Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους επαίνους και τα εγκώμια


Φωτογραφία: Ρωτήθηκε κάποτε ένας ερημίτης:
- Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους επαίνους και τα εγκώμια;
Και απάντησε.
- Να έχετε ταπείνωση και να γνωρίζεται καλά τον εαυτό σας. Να σας πω ένα  παράδειγμα. Όταν σκαλίζω στο ξύλο την μορφή αγίου και τελειώνω, νομίζω  ότι είναι καλή. Την ξανακοιτάω μετά από λίγο και βλέπω ότι έχει ελλείψεις.
Αν βάλω τον φακό θα δω ότι δεν είναι τίποτα το σπουδαίο.
Το ίδιο πάλι και με τα χέρια. Βλέπουμε ότι είναι καθαρά. Αν βάλουμε όμως
τον φακό, θα δούμε ότι έχουν βρωμιά και πολλά μικρόβια.
Έτσι, να κοιτάμε προσεκτικά τον εαυτό μας και θα Βλέπουμε ότι δεν είμαστε
τίποτα κι ας λέει ο κόσμος

ένας ερημίτης:Ρωτήθηκε κάποτε ένας ερημίτης:
- Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους επαίνους και τα εγκώμια;
Και απάντησε.
- Να έχετε ταπείνωση και να γνωρίζεται καλά τον εαυτό σας. Να σας πω ένα παράδειγμα. Όταν σκαλίζω στο ξύλο την μορφή αγίου και τελει
ώνω, νομίζω ότι είναι καλή. Την ξανακοιτάω μετά από λίγο και βλέπω ότι έχει ελλείψεις.
Αν βάλω τον φακό θα δω ότι δεν είναι τίποτα το σπουδαίο.
Το ίδιο πάλι και με τα χέρια. Βλέπουμε ότι είναι καθαρά. Αν βάλουμε όμως
τον φακό, θα δούμε ότι έχουν βρωμιά και πολλά μικρόβια.
Έτσι, να κοιτάμε προσεκτικά τον εαυτό μας και θα Βλέπουμε ότι δεν είμαστε
τίποτα κι ας λέει ο κόσμος


ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  14 ΔΕΚ 2012

 

Πώς θά καταλάβουμε ότι δέν λυπηθήκαμε κατ’ άναλογίαν τοϋ σφάλματος¯;

Πώς θά καταλάβουμε ότι δέν λυπηθήκαμε κατ’ άναλογίαν τοϋ σφάλματος¯;

-Απόδειξη άν πέφτετε πάλι στο ίδιο σφάλμα. Ύστερα, όταν παρακολουθήτε τόν εαυτό

σας, νά μήν κάνετε μόνο διάγνωση. Εσείς συνέχεια κάνετε μικροβιολογικές εξετάσεις, βρίσκετε τό μικρόβιο, τό κοιτάτε καί λέτε: ¨πρέπει νά τό σκοτώσω άλλά δέν αρχίζετε θεραπεία. Εντάξει, διαπιστώσατε ότι έχετε μιά πάθηση. Τάκ, νά κοιτάξετε πώς θά τήν θεραπεύσετε. Τί ωφελεί νά κάνετε συνέχεια άναλύσεις-άναλύσεις, χωρίς νά προσπαθήτε νά διορθωθήτε; Λέτε: ¨έχω εκείνο τό πάθος, έχω τό άλλο, άλλά δέν τά κόβετε καί παραμένετε στά ϊδια μοιρολογώντας. Έτσι σπαταλάτε τις δυνάμεις σας καί χαραμίζεστε. Χαραμίζετε τό μυαλό σας, τήν καρδιά σας. Αρρωσταίνετε άπό τήν στενοχώρια καί ύστερα δέν κάνετε τίποτε. Έπειτα, όταν γίνετε καλά, αρχίζετε: ¨Καί γιατί τότε αρρώστησα καί πώς αρρώστησα;. Δέν λέω, θά παρακολουθήτε τόν εαυτό σας, δέν θά αφήνετε τά σφάλματα σας νά περνάνε απαρατήρητα, άλλά μέχρις ενός σημείου, βρέ παιδάκι μου, καί ή στενοχώρια!
Όχι αδιαφορία, άλλά όχι καί κακομοιριά! Έκανες κάτι πού δέν ήταν σωστό; Τό σκέφτηκες; Τό είδες; Τό αναγνώρισες; Τό εξομολογήθηκες; Προχώραμή σκαλώνης.
Κράτησε το μόνο στον νοϋ σου, γιά νά προσέξης άλλη φορά, άν σου δοθή παρόμοια αφορ- μή.
Ή στενοχώρια γιά τά σφάλματα μας είναι άσκοπη, όταν δέν προσπαθούμε νά τά διορθώσουμε. Είναι σάν νά κλαίμε έναν άρρωστο συνέχεια, χωρίς νά του προσφέρουμε βοήθεια γιά νά ανάρρωση

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΟΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ    14  ΔΕΚ 2012  

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ὅταν δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στή μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια. δέν ζεῖς σωστά

Ὅταν δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στή μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια. δέν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας, τό στομάχι. Σοῦ λένε: «Γιά νά εἶσαι ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἄν ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο εἶναι νά ἐπιδοθεῖ κανείς στήν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει.

Γεροντας  Πορφυριος  

ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  13 ΔΕΚ 2012 

Γιατί, Γέροντα, μερικές φορές το ίδιο περιστατικό ένας το θεωρεί ευλογία και άλλος δυστυχία


Φωτογραφία: Γιατί, Γέροντα, μερικές φορές το ίδιο περιστατικό ένας το θεωρεί ευλογία και άλλος δυστυχία;
- Καθένας το ερμηνεύει ανάλογα με τον λογισμό του. Το κάθε πράγμα μπορείς να το δης από την καλή του πλευρά ή από την κακή του πλευρά. Είχα ακούσει
το εξής περιστατικό : Σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν σε κατοικημένη περιοχή είχαν τυπικό να κάνουν εσπερινό και όρθρο τα μεσάνυχτα και πήγαιναν και κοσμικοί, γιατί το μοναστήρι ήταν περιτριγυρισμένο από σπίτια που σιγά-σιγά έιχαν κτισθή εκεί κοντά. Μια φορά ένας αρχάριος νέος μοναχός ξέχασε το κελλί του ανοιχτό και μπήκε μέσα μια γυναίκα. Όταν το έμαθε , στεναχώρια, κακό! Ω, μολύνθηκε το κελλί! Τρομερό, χάθηκε ο κόσμος! Παίρνει λίγο οινόπνευμα , ρίχνει στο πάτωμα και βάζει φωτιά , για να το απολυμάνη! Παραλίγο να κάψη το μοναστήρι. Το πάτωμα του κελλιού του το έκαψε, τον λογισμό του όμως δεν τον έκαψε. Εκείνον έπρεπε να κάψη, γιατί το κακό στον λογισμό του βρισκόταν. Αν έφερνε καλό λογισμό και έλεγε ότι η γυναίκα μπήκε στο κελλί από ευλάβεια, για να ωφεληθή, για να πάρει χάρη και να αγωνισθή και αυτή στο σπίτι της, θα αλλοιωνόταν πνευματικά και θα δόξαζε τον Θεό.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣΓιατί, Γέροντα, μερικές φορές το ίδιο περιστατικό ένας το θεωρεί ευλογία και άλλος δυστυχία;
- Καθένας το ερμηνεύει ανάλογα με τον λογισμό του. Το κάθε πράγμα μπορείς να το δης από την καλή του πλευρά ή από την κακή του πλευρά. Είχα ακούσει


το εξής περιστατικό : Σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν σε κατοικημένη περιοχή είχαν τυπικό να κάνουν εσπερινό και όρθρο τα μεσάνυχτα και πήγαιναν και κοσμικοί, γιατί το μοναστήρι ήταν περιτριγυρισμένο από σπίτια που σιγά-σιγά έιχαν κτισθή εκεί κοντά. Μια φορά ένας αρχάριος νέος μοναχός ξέχασε το κελλί του ανοιχτό και μπήκε μέσα μια γυναίκα. Όταν το έμαθε , στεναχώρια, κακό! Ω, μολύνθηκε το κελλί! Τρομερό, χάθηκε ο κόσμος! Παίρνει λίγο οινόπνευμα , ρίχνει στο πάτωμα και βάζει φωτιά , για να το απολυμάνη! Παραλίγο να κάψη το μοναστήρι. Το πάτωμα του κελλιού του το έκαψε, τον λογισμό του όμως δεν τον έκαψε. Εκείνον έπρεπε να κάψη, γιατί το κακό στον λογισμό του βρισκόταν. Αν έφερνε καλό λογισμό και έλεγε ότι η γυναίκα μπήκε στο κελλί από ευλάβεια, για να ωφεληθή, για να πάρει χάρη και να αγωνισθή και αυτή στο σπίτι της, θα αλλοιωνόταν πνευματικά και θα δόξαζε τον Θεό.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  13 ΔΕΚ 2012  

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Οι μαύρες δυνάμεις τον σκότους είναι αδύνατες. Οι άνθρωποι τις κάνουν δυνατές μέ τήν απομάκρυνση τους άπό τόν Θεό, γιατί έτσι δίνουν δικαιώματα στον διάβολ


Φωτογραφία: ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ   
 
Οι   μαύρες δυνάμεις τον σκότους είναι αδύνατες.  Οι άνθρωποι τις κάνουν δυνατές μέ τήν απομάκρυνση τους άπό τόν Θεό,  γιατί έτσι δίνουν δικαιώματα στον διάβολο

Τά  μάγια
 
-Επειδή πολλές φορές σας μίλησα γιά τον Παράδεισο, γιά τους Αγγέλους και γιά τούς   Αγίους, γιά νά βοηθηθητε, τώρα θά σάς πώ και λίγα γιά τήν κόλαση και γιά τούς δαίμονες, ώστε νά γνωρίσετε μέ ποιους παλεύουμε, πάλι γιά νά βοηθηθητε.   Ήρθε στό Καλύβι ένας νεαρός μάγος άπό τό Θιβέτ και μοϋ διηγήθηκε πολλά άπό τήν   ζωή του. Αυτό τό παιδί, μόλις άπογαλακτίστηκε, τό αφιέρωσε ό πατέρας του, σέ ηλικία    τριών χρόνων, σέ μιά ομάδα τριάντα μάγων ανωτέρου βαθμού στό Θιβέτ, γιά νά τό   μυήσουν στήν τέχνη τους. Έφθασε στον ενδέκατο βαθμό μαγείας-ό δωδέκατος είναι ό   ανώτερος. Δεκαέξι χρόνων έφυγε  άπό τό Θιβέτ και πήγε στήν Σουηδία, γιά νά δη τον   πατέρα του. Εκεί  συνάντησε τυχαίως έναν ορθόδοξο Ιερέα, πολύ πιστό, και του ζήτησε νά    συζητήσουν. Ό νεαρός μάγος δέν ήξερε καθόλου τί θά πή Ιερεύς ορθόδοξος. Στήν αίθουσα    λοιπόν πού κάθησαν νά συζητήσουν, άρχισε νά τού κάνη μερικές άπό τις μαγείες του, γιά    νά δείξη τήν δύναμη του. Κάλεσε ένα άρχικό   δαιμόνιο, τον Μήνα, και τοϋ είπε: ¨Θέλω     νερό. Σηκώνεται ένα ποτήρι από τήν κουζίνα, πηγαίνει μόνο του στην βρύση, ανοίγει ή   βρύση, γεμίζει, περνάει από τήν κλειστή τζαμαρία και έρχεται στήν αίθουσα. Τό πήρε   εκείνος και ήπιε. Μετά παρουσίασε στον ίερέα, μέσα στήν αίθουσα, όλοτό σύμπαν, τόν   ουρανό, τά αστέρια. Χρησιμοποίησε μαγείες τετάρτου βαθμού και θά προχωρούσε μέχρι  τόν ενδέκατο βαθμό. Ρώτησε τότε τόν ίερέα πώς τά έβλεπε όλα αυτά. ¨'Ήμουν έτοιμος, μού   είπε, νά τόν σκοτώσω, άν μού έβριζε τόν σατανά. Ό ιερεύς όμωςδεν τού είπε τίποτε. Τότε   τοϋ λέει ό νεαρός: ¨Γιατί δεν μού κάνεις κι εσύ σημεία;³. ¨Ό δικός μου Θεός είναι  ταπεινός³, απάντησε ό ιερεύς και έβγαλε έναν σταυρό και τού τόν έδωσε νά τόν κράτηση. ¨Κάνε πάλι σημεία³, τού λέει. Ό νεαρός κάλεσε τόν Μήνα, τό αρχικό δαιμόνιο, άλλα ό   Μήνας έτρεμε, δεν τολμούσε νά πλησίαση. Καλεί τόν Σατάν και εκείνος τό ϊδιο έβλεπε τόν   σταυρό και δεν πλησίαζε. Τοϋ είπε μόνο νά σηκωθή νά φύγη γιά τό Θιβέτ. Ό νεαρός τότε   έβρισε τόν Σατάν: ¨Τώρα κατάλαβα, τοϋ είπε, ότιή μεγάλη σου δύναμη είναι μιά μεγάλη   αδυναμία. Στήν συνέχεια κατηχήθηκε κάπως άπό τόν καλό ίερέα, ό όποιος τοϋ μίλησε καί  γιά τούς Αγίους Τόπους, γιά τό Άγιον Όρος κ.λπ. Έφυγε λοιπόν άπό τήν Σουηδία καί πήγε   στά Ιεροσόλυμα, όπου εΐδε τό ΆγιοΦώς. Άπό εκεί πήγε στήν Αμερική, γιά νά βρίση τούς   σατανιστές πού γνώριζε, γιά νά αλλάξουν μυαλό -ό Θεός τόν έκανε τόν καλύτερο   ιεροκήρυκα -, καί άπό 'κεϊ ήρθε στό Αγιον Όρος.  Ό Καλός Θεός σκανδαλωδώς τόν βοήθησε, επειδή άπό μικρός είχε άδικηθή. Κάνετε   όμως προσευχή, γιατί τόν πολεμούν οί μάγοι μέ όλουςτούς δαίμονες. 'Αφοϋ έμενα    πολεμούν, όταν έρχεται νά τόν βοηθήσω, πόσο μάλλον εκείνον. Τοϋ διαβάζουν οί ιερείς   εξορκισμούς καί ανοίγουν τά χέρια του καί τρέχουν αίμα. Τό καημένο τό παιδί πολύ τό   ταλαιπωρούν οί δαίμονες, ενώ πρώτα, πού είχε φιλία μαζί τους, δεν τό πείραζαν, αλλά τό   βοηθούσαν και τό εξυπηρετούσαν. Εϋχεσθε. Πρέπει όμως και τό ίδιο πολύ νά προσέξη, γιατί λέει τό Ευαγγέλιο ότιτό ακάθαρτο πνεύμα, ότανβγή από τόν άνθρωπο, πορεύεται  και   παραλαμβάνει μεθ' εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα          κατοικεί εκεί, και γίνεται τά έσχατα τοΰ ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων¯  

ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΠΑΙΣΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ  ΑΓΩΝΑΣ       
 
         
 
.ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

Οι μαύρες δυνάμεις τον σκότους είναι αδύνατες. Οι άνθρωποι τις κάνουν δυνατές μέ τήν απομάκρυνση τους άπό τόν Θεό, γιατί έτσι δίνουν δικαιώματα στον διάβολο
Τά μάγια
-Επειδή πολλές φορές σας μίλησα γιά τον Παράδεισο, γιά τους Αγγέλους και γιά τούς Αγίους, γιά νά βοηθηθητε, τώρα θά σάς πώ και λίγα γιά τήν κόλαση και γιά τούς δαίμονες, ώστε νά γνωρίσετε μέ ποιους παλεύουμε, πάλι γιά νά βοηθηθητε. Ήρθε στό Καλύβι ένας νεαρός μάγος άπό τό Θιβέτ και μοϋ διηγήθηκε πολλά άπό τήν ζωή του. Αυτό τό παιδί, μόλις άπογαλακτίστηκε, τό αφιέρωσε ό πατέρας του, σέ ηλικία τριών χρόνων, σέ μιά ομάδα τριάντα μάγων ανωτέρου βαθμού στό Θιβέτ, γιά νά τό μυήσουν στήν τέχνη τους. Έφθασε στον ενδέκατο βαθμό μαγείας-ό δωδέκατος είναι ό ανώτερος. Δεκαέξι χρόνων έφυγε άπό τό Θιβέτ και πήγε στήν Σουηδία, γιά νά δη τον πατέρα του. Εκεί συνάντησε τυχαίως έναν ορθόδοξο Ιερέα, πολύ πιστό, και του ζήτησε νά συζητήσουν. Ό νεαρός μάγος δέν ήξερε καθόλου τί θά πή Ιερεύς ορθόδοξος. Στήν αίθουσα λοιπόν πού κάθησαν νά συζητήσουν, άρχισε νά τού κάνη μερικές άπό τις μαγείες του, γιά νά δείξη τήν δύναμη του. Κάλεσε ένα άρχικό δαιμόνιο, τον Μήνα, και τοϋ είπε: ¨Θέλω νερό. Σηκώνεται ένα ποτήρι από τήν κουζίνα, πηγαίνει μόνο του στην βρύση, ανοίγει ή βρύση, γεμίζει, περνάει από τήν κλειστή τζαμαρία και έρχεται στήν αίθουσα. Τό πήρε εκείνος και ήπιε. Μετά παρουσίασε στον ίερέα, μέσα στήν αίθουσα, όλοτό σύμπαν, τόν ουρανό, τά αστέρια. Χρησιμοποίησε μαγείες τετάρτου βαθμού και θά προχωρούσε μέχρι τόν ενδέκατο βαθμό. Ρώτησε τότε τόν ίερέα πώς τά έβλεπε όλα αυτά. ¨'Ήμουν έτοιμος, μού είπε, νά τόν σκοτώσω, άν μού έβριζε τόν σατανά. Ό ιερεύς όμωςδεν τού είπε τίποτε. Τότε τοϋ λέει ό νεαρός: ¨Γιατί δεν μού κάνεις κι εσύ σημεία;³. ¨Ό δικός μου Θεός είναι ταπεινός³, απάντησε ό ιερεύς και έβγαλε έναν σταυρό και τού τόν έδωσε νά τόν κράτηση. ¨Κάνε πάλι σημεία³, τού λέει. Ό νεαρός κάλεσε τόν Μήνα, τό αρχικό δαιμόνιο, άλλα ό Μήνας έτρεμε, δεν τολμούσε νά πλησίαση. Καλεί τόν Σατάν και εκείνος τό ϊδιο έβλεπε τόν σταυρό και δεν πλησίαζε. Τοϋ είπε μόνο νά σηκωθή νά φύγη γιά τό Θιβέτ. Ό νεαρός τότε έβρισε τόν Σατάν: ¨Τώρα κατάλαβα, τοϋ είπε, ότιή μεγάλη σου δύναμη είναι μιά μεγάλη αδυναμία. Στήν συνέχεια κατηχήθηκε κάπως άπό τόν καλό ίερέα, ό όποιος τοϋ μίλησε καί γιά τούς Αγίους Τόπους, γιά τό Άγιον Όρος κ.λπ. Έφυγε λοιπόν άπό τήν Σουηδία καί πήγε στά Ιεροσόλυμα, όπου εΐδε τό ΆγιοΦώς. Άπό εκεί πήγε στήν Αμερική, γιά νά βρίση τούς σατανιστές πού γνώριζε, γιά νά αλλάξουν μυαλό -ό Θεός τόν έκανε τόν καλύτερο ιεροκήρυκα -, καί άπό 'κεϊ ήρθε στό Αγιον Όρος. Ό Καλός Θεός σκανδαλωδώς τόν βοήθησε, επειδή άπό μικρός είχε άδικηθή. Κάνετε όμως προσευχή, γιατί τόν πολεμούν οί μάγοι μέ όλουςτούς δαίμονες. 'Αφοϋ έμενα πολεμούν, όταν έρχεται νά τόν βοηθήσω, πόσο μάλλον εκείνον. Τοϋ διαβάζουν οί ιερείς εξορκισμούς καί ανοίγουν τά χέρια του καί τρέχουν αίμα. Τό καημένο τό παιδί πολύ τό ταλαιπωρούν οί δαίμονες, ενώ πρώτα, πού είχε φιλία μαζί τους, δεν τό πείραζαν, αλλά τό βοηθούσαν και τό εξυπηρετούσαν. Εϋχεσθε. Πρέπει όμως και τό ίδιο πολύ νά προσέξη, γιατί λέει τό Ευαγγέλιο ότιτό ακάθαρτο πνεύμα, ότανβγή από τόν άνθρωπο, πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ' εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τά έσχατα τοΰ ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων¯


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 12 ΔΕΚ 2012


.

Δεν επιθυμεί να έχει κρατικό αυτοκίνητο ο Ιερώνυμος


Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, με επιστολή του προς τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Αντώνη Μανιτάκη, ζητεί την ανάκληση
 
Δεν επιθυμεί να έχει κρατικό αυτοκίνητο ο Ιερώνυμος
της διάταξης που περιλαμβάνεται σε σχετική υπουργική απόφαση και αναφέρεται στη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κρατικό αυτοκίνητο ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος.


Ο κ. Ιερώνυμος που είχε υποβάλει ανάλογο αίτημα και στον Γιάννη Ραγκούση όταν το 2010 ήταν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, επισημαίνει στην επιστολή του: «Ουδέποτε χρησιμοποίησα ούτε επιθυμώ να χρησιμοποιώ κρατικό όχημα του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρυθμίσεως και Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως».


Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος υπενθυμίζει ότι ούτε ο προκάτοχος του, αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, είχε κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας. Προσθέτει ότι παρά το γεγονός ότι δεν εφαρμόσθηκε αυτή η δυνατότητα, να εξυπηρετείται δηλαδή ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος με κρατικό όχημα, παρέχει οπωσδήποτε άδικες εντυπώσεις. Ένας άλλος επιπλέον λόγος που επιβάλει την κατάργηση αυτής της δυνατότητας , τονίζει ο Αρχιεπίσκοπος, είναι όχι μόνο η δύσκολη οικονομική περίοδος που περνά η πατρίδα, αλλά και επειδή «προϋποθέτει μίαν αντίληψη για την αλλοίωση του ρόλου του Αρχιεπισκόπου από προσώπου εκκλησιαστικής διακονίας σε φορέα κρατικής εξουσίας, στεκόμενο απέναντι στην κοινωνία».



Πηγή: ΑΜΠΕ

Ή βάση είναι νά τά έρμηνεύη ό άνθρωπος όλα μέ καλό λογισμό μόνον τότε ωφελείται

Φωτογραφία: Μερικές φορές, Γέροντα, όταν βάζω έναν καλό λογισμό,σέ λίγο μοϋ έρχεται ένας αριστερός   λογισμός καί μοϋ τά χαλάει όλα. Μήπως δέν το κάνω άπό την καρδιά μου;
 -Σκοπός είναι νά το κάνης άπό την καρδιά σου καί, άν σοϋ έρθη αριστερός λογισμός, νά πής: ¨Αυτός είναι αλλότριος. Πρέπει νά τόν διώξω. Τώρα υπέγραψα πάει, τέλειωσε. -Όταν, Γέροντα, μέ αγώνα έχω διώξει έναν αριστερό λογισμό, πώς γίνεται καί  επανέρχεται, άφοϋ τελείωσε τό θέμα; -
Ναί, τό θέμα τελείωσε, άλλα τό ταγκαλάκι δέν τελείωσε. Δέν πεθαίνει ό διάβολος ποτέ.   Έλεγε ένα γεροντάκι: ¨Ό σκύλος, μιά-δυό κλωτσιές άν τοϋ δώσης, φεύγει. Ό διάβολος δέν   φεύγειεπιμένει.
 Έκει-έκεϊ! Ανάβω ένα κερί στους Αγίους τοϋ Κελλιοϋ, γιά νά φύγη, καί μοϋ   λένε οι δαίμονες: "Γιά μάς τό άναψες τό κερί;". "Βρέ, σαβούρα, ποϋ γιά σας; Γιά τους   "Αγίους τό άναψα". "Ναί, όμως έμεϊς σέ αναγκάσαμε", μοϋ λένε
. -Γέροντα, όταν συμβαίνη κάτι δυσάρεστο σέ κάποιον καί άρχίζη νά λέη: ¨γιατί, Θεέ   μου, νά μοϋ συμβή καί αυτό;, αυτός ό άνθρωπος βοηθιέται; -Πώς νά βοηθηθή! Ή βάση είναι νά τά έρμηνεύη ό άνθρωπος όλα μέ καλό λογισμό μόνον τότε   ωφελείται. Είναι μερικοί ποϋ έχουν καλή μηχανή, πολλές προϋποθέσεις γιά πνευματική ζωή, άλλα τό τιμόνι τους έχει λάθος κατεύθυνση. Άν γυρίσουν τό τιμόνι στην κατεύθυνση των καλών λο-  γισμών, προχωρούν μετά στην σωστή κατεύθυνση σταθερά. 

ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΠΑΙΣΙΟΣ   ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣΜερικές φορές, Γέροντα, όταν βάζω έναν καλό λογισμό,σέ λίγο μοϋ έρχεται ένας αριστερός λογισμός καί μοϋ τά χαλάει όλα. Μήπως δέν το κάνω άπό την καρδιά μου;
-Σκοπός είναι νά το κάνης άπό την καρδιά σου καί, άν σοϋ έρθη αριστερός λογισμός
, νά πής: ¨Αυτός είναι αλλότριος. Πρέπει νά τόν διώξω. Τώρα υπέγραψα πάει, τέλειωσε. -Όταν, Γέροντα, μέ αγώνα έχω διώξει έναν αριστερό λογισμό, πώς γίνεται καί επανέρχεται, άφοϋ τελείωσε τό θέμα; -
Ναί, τό θέμα τελείωσε, άλλα τό ταγκαλάκι δέν τελείωσε. Δέν πεθαίνει ό διάβολος ποτέ. Έλεγε ένα γεροντάκι: ¨Ό σκύλος, μιά-δυό κλωτσιές άν τοϋ δώσης, φεύγει. Ό διάβολος δέν φεύγειεπιμένει.
Έκει-έκεϊ! Ανάβω ένα κερί στους Αγίους τοϋ Κελλιοϋ, γιά νά φύγη, καί μοϋ λένε οι δαίμονες: "Γιά μάς τό άναψες τό κερί;". "Βρέ, σαβούρα, ποϋ γιά σας; Γιά τους "Αγίους τό άναψα". "Ναί, όμως έμεϊς σέ αναγκάσαμε", μοϋ λένε
. -Γέροντα, όταν συμβαίνη κάτι δυσάρεστο σέ κάποιον καί άρχίζη νά λέη: ¨γιατί, Θεέ μου, νά μοϋ συμβή καί αυτό;, αυτός ό άνθρωπος βοηθιέται; -Πώς νά βοηθηθή! Ή βάση είναι νά τά έρμηνεύη ό άνθρωπος όλα μέ καλό λογισμό μόνον τότε ωφελείται. Είναι μερικοί ποϋ έχουν καλή μηχανή, πολλές προϋποθέσεις γιά πνευματική ζωή, άλλα τό τιμόνι τους έχει λάθος κατεύθυνση. Άν γυρίσουν τό τιμόνι στην κατεύθυνση των καλών λο- γισμών, προχωρούν μετά στην σωστή κατεύθυνση σταθερά.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ       ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
 
 
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  12 ΔΕΚ 2012 

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ο Άγιος Συπρίδων


Βιογραφία
Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα - σημερινή Τρεμετουσιά - όπως γράφ

ουν πολλοί) από οικογένεια βοσκών, που ήταν κάπως εύπορη. Αν και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Συνέχισε και αυτός να είναι βοσκός.

Σαν χαρακτήρας, ο Άγιος, ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους εξηγούσε την ευαγγελική ή την αποστολική περικοπή. Ο Θεός τον ευλόγησε να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.

Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Γρήγορα, όμως, η σύζυγός του πέθανε. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.

Μετά από πολλές πιέσεις, χειροτονήθηκε ιερέας. Και πράγματι, υπήρξε αληθινός ιερέας του Ευαγγελίου, έτσι όπως τον θέλει ο θείος Παύλος: «Ἀνεπίληπτον, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητας» (Α' προς Τιμόθεον γ' 2-7). Δηλαδή ακατηγόρητο, προσεκτικό, εγκρατή, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικό, και να έχει παιδιά που να υποτάσσονται με κάθε σεμνότητα. Έτσι και ο Σπυρίδων, τόσο σωστός υπήρξε σαν ιερέας, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο, δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.

Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο πού στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και στην οποία συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης. Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ' το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.

Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.

Τα 648 μ.χ. η Κύπρος αντιμετώπιζε μεγάλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς και το λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας (βλέπε 11 Φεβρουαρίου). Παρέμεινε στην βασιλίδα των πόλεων μέχρις ότου ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος λίγες μέρες πριν την πτώση πήρε τα δύο λείψανα και τα μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας στη Παραμυθιά της Ηπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με άχυρα και όποιος τον ρωτούσε τους έλεγε πως είναι τροφή για το υποζύγιό του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα συμπολίτη του πρόσφυγα τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη και του κληροδότησε το λείψανο του Αγίου.

Μετά τον θάνατο του ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης άφησε κληρονομιά στους γιούς του στο Λουκά και Φίλιππο το λείψανο του Άγιου Σπυρίδωνα Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στην Βενετία. Η υπόθεση μάλιστα εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία. Το ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελεί ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα να το μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούν. Τελικά όμως η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον Κερκυραϊκό λαό και το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τη Βενετική σημαία. Το 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στην Άρτα δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη του Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και η οποία με τη σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. και ορίζει πως το Ιερό Λείψανο του Αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους γιούς της και στους απογόνους τους.

Ο ναός ο οποίος στεγάζει σήμερα το σκήνωμα του σγίου, κτίστηκε στα 1589 μ.Χ. και ανήκει στο ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής. Το ψηλό και πυργωτό καμπαναριό, ως συμπλήρωμα του ναού, κτίστηκε το 1620 μ.Χ. Το σημερινό τέμπλο του ναού, κατασκευασνμένο από μάρμαρο της Πάρου, κατασκευάστηκε το 1864 μ.Χ. και είναι έργο του αυστριακού αρχιτέκτονα Μάουερς. Η ουρανία είναι ζωγραφισμένη από τον Κερκυραίο ζωγράφο Νικόλαο Ασπιώτη το 1852 μ.Χ., ενώ οι εικόνες του τέμπλου είναι φτιαγμένες από τον επίσης Κερκυραίο ζωγράφο, Σπύρο Προσαλένδη. Η σημερινή λάρνακα φτιάχτηκε στη Βιέννη το 1867 μ.Χ. Είναι από σκληρό, πολυτελές ξύλο με εξωτερική ασημένια επένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στην κρύπτη, η οποία δημιουργήθηκε ειδικά για να δεχθεί το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, το οποίο επισκέπτονται χιλιάδες ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.

Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.

Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα
Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;

Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.

Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.

Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).

Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).

Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν' 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα». Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει ολόκληρο το νησί.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πως η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.

Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.

Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.

Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.

Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.

Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.

Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;

Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!

Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.

Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».

Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.

Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».

Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.

Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

«Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».

Στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940 μ.Χ., η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.

Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».



Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.

Αλ. Παπαδιαμάντης: Το Xριστόψωμο

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου.  Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.
Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.  Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος;
Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν  άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια. Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της. 
Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.
Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη,  ξετσίπωτη κλπ. Όλα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη». Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.
Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν.
Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.  Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».
Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο. 
- Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.
- Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.
- Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε
μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι. «Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον.
Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.  Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.
Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.
- Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.
Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.
Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.
- Είναι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.
- Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.
- Oχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.
- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;
- Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.
Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.
Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.
- Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.
- Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.
Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση.
Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.
- Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.
- Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.
Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.
- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;
- Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.
Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.
Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.
Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ'  αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος
Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.
Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς,  παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.
Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.
Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.

Στήν Όρθοδοξία ή καλωσύνη είναι τό ξεχείλισμα της αγάπης τοϋ ανθρώπου προς τόν θεό καί προς τόν πλησίον

Φωτογραφία: Στήν Όρθοδοξία ή καλωσύνη είναι τό ξεχείλισμα της αγάπης τοϋ ανθρώπου προς τόν   θεό καί προς τόν πλησίον. 
Όλες οί άλλες καλωσύνες πού γίνονται άπό άλλοδόξους, πλανεμένους κ.λπ. δέν έχουν τά πνευματικά έν Χριστω στοιχεία, άλλά μπορεί νά έχουν   κάποια καλά ανθρώπινα στοιχεία. Όποιος ζή σωστά τήν ορθόδοξη ζωή έχει ταπείνωση, αγάπη καί δίνεται ολόκληρος γιά τόν πλησίον, θυσιάζεται. Καί τήν άσκηση, τήν νηστεία, τήν   αγρυπνία πού κάνει, πάλι τά κάνει άπό αγάπη προς τόν Θεό, όχι γιά νά νιώση κάποια    ευχαρίστηση.  Ό Χριστός ήρθε στόν κόσμο, γιά νά σταυρωθή άπό αγάπη γιά τό πλάσμα Του. Πρώτα    σταυρώθηκε καί μετά αναστήθηκε. Είναι φθηνό νά ζητάη κανείς πνευματικές χαρές -άλλο   άν ό Χριστός του δώση νά γευθή τήν ουράνια γλυκύτητα. Ένώ αυτοί πού ασχολούνται λ.χ. μέ τις ίνδουϊστικές φιλοσοφίες, μέ τήν γιόγκα κ.λπ., μέ όσα  κάνουν, αποβλέπουν στο νά    φθάσουν σέ μιά δήθεν πνευματική κατάσταση, σέ έκσταση, νά νιώσουν μιά ηδονή ή νά    γίνουν ανώτεροι άπό τούς άλλους, χωρίς νά ένδιαφέρωνται γιά τούς άλλους.  Άς υποθέσουμε ότι  ένας ινδουιστής βρίσκεται σέ μιά ακροθαλασσιά καί κάνει  αυτοσυγκέντρωση.
 Άν εκείνη τήν ώρα κινδυνεύη κάποιος στήν θάλασσα καί ζητάη βοήθεια, αυτός θά μείνη τελείως αδιάφορος, δέν θά κουνηθή άπό τήν θέση του, γιά νά μή στερηθή   τήν ηδονή πού νιώθει.
 Ένώ, άν βρισκόταν έκεϊ ένας ορθόδοξος μοναχός καί έλεγε τήν ευχή, θά άφηνε τό κομποσχοίνι καί θά έπεφτε στήν θάλασσα, γιά νά τόν σώση. 

Γεροντας  ΠαισιοςΣτήν Όρθοδοξία ή καλωσύνη είναι τό ξεχείλισμα της αγάπης τοϋ ανθρώπου προς τόν θεό καί προς τόν πλησίον.
Όλες οί άλλες καλωσύνες πού γίνονται άπό άλλοδόξους, πλανεμένους κ.λπ. δέν έχουν τά πνευματικά έν Χριστω στοιχεία, άλλά μπορεί νά έχ
ουν κάποια καλά ανθρώπινα στοιχεία. Όποιος ζή σωστά τήν ορθόδοξη ζωή έχει ταπείνωση, αγάπη καί δίνεται ολόκληρος γιά τόν πλησίον, θυσιάζεται. Καί τήν άσκηση, τήν νηστεία, τήν αγρυπνία πού κάνει, πάλι τά κάνει άπό αγάπη προς τόν Θεό, όχι γιά νά νιώση κάποια ευχαρίστηση. Ό Χριστός ήρθε στόν κόσμο, γιά νά σταυρωθή άπό αγάπη γιά τό πλάσμα Του. Πρώτα σταυρώθηκε καί μετά αναστήθηκε. Είναι φθηνό νά ζητάη κανείς πνευματικές χαρές -άλλο άν ό Χριστός του δώση νά γευθή τήν ουράνια γλυκύτητα. Ένώ αυτοί πού ασχολούνται λ.χ. μέ τις ίνδουϊστικές φιλοσοφίες, μέ τήν γιόγκα κ.λπ., μέ όσα κάνουν, αποβλέπουν στο νά φθάσουν σέ μιά δήθεν πνευματική κατάσταση, σέ έκσταση, νά νιώσουν μιά ηδονή ή νά γίνουν ανώτεροι άπό τούς άλλους, χωρίς νά ένδιαφέρωνται γιά τούς άλλους. Άς υποθέσουμε ότι ένας ινδουιστής βρίσκεται σέ μιά ακροθαλασσιά καί κάνει αυτοσυγκέντρωση.
Άν εκείνη τήν ώρα κινδυνεύη κάποιος στήν θάλασσα καί ζητάη βοήθεια, αυτός θά μείνη τελείως αδιάφορος, δέν θά κουνηθή άπό τήν θέση του, γιά νά μή στερηθή τήν ηδονή πού νιώθει.
Ένώ, άν βρισκόταν έκεϊ ένας ορθόδοξος μοναχός καί έλεγε τήν ευχή, θά άφηνε τό κομποσχοίνι καί θά έπεφτε στήν θάλασσα, γιά νά τόν σώση.

Γεροντας Παισιος
 
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  11  ΔΕΚ 2012  

Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο

Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο

- Γέροντα, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ακηδία και την αθυμία;
- Ακηδία είναι η πνευματική τεμπελιά, ενώ η ραθυμία αναφέρεται και στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερα όμως να λείψουν και τα δύο. Η ακηδία και η ραθυμία μερικές φορές κολλούν και σε ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευματική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιμο.
Σε έναν αδιάφορο ο πειρασμός δεν κάνει τόσο κακό. Ένας ευαίσθητος όμως άνθρωπος ,αν στενοχωρηθή, νιώθει μετά ακηδία. Πρέπει να βρη τί τον στενοχώρησε και να το αντιμετωπίση πνευματικά, για να ξαναβρή το κουράγιο και να πάρη μπρος η μηχανή του. Να προσέχη να μην αφήνη αθεράπευτες πληγές , γιατί μετά κάμπτεται από τα τραύματά του. Το ψυχικό τσάκισμα, το οποίο στην συνέχεια φέρνει και το σωματικό, τον αχρηστεύει. Ο γιατρός δεν βρίσκει τίποτε, γιατί την βλάβη την έχει προκαλέσει ο πειρασμός. Πόσες ψυχές που έχουν φιλότιμο ,ευαισθησία, τις βλέπω αχρηστευμένες!
- Γέροντα, αισθάνομαι εξάντληση και δεν μπορώ να κάνω καθόλου πνευματικά1. Αυτό προέρχεται από κούραση ή μήπως είναι από ραθυμία;
- «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»2, δεν λέει; Δεν είναι κούραση σωματική˙ ψυχικό τσάκισμα είναι. Αυτό είναι χειρότερο από την σωματική κούραση. Με το ψυχικό τσάκισμα ξεβιδώνεται κανείς και γίνεται σαν ένα όχημα που όλα τα εξαρτήματά του είναι καλά, αλλά η μηχανή του είναι διαλυμένη.
- Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπούσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί , πόσα πνευματικά έκανες;
- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές;
- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό . Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης ˙ να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ , που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια , που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο. Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πώς αγωνίζονται, πώς παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια. Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.
- Γέροντα, μερικές φορές , όταν είμαι στο κελλί, με πιάνει ακηδία.
- Στο κελλί σου δεν προσεύχεσαι , δεν μελετάς. Όσο μπορείς, να μην αφήνης να περνάη ο χρόνος χωρίς να κάνης τίποτε. Δεν μπορείς να προσευχηθής; Ας μελετήσης κάτι που σε βοηθάει εκείνη την ώρα. Διαφορετικά ο διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθή την άσχημη κατάστασή σου και να σε εξουθενώση.


1. «Πνευματικά» είναι: ευχή με το κομποσχοίνι, μετάνοιες, πνευματική μελέτη κ.λπ. που κάνει ο μοναχός εκτός της διατεταγμένης Ακολουθίας και του μοναχικού κανόνος. Αυτά γίνονται και από λαϊκούς που αγωνίζονται στον κόσμο.
2. Τρίτον Μεγαλυνάριον της Μικράς και της Μεγάλης Παρακλήσεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.


Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ
ζ΄
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Να δίνουμε στην ψυχή την τροφή που επιθυμεί

- Γέροντα, όταν δεν έχω όρεξη για πνευματικά, πώς να βάλω αρχή;
- Να κάνης κάτι πνευματικό που σε ευχαριστεί, και θα σου έρθη η όρεξη και για τα άλλα. Να απλώσης μπροστά σου την πνευματική τράπεζα και να βρης τί τραβά η όρεξή σου. Θέλεις να διαβάσης λίγο; Θέλεις να κάνης ένα κομποσχοίνι Θέλεις να κάνης μία Παράκληση; Θέλεις να διαβάσης Ψαλτήρι ή να κάνης λίγες μετάνοιες; Αν δεν έχης όρεξη για τίποτε, ε, τότε θέλεις βρεγμένη σανίδα.
- Από εργόχειρο, Γέροντα, μπορώ να αρχίσω;
- Μπορείς αλλά να λες συγχρόνως και την ευχή.
- Μήπως, όμως, Γέροντα, κάνοντας ό,τι με ευχαριστεί , κάνω το θέλημά μου;
- Κοίταξε, στα πνευματικά πρέπει να δίνουμε στην ψυχή την τροφή που επιθυμεί και ζητάει μόνη της. Έτσι γλυκαίνεται ,τρέφεται και παρακινείται για περισσότερα πνευματικά. Βλέπεις, και όταν αρρωσταίνουμε και ζητά κάτι ο οργανισμός μας , του το δίνουμε , για να γίνουμε καλά. Μικρός, είχα αρρωστήσει από αναιμία, και ζητούσα να φάω λεμόνι. Οι δικοί μου όμως, επειδή δεν ήξεραν αν έπρεπε να φάω λεμόνι, δεν μου έδιναν και περίμεναν τον γιατρό. Και τελικά, όταν ήρθε ο γιατρός, συνέστησε να τρώω λεμόνια, γιατί ο οργανισμός μου είχε ανάγκη από βιταμίνες που περιέχονται στα λεμόνια.
- Γέροντα, για να αντιμετωπίσω αυτόν τον καιρό την αμέλεια, έκανα μια προσπάθεια να εφαρμόσω ένα πρόγραμμα.
- Το πρόγραμμα καλό είναι, αλλά πρέπει πρώτα να μπη η καρδιά και μετά το πρόγραμμα.
- Μήπως, Γέροντα, να μου βάζατε εσείς ένα πρόγραμμα;
- Το πρόγραμμα που θα σου βάλω, είναι να κάνης ό,τι πνευματικό σ’ ευχαριστεί. Να μη στριμώχνης με άγχος τον εαυτό σου, αλλά να εξετάζης από τί είδους πνευματική τροφή έχει ανάγκη η ψυχή σου και να της το δίνης. Όταν νιώθης την ανάγκη να ψάλης, να ψάλης˙ όταν σε τραβάη η μελέτη, να μελετάς˙ όταν σε τραβάη η ευχή, να λες την ευχή. Να κάνης και ό,τι άλλο πνευματικό επιθυμείς, αρκεί να μην καταπιέζης τον εαυτό σου. Νομίζω ότι κατάλαβες. Αυτό θα γίνη τώρα στις αρχές , μέχρι να γλυκαθή η ψυχή σου, και μετά θα μπης σε μια πνευματική σειρά που θα σε τραβάη από μόνη της. Μην ανησυχής λοιπόν, με την Χάρη του Θεού θα πάρη μπρος η μηχανή σου και θα τρέχης.


Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ
ζ΄
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ   11 ΔΕΚ 2012
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...