερα όλα χάνονταν· κι όλα τα φώτα ήταν τ’ άστρα στον ουρανό.
          Ξαφνικά, η καμπάνα ακούστηκε. Ο ήχος της, χαρούμενος, γέμισε τον αέρα. Μας τρόμαξε και μας συνεπήρε.
          Ξεπεταχτήκαμε ακούγοντας τη φασαρία από το χωριό. Μια χαρά γέμισε τον αέρα.
          – Ο Χριστός ανασταίνεται! είπε η Μαριγώ κι έκανε το σταυρό της.
          – Ευλογημένος να ’ναι, είπε η μητέρα μου.
          Ακούσαμε για πολλή ώρα τις καμπάνες, τη χαρά της Ανάστασης. Πέρσι ήμαστε στην εκκλησιά με τον πατέρα, με τις λαμπάδες μας αναμμένες. Κι ύστερα, εμένα με πήγε στην αγκαλιά του στο σπίτι.
          Σιγά σιγά, έπαψε η φασαρία από το χωριό. Βυθιστήκαμε πάλι στη σιωπή, στο σκοτάδι. Κοιτάζαμε τη θάλασσα.
          – Κυρία, είπε σιγά η Μαριγώ, πάμε πια στο σπίτι. Περάσανε μεσάνυχτα. Ο αφέντης θά ’ρθει στο σπίτι μόλις έρθει· δε θά ’ρθει εδώ.
          – Πάμε, είπε η μητέρα.
          Με πήρε από το χέρι. Η Μαριγώ έφεγγε με το φανάρι. «Δεν ήρθε ο πατέρας» είπα εγώ κι άρχισα να κλαίω. Η μητέρα ούτε μίλησε, σα να μη μ’ άκουσε.
          Φτάσαμε κοντά στο σπίτι.
          – Κυρία, το φως είναι αναμμένο, είπε η Μαριγώ ξαφνιασμένη· εγώ το ’χα σβήσει.
          Η μητέρα μου δε μίλησε πάλι καθόλου.
          – Κυρία, πώς άναψε το φως;
          Άνοιξε τρέμοντας την ξώπορτα. Η μητέρα προχωρούσε σα να μην καταλάβαινε.
          Μέσα στην τραπεζαρία μάς περίμενε ο πατέρας.
          Μας άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα και μας φιλούσε. Η μητέρα μισοπεθαμένη έκλαιγε στην αγκαλιά του, έκλαιγε έτσι όπως ποτέ δεν την ξαναείδα.
          Το καΐκι μας είχε βουλιάξει, μα ο πατέρας είχε σωθεί, και είχε γυρίσει από τη χώρα με τα πόδια.
          Είχε γυρίσει όμως, κι αυτό έφτανε σε μας. Και κάναμε Πάσχα μαζί, όπως το ’χε πει η μητέρα.
......................
Και η γιαγιά ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι της και σώπασε. Και σωπαίναμε κι οι δυο κοντά κοντά, σα να ήταν πάλι εκείνη η νύχτα…

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)