Άκουγα γενικά γιά τό Άγιον Όρος από τήν μικρή μου
παιδική ηλικία, αφού ο πατέρας μου πρίν παντρευτή είχε ισχυρά επιθυμία
νά μονάση στό Άγιον Όρος καί έκτοτε ζούσε συνεχώς μέ τήν αναφορά του σέ
αυτό. Διάβαζε βιβλία πού εξέφραζαν τό Άγιον Όρος καί τήν αγιορείτικη ζωή
καί μάς μεγάλωσε μέ αγιασμένες διδασκαλίες καί ιστορίες ασκητών. Από
μικρός γνώρισα έναν αγιορείτη Μοναχό πού μόναζε στά Ζαγοροχώρια, τόν π.
Ιάκωβο Βολοδήμο, πού μού μίλησε πρώτη φορά γιά τήν ευχή.
Τήν δεκαετία τού ’60 γνώρισα προσωπικά τό Άγιον Όρος. Η
προετοιμασία μου έγινε στό Πανεπιστήμιο μέ τήν εκμάθηση τής
παλαιογραφίας, δηλαδή διδάχθηκα νά διαβάζω τούς κώδικες μέ τά βιβλικά
καί πατερικά κείμενα. Μέ αυτό τό κίνητρο εξωτερικά, αλλά καί μέ τήν
καρδιακή μου αναζήτηση πλησίασα τό Άγιον Όρος γιά νά μελετήσω μαζί μέ
ομάδα συμφοιτητών μου καί Καθηγητών στίς Βιβλιοθήκες τών Μονών τού Αγίου
Όρους, μόλις είχε γιορτασθή η χιλιετηρίδα του (1963), καί τότε υπήρχαν
κοσμικοί άνθρωποι πού περιέγραφαν τίς γιορτές εκείνες ως τόν επιθανάτιο
ρόγχο του. Όμως τό Άγιον Όρος δέν πεθαίνει εύκολα, γιατί διαθέτει άλλους
ρυθμούς, καί τότε πού φαίνεται ότι τελειώνει στήν πραγματικότητα
τελειούται, ανασταίνεται καί ζωογονείται.
Πλησίασα
τό Άγιον Όρος ένα πρωϊνό –βαθύ όρθρο– τού Ιουνίου τού έτους 1966. Τά
μάτια τού σώματος μου μαγεύονταν από τό καταπληκτικό τοπίο πού έβλεπαν
καί τά μάτια τής καρδιάς μου προσπαθούσαν νά συλλάβουν αυτό πού δέν
φαινόταν εξωτερικά, νά αισθανθούν τόν τόπο τού μυστηρίου εκστατικά.
Ξεκίνησα από τίς βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών, σέ συνδυασμό μέ τίς
αγιορείτικες ακολουθίες, πού μού φαίνονταν σάν μιά νεκροαναστάσιμη ζωή
κουβέντιαζα μέ τούς μοναχούς καί καταλάβαινα ότι είχαν άλλο ήθος καί
χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα άκουγα τίς συνομιλίες τους, πού είχαν μιά
ιδιαίτερη χάρη καί αναφέρονταν σέ άλλα ζητήματα έβλεπα έναν κόσμο πού
ερχόταν από παλαιά καί εξέφραζε μιά άλλη παράδοση πολύ διαφορετική από
τήν στοχαστική-ακαδημαϊκή νοοτροπία καί τήν ηθικίστικη γνώση πού
συναντούσα έως τότε έβλεπα μιά νεκροαναστάσιμη πολιτεία. Σάν νά
ξυπνούσα από έναν ύπνο καί έβλεπα άλλους ανθρώπους, πού έρχονταν από
κάποιο άλλον πλανήτη, μέ άλλα χαρακτηριστικά, άλλη νοοτροπία, άλλη
βιοτή.
Από τίς βιβλιοθήκες καί τούς κώδικες, πέρασα στήν ζωή
τών κοινοβιακών καί ιδιορρύθμων Μονών –πού τώρα εξέλιπαν ανοίχτηκα στήν
σκητιώτικη ζωή καί τήν έρημο περπάτησα ώρες ολόκληρες μέσα στά ήσυχα
καί αγιασμένα μονοπάτια τού Αγίου Όρους, πού συνδέουν όλες τίς Ιερές
Μονές πέρασα από απότομους, κρημνώδεις βράχους γνώρισα σοφούς καί
απλούς μοναχούς, λογάδες καί σιωπηλούς, κατά Χριστόν σαλούς, ανυπόδητους
καί μονοχίτωνες, αλλά καί σοφούς καί ευπαιδεύτους, πού στέκονταν
θαυμάσια σέ κοσμικά ακροατήρια είδα μάτια έντονα καί διεισδυτικά, αγνά,
ήρεμα, γλυκά, αλλά καί μερικά πονηρά πού αποτελούσαν τήν παραφωνία τού
Όρους μοιράστηκα τό φαγητό καί τό ποτό τους, αλλά καί τόν γλυκύτατο
λόγο τους άκουγα λόγους γιά τόν θάνατο καί τήν ζωή αγάπησα τήν νύκτα
καί τόν όρθρο, τίς αγρυπνίες μέ τό παιχνιδιάρικο ψάλσιμο προσευχήθηκα
στά μονοπάτια καί κάτω από τά δένδρα, στούς βράχους καί τίς σπηλιές
ξαγρύπνησα σέ ολονύκτιες ακολουθίες, αλλά καί σέ μικρά εκκλησάκια, καί
μάλιστα στίς απλωταριές, σέ καλοκαιρινές ολόφεγγες βραδιές.
Τό κυριότερο είναι ότι στίς επανειλημμένες επισκέψεις
μου άκουσα τήν μυστική κραυγή τού Αγίου Όρους, τόν εσωτερικό κτύπο τής
καρδιάς του, τόν ρυθμό τής εσωτερικής μυστικής ζωής του. Είδα τό Άγιον
Όρος ως έναν ζωντανό άνθρωπο, πού έχει πνευμόνια μέ τά οποία αναπνέει τό
οξυγόνο τής αιωνιότητας στόμα γιά νά κραυγάζη ακατάπαυστα καί νά
βρυχάται από πείνα καί δίψα γιά Θεό καρδιά πού έχει τόν ρυθμό τής
εσωτερικής νοεράς προσευχής, μέσα από τήν οποία βγαίνει μιά δυνατή φωνή
μέ τήν επένδυση τής σιωπής σώμα πολυόμματο, σάν τά Χερουβείμ, πού
βλέπουν μακρυά. Όλα αυτά άν καί φαίνωνται αντίθετα μεταξύ τους, εν
τούτοις είναι αρμονισμένα.
Σέ όλες τίς μετέπειτα επισκέψεις μου, στίς δεκατίες τού
'60, '70, '80, είχα κέντρο τήν Νέα Σκήτη, μιά ευλογημένη από κάθε πλευρά
περιοχή, μένοντας στό καλύβι τού Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος (Ξένου), πού
τόν είχα Διευθυντή στό οικοτροφείο τού Αγρινίου, κατά τά μαθητικά μου
χρόνια, μιά ισχυρή φυσιογνωμία, πού εξέφραζε τήν αρρενωπότητα τών
αγιορειτών Πατέρων, μέ τόν αυθόρμητο, διεισδυτικό, ελεγκτικό λόγο, αλλά
καί τήν μητρική καρδιά, όταν χρειαζόταν. Από τήν Νέα Σκήτη, όπου
ασκούνταν ευλογημένοι Πατέρες καί διατηρώ συγκινητικές αναμνήσεις στήν
καρδιά μου, ως πολύτιμο θησαυρό, ξανοιγόμουν, ως σέ ορμητήριο
πνεύματος, στήν έρημο τού Αγίου Όρους.
Στό Άγιον Όρος γνώρισα έναν άλλον κόσμο, μιά άλλη
Ήπειρο, γύρισα στό παρελθόν καί αισθανόμουν τό μέλλον, είδα πώς περίπου
ζούσε ο Αδάμ πρό τής πτώσεως, πώς θρηνούσε μετά τήν έξοδο από τόν
Παράδεισο, πώς ζούσε μέσα στόν άδη καί πώς ζή τώρα στόν Παράδεισο.
Γνώρισα πολλούς αγιορείτες πού ζούσαν όλες τίς φάσεις τής αδαμικής ζωής,
δηλαδή τής προπτωτικής, τής μεταπτωτικής, καί τής εσχατολογικής. Τό
Άγιον Όρος είναι σέ σμικρογραφία ολόκληρη η πνευματική αυτοβιογραφία τής
ανθρωπότητας, μέ τίς πτώσεις καί τίς αναστάσεις, τήν κοινωνικότητα καί
τήν αναρχία, τήν ηθική καί τήν ασκητική, τήν λογική καί τήν υπερλογική,
τόν βίο καί τήν ζωή.
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου