Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ «ΣΗΜΑΔΑΚΙ»

Χειμώνας του ’41. Πιο βαρύς χειμώνας δεν ξανάχε γίνει στην Αθήνα. Πιο βαρύς και πιο πεινασμένος. Τη μια μέρα μοιράζουν οι φούρνοι ψωμί και την άλλη όχι. Την περασμένη βδομάδα κάνανε να δώσουν ψωμί συνέχεια πέντε μέρες. Ύστερα, την έκτη μέρα, μοίρασαν ένα ψωμί που δεν είναι μήτε κριθάρι, μήτε σκήβαλο. Λεν ότι είναι σκουπόψωμο – κίτρινο σα μπομπότα και οι φουρναρέοι το αφήνουν επιτούτου άψητο, για να βαραίνει πιο πολύ. Καθώς το πιάνεις στα χέρια σου, κολλάει στα δάχτυλά σου απάνω ένα στρώμα από μαυροκίτρινο ζυμάρι. Η ίδια αυτή η γλίνα κολλάει κι απάνω στον ουρανίσκο σου, καθώς το καταπίνεις μπουκιά μπουκιά. Το καταπίνεις και σου έρχεται να κλάψεις.
            Τρεις μέρες έβρεξε συνέχεια και την τέταρτη πήγε και βγήκε ήλιος. Μα ένας ήλιος κακομοίρης και μίζερος. Λειψός σα με δελτίο. Κρυώνεις πιο πολύ παρά πριν που έβρεχε και δεν είχε ήλιο.
            Είναι ένα «σημαδάκι» στη γωνιά του δρόμου. Από μακριά καθώς το παίρνει το μάτι σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καλά καλά τι είναι. Μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί και όχι. Όσο περισσότερο σιμώνεις, αρχίζεις να ξεχωρίζεις το σχήμα από άνθρωπο. Κι όταν φτάνεις πιο κοντά του, τότε λες ότι έτσι είναι.
            Δεν είναι παραπάνω από δέκα χρονών αυτό το «σημαδάκι». Το σακάκι που φοράει είναι μακρύ, τα μανίκια φτάνουν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών. Αυτά τα δάχτυλα είναι βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο. Ωστόσο, σου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις, από τι είναι μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο. Το ίδιο και τα πόδια. Ξιπόλητα και θεόγυμνα ίσαμε ψηλά το μερί. Και λιγνά, σαν ξυλένια. Λες ότι τώρα, αν κάνει πως σηκώνεται το παιδί και θελήσει να στηρίξει απάνω τους το βάρος του κορμιού του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυαλένια. Μα πάλι, τούτο το κορμάκι είναι τόσο μικρό και τόσο στεγνωμένο, που μπορούν να το βαστήξουν ακόμα και δύο σπιρτόξυλα.
            Το πιο πολύ, σ’ αυτό το κορμάκι βαραίνει ο σάκος που φοράει. Του φτάνει ίσαμε τ’ αστραγάλια των ποδιών, του πνίγει σχεδόν τα χέρια, με δυσκολία ξεφεύγει και γλυτώνει από το φαρδύ γιακά του το κεφαλάκι του παιδιού. Ένα κεφάλι σαν του πουλιού. Το πετσί κολλάει πάνω στα κόκαλα – κ’ έτσι όλο το μούτρο μοιάζει με κοκαλιάρικη φιγούρα. Τα μάγουλα, το πηγούνι, το κούτελο, όλα ξέσαρκα. Λίγη σάρκα έχουν μονάχα τα χείλια – μα είναι στεγνά κι ασάλευτα κι αυτά, τόσο πολύ, που λες ότι είναι ψεύτικα. Μένουν ακόμα τα μάτια. Να είχαν, τουλάχιστο, αυτά ένα κάποιο φως, θα έδειχνε αλλιώτικο τούτο το στεγνωμένο μούτρο του μικρού παιδιού. Αυτά, όμως, τα μάτια είναι άχρωμα κι ανέκφραστα. Στυλώνονται απάνω σου έτσι κρύα, που για μια στιγμή θαρρείς ότι ο αέρας που φυσάει γίνεται ακόμα πιο παγωμένος από πρώτα.
            Σ’ αυτή τη θέση το βρίσκεις από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Όποιαν ώρα περάσεις, θα το ιδείς. Ασάλευτο και παγωμένο. Έχει μπροστά κ’ ένα τενεκεδένιο κουτί. Σπάνια το βλέπεις γεμάτο αυτό το κουτί. Το παιδί είναι πάντα σιωπηλό κ’ έχει τόσο παγωμένα, ανέκφραστα μάτια…Ίσως και να μην το έχουν δασκαλέψει, πώς πρέπει να φέρεται, για να τραβάει τη συμπόνια των περαστικών.

            - Έχεις πατέρα;
            Το μικρό κεφάλι, που μοιάζει με κεφαλάκι πουλιού, κουνήθηκε αρνητικά.
            - Μητέρα;
            Τούτη τη φορά, το κεφάλι κουνήθηκε αντίθετα.
            - Αδέρφια;
            Το ίδιο.
            Αυτά, είναι λόγια παιδιού. Λόγια που βγαίνουν από νοήματα. Άλλοι, από περιέργεια ίσως, μπόρεσαν, κι έμαθαν πιο πολλά γι’ αυτό. Είναι ορφανό από πατέρα κι έχει τη μητέρα του άρρωστη κατάκοιτη στο κρεβάτι. Υπάρχουν ακόμα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το δικό μας το «σημαδάκι». Ζουν κι αυτά από τη ζητιανιά. Μέσα στο τενεκεδένιο κουτί μαζεύονται δεκάρικα, εικοσάρικα, πενηντάρια.
            Καμιά φορά – πιο πέρα από το στέκι του παιδιού έχει φούρνο – καθώς περνούν από μπροστά του με το ψωμί στο χέρι οι γειτόνοι, ένας στους εκατό, στους διακόσιους, στους πολλούς, ας πούμε, σταματάει μπροστά του.
            Σταμάτησε μια γυναικούλα, που έσερνε από το χεράκι του ένα μικρό πέντε με έξη χρονών. Το μικρό τσίριζε και γύρευε ψωμί. Η φτωχούλα έκοψε ένα κομμάτι ψωμί από το κομματάκι που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ξανάκοψε στα δυο, έδωσε τη μια μπουκιά στο δικό της παιδί και την άλλη στο ξένο. Αυτό την πήρε από τα χέρια της, την έκρυψε στη χουφτίτσα του ενός χεριού και κοίταξε τη φτωχιά καλά καλά με τα κρύα του μάτια. Η γυναίκα κοντοστάθηκε.
-          Φάτο ντε, του κάνει.
Το «σημαδάκι» δεν έδωσε απάντηση. Μόνο που εξακολούθησε να κοιτάζει την παράξενη κείνη γυναίκα που μοίραζε το ψωμί της στους ξένους. Κι αυτή του ξαναμίλησε:
-          Φάτο, παιδάκι μου, να στυλωθείς μια σταλιά…
            Τότε το παιδί πήρε μια ψίχα από τη μπουκίτσα του ψωμιού και την έβανε στο στόμα του. Βάλθηκε να την πιπιλάει με τη γλωσσίτσα του, σαν καραμέλα, ώρα πολλή. Ύστερα, λέει της γυναίκας που το παρακολουθούσε:
            - Δεν πεινάω…
            Και βάζει το άλλο κομματάκι του ψωμιού παράμερα. Τότε, η φτωχιά γυναικούλα αναστέναξε βαθιά, έκοψε άλλο ένα κομματάκι από το ψωμί που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ακούμπησε κι αυτό πλάι στο άλλο.

            Το βράδυ ό,τι μαζεύει – λεφτά, ψωμί, φαγάκι, ό,τι – το πηγαίνει σπίτι του. Μια μικρή καμαρούλα, κατά το Λυκαβηττό. Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου. Μια Κυριακή πρωί, κράτησε από το τενεκεδάκι χρήματα το αδύνατο παιδί, ανέβηκε ίσαμε την εκκλησούλα, πήρε ένα κερί από το παγκάρι και το άναψε με δέος μπροστά σε μιαν εικόνα. Ύστερα, στάθηκε για κάμποσο ασάλευτο μπροστά της. Ούτε τα χείλια του σάλεψαν, μήτε τα μάτια του ζεστάθηκαν. Η μητέρα του κάθε μέρα πάει στο χειρότερο.
            Κείνο το πρωί πήγε πιο αργά από τις άλλες μέρες στη «δουλειά» του. Όταν βρέχει, πηγαίνει και κάθεται από έναν τσίγκο, για να μην το βρίσκει η βροχή. Η υγρασία του περνάει τα κόκαλα. Και αφού, καθώς είπαμε, δεν έχει μείνει άλλο από κόκαλα απάνω του, πες ότι το αγγίζει γραμμή στην καρδιά.
            Κάθε μέρα που περνάει και του βαθουλώνει όλο και πιο πολύ τα μάτια μέσα στις κόχες τους. Να πεις πως αδυνατίζει πιο πολύ κάθε μέρα, αυτό δεν στέκει, γιατί το «σημαδάκι», δεν έχει από καιρό σταλιά πια κρέας επάνω του.
            Ένα πρωί, κάποιος γέρος σωριάστηκε από την πείνα κάμποσα μέτρα πιο μακριά από το παιδί. Ειδοποίησαν το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και σε λίγο έφτασε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και «μάζεψε» το γέρο. Κάποιος από τη γειτονιά έδειξε πιο πέρα το παιδί στους νοσοκόμους και τους είπε:
            - Δεν το μαζεύετε και τούτο; Δε στέκει καλά στα πόδια του…
            Οι άνθρωποι από το αυτοκίνητο το κοίταξαν και είπανε:
            - Ας το να πέσει πρώτα…Εμείς μαζεύουμε μονάχα εκείνους που πέφτουν…
            Ξαναπήδησαν στο αυτοκίνητο, έβαλαν μπρος τη μηχανή κι έφυγαν, γρήγορα καθώς είχαν έρθει…Το παιδί ούτε άκουσε, μήτε κατάλαβε. Μονάχα στύλωσε για λίγο τα μάτια του στην κοψιά του αμαξιού που χανόταν στο βάθος του δρόμου.

            Εκείνη τη μέρα μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί οι φούρνοι. Βγήκε και ένας ήλιος λιγότερος τσιγκούνης από άλλοτε. Μονάχα το παιδί δε φάνηκε, για πρώτη φορά, στο στέκι του.
            - Θα ’φαγε σήμερα τα σαράντα δράμια του και χόρτασε...
            Είπανε δυο περαστικοί, που του ρίχνανε, καμιά φορά στο τενεκεδάκι του, μα δεν είχαν όρεξη να γελάσουν μήτε κ’ οι ίδιοι με το αστείο τους.
            Πέρασαν ακόμ’ άλλες δυο μέρες – πάντα καλοκαιρία και με σαράντα δράμια ψωμί τη μέρα – και η γωνιά του δρόμου εξακολουθούσε να μένει πάντα άδεια. Ώσπου την τέταρτη μέρα ξαναφάνηκαν στο «στέκι» του παιδιού το ίδιο μακρύ σακάκι, τα ίδια λιγνά και βρώμικα χέρια και πόδια. Όλα ίδια, καταΐδια – μόνο τα μάτια ήταν αλλιώτικα. Τούτο το «καινούργιο» παιδί φορούσε τα ρούχα του αλλουνού, μα δεν ήταν το ίδιο. Αυτουνού τα μάτια ήσαν λιγότερο παγωμένα από του πρώτου και τα χείλια του σαλεύανε, μιλούσανε.
            - Ο αδερφός μου – έλεγε άμα το ρωτούσαν, μα ακόμα και δίχως να το ρωτούν μιλούσε – έπεσε άρρωστος και πέθανε πριν δυο μέρες…
            Έτσι απλά. Μέσα σε τόσο λίγον καιρό, σε λιγότερο από δυο χρόνια, έχει τόσο πολύ απλουστευτεί η ζωή, που δεν κάνει σαν άλλοτε εντύπωση όταν έρχεται και σμίγει με το θάνατο. Πεθαίνουν τόσοι πολλοί κάθε μέρα…Και, το πιο πολύ τη νύχτα. Όσοι έχουν σφραγιστεί από το κρύο και την πείνα για να φύγουν, σέρνονται με το φως της μέρας στους δρόμους, κάνουν την ύστατη προσπάθεια να κρατηθούν, λες και τρομάζουν να σωριαστούν μέσα στο φως, λες και περιμένουν το σκοτάδι για να φτάσουν στο τέλος. Άμα φτάσει η νύχτα, τότε δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Θα βυθιστούν στο σκοτάδι της, θα γίνουν ένα μαζί του. Δε θα τους ιδεί, δε θα τους προσέξει κανένας την ώρα που θα πεθαίνουν. Καθώς δεν τους είχε προσέξει κανένας και τον καιρό που πολεμούσανε να κρατηθούν στη ζωή.
            Το ίδιο τενεκεδένιο κουτί βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στο καινούργιο αυτό παιδί της γωνιάς του δρόμου. Από τον κόσμο που περνάει από κει, σταματάει πότε πότε κάποιος κι αφήνει κάτι στο κουτί. Και το «καινούργιο σημαδάκι» μιλάει άμα το ρωτούν – γιατί, απ’ όσους ξέρανε το πρώτο, λίγοι καταλαβαίνουν τη διαφορά – άμα το ρωτούν, λοιπόν, μιλάει για το άλλο «σημαδάκι» που πέθανε και δε θα ξαναφανεί πια στο στέκι του. Κι έτσι που μοιάζουν τα δυο τους αναμεταξύ τους – το ίδιο μακρύ σακάκι, το ίδιο λιγνό κορμί, το ίδιο τενεκεδένιο κουτί – τίποτα δε μοιάζει να έχει αλλάξει σε κείνη τη γωνιά του δρόμου. Μόνο που σήμερα βγήκε πιο πλούσιος ήλιος και οι φούρνοι μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί… 


Άλκης Κ.Τροπαιάτης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου