Μ. Τρίτη ὁ Κύριος ἔφευγε πρωί ἀπό τήν Βηθανία. Βλέπουν την συκιά ξεραμένη. Ὁμιλεῖ στούς μαθητές Του για τήν δύναμη τῆς πίστεως, τῆς προσευχῆς και τῆς συγχωρητικότητος. Ἔφτασαν στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ διδάσκει τόν λαό. Στον Ναό γίνονται θυελλώ-δεις συζητήσεις, όπου κατά σειράν τα μέλη του Συνεδρίου, οι Φαρισαίοι, οι γραμματείς, οι Σα-δουκαίοι, Ηρωδιανοί τον ρωτούν για να τον παγιδεύσουν στο λόγο και να τον εκθέσουν στον λαό και έτσι να χάσει την λαϊκή εύνοια του. Ο Κύριος τους κατατροπώνει όλους. Δέν τον βρῆκαν οὔτε ἕνα ψεγάδι. Φεύγουν όλοι κατησχυμένοι.
Τέλος ο Κύριος ξεσπά σε ένα σκληρό κατηγορητήριο και έλεγχο για τους γραμματείς και φαρισαίους, που ζούσαν με όλο το μεγαλείο της θρησκευτικής υποκρισίας των.
Ξεσπᾶ σε ἕνα θρῆνο-ἔλεγχο γιά τούς Φαρισαίους... Ακούγονται σκληρά τα ’’ουαί υμίν γραμματείς και φα-ρισαίοι’’. μετά περιδιαβαίνοντας στο εσωτερικό του Ναού ξεσπά σε ἕνα θρῆνο-προφητεία για τήν καταστροφή της Ἱερουσαλήμ. Παρηγοριά του ήταν μέσα σ’ όλη την υποκρισία και τον φθόνο όλων που είδε μια γυναίκα χήρα να ρίχνει τον οβολό της εκ του υστερήματος της με καρδιά αγάπης για τους πτωχούς.
Ἄρχισε νά σουρουπώνει καί φεύγει προς το ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀνεβαίνοντας ἀπό τόν χείμαρρο τῶν Κέδρων βλέπει τήν πόλη και τον μεγαλοπρεπή Ναό και λέγει πως δεν θα μείνει ‘’πέτρα πάνω στην πέτρα’’. Μιλᾶ για τά ἔσχατα τοῦ κόσμου και για την τελική Κρίση και την Β’ Παρουσία Του και την παραβολή των 10 Παρθένων. Ἐκεῖ στό βουνό, μεταξύ του όρους των Ελαιών και του χειμάρρου των κέδρων ἔμεινε τήν νύχτα.
Προβάλλεται μέσα από τα τροπάρια και το συναξάρι ο Κύριος ως ο Νυμφίος ο κάλλει ωραίος που βαδίζει προς την νύμφη του την Εκκλησία για να τελέσει τον γάμο του μαζί της.
Έρχεται σαν επαίτης Νυμφίος ζητώντας την αγάπη μας.
Έρχεται ‘’εν τω μέσω της νυκτός’’.
Έρχεται μέσα στην νύχτα των παθών μου και της αθλιότητος και ζητά την αγάπη της καρδιάς μου.
Έρχεται μέσα στην νύχτα της αθεΐας, στην τρέλα της μοναξιάς και της απελπισίας, στην καρδιά και του πιο απερριμένου ανθρώπου και αμαρτωλού και επαιτεί την αγάπη της.
Θέλει να κάμει γάμο μαζί της. ‘’ιδού έστηκα εις την θύρα και κρούω,εάν τις ανοίξει με……’’ . Γάμος εν αίματι πάνω στον Σταυρό. Εκεί είναι το αποκορύφωμα της αγάπης Του και για τον πιο άθλιο αμαρτωλό.
Παράξενος Νυμφίος ντυμένος με μια χλαμύδα, με ακάνθινο στεφάνι, με την μορφή του γεμάτη με αίματα, ταλαιπωρημένος μαστιγωμένος βρίσκεται στο κέντρο του Ναού. Διεκδικεί την αγάπη μας, ‘’τον Νυμφίον αδελφοί αγαπήσωμεν…’’ Τις μέρες αυτές κατέχει το κέντρο του Ναού με την εικόνα του, είναι κέντρο της καρδιάς μου και της καρδιάς σου ο Νυμφίος Χριστός.
Μας ζητά όλες τις ημέρες του γάμου του να είμαστε κοντά του συμπορευόμενοι, να μη σβήσουν οι λαμπάδες των καρδιών μας, της αγάπης μας στον Χριστό και τον αδελφό που είναι η εικόνα Του… προσευχόμενοι και σιωπώντας, κλαίγοντας και οδυρόμενοι μπροστά στο μεγάλο μυστήριο που διενεργείται. Ένας Θεός ανεβαίνει στον Σταυρό και πεθαίνει για να σώσει τον άνθρωπο. Σαν τις μωρές παρθένες να μη μείνουμε έξω του νυμφώνος.
Η συγχώρηση του Εσταυρωμένου απλώνεται σ’ όλους που μετανοούν και δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό, αλλά και ποτίζει και ταΐζει τον νεκρωμένο άνθρωπο από την αμαρτία με το Θεϊκό του Σώμα και το Θεϊκό του αίμα. Εκεί στον Σταυρό τελεί το μεγάλο Μυστήριο της νέας δημιουργίας Του, της Εκκλησίας Του που όλα τα μέλη ενώνονται με το Αίμα Του, μέλη Χριστού.
Πορεία και τῆς δικῆς μου καρδιᾶς σήμερα. Μπροστά μου οἱ μορφές τῶν Φαρισαίων. Ὁ Κύριος κανέναν ἁμαρτωλό δεν ἀπέρριψε, ἀλλά με ἀγάπη και ἐπιείκεια καί τρυφερότητα τούς ἔβλεπε. Ἦταν ὁ φίλος τῶν τελωνῶν και τῶν πορνῶν. Ακόμη και τους αμαρτωλούς και τις πόρνες και τους τελώνες τους δεχόταν και τον πλούσιο νεανίσκο που έφυγε περίλυπος και σ’ αυτόν με αγάπη προσέβλεψε, παρ’ όλη την αδυναμία του να τον ακολουθήσει λόγω του πλούτου. Μόνο τούς Φαρισαίους απέρριψε. Η ἀρρώστια τους διπλή, καυχιόντουσαν για τά ἔργα τους και περιφρονοῦσαν τον ἁμαρτωλό. Και ἔβλεπα τον ἑαυτό μου αυτή την ημέρα σε μια αυτογνωσία. Ένας κρυφός φαρισαϊσμός σάν βδέλλα ρουφοῦσε τήν ψυχή μου. Οἱ ἁμαρτωλοί με τήν μετάνοιά τους ἔχουν τήν θέση τους δίπλα στόν Χριστό. Και ἐγώ; Ποῦεἶμαι; Και ἔσκυβα μέσα μου μέ δάκρυα μετανοίας, ἔσκιζα τίς μάσκες τῆς ὠραιοπάθειάς μου. Και ἀκολουθοῦσα τόν Χριστό στήν πορεία για τόν Σταυρό.
‘’Ὁ τῇ ψυχῆς ῥαθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τὴν ἐξ ἀρετῶν, καὶ νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ῥεμβόμενος, τὰ σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν σου, μὴ κλείσῃς μοι Δέσποτα, ἀλλ' ἐκτινάξας μου τὸν ζοφερὸν ὕπνον ἐξανάστησον, καὶ ταῖς φρονίμοις συνεισάγαγε Παρθένοις, εἰς νυμφῶνα τὸν σόν, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι.’’
‘’Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος, παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς, πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας, τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος.’’
Πατέρας Σεβαστιανός