᾽Αλαλαγμοί χαρᾶς διὰ τά πιλάφια τοῦ Παραδείσου καὶ τούς
θησαυροὺς τῆς γῆς ἠκούοντο εἰς ὅλον τό στρατόπεδον. Τὴν ἐσπέραν ἤναψαν
μεγάλας πυράς ἔξω τῶν τειχῶν καὶ ἐφωταγώγησαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τὸν
Κεράτιον Κόλπον, ὡς νὰ ἦτο πανήγυρις. ῞Ενας πύρινος κύκλος ἐζωνε τὴν
Πόλιν, Καὶ ἥστραψαν ἀπὸ τὰς ἀγρίας φλόγας ἡ Πόλις,ὁ λιμήν, ὁ Γαλατάς.
Καί τὸ πυροβόλον τοῦ ἐχθροῦ διαρκῶς ἐκρότει καὶ διαρκῶς ἤνοιγε τὰς ὀπὰς
εἰς τὰ τείχη, διὰ νὰ ἀνοίξη πύλας, νὰ εἰσέλθη ὁ ἐχθρός.
᾽Εντὁς ὅμως τῆς πολιορκημένης Πόλεως, τὴν ὁποῖαν ἕζωνον οἱ
ἐχθροί, τίποτε δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸ βάρβαρον αὐτὸ θέαμα. Οἱ πρόμαχοι τοῦ
Γένους ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἀποθάνουν ἐδῶ, διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ
τὴν Πατρίδα, ὄχι διὰ τὰ πιλαφια καὶ το μέλι τοῦ Παραδείσου.Αἱ φωταψίαι,
αἱ μουσικαὶ καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ τῶν ἐχθρῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, τοὺς
εἰδοποίουν, ὅτι εἶχε φθάσει ἡ μεγάλη, ἡ κρίσιμος στιγμή.
Ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχε στειλει τοὺς ᾽Αρχιερεῖς, τοὺς ἰερεῖς καὶ
τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐνθαρρυνουν τὰ πλήθη, ὄχι ὑποσχόμενοι, ὅπως οἱ δερβίσαι
τοῦ Μωάμεθ, ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπομονὴν εἰς τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ με τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας ῾Οδηγητρίας,
ἰστορημένην ἀπὸ τὸν ἱερώτατον ζωγράφον, παρακαλοῦντες τὴν Μεγαλόχαρην νὰ
σώση πάλιν τὴν Βασιλεύουσαν, ὄπως τὴν εἶχε σώσει τόσας ἄλλας φοράς.
Καὶ ἐνῶ ἡ ἱερὰ λιτανεία διήρχετο τὰ τείχη, λαὸς
ἀναρίθμητος, γυναῖκες καὶ παιδιά, με δάκρυα εἰς τοὺς
ὀφθαλμοῦς,ἠκολούθουν ψὰλλοντες:«Κύριε ἑλέησον ! Κύριε ἐλέησον !»᾽Αλλὰ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο νὰ πέση ἡ «ἅπαρτη» Πολις.
῾Ο Κωνσταντῖνος ἔφιππος έν μέσῳ τῶν πολεμιστῶν του πάνω εἰς
τὰ τείχη, ἔδιδε παντοῦ τὰς τελευταίας του διαταγὰς, διὰ τὴν μεγάλην
στιγμήν, ἐμψυχώνων με τὸ παράδειγμά του το θάρρος των.«Ὁ κίνδυνος εἶναι
μέγας. . .» τοὺς εἶπε. «Ἀλλά δέν πρέπει ν’ἀπελπιζώμεθα. Ὁ Θεὸς εἶναι
μαζί μας».Μία βοή ὑψώθη τότε ἀπὸ χιλιάδας στόματα. Ὁ βομβαρδισμὸς τῶν
τειχῶν εἶχε σταματήσει μίαν στιγμή.
Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχεν ἐννοήσει, ὄτι ὁ ἐχθρὸς ἐτοιμάζεται δια
τὴν μεγάλην ἔφοδον. Καὶ πρὶν πέσῃ μαζὶ μὲ τὸν τελευταῖον λεμιστήν ἐπάνω
εἰς τὰ τείχη τῆς Πόλεως ὡς βασιλεύς,ἠθέλησε νὰ ἐκτελέσῃ, τὸ τελευταῖον
του χρέος ὡς χριστιανός. Και ἐκέντησε τὀν ἵππον του διὰ τὸ «Μεγάλο
Μοναστήρι».
Μετ’ ὀλίγον ὁ Κωνσταντῖνος εἴσήρχετο, μὲ τήν κεφαλήν εὐλαβῶς
ἐσκυμένη, εἰς τὸν δοξασμένον Ναὸν τῆς ῾Αγίας Σοφίας. Ἀφοῦ διῆλθε τὰς
βασιλικὰς καὶ τὰς ἄλλας ἓξ πύλας του ἐσωνάρθηκας,ἐπροχὡρησε διὰ μέσου
τῶν μεγαλοπρεπῶν κιόνων τῆς μεσαίας στοᾶς,κάτωθεν τοῦ ὑπερλαμπρου θόλου,
ὄστις ὡς ἄλλος οὐρανός, λουόμενος εἰς τὸ φῶς, ἀπλώνεται ἐπάνω εἰς τὰς
κεφαλὰς τῶν πιστῶν.
῾Η λειτουργία εἶχεν ἀρχίσει. Και ἦτο ἡ τελευταία λειτουργία
τοῦ μεγάλου ναοῦτῆς χριστιανοσύνης. Τὴν ντύκτα ἐκείνην ὑπὸ τὸν θόλον τῆς
῾Αγίας Σοφίας, ἕνας λαὸς ὁλόκληρος, γονατιστός, ἐδέετο διὰ τὴν
σωτηρίαντῆς Θεοφρουρήτου Πόλεως. Ἦτο ἐκεῖ ὅ,λη ἡ βασιλικὴ
οἰκογένεια,ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλατίου, ὅλοι οἱ εὐπατρίδαι τῆς
βυζαντινῆς ἁριστοκρατίας,, ἡνωμένοι μὲ τοὺς πολεμιστὰς καὶ τοὺ ἀνθρώπους
τοῦ λαοῦ. Ἕλληνες, Γενουήνσιοι, Βενετοί, ὡς ἕνας ἄνθρωπος, μιά ψυχή,
μία,καρδία ὅλοι.«Σῶσον, Κύριε τὸν λαόν Σου !»
῎Ηστραπτον τὰ πολύχρωμα μάρμαρα τοῦ ὡραίου ναοῦ,
πράσινα,σμαράγδινα, λευκά, κόκκινα, κυανᾶ, ροδόχροα, τα μάρμαρα χιλίων
τόπων καὶ χιλίων λατομείων, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν πολυελαίων. Ἐφάντταζαν
θαυμαστά ἰστορήματα μὲ τὰ πλούσια μωσαϊκά. Ἐζωντάνευαν μέσα εἰςτὰ
σύννεφα τοῦ λιβάνου αἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων εἱς τὸ τέμπλον καὶ τὰ
εἰκονοστάσια, ὄπισθεν τῶν μεγάλων ἀστραπτερῶν μανουαλίων.Καί αἱ ἰεραί
ψαλμωδίαι, ἀπό τα χείλη τοῦ χοροῦ τῶν ἰερέων καὶ τῶν ψαλτῶν,ἀνέβαιναν ὡς
ἁγγελικά ἄσματα, πρὸς τον θρόνον τοῦ πολυελέου Θεοῦ.
«Σῶσον, Κύριε τὸν λαόν Σου !» Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπροχώρησε
σκυμένος καὶ ἐγονάτισεν ἐν μέσω τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν, ἐνῶ τά χείλη του
ἐσάλευον εὐλαβῶς. Ὁ βασιλεὺς προσηύχετο. Καὶ τὰ δάκρυα τῶν πιστῶν
ἔτρεχον ἀκράτητα ὁλόγυρἀ του:
«Σῶσον, Κυριε, τὸν λαόν Σου !»Μία βαθύτατη σιωπὴ ἐχύθη
ὁλόγυρα. Καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῆς βαθείας σιωπῆς ἠκούσθη ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ
ἵεροῦ:
«Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε !»
῾Ο Κωνσταντῖνος ἠγέρθη πρῶτος, ἐπροχώρησε πρὸς τὸ ἱερόν, μὲτὴ
ἀκολουθίαν τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων καὶ ὡς να εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ
Ἀρχιερέως, ὅπως ἐπεκράτει ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους Αὐτοκράτορας, ἐστάθη πρὸ τῆς
῾Ωραίας Πύλης, ἀπέναντι τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἀφαιρῶν τὸ στέμμα τοῦ,
βασιλεύς αὐτὸς τῆς γης, πρὸ τοῦ Βασιλέως τοῦ Οὐρανοῦ.
«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κωνσταντῖνος. . .» Ὁ
Κωνσταντῖνος ἔλαβε μὲ εὐλάβειαν το δισκοπότηρον. Το ἐφερονεἰς τὰ χείλη
του, τὸ ἠσπάσθη καὶ ὅπως ἦτο συνήθεια νὰ μεταλαμβάνει μόνος του ὁ
βασιλεύς, ἐκοινώνησε τῶν ᾽Αχράντων Μυστηρίων.
Οὐδεὶς ἠμπόρεσε νὰ κρατήση τὰ δάκρυά του. Μία βοὴ ἀπό
πνιγομένους λιγμοῦς ἐπλημύρισε τὸν ἀέρα τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς
Χριστιανοσύνης.Μὲ τὴν αὐτὴν τάξιν ὁ Κωνσταντῖνος ἐξῆλθε τοῦ ναοῦ καί
κατηυθύνθη πρὸς τὰ ἀνάκτορά του κατ’ εὐθείαν. Αὐτήν τὴ φορά ὅμως δὲν
εἰσήρχετοεἰς τα ἀνάκτορά του ὡς βασιλεύς. Εἰσήρχετο ὡς ἁμαρτωλός,
ὅστις,ἤρχετο νὰ ζητήση χριστιανικώς συγχώρησιν καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖον
του ὑπηρέτην. «Συγχωρεῖτε με ! . . .»
Καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, γράφει κάποιοις, ὁ ὁποῖος παρέστη
ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ εἶναι κανεὶς ἀπὸ πέτραν ἤ ξύλον καμωμένος, διὰ νὰ μὴ
δακρύση.Τὴν αὐτήν ἐσπέραν ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ τελευταίος
Παλαιολόγος,ἔπιπτε νεκρός, πολεμῶν ὡς ὁ τελευταιος στρατιώτης πρό τῆς
πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Καὶ αὐτό το βράδυ ἔπιπτεν ἡ «ἂπαρτη» Πόλη. Ἡ
τελευταία λειτουργία τῆς Ἁγίας Σοφίας πνίγηκε στὸ αἷμα τῶνΧριστιανῶν,
εἰς τήν μεγαλην θυσίαν.«Κὶ ἡ Δέσποινα ταράχτηκε, δακρύζουν οἱ εἰκόνες . .
.»
Δέν ἐτελείωσεν ὅμως ἡ τελευταία λειτουργία. Μίαν ἡμέραν, τήν
ὁποίαν θὰ δώση ὁ θεός, θά ἐπαναρχίση ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου ἐσταμάτησε, καὶ θὰ
εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα, τήν ὁποίαν περιμένει τὸ γένος τῶν ῾Ελλήνων.
Παῦλος Νιρβάνας