Το δεύτερο βιβλιο που έγραψε ο αγωνιστής το 1821 στρατηγός Μακρυγιάννης. Ενά βιβλιο που είναι γεματο απο πίστη, θαύματα και αγίους.
Μπορείτε να το διαβάσετε στη διεύθυνση
http://users.sch.gr/ioakenanid/maqryjanniunfamiliarwork.htm#%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82%201%CE%BF
Δημοσιεύουμε (αντιγράφουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα)
(Κ όταν αστένησα εγώ, τάχτηκα να πάγω εις την Μεγαλόχαρη, την Βαγγελίστρα. Όταν ήμουν σε κίντυνο, ταζόμουν – όταν γιατρεύτηκα, τ’ αστόχησα να πάγω• αρρωσταίνοντας κ το παιδί, το τάζω κ αυτό – κ να το πάρω να πάγω• αστοχώ κ αυτό). Όταν γέρεψε <=έγινε γερό>, έρχεται η Τρίτη Σεπτεβρίου την νύχτα οπου μας είχαν τρογυρισμένα όλα τα στρατέματα, κ εγώ χωρίς δύναμιν, κ την αυγή θα με βαίναν εις την τζελατίνα (εις τ’ άλλο ιστορικόν ξηγούμαι πώς έτρεξε)• τότε περικαλιούμαι τον Θεόν κ την ΧάρηΤης να μας προφτάσουνε• κ όντως έκαμεν νεκρανάστασιν σ’ εμάς κ μας έσωσε• τάχτηκα κ τότε, πάλε τ’ αστόχησα. Τις ημέρες εκείνες της Τρίτης Σεπτεβρίου, εις τις έξι, εις τις εφτά μέρες εκείνου του μηνός, βλέπει ένας γερο-σεβάσμιος αγωνιστής, κάτοικος έξω εις τα χωριά, την νύχτα οπου χαζιρεύεταν <= ετοιμαζόταν. Οθωμανικό hazır = παρόν, έτοιμο> να κοιμηθεί κ πήγε εις τα εικονίσματάτου να κάμει την προσευκήτου, βλέπει ένα σύγνεφον κ του λέγει: «γνωρίζεις τον Μακρυγιάννη;».
6
Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό μήν φοβηθεί• άς έχετε τις ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε• αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε <=πίεσε, ανάγκασε> κ ήρθε κ μου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.∴)
Όταν θα βαρούσαμεν τουφέκι την Τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, οτι βρέθη εις το περιβόλιμου αυτός κ ένας λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης• κ παρουσιάστηκα κ εγώ. Του λέγει αυτεινού του αγωνιστή ο δεσπότης: «αυτόν οπου λέπεις – κ θα τον σώσω απο τον κίντυνον-» (κ παρουσιάζεται κ μία στέρνα με μαγαρισές) «-κ θα τον βγάλω κ απο αυτείνη την μαγαρισά». Κ σταύρωσε κ έλαμψε ο τόπος.
7
Κ ευθύς παρουσιάζομαι κ με δύο παιδιά μικρά. Κ ξύπνησε ο άνθρωπος, κ ήρθε κ μου το είπε. Δέν του είχα ειπεί αυτεινού τίποτας δια την Τρίτη Σεπτεβρίου, οτ’ ήταν με τον Βάσιον κ υποπτευόμουν.
Αφού τελειώσαμεν απο τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκαμου κ γκαστρώνεται.)
Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά. Τώρα θα σας γράψω κ δαιμονικά:
Η γυναίκα αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ γκρίνια μεγάλη: με όλη την φαμελιά. Κ άρχισε η γυναίκα κ σώνεταν, κ όλο έρευε. Ήφερα <=γραμμένο ώς συνήθως ‘υφερα’> γιατρούς, τόσα πράματα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την πονούσαν, οπου δέν κοιμάτον νύχτα κ ημέρα.
Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, σάν έμαθε την μεταβολή αυτείνη <=την απόκτηση συντάγματος>, ν’ απολάψει τα δίκαιατου: ήτον μαζίμου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιάμου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: «της έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έμαθε απο την αρχαία σοφία της Ανατολής>. Εγώ αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει να το πιστέψω,
8
μου λέγει: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζίμου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, κ παίρνω κ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνοςμου, κ κατεβαίνουμε εις το περιβόλιμου. Κ γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμεν η μάνατου• κ άρχισε, ώς μίαν ώρα κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε μας λέγει: «φέρτεμου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο μέσα, κ βγαίνει <=βγάζει> ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, κ δεμένο με πλήθος σπάγ<γ>ους• κ του κόβομεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομεν• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, κ διάργερον <=υδράργυρος, γραμμένο ‘διαριηρον’> κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαμένους, κ σημάδια <=δείγματα> απο τα σκουτιά της γυναικόςμου κ απο τα δικάμου• κ φαινόταν κ εκείνα το κόψιμοτις <=το κόψιμότους> κ τα σκουτιάμας οπου ήταν τρύπια <φαινόταν κ εκείνα τα κομμάτια απο τα ρούχαμας πώς τα είχαν κομμένα κ τρυπημένα>• κ τα πήρε κ τα τσέκισε <=τσάκισε> όλα αυτά τα καρφιά κ βελόνες, κ τ’ άλλα τά’καψε κ τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Κ άρχισε η γυναίκα
9
ν’ αναλαβαίνει. Όμως τα στήθιατης την πονούσαν ακόμα. Ήρθε ο καιρός, κ κάνει δύο παιδιά, <δίδυμα> σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνομου: «αυτά να τα βαφτίσεις το νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη κ τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν κ άλλοι εις τον ύπνοτους. Κ τά’βγαλα καθώς είδα, κ εις την βάφτισιντους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. Κ ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού:
Αφού τα γέννησε, ώς δεκοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές κ παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθιατης κ όλοτης το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίματα, απο πλήθος αβδέλλες, κ γλυστήρια <=κλυστήρια=όργανα για πλύσεις των εντέρων, κλύσματα>, κ γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αιστθανθεί να πάρει γιατρικόν. Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος! <=γενική της ιδιότητος, στην αρχαΐζουσα γλώσσα των γιατρών> Κ σου το λέμεν, οτι είσαι στρατιωτικός κ δέν
10
<ταιριάζει> να σε απολπίζουν αυτά• οτι τέτιος είναι τούτος ο κόσμος». Κ: «ο Θεός είναι δυνατός!»• κ φύγαν. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, ώς συγγενής (κ τον έχω εις το σπίτι με κοντόττα) <=με σύμβαση (διαρκούς ιατρικής παρακολούθησης για ορισμένο διάστημα επι ορισμένης αμοιβής). Γραμμένο ‘ειςτοσπιτι με κοντοτα’. Το ιταλικό λεξικό ‘De Mauro’ δίνει τις εξής ερμηνείες του condotta: burocr., assunzione di un professionista, spec. sanitario, in un pubblico ufficio: c. medica, veterinaria, concorrere a una c. stor., estens., il contratto stipulato tra un capitano di ventura e il signore o il comune che lo assumeva al suo servizio con un determinato numero di soldati | lo stipendio relativo.>. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθη κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κ εγώ απολπίστηκα. Μαζώνω τα παιδιάμου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνιεςμας• κ κλαίγαμεν• κ έλεγα: «Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα, κ τόσον κόσμο εδω μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». (Γιόμωσε κ το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα – έξω, καταφανίστη κ το σπίτι• όποιος είχε διάθεσιν, έκλεβε). Εκεί οπού’κανα την προσευκήμου με τα παιδιάμου, μού’ρθε εις την ιδέαμου: (αύριον ξημέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα ώς αύριον, να στείλω τα παιδιά εις την εκκλησίαν απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκήτους – κ ο Θεός άς γένει Έλεος <ή: ίλεως. Γραμμένο ‘ηλεος’> εις αυτά οπου θα μείνουν αρφανά.
Σηκώθηκα, πήγα εις τον άρρωστον, της έβαλα κ δύο γυναίκες συγγενείςτης, ό,τι τραβάγει <=απαιτείται> να της πιάσουνε τα μάτια
11
όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες άγυπνος, με πονούσε κ το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τον άρρωστον κ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. Εκεί οπου πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτιαμου εις τον ουρανό, κ περικαλούσα κ έκλαιγα• κ λέγω: «Βαγγελίστραμου, πολλές φορές μ’ έσωσες κ’ εμένα κ το σπίτιμου όλο (κ εγώ στάθηκα αχάριστος). Κ τώρα να μου βρεθείς, οτι’ είμαι χαμένος!»• κ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν – κ ο άρρωστος μόνοςτου• πηγαίνει ένα σύγνεφον κ κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – κ τέτια λευτεριά οπου δέν την είχε όταν ήταν κορίτσι! Τότε της ήρθε ο νούςτης• τότε είδε οπου ήτον μαγαρισμένη κ δέν ένιωθε• τότε σήκωσε αυτά τα σκουτιά μόνητης, άλλαξε παστρικά σκουτιά, πήγε εις το παλεθύρι να πιεί νερό – πάτησε την θείατης• βλέποντάςτην απο πάνω της, έκοψε το αίματης• της λέγει: «μήν φοβάσαι, θείαμου• κ σήκωσέμου το
12
στρώμα, κ τ’ άλλα τα σκουτιά οπού’ναι μουρνταρισμένα, οτι δέν μπορώ να τα σηκώσω μόνημου». Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ: την συγύρισαν καλά ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• κ μου λέγει όλα αυτά. Εγώ, αδελφοί, περικαλιούμαι έξω, κ τί λέγω εγώ έξω: μου τα λέγει όταν μπήκα μέσα! Την ίδια ώρα έστειλα κ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, κ σηκώθη εντελώς. Ήρθαν οι ιατροί, μου είπαν: «έγινε μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας απο αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. Κ εγώ κ ο άρρωστος γνωρίσαμεν τον αληθινόν Γιατρόν! – Μετανογάγω, πάλε δέν πηγαίνω εις την ΧάρηΤης.
Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτιμου, κ μιά μαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιμούμαι μόνοςμου, κ μου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να ματά’ρθω σ’ εσέναν• ο Γιάννης με παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες.
13
Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαμεν κ) σου γιατρέψαμεν το γεταίρισου <γραμμένο γιτερισŏ. Είναι παλιά μορφή του ‘ταίρι’, αρχαϊκώς ‘ἑταίριον’> να μήν ανεμείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια• <η σύζυγος λέγεται χελιδόνα κ τα παιδιά χελιδονάκια, γιατί είναι αγαπημένα μέν, αποδημητικά δέ. Κατοικούν μαζίμας, στο ίδιο σπίτι, αλλα αποδημούν, χωρίζουμε, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου> κ γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου τις ενέργειες». Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης μιάν λαμπάδα κ) την σήκωσε απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του ΑφεντόςΜας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το σπίτιΜου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ τό’ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω παιδί!», φοβόμουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα άρχισα να μετανογώ δια το παρόν,
14
να μήν πάγω• κ φοβόμουν κ την εξουσίαν, να μήν μου κάνει αντενέργ<ει>ες <με την καχυποψία> οτι πάγω να κάμω συνομωσίες (οτι είχα ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν μου την έδωσε)• αυτά όλα μού’φερναν δυσκολίες.
Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την ΧάρηΤης, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η ΧάρηΤης: «μήν παίρνεις το παιδί μαζίσου τώρα• κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάμεν κ να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνοςμου μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι
15
κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωμεν – μου λένε: «σήκω, θα βγούμεν εις την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν κουμπάρομου, έκατσα εικοσιτρείς ημέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• μού’στρωσαν εμπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του ανθρώπουμου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιμήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάμω τις μετάνιεςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ’ εμένα του αμαρτωλού κ όληςμου της οικογένειαςμου.
16
Αφού άρχισα τις μετάνιεςμου κ την προσευκήμου καμόση ώρα, πήγα εις την ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω! Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος.
Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης, λυτρωνόμουν. Κ καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ μίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης <=μεγέθους όση η εικόνα της ΧάρηςΤης στο Ναό>, ασημένια, ‘ο Ευαγγελισμός’, οχτακοσίων χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την ΧάρηΤης• κ μου την δώσαν.
Κ χωρίς να ενιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτιμου, με την ΑγαθότηΤης κ με την ΕυσπλαχνίαΤης.
Σημείωσα, αδελφοί, όσα μαναχόςμου δοκίμασα κ είδα το ΈλεόςΤης, κ όσα μου είπαν οι άνθρωποι. Κ θα σημειώσω κ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει – όποιος δέν θέλει, άς κάμει ό,τι αγαπάγει.
17
Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την ΧάρηΤης, εκείνον τον χτύπον οπου έκαμεν η εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες.)
Αφού ήρθαμε απο την ΧάρηΤης, την νύχτα μας παίρνει ο Α-Γιάννης κ άλλοι Άγϊοι <πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ‘Άγϊοι’ σε 3 συλλαβές κ όχι ‘Άγιοι’ σε 2 συλλαβές, γιατί ο Μακρυγιάννης το γράφει πάντοτε ‘αγιυ’ που σημαίνει οτι διακρίνει δύο ‘ι’ στη λέξη κ όχι μόνο ένα μετά το γ> εμένα κ την γυναίκαμου, κ μας πήγαν σε μιάν λαμπρά εκκλησίαν• κ ήταν κ μία βρύση, κ είχε σά φίδια πλήθος<=πλούσια γλυπτή διακόσμηση στην πέτρινη ή μαρμάρινη βρύση>• σε μιάν σκάφη μού’ βαλαν τα σκουτιάμου να τα πλύνει η γυναίκαμου, κ ο Α-Γιάννης είχε εις το ράσοΤου ένα θελό <=θολό> πράμα κ τό’ριξε μέσα εις την γούρνα οπου ήταν τα σκουτιά, κ είπε τηςι γυναικόςμου: με αυτό καθώς είναι να τα φορέσω. Τότε με πήραν κ ήρθαμεν εις το σπίτιμου• κ εις την οξώπορτα <γραμμένο σάν δύο λέξεις: ‘όξω πόρτα’> ήταν ένας Δεσπότης κ είχε εις το χέριΤου: έναν λαμπρό Σταυρόν κ έλαμπε ο τόπος• μ’ ευλόγησε κ μου Τον έδωσε• κ μου είπε: «εσένα σου αφιερώνω τον ΣταυρόνΜου»• κ έκαμα μετάνιες κ Τον πήρα κ Τον έβαλα εις τις εικόνεςμου.) <με το ‘ιε’ εννοώ πως προφέρεται σε μία συλλαβή. Εδώ το ι δέν προφέρεται, μόνο μετατρέπει τον προηγούμενο φθόγγο: το ν γίνεται πρόσθιο ουρανικό. Όπου γράφω ‘μετάνοιες’ εννοώ οτι προφέρεται ‘νοι-ες’, σε χωριστές συλλαβές>
Ήταν Σαρακοστή, ενηστέψαμε κ εκάμαμεν το Ευκέλαιόμας (οτι Ευκέλαιον δέν συνήθιζα να κάνω – κ είδα εις τον
18
ύπνομου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο μπινάρια… <= δίδυμα μωρά, κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα. Κατα τη γνώμημου προέρχεται απο κάποια νεολατινική γλώσσα, νομίζω βλάχικα, απο το λατινικό bina =δύο μαζί. Μεταξύ των Βλαχόφωνων Ελλήνων υπάρχει το επώνυμο Μπίνος, που κατα τη γνώμημου σήμαινε ‘δίδυμος’> «οτι όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάςσου να κάνετε πρώτα το Ευκέλαιόνσας κ τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόνμας).)
Το λοιπόν, ήμουν νηστεμένος να μεταλάβωμεν την αυγή. Ένας ασκημο-άνθρωπος άγριος μου παρουσιάζει μιάν γριγιά να κάμω την επιθυμίανμου! <συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα, στα οποία οι άνθρωποι σκλαβώνονται> κ τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένον• παρουσιάζεται η ΧάρηΤης με τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους κ σηκώνει το χέριΤης κ του λέγει: «καταραμένε! νά’χεις κ του ΜονογενήΜου την κατάρα κ την δικήΜου! οπου ήρθες κ πειράζεις τον άνθρωπον!» - κ έσκασε κ έγινε στάχτη. Κ μαζί με την ΧάρηΤης κ με τους Αγίους πήγαμεν εις την εκκλησίαν της Αγια-Κατερίνης, κ ένας δεσπότης μετάλαβε όλους τους ενορίτες κ εμάς τους αμαρτωλούς. Κ ο Άγιος Πεντελέμονος <=Παντελεήμων> μου έδωσε τρία χρυσά τριαντάφυλλα κ τά’φερα κ τά’βαλα εις τις εικόνες.
<αλλαγή μελάνης:> Τα 1844∴ ΓΙουλίου 18∴ βλέπει εις τον ύπνοτου ο Χατζη-Αντώνης, (γεννημένος εις τ’ Αγεροσόλυμον, <=Ιεροσόλυμα> τίμιος πολύ),
19
βλέπει έναν γέρο με άσπρα γένεια, κ ασπροφορεμένος, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη» (του το είπε τρείς φορές) «οτι αυτό οπου κάμετε θα το κιντυνέψουν• δοξάστε τον Θεόν να κάμει το ΈλεόςΤου»• κ έφυγε• πάγει την άλλη την νύχτα κ τον σταυρώνει• κ σηκώθη, δέν κοιμάταν πλέον. Αφού τον είδε οπού’τρεμεν ο άνθρωπος απο τον φόβοτου, του λέγει: «μήν φοβάσαι» (τότε ήτον με πράσινα φορέματα),)
του δείχνει μιάν χρυσή λαβίδα οπου μεταλαβαίνουν οι άνθρωποι κ έναν χρυσόν κορμόν με τρία χρυσά κλωνάρια, κ του λέγει: «τούτα θα τα πάγω μόνοςΜου να τα δώσω του Μακρυγιάννη, να του τα βάλω μέσα εις την κασέλατου. Κ να του ειπείς αύριον: να τα γλειδώσει <=κλειδώσει> καλά εις την κασέλατου. Κ θα του τα γυρέψουν να τα πάρουν απο την κασέλατου κ να του δώσουνε άλλα• να μήν τον γελάσουνε κ τα δώσει ή μετανοήσει. Κ θα τον κιντυνέψουν πολύ, αδίκως, αυτόν κ την πατρίδασας κ θρησκεία – δέν μπορούν να κάμουν τίποτας• ο Θεός τα διατηρεί όλα αυτά. Κ Εγώ», του λέγει, «θα του τα πάγω εις το σπίτιτου, να τα βάλω εις την κασέλατου• κ να τα φυλάγει καλά, να του ειπείς, να μήν μετανογήσει• οτι θα γυρέψουν πολλοί να τον απατήσουν. Κ: Εγώ φεύγω δια πολύ καιρό• κ όποτε είναι καιρός, θα’ρθώ πίσω».