ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΤΗΣ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(Μτθ. ε΄, 14-19)
Οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περιφρονῶντας τὰ βασανιστήρια καὶ αὐτὸ τὸν θάνατο, ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τῆς ἀτεμάχιστης καὶ ἀλώβητης πίστεως καὶ ἑδραίωσαν στὴν ἀλήθεια τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Μὲ τὸν ζωντανὸ λόγο καὶ τὴν ἁγία τους ζωὴ ἐστερέωσαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀπεδίωξαν τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι μὲ μανία καὶ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια προσπαθοῦσαν νὰ διασπάσουν τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Συγκαταβατικοὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλὰ ἀσυμβίβαστοι στὰ θέματα τῆς πίστεως διεκήρυξαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διακηρύττουν ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι ἐφεύρεση τοῦ διαβόλου καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴ κάθε χριστιανοῦ. «Φεύγετε τὰς αἱρέσεις· τοῦ διαβόλου γὰρ ἐφευρέσεις εἰσὶν τοῦ ἀρχέκακου ὄφεως» ἔγραφε πολὺ νωρίτερα στοὺς Τραλλιανοὺς ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.
Οἱ ἅγιοι πατέρες προέταξαν τὰ στήθη τους γιὰ νὰ συγκρατήσουν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀπώλεια τὸ λογικὸ ποίμνιο καὶ γιὰ νὰ παραδώσουν στὴν Ἐκκλησία ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια. Μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τους κληροδότησαν σὲ ὅλους ἐμᾶς τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ καὶ σήμερα, ὅπως τότε, δέχεται τὸν ὕπουλο πόλεμο τῶν αἱρετικῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας μαρτυρία.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀποτυχία καὶ ἁμαρτία δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ μέσα σ’ αὐτὴν ζοῦν ἄνθρωποι μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ σὲ ἀπόρριψη τῆς ἀλήθειάς της, τότε τὸ λάθος γίνεται αἵρεση, δηλαδὴ ἀναίρεση τῆς ἑνότητος καὶ συνεπῶς ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἡ ὁποία μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία βιοῦται σωτηριολογικά.
Αἵρεση εἶναι ἡ ἐγωιστικὴ θεώρηση καὶ βίωση τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Εἶναι ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα, ἀφοῦ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἀλήθεια (Ἰω. ιδ΄ 6). Οἱ συνάξεις τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, ἀλλὰ συναγωγὲς τοῦ διαβόλου. Πατέρας τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐπεδίωξε νὰ καταστρέψει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ στερήσει τὴν σωτηρία καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὸς πασχίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ βάλει στὴ θέση τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐσεβείας (Α΄ Τιμ. γ΄ 16), τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. β΄ 7).
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί. Ἄνθρωποι μὲ ἀρρωστημένη συνείδηση, ἐγωιστὲς καὶ ὑπερφίαλοι, συνεργάτες τοῦ διαβόλου, κηρύττουν δικό τους εὐαγγέλιο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἔρχονται οἱ ἀντίχριστοι, μετὰ τοὺς Ἀποστόλους οἱ ψευδαπόστολοι, μετὰ τοὺς προφῆτες οἱ ψευδοπροφῆτες. Ὅλοι αὐτοὶ πλανῶντες καὶ πλανώμενοι μεταστρέφουν τὴν ὑγιᾶ διδασκαλία καὶ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀντιμαχόμενες παρατάξεις. Ξεκινοῦν μὲ τὴν καλὴ πρόθεση νὰ ὑπερασπισθοῦν μία ἀλήθεια. Πέφτουν ὅμως στὴν παγίδα τῆς ὑπερτονίσεως μιᾶς συγκεκριμένης ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποκοπῆς της ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὑπέρμετρος ζῆλος φέρνει τὸν φανατισμὸ καὶ ὁ φανατισμὸς τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ αἱρέσεις εἶναι δίστομες ρομφαῖες στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ξεσχίζουν μόνο τὸν ἄρραφο χιτῶνα της, ἀλλὰ ματώνουν τὴν καρδιά της. Ἡ ὀδύνη ποὺ προκαλοῦν σ’ Αὐτὴν εἶναι ἀφόρητη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν κατάλυσή τους εἶναι καθημερινὸ αἴτημά της πρὸς τὸν θεῖο ἀρχηγό της: «Παῦσον τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν… τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος» (Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου).
Παλαιότερα οἱ δογματικὲς διαφορὲς ὁδηγοῦσαν τὰ ἔθνη ἀκόμα καὶ σὲ πολεμικὲς ἀναμετρήσεις. Σήμερα δὲν φθάνουμε ἕως ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ δὲν παύσαμε νὰ βλέπουμε τὸν αἱρετικὸ σὰν ἐχθρό μας καὶ νὰ τὸν πολεμοῦμε μὲ ποικίλους ἀντιχριστιανικοὺς τρόπους, οἱ ὁποῖοι τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουν σὰν ἐλατήρια ὄχι τὸν ἅγιο ὑπὲρ τῆς πίστεως ζῆλο, ἀλλὰ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἐμπάθεια.
Δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ μας ὁ λογισμός, ὅτι εἶναι προτιμώτερη ἡ σιωπὴ χάριν τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὸν ἀγῶνα χάριν τῆς ἀλήθειας. Ἔχουμε ἱερὸ καθῆκον νὰ περιφρουροῦμε μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ νόμιμο μέσο τὴν πίστη μας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γι’ αὐτὴν μέχρι θανάτου. «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. στ΄ 12) εἶναι ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ κάθε πιστό. Ποτὲ ὅμως δὲν πρέπει νὰ φθάνουμε σὲ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά. «Δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε τοὺς αἱρετικούς» γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος «ἀλλὰ τὴν αἵρεση, ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὴν πονηρὴ πράξη, τὴν διεφθαρμένη γνώμη. Γιατί ὁ μὲν ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ πλάνη ἔργο τοῦ διαβόλου». Τὸ ἴδιο τονίζει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν Τιμόθεο, ὅτι δηλαδὴ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἐρίζει ἀλλὰ «ἐν πραότητι παιδεύειν τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος» (Β΄ Τιμ. β΄ 25-26).
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορὰ θὰ ἀλλάξει ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται στὴν αἵρεση ἐμμένει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ πλανᾷ καὶ νὰ πλανᾶται. Τότε θὰ διακοπεῖ κάθε διάλογος. «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄ 10) συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Κάθε ὑποκριτικὴ φλυαρία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐγκυμονεῖ μεγάλους κινδύνους. Ὑπάρχει φόβος νὰ παραφθαρεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ δεχθεῖ χάριν τῆς ἀγάπης κάποιο νόθο δόγμα.
Περισσότερο ἀπὸ ποτὲ λυμαίνονται σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας ἑκατοντάδες αἱρέσεις. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὸ σχίσμα ἀνατολῆς καὶ δύσεως πολλὲς ἄλλες καινοφανεῖς καὶ σατανοκίνητες δροῦν στὴν πατρίδα μας καὶ παρασύρουν στὰ δίχτυα τοὺς ἀφελεῖς χριστιανοὺς. Στὶς μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἐπαρχιακὲς πόλεις ἱδρύονται «ἐκκλησίες», ἀγρεύονται ὀπαδοί καὶ μὲ τὸ κάλυμμα τῆς δημοκρατικῆς διακινήσεως τῶν ἰδεῶν προσηλυτίζονται μικροὶ καὶ μεγάλοι στὶς νέες «ἐκκλησίες», οἱ ὁποῖες διδάσκουν νεὰ δόγματα καὶ ἤθη.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅσο καὶ νὰ πασχίζουν δὲν πρόκεται ποτὲ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκουν, γιατί κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ προσέξουμε εἶναι νὰ μείνουμε ἀμετακίνητοι στὶς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ δώσουμε τὴ μαρτυρία τῆς πίστεως ὅπως τὴν ἔδωσαν οἱ σήμερα τιμώμενοι πατέρες. Νὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ τῶν αἱρέσεων μὲ τὸ θετικὸ χριστιανικό μας ἔργο. Νὰ ἀναδεικνυόμαστε καθημερινὰ στὴ ζωή μας φῶς Χριστοῦ καὶ προπαντὸς νὰ μὴν ἀφήσουμε ποτὲ νὰ γίνει ἡ πατρίδα μας χώρα ἀντιχρίστων καὶ ψευδοπροφητῶν. Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων οἱ σήμερα τιμώμενοι ἅγιοι πατέρες, καθὼς βλέπουν τὶς στρατιὲς τῶν αἱρετικῶν ἀνενόχλητες νὰ παρελαύνουν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐναγωνίως κραυγάζουν: «Φεύγετε τάς αἱρέσεις· τοῦ διαβόλου γὰρ ἐφευρέσεις εἰσίν… γρηγορεῖτε». Ἀμήν.
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
ΤΗΣ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(Μτθ. ε΄, 14-19)
Οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περιφρονῶντας τὰ βασανιστήρια καὶ αὐτὸ τὸν θάνατο, ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τῆς ἀτεμάχιστης καὶ ἀλώβητης πίστεως καὶ ἑδραίωσαν στὴν ἀλήθεια τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Μὲ τὸν ζωντανὸ λόγο καὶ τὴν ἁγία τους ζωὴ ἐστερέωσαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀπεδίωξαν τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι μὲ μανία καὶ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια προσπαθοῦσαν νὰ διασπάσουν τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Συγκαταβατικοὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλὰ ἀσυμβίβαστοι στὰ θέματα τῆς πίστεως διεκήρυξαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διακηρύττουν ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι ἐφεύρεση τοῦ διαβόλου καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴ κάθε χριστιανοῦ. «Φεύγετε τὰς αἱρέσεις· τοῦ διαβόλου γὰρ ἐφευρέσεις εἰσὶν τοῦ ἀρχέκακου ὄφεως» ἔγραφε πολὺ νωρίτερα στοὺς Τραλλιανοὺς ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.
Οἱ ἅγιοι πατέρες προέταξαν τὰ στήθη τους γιὰ νὰ συγκρατήσουν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀπώλεια τὸ λογικὸ ποίμνιο καὶ γιὰ νὰ παραδώσουν στὴν Ἐκκλησία ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια. Μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τους κληροδότησαν σὲ ὅλους ἐμᾶς τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ καὶ σήμερα, ὅπως τότε, δέχεται τὸν ὕπουλο πόλεμο τῶν αἱρετικῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας μαρτυρία.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀποτυχία καὶ ἁμαρτία δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ μέσα σ’ αὐτὴν ζοῦν ἄνθρωποι μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ σὲ ἀπόρριψη τῆς ἀλήθειάς της, τότε τὸ λάθος γίνεται αἵρεση, δηλαδὴ ἀναίρεση τῆς ἑνότητος καὶ συνεπῶς ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἡ ὁποία μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία βιοῦται σωτηριολογικά.
Αἵρεση εἶναι ἡ ἐγωιστικὴ θεώρηση καὶ βίωση τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Εἶναι ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα, ἀφοῦ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἀλήθεια (Ἰω. ιδ΄ 6). Οἱ συνάξεις τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, ἀλλὰ συναγωγὲς τοῦ διαβόλου. Πατέρας τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐπεδίωξε νὰ καταστρέψει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ στερήσει τὴν σωτηρία καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὸς πασχίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ βάλει στὴ θέση τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐσεβείας (Α΄ Τιμ. γ΄ 16), τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. β΄ 7).
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί. Ἄνθρωποι μὲ ἀρρωστημένη συνείδηση, ἐγωιστὲς καὶ ὑπερφίαλοι, συνεργάτες τοῦ διαβόλου, κηρύττουν δικό τους εὐαγγέλιο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἔρχονται οἱ ἀντίχριστοι, μετὰ τοὺς Ἀποστόλους οἱ ψευδαπόστολοι, μετὰ τοὺς προφῆτες οἱ ψευδοπροφῆτες. Ὅλοι αὐτοὶ πλανῶντες καὶ πλανώμενοι μεταστρέφουν τὴν ὑγιᾶ διδασκαλία καὶ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀντιμαχόμενες παρατάξεις. Ξεκινοῦν μὲ τὴν καλὴ πρόθεση νὰ ὑπερασπισθοῦν μία ἀλήθεια. Πέφτουν ὅμως στὴν παγίδα τῆς ὑπερτονίσεως μιᾶς συγκεκριμένης ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποκοπῆς της ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὑπέρμετρος ζῆλος φέρνει τὸν φανατισμὸ καὶ ὁ φανατισμὸς τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ αἱρέσεις εἶναι δίστομες ρομφαῖες στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ξεσχίζουν μόνο τὸν ἄρραφο χιτῶνα της, ἀλλὰ ματώνουν τὴν καρδιά της. Ἡ ὀδύνη ποὺ προκαλοῦν σ’ Αὐτὴν εἶναι ἀφόρητη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν κατάλυσή τους εἶναι καθημερινὸ αἴτημά της πρὸς τὸν θεῖο ἀρχηγό της: «Παῦσον τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν… τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος» (Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου).
Παλαιότερα οἱ δογματικὲς διαφορὲς ὁδηγοῦσαν τὰ ἔθνη ἀκόμα καὶ σὲ πολεμικὲς ἀναμετρήσεις. Σήμερα δὲν φθάνουμε ἕως ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ δὲν παύσαμε νὰ βλέπουμε τὸν αἱρετικὸ σὰν ἐχθρό μας καὶ νὰ τὸν πολεμοῦμε μὲ ποικίλους ἀντιχριστιανικοὺς τρόπους, οἱ ὁποῖοι τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουν σὰν ἐλατήρια ὄχι τὸν ἅγιο ὑπὲρ τῆς πίστεως ζῆλο, ἀλλὰ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἐμπάθεια.
Δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ μας ὁ λογισμός, ὅτι εἶναι προτιμώτερη ἡ σιωπὴ χάριν τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὸν ἀγῶνα χάριν τῆς ἀλήθειας. Ἔχουμε ἱερὸ καθῆκον νὰ περιφρουροῦμε μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ νόμιμο μέσο τὴν πίστη μας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γι’ αὐτὴν μέχρι θανάτου. «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. στ΄ 12) εἶναι ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ κάθε πιστό. Ποτὲ ὅμως δὲν πρέπει νὰ φθάνουμε σὲ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά. «Δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε τοὺς αἱρετικούς» γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος «ἀλλὰ τὴν αἵρεση, ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὴν πονηρὴ πράξη, τὴν διεφθαρμένη γνώμη. Γιατί ὁ μὲν ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ πλάνη ἔργο τοῦ διαβόλου». Τὸ ἴδιο τονίζει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν Τιμόθεο, ὅτι δηλαδὴ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἐρίζει ἀλλὰ «ἐν πραότητι παιδεύειν τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος» (Β΄ Τιμ. β΄ 25-26).
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορὰ θὰ ἀλλάξει ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται στὴν αἵρεση ἐμμένει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ πλανᾷ καὶ νὰ πλανᾶται. Τότε θὰ διακοπεῖ κάθε διάλογος. «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄ 10) συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Κάθε ὑποκριτικὴ φλυαρία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐγκυμονεῖ μεγάλους κινδύνους. Ὑπάρχει φόβος νὰ παραφθαρεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ δεχθεῖ χάριν τῆς ἀγάπης κάποιο νόθο δόγμα.
Περισσότερο ἀπὸ ποτὲ λυμαίνονται σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας ἑκατοντάδες αἱρέσεις. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὸ σχίσμα ἀνατολῆς καὶ δύσεως πολλὲς ἄλλες καινοφανεῖς καὶ σατανοκίνητες δροῦν στὴν πατρίδα μας καὶ παρασύρουν στὰ δίχτυα τοὺς ἀφελεῖς χριστιανοὺς. Στὶς μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἐπαρχιακὲς πόλεις ἱδρύονται «ἐκκλησίες», ἀγρεύονται ὀπαδοί καὶ μὲ τὸ κάλυμμα τῆς δημοκρατικῆς διακινήσεως τῶν ἰδεῶν προσηλυτίζονται μικροὶ καὶ μεγάλοι στὶς νέες «ἐκκλησίες», οἱ ὁποῖες διδάσκουν νεὰ δόγματα καὶ ἤθη.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅσο καὶ νὰ πασχίζουν δὲν πρόκεται ποτὲ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκουν, γιατί κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ προσέξουμε εἶναι νὰ μείνουμε ἀμετακίνητοι στὶς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ δώσουμε τὴ μαρτυρία τῆς πίστεως ὅπως τὴν ἔδωσαν οἱ σήμερα τιμώμενοι πατέρες. Νὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ τῶν αἱρέσεων μὲ τὸ θετικὸ χριστιανικό μας ἔργο. Νὰ ἀναδεικνυόμαστε καθημερινὰ στὴ ζωή μας φῶς Χριστοῦ καὶ προπαντὸς νὰ μὴν ἀφήσουμε ποτὲ νὰ γίνει ἡ πατρίδα μας χώρα ἀντιχρίστων καὶ ψευδοπροφητῶν. Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων οἱ σήμερα τιμώμενοι ἅγιοι πατέρες, καθὼς βλέπουν τὶς στρατιὲς τῶν αἱρετικῶν ἀνενόχλητες νὰ παρελαύνουν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐναγωνίως κραυγάζουν: «Φεύγετε τάς αἱρέσεις· τοῦ διαβόλου γὰρ ἐφευρέσεις εἰσίν… γρηγορεῖτε». Ἀμήν.
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως