Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την ομιλία – διάλεξη
που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδη(1896-1986), μία από τις γυναίκες της Πίνδου
όπως καθιερώθηκαν να λέγονται, το Μάρτη του 1975.
«Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα
της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια
αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων-γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι
είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να
πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει,
έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα,
που προαναφέραμε.
Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ' ακολουθήσουμε.
Η
μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι
νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει
όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από
προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για
να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.
Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την
ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και
μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται
στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν
της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
Έχουν
γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν' αναλύσωμε ή να
σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του
τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η
Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα,
πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του
Έθνους.
Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας,
της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της
Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων
εποχών.
Μ' ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του
πολέμου του '40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να
σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα
μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου...
Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι
Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα
μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά-
Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι' αυτόν τον σκοπόν.
Με
τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους
πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά
πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους
παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα
γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να
προσπαθούν ν' αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι,
να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά
μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ'
αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε.
Οι Ιταλοί, έφθασαν απ' τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να
προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο
ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια
και τ' ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ' ακούω και δεν
το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν' ανεβούν γυναίκες
φορτωμένες, σ' αυτά τ' απάτητα βουνά, π' ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!!
Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε...
Κι
αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε
από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά
φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα
βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και
ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα
Τσερβαριώτικα καλύβια....
Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ' ακούω αυτά... Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν' αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;...
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!...
Επάνω σ' αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν
είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα,
σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια
και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την
πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν'
απομακρυνθώ» κ.λ.π....
Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;....
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους...
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το
έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που
καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές,
που έπρεπε ν' αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν...
Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια,
ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού
και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ' ανοιχτό το στόμα, σαν
βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!...
Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ' όλους.
Οι
δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς –
Πασάς. Αντικρίζεις, απ' το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι
και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική
διαδρομή, για να το πλησίασης!....
Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου,
που όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν
πασχίζει ν' άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν' απλωθεί, να πετάξει
ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ' άπιαστα, μοιραίως θα
χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν' αράξει σα σ'
απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ' άγια χώματα που τον
γέννησαν.»
Ολο το κείμενο –μαρτυρία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015
Πανηγυρίζει ο Ιερός Προσκυνηματικός Ναός των Αγίων Αναργύρων Κοζάνης
Ανακοινώνεται ότι την Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015, εορτή των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (των εκ της Ασίας) πανηγυρίζει ο ομώνυμος Ιερός Προσκυνηματικός Ναός της Κοζάνης, όπου και θα τελεσθούν οι εξής ιερές ακολουθίες:
Σάββατο 31 Οκτωβρίου:
6.00 μ.μ.: Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτη κ. Παύλου.
Κυριακή 1 Νοεμβρίου:
6.45 π.μ.: Αγιασμός.
7.00 π.μ.: Όρθρος και Πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου κ. Παύλου.
5.00 μ.μ.: Εσπερινός - Ιερό Ευχέλαιο.
Από το Ιερό Προσκύνημα
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ – 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015
Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ις΄ 19-31)
Μία ἀπό τίς πιό χαρακτηριστικές
παραβολές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκούσαμε σήμερα στό ἱερό εὐαγγέλιο,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Εἶναι ἡ γνωστή σέ ὅλους παραβολή τοῦ πλουσίου καί
τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἀφορμή γιά νά τή διδάξει ὁ Χριστός ἦταν ἡ φιλαργυρία
τῶν Φαρισαίων. Αὐτοί τόν ἄκουαν νά μιλάει γιά τόν πλοῦτο καί τόν
ἔπαιρναν γιά ἀνόητο πού λέει πράγματα γελοῖα. Οἱ Φαρισαῖοι πίστευαν ὅτι ὁ
πλοῦτος καί τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι ἀπόδειξη πώς εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι
καί πώς ὁ Θεός εἶναι μέ τό μέρος μας. Ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς βλέπουν νά
προκόβουμε σέ πλοῦτο, σέ δύναμη καί σέ κοσμική ἐπιρροή, πῶς λοιπόν
μποροῦν νά ἀμφιβάλλουν γιά τήν ἁγιοσύνη μας; Ἔτσι δικαίωναν τόν ἑαυτό
τούς μπροστά στούς ἀνθρώπους καί ἀδιαφοροῦσαν γιά τό τί λέει ὁ Θεός γιά
αὐτούς. Αὐτή τήν ἀντίληψη, δυστυχῶς, διατηροῦμε καί πολλοί ἀπό μᾶς
σήμερα, δικαιολογώντας ἔτσι τόν ἀτομικισμό καί τό κλείσιμο στόν ἑαυτό
μας. Ὅμως αὐτό εἶναι λάθος. Γιατί, τί θά ποῦμε γιά τούς φτωχούς ὅλου του
κόσμου, πού ἔζησαν καί ζοῦν μέσα στή φτώχια καί τήν κακοπέραση; Τί θά
ποῦμε γιά τούς προφῆτες τοῦ Θεοῦ καί τούς μάρτυρες πού στερήθηκαν καί
κακοποιήθηκαν καί διώχτηκαν ;
Ὅμως, ὅλη ἡ ζωή δέν εἶναι μόνο ὁ παρών
βίος. Αὐτό ἔρχεται ν ἐπισημάνει σήμερα ὁ Χριστός. Ὅτι γίνεται στόν
παρόντα βίο ἔχει μία προέκταση πού πολλές φορές εἶναι μεταβολή στό
ἀντίθετο. Ἡ ἀλλαγή τῶν καταστάσεων στήν παροῦσα φάση τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι
κάτι πού καί ἡ πείρα τό μαρτυρεῖ ἀλλά καί ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἔχει
ἐπισημάνει ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμη. Ἡ μεγάλη ἀλλαγή καί συγχρόνως
μεγάλη ἔκπληξη συντελεῖται, σύμφωνα μέ τή διήγηση τῆς παραβολῆς, κατά τή
μετάβαση ἀπό τήν ἐδῶ ζωή στή μετά θάνατον. Ἡ ζωή δέν εἶναι μόνο ὁ βίος
μας καί τό τέλος τοῦ βίου μας δέν εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς μας. Ἡ ζωή μᾶς
συνεχίζεται καί ἡ συνέχεια καί προέκτασή της εἶναι ὅπως ἐμεῖς τή
θελήσαμε καί τήν προετοιμάσαμε.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχει μία ἀπόλυτη
ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στόν πλοῦτο καί σ’ ὅλα τά ἀγαθά τοῦ βίου καί δέν
ἐξαρτᾶ τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν οἰκονομική του
κατάσταση καί ἀπό τήν καλοπέρασή του. Ὁ πλούσιος δέν εἶναι
καταδικασμένος γιά τόν πλοῦτο τοῦ ἀλλά γιατί ἡ ζωή τοῦ εἶναι στηριγμένη
στά ἀγαθά του καί ὄχι στό Θεό, γιατί ὅσο ζοῦσε, ἐνῶ εἶχε ὅλα τά καλά δέν
πλησίαζε τό φτωχό Λάζαρο. Ζεῖ μέ τήν οἰκογένειά του στό κλειστό κύκλωμα
τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ζώντας ἔτσι ἀπομακρύνεται ἀπό τή φύση του, γιατί ὁ
ἄνθρωπος ὑπάρχει πραγματικά ὅταν εἶναι σέ ἐπικοινωνία πραγματική μέ τοῦ
συνανθρώπους του. Στήν οὐσία ὁ πλούσιος εἶναι νεκρός, ἐπειδή δέν ἔχει
καμιά ἐπιθυμία ἐπαφῆς καί σχέσης μέ τό Λάζαρο.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ φτωχός δέν
κερδίζει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι φτωχός, ἀλλά μόνο ἐφόσον
στηρίζει τίς ἐλπίδες του στό Θεό καί ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ λεπτομέρεια τῆς παραβολῆς πώς ὁ φτωχός φέρει ἕνα
συγκεκριμένο ὄνομα: Λάζαρος, πού σημαίνει «ὁ Θεός βοηθεῖ». Ὅπως λοιπόν
καί τό ὄνομα τοῦ ὑποδηλώνει ὁ Λάζαρος στηρίζεται στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ
καί ὄχι στά δικά του ἀποκτήματα. Σέ ὅλη του τή ζωή βρισκόταν σέ μία
μόνιμη κατάσταση ἔλλειψης, ὅμως δέν ἦταν ἐπιθετικός, οὔτε βίαιος μέ τόν
πλούσιο πού ἦταν ἐκεῖ μπροστά του.
Ἀνάμεσα στόν πλούσιο καί στό Λάζαρο
ὑπάρχει χάσμα. Ὁ πλούσιος, ἤδη στή γῆ εἶναι πνευματικά μόνος στόν κόσμο,
ὅπως μόνος ὑλικά εἶναι ὁ Λάζαρος. Τό συνειδητοποιοῦν καθαρά μόνο ἀφοῦ
ἔχουν ἐγκαταλείψει τό σῶμα τους. Αὐτό τό χάσμα, ἡ ἀπόσταση, ἡ ἔλλειψη
ἐπικοινωνίας καί ὁμιλίας μεταξύ τους εἶναι κάτι πού ὑπῆρχε καί ἐνῶ ἦταν
στόν παρόντα βίο. Ὁ πλούσιος, κλεισμένος ἑρμητικά στόν ἐγωισμό του,
βιώνει τήν κόλαση ὡς ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν διπλανό του
στήν ἐδῶ καί στήν πέρα τοῦ τάφου ζωή. Αὐτό πού οὐσιαστικά ἔστειλε τόν
πλούσιο στήν κόλαση δέν εἶναι κυρίως αὐτά πού ἔκανε ἀλλά αὐτό πού δέν
ἔκανε: ἡ ἀδυναμία του νά προσέξει τόν ἄλλο. Στό διάστημα τῆς ἐπίγειας
ζωῆς του δέν καταδιώκει τό φτωχό, ἁπλῶς τόν ἀγνοεῖ καί ἀδιαφορεῖ.
«Κόλαση εἶναι, λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, μία κατάσταση, ὅπου
μοιάζει σά νά εἶστε δεμένος πλάτη μέ πλάτη μέ τόν ἄλλο καί νά μήν
μπορεῖς νά δεῖς τό πρόσωπό του». «Κόλαση εἶναι ἡ ἄδεια καρδιά», ἔλεγε
ἕνας ποιητής. Ὁ Λάζαρος γίνεται μέ χαρά δεκτός στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ,
ὄχι ἐπειδή ἦταν φτωχός, ἀλλά ἐπειδή βίωνε τόν Παράδεισο ὑπομένοντας
ἀγόγγυστα τήν κατάστασή του καί διατηρώντας μέσα σ΄αὐτήν πάντα τήν
ἐπιθυμία ἐπικοινωνίας.
Τό ἱερό εὐαγγέλιο δέν ἔχει ὡς σκοπό νά
θίξει προβλήματα κοινωνικῆς ἤ οἰκονομικῆς φύσεως καί οὔτε νά συγκρίνει
τούς ἀνθρώπους μέ καθαρά κοσμικά κριτήρια. Τό μέγιστο θέμα πού θέτει ἡ
παραβολή εἶναι ἡ μετάνοια. Ἡ πρόσκληση γιά μετάνοια καί ἀλλαγή
νοοτροπίας, ζωῆς καί στάσεως ἔναντι τῶν ἄλλων εἶναι ὑπόθεση μόνο τῆς
παρούσας ζωῆς καί ὄχι τῆς μέλλουσας. Ἡ κατάλληλη ὥρα τῆς μετάνοιας καί
τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς μᾶς εἶναι ἡ τωρινή. Στό προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιά
μετάνοια, πού μᾶς ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία σήμερα, μέ τήν ἀνάγνωση τῆς
παραβολῆς αὐτῆς, καλούμαστε νά ἀπαντήσουμε τώρα, αὐτή τή στιγμή θετικά
χωρίς καμιά ἀναβολή. Ὄχι γιατί καιροφυλαχτεῖ ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου, ἀλλά
γιατί καλούμαστε ἐδῶ καί τώρα, στό παρόν, σέ μία ποιότητα ζωῆς ὑψηλῶν
ἀπαιτήσεων ἐντός της Ἐκκλησίας καί σέ ἄμεση ἀγαπητική κοινωνία μέ τούς
ἄλλους ἀνθρώπους, τούς φτωχούς ἀδελφούς του Κυρίου.
Ὅλα τά παραπάνω δέν ἀποτελοῦν θεωρίες
καί ὡραία ἀλλά ἀνεφάρμοστα λόγια. Γίνονται πράξη καθημερινή, βρίσκοντας
ταιριαστή ἐφαρμογή στά πρόσωπα καί στή ζωή τῶν ἁγίων μας, ἰδίως τῶν
σήμερα ἑορταζομένων ἁγίων Ἀναργύρων. Ἅ μ ἤ ν .
π. Μ.Κ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 1 Νοεμβρίου 2015 - Ε´ Λουκά
᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία,
ἔχει καὶ καλοσύνη·
ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν ζηλοφθονεῖ·
ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν κομπάζει
οὔτε περηφανεύεται·
εἶναι εὐπρεπής,
δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος·
ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει.
(Α´ Κορ. ιβ´ 27-ιγ´ 7)
Υμεῖς
δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ
ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους,
ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη
γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι;
μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες
γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ
κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις
τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν
ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα
καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη
μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ
ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ
ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ
ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ
ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ,
συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑπομένει.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εσεῖς
ὅλοι μαζὶ ἀποτελεῖτε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἶστε μέλη του, ὁ καθένας
σας χωριστά. Γι’ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν καθένα στὴν
ὁρισμένη του θέση· πρῶτα ἔρχονται οἱ ἀπόστολοι, σὲ δεύτερη θέση οἱ
προφῆτες, σὲ τρίτη οἱ διδάσκαλοι, καὶ ἀκολουθοῦν οἱ θαυματουργοί, οἱ
θεραπευτές, αὐτοὶ ποὺ παραστέκονται στὶς ἀνάγκες, οἱ διαχειριστές, ὅσοι
λαλοῦν διάφορα εἴδη γλωσσῶν. Δὲν εἶναι ὅλοι ἀπόστολοι οὔτε ὅλοι προφῆτες
οὔτε ὅλοι διδάσκαλοι. Δὲν εἶναι ὅλοι θαυματουργοὶ οὔτε ὅλοι θεραπευτὲς
οὔτε ὅλοι λαλοῦν γλῶσσες κι οὔτε ὅλοι ξέρουν πῶς νὰ τὶς ἐξηγοῦν. ῾Ο
ζῆλος σας, μάλιστα, πρέπει νὰ στρέφεται πρὸς τὰ σημαντικότερα χαρίσματα.
Σᾶς δείχνω κι ἕναν πολὺ ἀνώτερο ἀκόμα δρόμο· ῍Αν μπορῶ νὰ λαλῶ ὅλες τὶς
γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη γιὰ
τοὺς ἄλλους, οἱ λόγοι μου ἀκούγονται σὰν ἦχος χάλκινης καμπάνας ἢ σὰν
κυμβάλου ἀλαλαγμός. Κι ἂν ἔχω τῆς προφητείας τὸ χάρισμα κι ὅλα κατέχω τὰ
μυστήρια κι ὅλη τὴ γνώση, κι ἂν ἔχω ἀκόμα ὅλη τὴν πίστη, ἔτσι ποὺ νὰ
μετακινῶ βουνά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι ἕνα τίποτα. Κι ἂν ἀκόμα
μοιράσω στοὺς φτωχοὺς ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα, κι ἂν παραδώσω στὴ φωτιὰ τὸ
σῶμα μου γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, σὲ τίποτα δὲν μ’ ὠφελεῖ.
᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία, ἔχει καὶ καλοσύνη· ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπάει δὲν ζηλοφθονεῖ· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν κομπάζει οὔτε
περηφανεύεται· εἶναι εὐπρεπής, δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος·
ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει. Δὲν χαίρεται γιὰ τὸ στραβὸ ποὺ
γίνεται, ἀλλὰ μετέχει στὴ χαρὰ γιὰ τὸ σωστό. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει, ὅλα
τὰ ἀνέχεται· σὲ ὅλα ἐμπιστεύεται, γιὰ ὅλα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑπομένει.
Ο Απόστολος της Κυριακής 1 Νοεμβρίου - Αγίων Αναργύρων
᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία,
ἔχει καὶ καλοσύνη·
ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν ζηλοφθονεῖ·
ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν κομπάζει
οὔτε περηφανεύεται·
εἶναι εὐπρεπής,
δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος·
ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει.
(Α´ Κορ. ιβ´ 27-ιγ´ 7)
Υμεῖς
δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ
ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους,
ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη
γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι;
μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες
γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ
κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις
τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν
ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα
καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη
μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ
ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ
ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ
ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ
ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ,
συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑπομένει.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εσεῖς
ὅλοι μαζὶ ἀποτελεῖτε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἶστε μέλη του, ὁ καθένας
σας χωριστά. Γι’ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν καθένα στὴν
ὁρισμένη του θέση· πρῶτα ἔρχονται οἱ ἀπόστολοι, σὲ δεύτερη θέση οἱ
προφῆτες, σὲ τρίτη οἱ διδάσκαλοι, καὶ ἀκολουθοῦν οἱ θαυματουργοί, οἱ
θεραπευτές, αὐτοὶ ποὺ παραστέκονται στὶς ἀνάγκες, οἱ διαχειριστές, ὅσοι
λαλοῦν διάφορα εἴδη γλωσσῶν. Δὲν εἶναι ὅλοι ἀπόστολοι οὔτε ὅλοι προφῆτες
οὔτε ὅλοι διδάσκαλοι. Δὲν εἶναι ὅλοι θαυματουργοὶ οὔτε ὅλοι θεραπευτὲς
οὔτε ὅλοι λαλοῦν γλῶσσες κι οὔτε ὅλοι ξέρουν πῶς νὰ τὶς ἐξηγοῦν. ῾Ο
ζῆλος σας, μάλιστα, πρέπει νὰ στρέφεται πρὸς τὰ σημαντικότερα χαρίσματα.
Σᾶς δείχνω κι ἕναν πολὺ ἀνώτερο ἀκόμα δρόμο· ῍Αν μπορῶ νὰ λαλῶ ὅλες τὶς
γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη γιὰ
τοὺς ἄλλους, οἱ λόγοι μου ἀκούγονται σὰν ἦχος χάλκινης καμπάνας ἢ σὰν
κυμβάλου ἀλαλαγμός. Κι ἂν ἔχω τῆς προφητείας τὸ χάρισμα κι ὅλα κατέχω τὰ
μυστήρια κι ὅλη τὴ γνώση, κι ἂν ἔχω ἀκόμα ὅλη τὴν πίστη, ἔτσι ποὺ νὰ
μετακινῶ βουνά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι ἕνα τίποτα. Κι ἂν ἀκόμα
μοιράσω στοὺς φτωχοὺς ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα, κι ἂν παραδώσω στὴ φωτιὰ τὸ
σῶμα μου γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, σὲ τίποτα δὲν μ’ ὠφελεῖ.
᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία, ἔχει καὶ καλοσύνη· ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπάει δὲν ζηλοφθονεῖ· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν κομπάζει οὔτε
περηφανεύεται· εἶναι εὐπρεπής, δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος·
ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει. Δὲν χαίρεται γιὰ τὸ στραβὸ ποὺ
γίνεται, ἀλλὰ μετέχει στὴ χαρὰ γιὰ τὸ σωστό. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει, ὅλα
τὰ ἀνέχεται· σὲ ὅλα ἐμπιστεύεται, γιὰ ὅλα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑπομένει.
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015
"Σεμινάρια Ψυχοεκπαίδευσης για την άνοια"
To Καρέλλειο Πρότυπο Κέντρο Alzheimer της Μ.Κ.Ο. Αποστολή διοργανώνει ΔΩΡΕΑΝ σεμινάρια τα οποία απευθύνονται σε φροντιστές, εθελοντές, επαγγελματίες υγείας και φοιτητές.
Τόπος διεξαγωγής: Χαλάνδρι, Αίθουσα Πνευματικού Κέντρου Ι.Ν. Αγ. Νικολάου.
Εργοθεραπευτής
Ασπρίδης Φίλιππος
Η Παναγία των κυνηγημένων
Ένα
συγκλονιστικό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους. Οι μικροί ήρωες αφού
επιβιώσουν από την καταστροφή της Σμύρνης προσπαθούν να εκπληρώσουν μία
υπόσχεση που τους οδηγεί στο πανέμορφο νησί της Αμοργού.
Μέσα
από τα μάτια πέντε μικρών παιδιών περιγράφονται όλα τα γεγονότα, που
σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία την περίοδο πριν και μετά τη Μικρασιατική
καταστροφή. Ήρωας και πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργος Σεϊζάνης, που,
μεγάλος πια σε ηλικία, αποφασίζει να περιγράψει στα εγγόνια του τα
γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησε.
Όλα
ξεκινούν στη Σμύρνη, όταν τυχαία τα παιδιά μαθαίνουν για ένα μυστικό,
υπόγειο εκκλησάκι, που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία της Αγίας
Φωτεινής. Εκεί φυλασσόταν από παλιά και η εικόνα της Παναγιάς της
Κυνηγημένης. Κι όταν οι εχθροί μπαίνουν στη Σμύρνη και τα παιδιά
χάνονται από τους γονείς τους, βρίσκουν καταφύγιο στην υπόγεια εκκλησία.
Μόνα τους αναζητούν τρόπο να φύγουν για την Ελλάδα και όταν, μετά από
πολλές περιπέτειες φτάνουν εκεί, ψάχνουν τους δικούς τους.
Μαζί
τους έχουν και κάτι πολύτιμο, που τους δίνει δύναμη και ελπίδα, την
ίδια την εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης, που θέλουν να τη
μεταφέρουν στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, στην Αμοργό, όπου και η παράδοση αναφέρει ότι είναι το σπίτι της.
Ο
αγώνας επιβίωσης των παιδιών στέλνει ένα βαθιά αντιπολεμικό μήνυμα: το
μήνυμα της ελπίδας και της ανάδειξης του ανθρώπινου μεγαλείου, που, όσο
και αν η ψυχή υποφέρει, όποιες συνθήκες και αν αντιμετωπίζει, όσο και αν
είναι «κυνηγημένη», έχοντας βαθιά πίστη και συνεχή αγώνα καταφέρνει να
ξεπερνά τα πάντα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η κυρα-Βέρα κάθε πρωί φαρµακωνόταν, όταν µας έβλεπε να ανεβαίνουµε στο κάρο.
– Θα πάω εγώ, έλεγε.
Μα δε θέλανε γυναίκες για τη δουλειά και κυρίως µεγάλες σε ηλικία. Μόνο εµάς, που ήµασταν παιδιά και είχαµε γοργά χέρια.
– Εσύ να κοιτάς τα κορίτσια µας, της απαντούσε ο Χριστόφορος.
– Δεν είναι και δύσκολη δουλειά, της έλεγα εγώ, περνάµε και την ώρα µας.
– Τότε να έρθουµε και εµείς, πετάγονταν τα κορίτσια.
– Πρέπει εσείς να µείνετε στο σπίτι και να προσέχετε την κυρα-Βέρα, τους έλεγα.
– Εκεί είναι κούραση. Εσείς δεν αντέχετε, έλεγε η κυρα-Βέρα και τις έκανε να σωπάσουν.
– Κουράζεσαι; µε ρωτούσε η Άννα και µε κοίταζε στα µάτια.
– Όχι, όχι, της απαντούσα.
Ψέµατα
της έλεγα. Η δουλειά ήταν δύσκολη και το βράδυ, όταν γυρνούσαµε πίσω,
τα χέρια µου πόναγαν και πρήζονταν. Τα σκισίµατα από το δέντρο της
µαστίχας έτσουζαν και δεν µπορούσα ούτε να πλύνω τα χέρια µου. Ο Σίµος
είχε γεµίσει φουσκάλες και στα πόδια. Τα παπούτσια του είχαν από κάτω
φθαρεί τόσο, που στο ένα µάλιστα φαίνονταν και τα δάχτυλα. Ο Χριστόφορος
είχε ξεκολληµένες τις σόλες του και κάθε τόσο τις έβαζε στη θέση τους
και έπειτα συνέχιζε τη δουλειά. Όσο για µένα πήρα από µόνος µου ένα
µαχαίρι και έκοψα µπροστά το δέρµα από τα παπούτσια και τα έκανα πέδιλα.
Δεν άντεχα άλλο. Νοµίζω πως τα πόδια µου από το πρήξιµο και την
ορθοστασία µεγάλωσαν και δε χωρούσαν πια µέσα.
Τα
ρούχα µας ήταν και αυτά σκισµένα και λερά. Μαυρίλα και λεκέδες παντού.
Όσο και να τα έτριβε η κυρα-Βέρα, δεν µπορούσε να τα ξασπρίσει. Ο Σίµος
γελώντας την παρότρυνε να µην παιδεύεται άλλο µε το τρίψιµο.
–
Ασ’ τα, κυρα-Βέρα. Αυτή η βρωµιά δε φεύγει. Είναι από όσα περάσαµε, σαν
αποτύπωµά τους. Μου θυµίζουν ένα βιβλίο που είχα µε τον Ροβινσώνα
Κρούσο. Έτσι ήταν και τα δικά του ρούχα. Σκισµένα και σηµαδεµένα. Και
έλεγα, ο χαζός, από µέσα µου, όταν διάβαζα το βιβλίο, «δεν θα ζήσω και
εγώ καµιά τέτοια συναρπαστική περιπέτεια!». Και να τώρα εγώ ναυαγός!
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015
Από το Γεροντικό
Επισκέφτηκαν αδελφοί τον αββά Ποιμένα και του είπαν. Θέλεις, εάν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν στη σύναξη να τους σκουντάμε , για να γρηγορούν στην αγρυπνία;
Και τους λέγει. εγώ μέχρι τώρα, εάν δω τον αδελφό να νυστάζει , βάζω το κεφάλι του στα γόνατά μου και τον αναπαύω.
Και τους λέγει. εγώ μέχρι τώρα, εάν δω τον αδελφό να νυστάζει , βάζω το κεφάλι του στα γόνατά μου και τον αναπαύω.
Από το Γεροντίκο
Ρωτησε αδελφός τον αββά Ποιμένα λέγοντας, εάν δω πταίσμα του αδελφού μου, καλό είναι να το σκεπάσω αυτό;
του λέγει ο γέροντας. όποια ώρα θα σκεπάσουμε το πταίσμα του αδελφού μας , ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας. Και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού μας, και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας.
του λέγει ο γέροντας. όποια ώρα θα σκεπάσουμε το πταίσμα του αδελφού μας , ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας. Και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού μας, και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας.
Από το Γεροντίκο
Είπε ο αββάς Ποιμήν.Έχει γραφεί, να γίνεσαι μάρτυρας σε ότι βλέπουν τα μάτια σου. εγώ όμως σας λέγω, ότι ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μη δώσετε μαρτυρία. Γιατί κάποιος αδελφός κοροϊδεύτικε από τέτοιο τρόπο.
Και έφτασε να δει ακόμη και τον αδελφό του να αμαρτάνει με γυναίκα, και αφού πολεμήθηκε, καθώς έφευγε τους ένυξε με το πόδι του , νομίζοντας ότι είναι αυτοί , λέγοντας, "σταματήστε λοιπόν, έως πότε;" και να βρέθηκαν να είναι βλαστοί σιταριού. Γι' αυτό σας είπα, ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μην ελέγχετε.
Και έφτασε να δει ακόμη και τον αδελφό του να αμαρτάνει με γυναίκα, και αφού πολεμήθηκε, καθώς έφευγε τους ένυξε με το πόδι του , νομίζοντας ότι είναι αυτοί , λέγοντας, "σταματήστε λοιπόν, έως πότε;" και να βρέθηκαν να είναι βλαστοί σιταριού. Γι' αυτό σας είπα, ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μην ελέγχετε.
Δύο απαντήσεις στον εχθρό.
«Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς
γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.»
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου όταν του ζητήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941
"Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν".
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού στον γερμανό στρατηγό Στρόοπ όταν τον απείλησε με τουφεκισμό γιατί υπερασπίζονταν την Ιουδαική κοινότητα και τους αθίγγανους.
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου όταν του ζητήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941
"Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν".
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού στον γερμανό στρατηγό Στρόοπ όταν τον απείλησε με τουφεκισμό γιατί υπερασπίζονταν την Ιουδαική κοινότητα και τους αθίγγανους.
Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940
Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού είναι ανεκτίμητη.
Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 - 1991) έγραφε:
« Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή
στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος
φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι
έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε,
ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη .»
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
Διδαχές Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη
• Να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά. Η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει.
• Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας, δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο.
• Ο Θεός μας αγαπάει πολύ, μας έχει στο νού Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μη φοβούμαστε τίποτε.
• Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώσει και τους άλλους και μας.
• Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού.
• Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας, δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο.
• Ο Θεός μας αγαπάει πολύ, μας έχει στο νού Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μη φοβούμαστε τίποτε.
• Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώσει και τους άλλους και μας.
• Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)