" Όπου 'ν' Αι-Γιάννης και νερό, κι όπου Αγιολιάς και ράχη"
Στη μια απο τις δυο κορυφές του βουνού είχε στήσει τη σκηνή του ο ερημίτης. Η μιά , η πιο ψηλή , αγνάντευε ως πέρα, μακυρά στο άγνωνστο βάθος του πελάγου, την πλατιά κι απέραντη θάλασσα- η άλλη ήταν πιό χαμηλή , την έκοβε η πρώτη, δε μπορούσες να δείς απο κει θάλασσα. Τούτη η αψηλότερη κορφή, κατηφόριζε σιγά σιγά, ώσπου έσβηνε αγαληνά κατά το πέλαγος. Στο πιο χαμηλότερο σημείο , εκεί όπου έσμιγε με το νερό, σχημάτιζε μια μικρή αγκαλιά, έναν απάνεμο κόρφο. Απάνωθέ του φώλιαζε το φτωχό, ψαράδικο χωριό, με τ΄άσπρα του σπιτάκια κολλημένα σαν τις πεταλίδες απά στα βράχια-κάμποσες βάρκες λικνίζονται, δεμένες στις δέστρες του, μές στο μικρό, κουκλίστικο πες, λιμανάκι. Η άλλη πλαγιά του δίκορφου βουνού ξεκινούσεν απ' τη χαμηλότερη κορφή του, και γλιστρώντας πότε πάνω απο ήμερη γη του Θεού και πότε πάνω απο αγριωπά φαράγγια, ερχόταν και σβηούσε πέρα κει κάτω στον κάμπο, σ' ένα ίδιο μικρό, σαν το ψαράδικο χωριό, μια χούφτα οι άνθρωποι κι αυτουνού του χωριού σαν και του άλλου, που δεν έβλεπαν θάλασσα απο πουθενά. Ακόμα κι απο την κορφή τούτη του βουνού δε μπορούσες ν' αγναντέψεις τη θάλασσα, γιατί την έσκιαζε η πρώτη , η αψηλότερη.
Εκεί , στη χαμηλότερη απ' τις δυό κορφές, είχε στήσει απο χρόνια τη σκήτη του ο ερημίτης. Μιά κουφάλα απά στο βράχο, μακριά απ' τους ανθρωπους και κοντήτερα στο Θεό. Μοναχός του έσκαψε ο γέροντας και κούφωσε ακόμα πιο πολύ την κουφάλα του βράχου. Έμπηξε κι έναν σιδερένιο σταυρό στ' απανωβράχι του και στο βάθος της σπηλίάς, απίθωσε ένα μαυρισμένο παλαιικό εικόνισμα που είχε φέρει μαζί του, κάνοντας έτσι ξωκλήσι την κουφάλα του βράχου. Το εικόνισμα παράσταινε τον Προφήτ' Ηλία και το αυτοσχέδιο ξωκλήσι ήταν ταμένο στη χάρη του.
Απο που είχε βρεί κι είχε σταλιάσει εκεί δα πα απο δω και χρόνια ο γέρος -ερημίτης, αυτό, κανένας δεν ήξερε να το πεί. Δεν κατέβαινε στο Καμποχώρι ο γέροντας, όσο για τ' αλλο χωριό, το Θαλασσοχώρι, εκεί πιά ούτε που ξέραν αν υπήρχε ξωκλήσι κι ερημίτης.
Δεν είχε ανάγκη να κατηφορίσει ως το χωριό ο γέροντας του βουνού. Είχε δυο τρία γίδια που τα' βοσκε κι άρμεγε το γάλα τους. Κρέας, ψωμί, δεν έτρωγε ποτές του. Έπινε μονάχα το γάλα που του 'δινάν τα γίδια του, μάζευε δυο τρία χόρτα ένα γύρο, που τα'ρτωγε αλάδιαστα. Κι όσο για τη δίψα του, μια πηγούλα, που δάκρυζε λίγο πιό πέρα απ' το ασκηταρίο του, του έγφτανε για να τον ξεδιψάη με το παραπάνω.
Που και που ν' ανηφορίση ίσαμε κει κανένας στρατοκόπος- να του φέρη λίγο λάδι για το καντήλι που άναβε μέρα νύχτα πάνω απ' το εικόνισμα του Πρφήτ' Ηλία (ήταν το μόνο που δεχόταν απ' όσους ανηφόριζαν και τον έβρισκαν κει πανώ στην ερημιά του). Αν δεν ήταν μες στη σπηλιά του ο γέρο-ερημίτης, κάπου κει κοντά α τριγυρνούσε, βόσκοντας τα γίδια του. Ήταν ένας γέρος αψηλός, λιγνός, σκελετωμένος , μαυρισμένη η όψη του απ' τον ήλιο, με άκοπα μακριά , άσπρα μαλλιά, που τα' δενε κότσο πίσω στο σβέρκο του κι ίδια μακριά γένια, που κατέβαιαν χαμηλά ως το στέρνο του. Αντί για ρούχο , φορουσε μια γίδινη προβιά, που την έδενε με μιά παλιά , δερμάτινη ζώνη γύρω απο τη μεση του.
Δεν έφτανε συχνά ως εκείνη την ερημιά του ψυχή ανθρώπινη. Έτσι τ' αψηλού που είχε στημένη την αϊτοφωλιά του ο γέροτνας, μονάχα με τα πετούμενα του ουρναού είχε πάρε δώσε, με τα δυο τρία γίδια του και με το Θεό του, που τον έβλεπε πιό κοντα απ' ό,τι οι άνθρωποι που ζούσανε στα δυο χωριά του δίκορφου κείνου βουνού, το Καμποχώρι και το Θαλασσοχώρι.
Ποιός άνεμος τους έφερε ως εκεί κείνη την καλοκαιριάτικη νύχτα; Το δρόμο είχανε χάσει οι στρατολάτες, για το Θαλασσοχώρι τραβούσαν , μα χάσανε το δρόμο και βρέθηκαν απο την άλλη μεριά του βουνού. Ήρθε απόκοντα και μια αναπάντεχη, καλοκαιριάτικη μπόρα, που τους σάστισε αμόμα πιο πολύ. Πούπετα καλύβι στο δρόμο τους για να τους δεχτεί, στρατοκόπους της νύχτας και της καταιγίδας, πούπετα κάποιο απάγγιο για να σταλιάσουν στην κόχη του.
-Για δείτε, δείτε κει ψηλά που φέγγει ένα φώς! είπε κάποια στιγμή ένας απ' τη συντροφιά.
Η νύχτα είχε πέσει απ' ώρα πολλή, ο ουρανος ήταν πνιγμένος στα σύγνεφα, δε μπορούσεν να'ταν άστρο κείνο που ξάκριζε στην κορφή του βουνού.
Έβαλαν σημάδι οι πεζοπόροι κείνο το φωσάκι που είχε ξεπροβάλει ξαφνικά μπροστά τους, την ίδια στιγμή και το'χασαν απο τα μάτια τους, λες κι ήταν άστρο τ'ουρανού, αστράκι, που μια ξεπρόβελνε και μια χανόταν απο μπροστά τους. Οι αρβύλες που φορούσαν είχανε πιεί το νερό της βροχής κι έκαναν βαριά, ασήκωτα τα πόδια τους. Κι η βροχή, πότε λιγόστευε και πότε έδινε ξανά και δυνάμωνε , τους βίτσιζε στα πρόσωπα, τρύπωνε στη σάρκα τους κορμού και την περούνιαζε, θάμπωνε τα μάτια τους. Λές να'τανε πλάνεμα του νου εκείνο το φωσάκι, που πότε το'χαναν και πότε το ξανάβρισκαν μπροστά τους;
-Εδώ ο τόπος θα πρέπει να είναι ακατοίκητος, είπε ο πιο νέος στα χρόνια απ΄τη συντροφιά. Δε μπορεί να είναι φως αυτό που βλέπουμε. Κάτι άλλο είναι και μας θαμπώνει ταμάτια. Εξόν αν είναι φως διαβολικό και παει να μας πλανέψει...
Για μια στιγμή , τα λόγια του πήγαν ν'αποθαρρέψουν τους άλλους τέσσερις. Μα πρόφτασε και μίλησε απόκοντα ένας άλλος, πιό μεστωμένος στα χρόνια απ' όλους.
-Το φως είναι πάντα απ' το Θεό, μη λές κουταμάρες, Ηλία, αποκρίθηκε στο νέο που είχε ξεστομίσει τα άστοχα εκείνα λόγια. Κι αυτό που βλέπουμε , δεν είναι πλανεμα του Σατανά, είναι φως του Θεού, θα το δείς.
Συνέχισαν την πορεία τους οι στρατοκόποι. Τα καινούρια λόγια του συντρόφου τους έριχναν ξανά το λάδι της ελπίδας στο καντήλι της πίστης τους που πήγαινε να θαμρώσει. Τώρα , οι αρβύλες που φορούσαν σα να'χανε γινει αλαφρότερες, σα να 'χαν πάρει ζωή τα κουρασμένα πόδια τους. Κι ο άπιστος Ηλίας της συντροφιάς, έσκυψε το κεφάλι κι υποτάχτηκε στην απόφαση των άλλων : να εξακολουθήσουν την πορεία τους ώσπου να φτάσουν στο φως-στο φως του Θεού, που ξάκριζε, πότε θαμπό, και πότε λαμπερό, ολο ένα μπροστά τους.
-Ηλία, είπε κάποια στιγμή κείνος που πήγαινε μπορστά απ' τους άλλους, δε θες τούτο το φως που βλέπουμε να'ρχεται απο ' κάνα ξωκλήσι του Προφήτ' Ηλία, που έχεις και τ' ονομά του; (Τι σύμπτωση , μάλιστα, ξημέρωνε την άλλη μέρα κι η γιορτή του φίλου τους!). Δε λεν πως, όλα τα ξωκλήσια του Πρφήτ' Ηλία είναι χτισμένα ψηλά, πολύ ψηλά , όσο μπορεί πιο ψηλά στις κορφές των βουνών;
Και τότε, μες στην νυχτιάτικη εκείνη πορειά, μες στη βροχή και τ' ανεμοβροχο, ήρθε κι ακούστηκε η παλιά ιστορία του Πρφήτ' Ηλία. Άρχισε να τη λέει στους άλλους, έτσι καθώς προχωρούσαν ολοένα, ο πιο γέρος της συντροφιάς- ένας άνθρωπος που τα χρόνια του είχαν μεστώσει μαζί με το κορμί και την πίστη.
Ο Προφήτης Ηλίας, λέει , ήταν πρίν ασκητέψει, ναυτικός. Είχε περάσει όλη του τη ζωή στα καράβια, στη θάλασσα. Ώσπου έφτασε μια μερα, που τη μπούχτισε τη θάλασσα, τη βαρέθηκε. Κι είπε να την παρατήσει, να μην ακούσει να μιλάνε πια γι' αυτήν, να βρεί στη στεριά και να ριζώσει κάπου, όπου να μην έχει θάλασσα, νερό. Βγήκε το λοιπόν , απ' το καράβι του , πήρε ένα κουπί μαζί του, και ρίχνοντάς το στον ώμμο του, ξεκίνησε. Που πήγαινε; Μήτε που ήξερε. Κείνο που λαχταρούσε, ήτανε να φτάσει κάπου και να σταθεί μακρυά απ' τη θάλασσα, που τόσα φαρμάκια τον είχε πιοίσει ίσαμε τότε, στα χρόνια, τα πολλά τα χρόνια, που την είχε υπερετήσει.
Με το κουπί φορτωμένος ολοένα στον ώμο ο παλιός ο μαρινάρος, προχωρούσε ολοένα. Ώσπου τέλειωσε κάποτε ο ίσιος δρόμος κι άρχισε ν'ανηφορίζει. Σαν είδε πως είχε αλαργέψει κάμποσο απ' τη θάλασσα, σταμάτησε κάποιον στο δρόμο και τον ρώτησε, δείχνοντας του το κουπί που κουβαλούσε:
-Τ' είν'αυτό όπου κρατώ;
-Κουπί, του αποκρίθηκε ο στρατοκόπος, που τον είχε παρει σίγουρα για παραλοϊσμένο.
Συνέχισε το δρόμο του ο άλλος. Τώρα, σκάλωνε στην πλαγιά ενός βουνού , είχε αφήσει αρκετά πια πίσω του τη θάλασσα. Και πάλι ρώτησε ,τον πρώτο που αντάμωσε στο δρόμο του, να του πεί τι ήταν αυτό που κουβαλούσε στον ώμο του...
-Κουπί, του είπε και κείνος.
Κι ο παλιός ο ναύτης εξακολούθησε το δρόμο του. Περπάταγε όλη τη μέρα. Ήρθε και νύχτωσε κι ακόμα περπατούσε. Και κάθε τόσο, έκανε , την ίδια πάντα ερώτηση , σ' όποιον απαντούσε στο δρόμο του. Κι έπαιρνε την κάθε φορά την ίδια πάντα απάντηση- πως ήταν κουπί κείνο που είχε φορτωμένο στην πλάτη του.
Τώρα, η θάλασσα είχε αρχίσει πιά να ξεμακραίνει πίσω του. Ο παλιός ο ναυτικός είχε παρέσει την πρώτη πλαγιά του βουνού, γλίστρησε σ' ένα διάσελο κι απο κει ξαναπήρε την ανηφόρα, οδεύοντας για μια δεύτερη , ψηλότερη κορφή, που ορθωνότανε μπροστά του. Είχε ξημερώσει πια που ο άνθωπος με το κουπί σταμάτησε. Μπρός του αγνάντευε την φορφή του βουνού , ένα βράχο φαλακρό, δίχως δέντρα, μ' αριά που και που σκοίνα και πουρνάρια ένα γύρο. Γύρισε να δει και πίσω του. Θάλασσα δε φαινόταν τώρα πούπετα- την είχε αφήσει πια για πάντα μακριά του. Τ ' αεράκι που έφτανε απ΄ το βουνό ήρθε και χύθηκε στα πνευμόνια του- του τα γιόμισε απο θυμάρι κι απο σκοίνο. Κείνο το αγεράκι δεν είχε τίποτε απο αρμύρα δολερή στην πνοή του , ήταν ολοκάθαρο και του αναγάλλιασε τα σωθικά του. Είδε κάποιον που κατέβαινε κείνη την ώρα απ' το βουνό-πήρε βαθιάν ανάσα ο άνθρωπος με το κουπί και τον ρώτησε κι αυτόν, όπως και τους άλλους:
-Τ' είν' αυτό που κουβαλώ;
Πρόσμενε λαχταρισμένος την απάντηση- την ίδια , σίγουρα που είχε ακούσει κι όλες τις άλλες φορές. Κι όμως , τι παράξενο, ο άνθρωπος που είχε ρωτήσει απόμεινε βουβός κι αμήχανος.Κ οίταξε το κουπί που του ' δειχνε ο άλλος, το είδε απο δω, το μάτιασε απο εκεί , τ' άγγιξε στερνά με το χέρι, μήπως και καταλάβει τ'ήταν εκειό το ξύλο που του δείχνανε. Και στο τέλος, αποκρίθηκε απορημένος:
-Δε ξέρω τ' είν' αυτό που κουβαλάς, πατριώτη. Πρώτη μου φορά που το βλέπω.
-Τ'είναι θάλασσα και τ' είναι καράβια;
Ξαναρώτησε ο ναυτικός .Και πάλι ο άλλος δε μπόρεσε να του δώσει απάντηση. Του ήρθε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει κείνο τον ευλογημένο τον άνθρωπο ο παλιός ο μαρινάρος. Έριξε και μια ματιά στν κορφή του βουνού π' αντίκρυζε μπροστά του-μήτε μισής ώρας δρόμο- και πήρε την αποφασή του. Είχε φτάσει εκεί που ήθελε. Σε τόπο που δεν ήξεραν τ' είναι κουπί. Οι άνθρωποι δεν είχαν δεί ποτέ τους θάλασσα και καράβια. Εκεί θε ν' άραζε ο παλιός ο ναυτικός, το φαλακρό κείνο βράχο του βουνού θα έκανε απο δω και μπρός για πάντα αραξοβόι του...
Η βροχή είχε αρχίσει πιά να ξεκόβει, το ίδιο και τ'ανεμόβροχο.Τώρα, οι στρατολάτες μπορούσανε και βλέπανε πιό ξεκάθαρο και πιο ξάστερο το φως που ακολουθούσαν. Ωσπου έφτασε η στιγμή που σταθήκανε μπροστά του.
Βρίσκονταν κορφή κορφή στο βουνό. Δεν είχε δέντρα ένα γύρο, μονάχα σκοίνα ξεπλυμένα απ' τη βροχή που ξέχυναν ένα ξέχωρο μύρο. Ανάμεσα σε μια πιο πυκνή τούφα απο σκοίνα ξεχώριζε η μπούκα απο μια σπηλιά. Παραμέρισαν οι άνθρωποι τα σκοίνα που απόκρυβαν το έμπα της- στο βάθος της λαμπύριζε το φως ενό καντηλιού. Ήταν ένα συνηθισμένο φως καντηλιού- πως γινόταν να τους είχε φωτίσει απο τόση ώρα δρόμο;
Είδαν το γέρο ερημίτη να στέκεται μποροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς. Έμοιαζε κιόλας σα να τους περίμενε. Ψηλός, λιγνός, ξερακιανός, πετσί και κόκαλα, μ' άσπρα γένια και μαλλιά κι ένα τομάρι γίδας ριγμένο απάνω του, που έδενε με δεμάτινο ζωνάρι γύρω απο τη μέση του. Άλλος κανένας, ψυχή , ένα γύρω.
-Προσκυνώ σε, γέροντα, έσπασε πρώτος τη σιωπή ο ιο μεγάλος στα χρόνια απο τους πέντε.
Τους είδε ο ερημίτης που έσταζαν τα ρούχα τους απ' το νερό της βροχής και παραμέρισε αμίλητος, να τους αφήσει να περάσουν. Μπαίνοντας εκείνοι, βρέθηκαν σε μια σπηλιά, σ' ένα βαθύ λαγούμι, που τους χωρούσεν όλους. Στο βάθος έκαιγε ένα καντήλι, που έριχνε το φως του πάνω σ' ένα παλιό εικόνισμα, ένα μαύρο ξύλο, που απο κει όπου στέκονταν δε μπορούσαν να ξεχωρίσουν το τι παράσταινε.
-Εδώ μένεις πάντα, γέροντα;
Τον ρώτησε ένας άλλος απ' τη συντροφιά.
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, δίχως πια να μιλήση, ο ερημίτης του βουνού. Οι ξένοι βάλθηκαν τότε να του εξηγήσουν πως είχαν ξεπέσει ίσαμε κει.
-Δεν είσατε οι πρώτοι , τον άκουσαν τότε να τους μιλάει και να τους λέει- κι η φωνή του γέρου με τ' άσπρα γένια και τη γιδίσια προβιά αχούσε σαν απόκοσμη μέσα απ' το βαθύ κείνο λαγούμι.Σας πήρε απο μπρός το νερό της βροχής κι ήρθατε ως τη σπηλιά μου.
-Μένεις απο χρόνια εδώ, παππού;
-Έπαψα πια να τα μετράω, παιδί μου. Μα θα πρέπει να 'χουν περάσει πολλά, πάρα πολλά, απο τότε που ασκητεύω σ' ετούτη εδώ τη σκήτη. Όταν πρωτόρθα, τα μαλλιά μου δεν είχαν αρχίσει ακόμα ν'ασπρίζουν...
Τώρα, ήταν άσπρα, κάτασπρα σαν το μπαμπάκι κι έπεφταν ξεχτένιστα ως τη μέση του γυμνού του στέρνου. Κι έτσι όπως τον έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους, ο νούς τους έτρεξε στην ιστορία που είχαν ακούσει πολλή ώρα, στον Προφήτ' Ηλία, που φεύγοντας απο τον κόσμο, πήγε κι ασκήτεψε στην κορφή ενός βουνού. Κι αν το εικόνισμα που έβλεπαν στο βάθος της σπηλιάς δεν ήταν τόσο μαύρο απ' την πολυκαιρία , θα ' λεγαν πως η ίδια η θωριά του γέρου που είχαν αντίκρυ τους ήταν ζωγραφισμένη στο μαυρισμένο ξύλο.
-Πάλι καλά που είδαμε το φως απο μακρυά κι οδηγηθήκαμε ως εδώ, είπε τότε ο νεός απ' τη συντροφιά, ο Ηλίας. Μα πάλι...
Εδώ σταμάτησε . Το σαράκι της απιστίας τον κρυφοδάγκωσε. Ήθελε να πεί: Ένα τόσο δα φωσάκι, το φως ενός καντηλιού, και μπόρεσε να μας φωτίσει το δρόμο απο τόσο μακρυά...
-Άμα έχεις, ξεπλύνει την ψυχή σου όπως ξεπλένει η βροχή το σκοίνα, παιδί μου, ακούστηκε την ίδια στιγμή η φωνή του ερημίτη, που έμοιαζε να είχε μαντέψει τα όσα δέ θέλησε να ξεστομίζει ο νέος, όλα, όλα μπορείς να τα δείς. Ακόμα και τούτο εδώ το φτωχοκάντηλο, που φέγγει μπρός στου Προφήτ' Ηλία το κόνισμα. Αυτό ' ναι που σας φύλαξε να μην πέστε σε κάνα φαράγγι και τσακιστήτε. Κάτι μου έλεγε πως θα' φταναν ίσαμ' εδώ ψυχές οδηγημένες απ' το φως του απόψε. Γιατί , δικιά του είναι η σκήτη μου και το κόνισμα που βλέπετε δικό του. Εδώ, πα στο βράχο που φτάσατε, θα βρείτε τ' αραξοβόλι που γυρεύατε.
Η γλώσσα του γέρου ερημίτη είχε πιά λυθεί. Μετρούσε τους ξένους του με το διαπεραστικό του βλέμμα- κι ας ήταν γέρονας, πολύ γέροντας- απο πάνω ως κάτω. Κείνη την ώρα, η βροχή , που είχε ξεπλύνει τα προσωπα τους, θα' πρεπε να φτάνει ακόμα πιο βαθιά , να τους καθάριζε και να τους ξέπλενε ως και τα μέσα τους.
-Ιδια με κυνήγησε και μένα χρόνια και χρόνια το νερό, άρχισε να τους λέει ο γέροντας ερημίτης. Δούλεψα μια ζωή ολάκερη στη θάλασσα. Ώσπου τη χόρτασα πια, τη βαρέθηκα. Κι είπα να βγω στη στεριά και να συχάσω. Η θάλασσα είναι δολερή, πλανεύτρα, εκεί που σε γλυκαίνει, εκεί και σ 'αντιμάχεται και σε σκοτώνει. Μ' έριξε συχνά στη αμαρτία και στο πάθος. Εδώ , έχει γαλήνη και παραθάρρια. Ξεντύθηκα τον παλιό άνθρωπο κι είπα να ξαναγεννθώ. Το μόνο που πήρα μαζί μου φεύγοντας , ήταν ένα τενεκεδένιο κουτί με λάδι και κείνο το κόνισμα που βλέπετε- έδειξε κατά το βάθος της σπηλιάς με το ρικνό , ξέσαρκο δάχτυλο του. Ήταν κάμποσες μέρες που με ξυπνούσε το ίδιο πάντα όνειρο. Ένας γέροντας μ' ασκητική μορφή, άσπρα μαλλιά και γένι, ερχόταν και μου'λεγε κει που κοιμόνουνα: "Ηλία, ψάξε να με βρείς. Στη θάλασσα μ'έχουν πετάξει. Κι άμα με βρείς, φύγε απ' τη θάλασσα, παράτα την για πάντα , πάρε με μαζί σου και σύρε στην πρώτη αψηλή κορφή βουνού που θ' απαντήσεις μπροστά σου". Ήμουνα νιός και δεν πίστευα. Περιγελούσα κιόλας τ' όνειρο μου, μόλις που το'βλεπα , την ίδια ώρα και το ξεχνούσα...
Ώσπου μια μέρα , που το καράβι του είχε ξεκόψει στα ρηχά, ρίχνοντας την πετονιά του για κάνα ψάρι ο ναυτικός, ανάσυρε ένα δεμάτι φύκια απο τη θάλασσα. Ανάμεσα τους βρέθηκε σκαλωμένο ένα κομμάτι ξύλο, μαυρισμένο απ' την πολυκαιρία και ξεπλυμένο απο τη θάλασα και την αρμύρα της - ποιός ξέρει πόσυς χρόνους να΄ταν θαμμένο στο βυθό της. Μισά με τα μάτια, τ' άλλα μισά με την ψυχή, μπόρεσε και ξέκρινε πάνω σε κείνο το ξύλο τη μορφή του Προφήτη ο μαρινάρος. Έκανε το σταυρό του ο άνθρωπος , ανασπάστηκε το μαύρο ξύλο, το'χωσε στον κόρφο του και ξεμπάρκαρε.
Δυο μερόνυχτα πορεύτηκε ως που να φτάσει στην κορφή του βουνού, κατά που τον είχαν ορμηνέψει στ' όνειρό του. Έφτασε πρώτα στην πρώτη απο τις δυο κορφές του , εκεί που φώλιαζε στα πόδια της το Θαλασσοχώρι, μα δε στάθηκε. Η θάλασσα τον κυνηγούσε. Ο Προφήτης, που τον συντρόφευε στον ύπνο του , τον ορμήνεψε να συνεχίσει το δρόμο του, να φτάσει ίσαμε κει που δε θα'βλεπε άλλο πια θάλασσα. Έτσι , πέρασε στη διπλανή κορφή του βουνού: "Εδώ θα μείνεις", του είπε το ίδιο βράδυ στον ύπνο του ο Προφήτης που τον εδηγούσε, ο συνονόματός του.
Έκανε όπως του είχαν ορίσει στ' όνειρό του ο παλιός ναυτικός. Βρήκε θαμμένη μες στα σκοίνα την κουφάλα κείνη του βράχου. Τη βάθυνε υπομονετικά μ'ένα κομμάτι σίδρο που έτυχε να βρεί μέσα στα σκοίνα. Έστησε σε μια σχισμή της σπηλιάς του βράχου την εικόνα του Αγίου. Με το λάδι που κουβαλούσε μαζί του, έθρεφε τον πρώτο καιρό το καντήλι που κρέμασε πάνω απ' το εικόνισμα του Προφήτ' Ηλία. Αργότερα , που τον έμαθαν οι χωριανοί απ' το Καμποχώρι κι απ' αλλού, του έφερναν εκείνοι το λάδι που είχε ανάγκη. Γιατί το ασκηταριό του ερημίτη του βουνού δεν άργησε να μαθευτεί ένα γύρο.
-Δεν έχω να σας φιλέψω άλλο απο γάλα , είπε αργότερα στους ξένους του ο ερημίτης.
Εκείνοι άνοιξαν τα σακίδια τους και του πρόσφεραν ψωμί κι άλλα φαγώσιμα. Μόνο το ψωμί δέχτηκε, τ' άλλα τα παραμέρισε. Έφερε μια μπουκά στο στόμα του.
-Γλυκό που είναι πάντα το ψωμί...γιατί το βλόγησεν εκείνος, είπε μασώντας αργά αργά τη μπουκιά που είχα βάλει στο ξεδοντιασμένο στόμα του.
Ύστερα, τους έφερε και τους γέμισε τις κούπες που είχαν μαζί τους με φρέσκο γάλα, αρμεγμένο απ' τον ίδιο μέσα σ' ένα καδούλι. Κι οι στρατολάτες του έδωσαν όσο λάδι είχαν μαζί τους. Το δέχτηκε σα θείο νάμα και το φύλαξε προσεχτικά σε μια σχισμή του βράχου.
Έξω, η βροχή είχε πια σταματήσει , το ίδιο κι ο αγέρας. Οι στρατοκόποι βγήκαν , ο ένας κοντά στον άλλον, απο τη σπηλιά- ο ερημίτης τους ακολούθησε τελευταίος. Τους χτύπησε στο πρόσωπο ο νοτισμένος αέρας, που έσερνε μέσα του ευωδίες απο σκοίνα κι απο θυμάρι. Ο ουρανός είχε ξαστερώσει πια για καλά. Τα σύγνεφα είχαν τώρα σκορπίσει , στο θόλο τ' ουρανού έσβηναν ένα ένα τ' αστέρια. Κόντευε πια να ξημερώσει.
-Ευλογημενο το όνομα του Κυρίου.
Είπε ο ερημίτης κι έκανε το σταυρό του.
Του Άλκη Τροπαιάτη