¨Ηταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε μεγάλο καημό να δεί τον Θεό. Άν και όλα πήγαιναν καλά στη χώρα του και θα έπρεπε ώς βασιλιάς να είναι ευτυχισμένος, είχε αυτό το μεγάλο βάσανο: ήθελε να δεί τον Θεό για να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γι' αυτό ανακοίνωσε σε όλη τη χώρα του πως θα έδινε, εφόσον είχε τα μέσα, όποια αμοιβή του ζητούσε εκείνος που θα κατάφερνε να του δείξει το Θεό. Κατα καιρούς διάφοροι σοφοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες, παρουσιάζονταν υποσχόμενοι να του δείξουν το Θεό. Το μόνο που πρόσφεραν στο βασιλιά, ωστόσο, ήταν θεωρητικολογίες, που καθόλου δέν τον ικανοποιούσαν, "δέν ζήτησα να μου αποδείξεις, να μου δείξεις ζήτησα, να τον δώ το Θεό ζήτησα" φώναζε και διέταζε να μαστιγώνουν και να διώχνουν με τις κλωτσιές όλους αυτούς που υπόσχονταν να δείξουν το Θεό, αλλα δέν τον έδειχναν. Ο βασιλιάς βαρέθηκε πιά όλους αυτούς τους σοφούς που φιλοδοξούσαν να του δείξουν το Θεό, και ανακοίνωσε πως στο εξής όποιος υποσχόταν πως θα του έδειχνε το Θεό χωρίς να του τον δείξει, θα εκτελούνταν. Τότε, παρουσιάστηκε ένας απλός άσημος αγρότης, που έτυχε να ακούσει την μεγάλη επιθυμία του βασιλιά, "εγώ θα σου δείξω τον Θεό, καθώς το θέλεις" είπε. Ο βασιλιάς τον κορόιδεψε: "τί γνώσεις έχεις εσύ; τί έχεις σπουδάσει; τόσοι και τόσοι μορφωμένοι μου υποσχέθηκαν, κανείς δέν κατάφερε να μου δείξει το Θεό. Τώρα εσύ τί θα καταφέρεις; Θα μου προσφέρεις και εσύ μιά απο τα ίδια, θεωρητικολογίες, και θα χάσεις τη ζωήσου!". - "Λυπάμαι που δέν είχα την τύχη να σπουδάσω", απάντησε ο φτωχός αγρότης, "αλλα καταδέξου να κάνεις ό,τι σου πώ, και άν δέν σου δείξω το Θεό, στο χέρι σου είναι να με εκτελέσεις. Έλα να ανεβούμε μαζί στην ταράτσα του παλατιού". Ανέβηκε λοιπόν ο βασιλιάς με τον αγρότη στην ταράτσα, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος σε όλητου τη λάμψη, λέει τότε ο αγρότης: "κοίταξε τον ήλιο". - "δέν μπορώ, θα στραβωθώ" - "πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω, προσπάθησε όσο μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα, όση πιό πολλή ώρα μπορείς". Προσπάθησε ο βασιλιάς να κοιτάξει τον ήλιο για κανένα δευτερόλεπτο, περισσότερο δέν άντεξε, θαμπώθηκαν τα μάτια του, ήταν για ώρα τυφλωμένος. - "πού το πάς; θέλεις να με στραβώσεις; μιά στιγμή κοίταξα και στραβώθηκα, δέν μπορώ άλλο!". - "Ωστε έτσι! τον ήλιο δέν μπορείς μιά στιγμή να κοιτάξεις! Άμα δέν μπορείς να δείς αυτό το φώς που δημιούργησε ο Θεός, πώς θα μπορούσες να δείς τη λάμψη του ίδιου του Θεού που δέν δημιουργήθηκε! Τί είναι ο ήλιος μπροστά στον Θεό; μιά μόνο ακτίνα είναι απο την όλη δημιουργία του Θεού! Μιά μόνο ακτίνα είναι απο το φώς του Θεού! Ξέρεις πόσα άλλα φώτα σάν αυτό και μεγαλύτερα έχει ο Θεός δημιουργήσει;"
Σάν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, με θαμπωμένα ακόμη τα μάτια που προσπάθησε να κοιτάξει τον ήλιο, ανατρίχιασε, ταράχτηκε, και δάκρυσαν τα θαμπωμένατου μάτια. "Αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα, τώρα το βρήκα" είπε.
"Θα σου δώσω, καθώς υποσχέθηκα, ό,τι αμοιβή μου ζητήσεις. Μόνο σε παρακαλώ εξήγησεμου κάτι ακόμη: τί κάνει ο Θεός;". - "Βασιλέα μου, αυτό δέν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς, αλλα για να σου δώσω να καταλάβεις, πρέπει να μου δανείσεις τα βασιλικά σου ρούχα, το σκήπρο και το στέμμα, και εσύ φόρα για λίγο τα δικάμου". Φόρεσε λοιπόν ο αγρότης τα ρούχα του βασιλιά και το στέμμα, και κρατώντας το σκήπτρο κατέβηκε στην αίθουσα όπου περίμεναν συναγμένοι όλοι οι υψηλότεροι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι του λαού. "Ο βασιλιάς σας ευχαριστήθηκε που του έδειξα το Θεό, γι' αυτό έδωσε τον θρόνο σε μένα, και ο ίδιος δέν θα έχει κανένα αξίωμα. Ευχαριστώ την τύχη που μου έδωσε άξιους και πιστούς σάν εσάς υπηκόους, και υπόσχομαι πως θα αφιερώσω όλεςμου τις δυνάμεις για τη δικήσας ειρήνη και ευημερία". "Ζήτω ο νέος μας βασιλιάς!", φώναξε όλος ο κόσμος που ήταν μέσα στην αίθουσα, γονάτισαν όλοι και τον προσκύνησαν, και δόξαζαν το Θεό που τους έδωσε έναν βασιλιά που κανένας άλλος δέν είχε τη σοφία του. Στο μεταξύ ο βασιλιάς με τα ρούχα του αγρότη βαρέθηκε να περιμένει στην ταράτσα, κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου, και τί να δεί! τον αγρότη να κάθεται στο θρόνο, και όλοι οι ανώτατοι και άλλοι αξιωματούχοι να τον προσκυνάνε για βασιλιά! "Τί κάνετε", φώναξε, "εγώ είμαι ο βασιλιάςσας! πώς βάλατε στο θρόνο έναν άσημο αγρότη, που μέχρι χτές ούτε εσείς τον ξέρατε ούτε κανένας! Έι, κατέβα, απο το θρόνο και δώσεμου το σκήπτρομου και όλα εκείνα που φοράς!". Όλοι όμως γέλασαν και έπειτα αγανάκτησαν με τα λεγόμενα του "παλιού" βασιλιά, δέν τον άφησαν να πλησιάσει στο θρόνο, τον πήραν σηκωτό και τον πέταξαν έξω απο το παλάτι μονάχο με τα ρούχα που φορούσε. Τότε ο φτωχός αγρότης ο καθισμένος στο θρόνο ζήτησε την άδεια των "υπηκόων"του και βγήκε απο το παλάτι, φώναξε τον μέχρι πρό τινος βασιλιά, και του είπε: "βασιλιά μου, δέν λιμπίστηκα το θρόνο και τη βασιλεία, σου τα δίνω αμέσως πίσω σάν τα θέλεις. Μόνο έπαιξα αυτό το παιχνίδι για να πάρεις μιά ιδέα του τί κάνει ο Θεός. Ποιός έκανε εσένα, ποιός έφτιασε εμένα, ποιός έπλασε αυτό το πλήθος που τώρα με επευφημεί; Σε μιά στιγμή τα πάντα αναποδογυρίζουνε, οι τελευταίοι άνθρωποι γίνονται βασιλείς και οι βασιλείς πετιούνται σάν τα σκυλιά. Τη μιά οι αυλικοί και όλο το κράτος προσκυνάνε ένα Aν άνθρωπο που μέχρι χτές δέν τον ξέρανε, την άλλη κάνουν μιά επανάσταση και ρίχνουν δυναστείες που κράτησαν χιλιάδες χρόνια. Μιά μέρα βλέπεις έναν άνθρωπο στο παζάρι, την άλλη μέρα μπορεί να βρεθεί μέσα στο μνήμα. Όλοι νομίζουμε πως ό,τι ξέρουμε είναι το σωστό, κι όμως απο τη μιά στιγμή στην άλλη αλλάζουμε τελείως τη γνώμη μας. Ποιός είναι αυτός που αφήνει το μυαλό μας να πλανηθεί; ποιός είναι που φωτίζει το μυαλό μας; Σάν πάω τώρα και ξαναμιλήσω στο συμβούλιο τον αυλικών, αμέσως εσύ θα ξαναγίνεις βασιλιάς. Με ποιανού την άδεια γίνονται όλα αυτά;". "Ναί", έκανε με λυγμούς σκύβοντας το κεφάλι του συντετριμμένος ο (μέχρι πρότινος) βασιλιάς, "καταλαβαίνω".