Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

10/12/2017 - Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακή

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ϛ´ 10 - 17
10 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. 11 ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· 12 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. 13 διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. 14 στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, 15 καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, 16 ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· 17 καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ, 


 10 Λοιπόν, αδελφοί μου, γίνεσθε ισχυροί και δυνατοί πνευματικώς δια του Κυρίου και δια της ακατανικήτου αυτού δυνάμεως. 11 Ενδυθήτε όλα τα όπλα του Θεού, δια να ημπορήτε να αντισταθήτε εις τας δολίας και πονηράς μεθόδους και παγίδας του διαβόλου. 12 Διότι ο αγών, που έχομεν αναλάβει, δεν είναι αγών προς ανθρώπους με αίμα και σάρκα, αλλά προς τας πονηράς αρχάς και εξουσίας, προς τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, προς τους καταχθονίους κοσμοκράτορας, που κυριαρχούν επί ανθρώπων ευρισκομένων στο βαθύ σκότος του αμαρτωλού τούτου αιώνος. Ο αγών μας διεξάγεται αναντίον των πνευματικών αυτών πονηρών όντων και γίνεται χάριν της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών. 13 Δια τούτο πάρετε επάνω σας όλα τα όπλα, που δίνει ο Θεός, δια να ημπορέσετε να αντισταθήτε κατά την ημέραν των πονηρών πειρασμών και κινδύνων, και αφού εκτελέσετε με κάθε ακρίβειαν όλα τα καθήκοντά σας και νικήσετε, να σταθήτε σταθερά εις την θέσιν σας. 14 Σταθήτε, λοιπόν, ακλόνητοι στον αγώνα αυτόν, αφού ζωσθήτε την αλήθειαν, ωσάν την ζώνην που σφίγγουν εις την μέσην των οι πολεμισταί, δια να είναι ευκίνητοι, και ενδυθήτε σαν άλλον θώρακα την δικαιοσύνην, δια να είσθε απρόσβλητοι από τα βέλη της αδικίας και της ιδιοτελείας. 15 Και όπως οι πολεμισταί φορούν εις τα πόδια των υποδήματα, δια να τρέχουν με ασφάλειαν και ευκολίαν, και σεις φορέσατε την ετοιμασίαν, που απαιτεί το Ευαγγέλιον της ειρήνης, δια να κινήσθε με άνεσιν και δραστηριότητα. 16 Μαζή δε με όλα αυτά πάρετε επάνω σας και κρατείτε σταθεράν σαν άλλην ασπίδα την πίστιν, με την οποίαν θα ημπορέσετε να εξουδετερώσετε και σβήσετε όλους τους φλογοβόλους πειρασμούς του πονηρού, που ομοιάζουν με πύρινα βέλη. 17 Και δεχθήτε σαν άλλην περικεφαλαίαν την πεποίθησιν της σωτηρίας (δια να ασφαλίζετε και προφυλάσσετε έτσι τον νουν σας από λογισμούς αμφιβολίας). Παρετε και την μάχαιραν του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι ο άδολος και φωτεινός λόγος του Θεού.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ – 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Ι΄  ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιγ΄, 10-17

«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, δίδασκε ὁ Ἰησοῦς κάποιο Σάββατο σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές. Καὶ νά! Ἔρχεται μία γυναίκα ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀσθένειας δεκαοκτὼ χρόνια, καὶ ἦταν συγκύπτουσα, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση καθόλου τὸ κεφάλι της. Καὶ ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴ φώναξε καὶ τῆς εἶπε· γυναίκα, ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια σου· καὶ ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω της· καὶ ἀμέσως στάθηκε ὄρθια, καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Ἀποκρίθηκε δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος γεμάτος ἀγανάκτηση, διότι θεράπευσε ὁ Ἰησοῦς τὸ Σάββατο, καὶ εἶπε στὸν ὄχλο· ἕξι μέρες εἶναι, ποὺ πρέπει νὰ ἐργάζεσθε· σ᾽ αὐτές, λοιπόν, νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου. Ἀποκρίθηκε τότε σ᾽ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· ὑποκριτή, ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ βόδι του ἤ τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίση; Αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς, ἐδῶ καὶ δεκαοκτὼ χρόνια, δὲν πρέπει νὰ λυθῆ ἀπὸ τὸ δέσιμο αὐτὸ τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου; Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ καταντροπιάζονταν ὅλοι ποὺ ἦταν ἀντίθετοι σ᾽ αὐτόν, καὶ ὅλος ὁ ὄχλος χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ ἔνδοξα ποὺ γινόταν ἀπ᾽ αὐτόν».
* * *
Μὲ τὴ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου, ποὺ ἔκαμε σήμερα ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς δίδαξε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἀγαθοεργία καὶ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ Σάββατο ἦταν γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες ἡμέρα ἀργίας, ὅπως εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἡμέρα της Κυριακῆς. Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Κυριακή. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, τὰ χρόνια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ σταματοῦσαν ἀπὸ κάθε ἐργασία, συνάγονταν στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς καὶ ἔκαμαν ἱερὴ σύναξη, δηλαδὴ τελοῦσαν τὴ θεία Λειτουργία. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Κύριο, καὶ ὅποιος τὴ μέρα αὐτὴ, τῆς Κυριακῆς, ἐργάζεται, λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ κέρδος αὐτὸ εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὁ πιστὸς καὶ καλὸς χριστιανὸς ἀργεῖ τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς ἀπὸ κάθε ὑλικὸ ἔργο καὶ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργηθῆ. Μὲ τὴ θεία Λειτουργία ὁ χριστιανὸς γίνεται μέτοχος καὶ κοινωνὸς τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας· τελεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ἱερουργὸ Ἱερέα τὴν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τελέστηκε ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ, καὶ συνεχίζεται ἀπαράλλακτα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ θεῖο Λειτουργὸ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἐδῶ στὸν Ἱερὸ Ναό, κάθε φορά, ποὺ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴ μέση τῆς Ἱερῆς Σύναξης, στέκει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς μᾶς τὸ εἶπε: «ο γρ εσι δο  τρες συνηγμνοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μσ ατν». Αὐτὸς εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος, ὁ Λειτουργὸς καὶ θυσιαζόμενος Ἀμνὸς γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἐμεῖς βλέπουμε ἄνθρωπο, τὸν Ἱερέα νὰ τελῆ τὴ Θεία Λειτουργία, ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ μᾶς, ἤ καὶ πολλὲς φορὲς καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει ὁ πονηρὸς νὰ δοῦμε τὴν ἱερωσύνη τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέα, ποὺ καίει μέσα σὰν γλώσσα φωτιᾶς, καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ φλόγα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, ποὺ ἄναψε τὴ μέρα τῆς χειροτονίας του καὶ δὲν σβήνει ποτέ. Αὐτὴ ἡ φωτιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι σὲ κάθε Ἱερέα τελεῖ τὰ θεῖα μυστήρια.
Εἶναι ἀλήθεια ἀδιάψευστη τῆς πίστης μας, ὅτι τώρα, ποὺ εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία καὶ τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη φορὰ ποὺ τελεῖται τὸ Θεῖο αὐτὸ μυστήριο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνάμεσα μας· αὐτὸς λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέα: «λβετε, φγετε …», καθὼς καὶ τὸ «πετε ξ ατο πντες …». Ἐρχόμαστε κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, καὶ ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ τὸν βλέπουν. Αὐτὸ θὰ πῆ Θεία Λειτουργία, πραγματικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ εἶπε στοὺς μαθητές του λίγο πρὶν ἀναληφθῆ στοὺς οὐρανούς: «κα δο γ μεθ μν εμι πσας τς μρας ως τς συντελεας το αἰῶνος». Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ διαψευσθοῦν ποτέ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα μαζί μας, σὲ κάθε ἱερὴ σύναξη, ὅπου τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ ὅπως τότε ἀνόρθωσε μὲ τὰ θεϊκά του χέρια τὴ συγκύπτουσα γυναίκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀσθένειας, ποὺ ἦταν δεμένη δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἔτσι καὶ μεῖς τώρα ἀνορθωνόμαστε πνευματικά, καθὼς παίρνουμε ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πραγματικὰ ὅταν κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια λαμβάνουμε μέσα μας ὅλο τὸ Χριστό· γινόμαστε κοινωνοὶ θείας φύσης· γινόμαστε χριστοφόροι· γινόμαστε μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ Θεία Κοινωνία γίνεται κληρονόμος τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


π. Γ.Δ.Σ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ – 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΔ΄  ΛΟΥΚΑ
Λκ. ιη΄, 35-43

Ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, πού διαβά­στηκε στούς Ἱερούς Ναούς, ἀναφέρεται στήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ ἀπό τόν Χριστό στήν Ἱεριχώ. Ὅταν ὁ τυφλός πλησίασε τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ρώτησε: «Τί σοι θέλεις ποιῆσαι;». Ἡ ερώτηση τοῦ Χριστοῦ μᾶς βάζει σε σκέψεις. Δέν γνωρίζει ὁ Χρι­στός τί θέλει ἔνας τυφλός, πού ἀπεγνωσμένα τόν παρακαλεῖ: «Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»; Γνω­ρίζει πολύ καλά καί τίς σκέψεις καί τίς ἐπιθυμίες μας ὁ Χριστός, σάν Θεός. Ἀλλά θέλει ἀπό τόν άνθρωπο νά τίς ἐκφράσει καί νά τίς ὁμολογήσει μπρο­στά του. Ὅταν, λοιπόν, ὁ τυφλός ὁμολογεῖ «ἵνα ἀναβλέψω», ὁ Χριστός, γιά νά δείξει στούς ανθρώ­πους πώς εἶναι ὁ δημιουργικός Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἔν, ὅ γέγονεν» (Ἰωάν. Α΄ 2), ἀπαντᾶ στόν τυφλό: «Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Τό θαῦμα, λοιπόν, τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης τοῦ τυφλοῦ. Πάντα, σάν ἀπαραίτητος ὄρος, για νά εκδηλωθεῖ ἡ εὐεργετική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ζητεῖται ἡ πίστη.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ θύρα, πού ἀνοίγεται κι ἐπιτρέπει στόν Θεό νά μπεῖ στόν ἄνθρωπο, σάν ἐλεύθερη καί ὑπεύθυνη προσωπικότητα. Ὅταν ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο, δίνει ἕνα πρόσταγμα: «γεννηθήτω φῶς» καί ὁ λόγος ἀμέσως γίνεται ἔργο. Μά ὅταν πρόκειται νά θαυματουργήσει ἐπάνω στόν ἄνθρωπο ἐρωτᾶ: «Θέλεις;». Ἡ ὕλη εἶναι τυφλή καί ἀνελεύθερη, ὑποταγμένη σέ φυσικούς νόμους πού ὁ Θεός, πού τούς ἔθεσε, μπορεῖ καί νά τούς ἀναστέλλει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνσυνείδητη καί αὐτοδιάθετη προσωπικότητα. Ἐλεύθερη, πού, ἄν θέλει, ἄνοίγει καί κλείνει τήν θύρα στό Θεό. Ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων εἶναι σάμ­πως νά δεσμεύει τή θεία δύναμη. Τό ἀντίθετο συμ­βαίνει μέ τήν πίστη. Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ εἶναι αποτέλεσμα τἡς θείας δύ­ναμης καί τῆς πίστης τοῦ τυφλοῦ.
Ἡ πίστη εἶναι δύναμη. Οὔτε στήν σωματική ῥώμη, οὔτε στήν ὀξύτητα τῆς διάνοιας, οὔτε στήν ἀντοχή τῶν μηχανῶν εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στήν πίστη του. Στήν ἀόρατη ἐκείνη δύναμη, πού κινεῖ τό σῶμα καί τό ρίχνει στούς ἀγῶνες, πού ξυπνάει τήν σκέψῃ καί θέτει σ’ αὐτόν σκοπούς, πού μεταβιβάζει στήν ἀδράνεια τῶν μηχανῶν τήν ἀνθρώ­πινη θέληση.
Τίποτε δέν γίνεται στόν βίο χωρίς πίστη. Καί ὁ γεωργός, πού πετάει τόν σπόρο στό χῶμα, καί ὁ ναυτικός, πού ξεκινάει σ’ ἄγνωστο ταξίδι, καί ὁ στρατηγός, πού μπαίνει σέ ἀβέβαιη μάχη, ὅλοι ξεκινούν μέ τήν πίστη. Μέχρι σ’ ἕνα σημεῖο ἔχουν τά δεδομένα τῆς πεί­ρας καί τά ὀρθά συμπεράσματα, στά ὁποῖα κατα­λήγει ὁ λογισμός. Μά δέν εἶναι αὐτές ἀρκετές προϋποθέσεις γιά νά στηριχθεῖ ἐπάνω τους μία με­γάλη καί γενναία ἀπόφαση. Τή ζωή δέν τήν διέπουν μόνο φυσικοί νόμοι καί λογικές σχέσεις, μά καί αὐ­θόρμητοι ἄλλοι παράγοντες. Ἄν ἦταν νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ τόν λογισμό, τότε δέν θά ἀποφά­σιζε τίποτε μεγάλο στή ζωή του, γιατί ὅπως τό εἶπε ὁ ἀρχαῖος: «λογισμός ὅκνον φέρει». Ὅ,τι λοιπόν δίνει στόν ἄνθρωπο ἀξία καί τόν κάνει ἔλεύθερο, ἔξω καί ἐπάνω ἀπό τά ἔργα τῶν χειρῶν του, κυρίαρχο τῆς ὑλικῆς φύσης μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί τήν ὁποία κατακτᾶ, εἶναι ἡ πίστη του: Ἡ ἐσωτερική ἐκείνη ἐνέργεια, πού τόν φωτίζει καί τόν θερμαίνει, πού τοῦ γεννᾶ τήν συνείδηση καί τήν θέληση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του. Ἡ δύ­ναμη ἐκείνη, πού τόν κινεῖ καί τόν κάνει νά ἀγωνί­ζεται καί νά νικᾶ, νά πάσχει καί νά θυσιάζεται. Ὄντως, «μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα»! Ὅ,τι ἔχει σήμερα ἡ ζωή μας, για τό ὁποίο καυχώμαστε, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης, πού ἐμπνέει τόν ἄν­θρωπο καί τόν κινεῖ σέ ἐργασία καί δικαιώνει τόν μόχθο του καί προάγει τόν βίο του καί νικᾶ τόν κόσμο καί τόν θάνατο.
Ἅς ἐντοπίσουμε τό λόγο στή θρησκευτική πίστη, σ’ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐκτός ἀπό ὅ,τι μέ φυσικό τρόπο ἀποκαλύπτει ὁ Θεός στόν ἔξω κόσμο καί μέσα στόν ἄνθρωπο, οἱ ἄλλες θρησκευτικές ἀλήθειες, πού ἀποκαλύπτονται ὑπερφυσικά, γίνονται δεκτές μόνον μέ τήν πίστη. Ἡ νόηση, σάν ψυχική λειτουργία, δέν φτάνει τίς ἀλή­θειες τῆς Ἀποκάλυψης καί ἡ λογική, σάν ὄργανο, δέν τίς συλλαμβάνει. Ἀλλιῶς δέν θά ἦσαν ἀλήθειες «ἐξ ἀποκαλύψεως Θεοῦ» ἀλλά, «ἐξ ἀνακαλύψεως» ἀνθρώπου. Τότε δέν θά μιλούσαμε γιά πίστη καί θρησκεία, μά γιά γνώσῃ καί ἐπιστήμη. Πέρα ἀπό τήν ἐπιστήμη εἶναι ἡ θρησκεία, ἔνας κόσμος ὁλόκληρος.
Κάτι, ὄχι μόνον ἀσυγκρίτως πολύ περισσότερο, μά τελείως διαφορετικό εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν γνώσῃ. Ἄλλης τάξεως, πνευματικῆς καί ἠθικῆς, ἀξία. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι, πού προσκρούουν, ὅσοι περιορίζονται νά βλέπουν μόνον μέ τήν λογική γνώση καί ἀκόμη περισσότερο, ὅσοι μένουν στήν «κατ’ αἴσθηση ἀντίληψη».
Ἡ θρησκευτική πίστη, ἡ πεποίθηση δηλαδή στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ κι ἡ ἐμπιστοσύνη στό λόγο του, εἶναι ἡ μεγάλη καί ἀκατανίκητη ἠθική δύναμη μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἡ δύναμη, πού κάνει τόν άνθρωπο μέσα στήν ὑλική δημιουργία. Γιατί βέβαια πίσῳ ἀπό τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνική, μέ τίς ὁποίες ὁ ἄνθρωπος ἐπιβάλλει τή θέλησή του στόν υλικό κόσμο, πίσω ἀπό τίς ὑλικές δυνάμεις καί τίς ποσότητες, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σάν δύναμη ἠθική καί σαν ποιότητα. Εἶναι ἡ πίστη καί τό ἦθος τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν αἴσθηση, τήν λογική καί τήν γνώσῃ ὁ ἄνθρωπος συνδέεται, κατά τόν νόμο τῆς αἰτιότητας καί τῆς ἀνάγκης, μέ τόν υλικό κόσμο. Μέ τήν πίστη συνά­πτεται, κατά τόν νόμο τοῦ πνεύματος καί τῆς ἐλευ­θερίας, με τόν Θεό.
Ὁ καρπός ὅμως τῆς πίστης εἶναι τά καλά ἔργα. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θεωρία καί φιλοσοφικό σύ­στημα. Εἶναι πίστη καί ζωή, ἀλήθεια καί ἁγιότητα. Ὁ Χριστός εἶπε «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ἡ ὁδός, πού οδηγεῖ στήν σωτηρία, ἡ σωτηρία, πού ὑπάρχει στήν ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια, πού εἶναι πίστη καί ζωή. Ὁ Ἀπόστολος Παύλος ἀριστοτεχνικά σέ μία φράση ἐκφράζει τή σχέση, πού ὑπάρχει ἀνά­μεσα στήν πίστη καί τά ἔργα τοῦ χριστιανοῦ. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης», λέει καί ἐννοεῖ πώς χριστιανισμός θά πεῖ νά πιστεύει κανείς στήν ἀλήθεια και να πραγματώνει τἡν πίστἡ του σε ἔργα ἀγάπης.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀπό αὐτή τήν πίστη, πού ὁλοκληρώνεται σέ ἔργα ἀγάπης, ἔχουμε ἰδιαίτερη ἀνάγκη σήμερα, πού καί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἔχουν παγώσει ἀπό τόν ἐγωισμό καί ἡ ἀπιστία καί ὁ θεωρητικός καί πρακτι­κός ὑλισμός ἔχουν κυριολεκτικά κυριαρχίσει στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἀμήν.


π. Δ.Χ.Δ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής 26 Νοεμβρίου 2017





ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3 σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. 7 Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας εξορκίζω εγώ, ο οποίος είμαι φυλακισμένος και αλυσοδεμένος δια το όναμα του Κυρίου, να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε, όπως ταιριάζει εις την υψηλήν κλήσιν, με την οποίαν έχετε προσκληθή από τον Θεόν. 2 Δηλαδή να ζήτε και να φέρεσθε με κάθε ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με ανοχήν απέναντι των άλλων και μεγαλοκαρδίαν, ανεχόμενοι ο ένας του άλλου τας αδυναμίας με αγάπην, 3 να επιμελήσθε και να αγωνίζεσθε να διατηρήτε την ενότητα, με την οποίαν το Πνεύμα το Αγιον σας έχει συνδέσει, έχοντες ως σύνδεσμον την ειρήνην, η οποία θα βασιλεύη μεταξύ σας και θα σας ενώνη εις ένα πνευματικόν σώμα. 4 Είσθε ένα πνευματικόν σώμα και έχετε ένα και το αυτό Πνεύμα Αγιον, που σας ζωογονεί, καθώς επίσης έχετε κληθή όλοι εις μίαν και την αυτήν ελπίδα της κλήσεώς σας. 5 Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η πίστις όλων των Χριστιανών, ένα το βάπτισμα που έχουν λάβει. 6 Ενας και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποίος κυριαρχεί επί όλων ανεξαιρέτως και δια μέσου όλων ενεργεί και φανερώνει την αγαθήν του πρόνοιαν, και μέσα εις όλους μας κατοικεί. 7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων).



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

18 Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ – 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΓ΄  ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιη΄, 18-27

Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς ἀναγκάζει νά μιλήσουμε πάλι γιά τό πάντα ἐπίκαιρο ἀλλά καί πολύ δύσκολο θέμα τοῦ πλούτου. Καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δημιούργησαν τό θέμα τοῦ πλούτου καί τό ἔκαναν τό δυσκολότερο ἴσως πρόβλημα, μέ τόσες διαφορετικές γνῶμες πού περιέπλεξαν τή διαχείρισή του.
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς διηγεῖται ἕνα γεγονός ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Πλησίασε τό Χριστό ἕνας νέος ἄνθρωπος καί τόν ρώτησε: «Ἅγιε διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;» Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Γιατί μέ λές ἅγιο; Κανένας δέν εἶναι ἅγιος παρά μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τίς ἐντολές τίς ξέρεις. Τήρησε τίς ἐντολές». Κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ὅλ᾽  αὐτά τά ἐτήρησα πιστά ἀπό τό μικρά μου χρόνια». «Ἕν᾽ ἀκόμα σοῦ λείπει» συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς: «ὅλα ὅσα ἔχεις, πούλησέ τα, μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί θά ’χεις θησαυρό στόν οὐρανό˙ ὕστερα ἔλα κι ἀκολούθα με». Μά ὅταν ἄκουσε αὐτά, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σέ μεγάλη λύπη, γιατί ἦταν πολύ πλούσιος. Ὅταν τόν εἶδε τόσο λυπημένο, ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δύσκολα ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά χρήματα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει ἡ τριχιά ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας, παρά πλούσιος νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καί ποιός λοιπόν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀποροῦν ὅσοι τόν ἄκουσαν. Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό».
Τό εὐαγγελικό αὐτό κείμενο εἶναι μιά σαφής ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό σύνθετο ἐρώτημα πού βασανίζει τόν κόσμο: Τί εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο, πῶς συνδέεται μέ τούς βαθύτερους πόθους του καί πῶς μπορεῖ νά λυτρωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ πλούτου; Τί εἶναι λοιπόν ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο; Εἶναι ὅλα ὅσα μᾶς δίνει ἡ γῆ γιά νά ζήσουμε. Ὅ,τι ἔχουμε, ἡ γῆ μᾶς τό δίνει καί μέ ὅ,τι μᾶς δίνει ἡ γῆ ζοῦμε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού σκέφτονται ἀνθρώπινα κι ἑρμηνεύουν τά πράγματα σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους. Καί ὅπως φυσικό εἶναι ἡ γῆ νά παράγει, ἔτσι φυσικό εἶναι νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄνθρωποι πού σκέφτονται ὅπως τούς ὑπαγορεύει ἡ ὑγειής συνείδηση καί ὅπως τούς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν, τό γνωρίζουν καλύτερα, ὅτι πίσω ἀπό τούς φυσικούς νόμους εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει καμία φυσική τάξη, πού νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ πλούσιους καί φτωχούς, χορτάτους καί πεινασμένους. Ἔτσι χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἐλπίζουν καί ἐπενδύουν στόν πλοῦτο τους. Αὐτά πού μᾶς δίνει ἡ γῆ δέν ἀνήκουν μόνο σέ κάποιους, πού τά μαζεύουν μέ ὅποιο τρόπο μποροῦν.
Ὁ Χριστός καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά ξεπεράσει στή σκέψη του τά ὅρια τῶν φυσικῶν νόμων. Τόν καλεῖ νά καταλάβει, ὅτι αὐτό πού διέπει τήν κίνηση τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη, ἀλλά ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ ἐλεύθερη συνείδηση. Ὅταν τό καταλάβει αὐτό, τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ τά πράγματα διαφορετικά. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ χορτασιά ἡ δική του δέν εἶναι τό σωστό καί τό δίκαιο, ἡ χορτασιά ἡ δική του εἶναι ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου του. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ γῆ δέν εἶναι μόνο γι’ αὐτόν, ἀλλά γιά ὅλους ὅσους ζοῦν καί θά ζήσουν πάνω στή γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι μιλοῦμε γιά δικαιοσύνη, γιά ἐλευθερία καί εἰρήνη καί πιστεύουμε ὅτι ὅλα αὐτά, πού εἶναι οἱ ἀκοίμητοι πόθοι τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λαῶν, μποροῦμε νά τά ἐξασφαλίζουμε διεκδικώντας τα καί στηριζόμενοι στούς δικούς μας ἀγῶνες καί στίς δικές μας δυνάμεις. Πιστέψαμε πώς χωρίς τήν πρόνοια καί τό λόγο τοῦ  Θεοῦ, πού μᾶς ἔμαθε αὐτά τά πράγματα, μποροῦμε νά τά ἀποκτήσουμε. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος δουλεύει, ἡ γῆ παράγει καί ὑπάρχουν ὑλικά ἀγαθά ὅσα ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ὅμως ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἄδικα μοιρασμένα. Χιλιάδες ἄνθρωποι καθημερινά, πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα καί ὁ πλοῦτος τῆς γῆς ξοδεύεται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς ἤ συγκεντρώνεται στά χέρια μερικῶν.
Ὁ Θεός ἀνατέλει τόν ἥλιο καί βρέχει γιά ὅλους. Ἡ γῆ γεννάει γιά νά τρέφονται ὅλοι. Ἡ πνευματική ἀναπηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅμως καί ἡ ἠθική τους ἀνικανότητα κάνει τόν πλοῦτο ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι καλύτερα. Ἐξαιτίας του κινδυνεύουν νά χαθοῦν.
Τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν τά διαχειριζόμαστε χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ βάση κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, πού βλέπει τόν ἄνθρωπο σὰν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσον. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι Πρόσωπο στόν κόσμο, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Σάν πρόσωπο εἶναι μέλος τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, ἐργάζεται, ὄχι γιά νά παράγει καί νά σωρρεύει ὑλικό πλοῦτο, ἀλλά γιά νά χαίρεται τόν κόπο του. Γιά τόν κοινωνικό καί ἐλεύθερο ἄνθρωπο χαρά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐργασία, ὁ κόπος του γυρίζει σ’ αὐτόν σάν δίκαιη πληρωμή καί σάν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζεται, οἰκονομεῖ τόν κόπο του καί ξέρει, πώς ὅσα ἔχει δέν εἶναι δικά του, εἶναι καί γι’ αὐτούς πού θέλουν μά δέν μποροῦν νά ἐργαστοῦν. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά ὑπηρετεῖ τόν πλοῦτο, ὅταν ζεῖ γιά νά δουλεύει καί νά ἀποθηκεύει τόν πλοῦτο, καί δέν ἐργάζεται γιά νά ζεῖ, ὅταν ἐξαρτᾶ τήν ὕπαρξή του ἀπό τά ἀγαθά του καί ὑποδουλώνεται σ’ αὐτά, τότε χάνει τόν προορισμό του. Τότε ταυτίζει τό «ἔχειν» μέ τό «εἶναι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει, νά ζήσει αἰώνια. Τό ζήτημα εἶναι, τί νομίζουμε πώς εἶναι ζωή. Ὁ πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά βλέπει γιά ζωή τόν θάνατο. Νά ἀναφέρεται καί νά προσκολλᾶται στά πράγματα καί ὄχι στό Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ νέος τοῦ εὐαγγελίου μέ τό ἐρώτημά του στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐκφράζει τήν ἀγωνία καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου: «Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι συγκλονιστικά ἀπόλυτη. Νά ξεχωρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τά πράγματα, νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν ὑλικό πλοῦτο. Αὐτό εἶναι δύσκολο, ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά ’κεῖνον ὅμως πού τό θέλει πραγματικά, τό μπορεῖ ὁ Θεός. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 19-11-2017

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22
14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


14 Διότι αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμόν και τον Εθνισμόν, τα δύο αυτά τα έκαμεν ένα, εκρήμνισε και διέλυσε το μεσότοιχον του Νομου, που σαν ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τους δύο λαούς· 15 δηλαδή κατέλυσε και εξηφάνισε την έχθραν, που εχώριζε τους δύο λαούς, αφού κατήργησε με την θυσίαν της σαρκός αυτού τον νόμον των εντολών, ο οποίος έδιδε διαταγάς, που εδέσμευαν τον άνθρωπον. Και κατήργησε τον παλαιόν Νομον, δια να αναδημιουργήση και ενώση τους δύο αυτούς λαούς δια του εαυτού του εις ένα νέον άνθρωπον, χαρίζων τοιουτρόπως ειρήνην μεταξύ των· 16 και να συμφιλιώση προς τον Θεόν τους δύο λαούς, ενωμένους εις ένα πνευματικόν σώμα δια της σταυρικής του θυσίας, θανατώσας εν τω προσώπω του και εξαφανίσας την εχθράν και το μίσος. 17 Και αφού κατέβη εις την γην, εκήρυξε το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης εις σας που εζούσατε μακράν από τον Θεόν, και εις ημάς που ήμεθα κοντά του. 18 Διότι δια του Χριστού οδηγούμεθα και πλησιάζομεν προς τον Θεόν Πατέρα και οι δύο λαοί με το αυτό Αγιον Πνεύμα. 19 Αρα δεν είσθε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίται της Εκκλησίας του Χριστού, αλλ' είσθε συμπολίται όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού. 20 Εχετε δε κτισθή επάνω στον πνευματικόν θεμέλιον των Αποστόλων και των προφητών εις μίαν πνευματικήν οικοδομήν, την Εκκλησίαν, της οποίας ακρογωνιαίος και θεμελιακός λίθος είναι αυτός ούτος ο Ιησούς Χριστός. 21 Επάνω δε εις αυτόν και με την δύναμιν αυτού όλη η οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνεται κατά τρόπον αρμονικόν, ώστε να γίνη ναός άγιος, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. 22 Εις αυτόν δε τον ναόν δια του Ιησού Χριστού οικοδομείσθε και σεις μαζή με τους άλλους πιστούς, δια να γίνετε κατοικία, εις την οποίαν θα μένη ο Θεός με το Πνεύμα του.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.


  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ – 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Θ´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιβ΄ 16-21)

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Μελετώντας τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους συμπεραίνουν ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο μας καὶ Χριστὸς ἕνας μεγάλος ἐπαναστάτης ἐναντίον τῶν πλουσίων. Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς οὔτε τὸν πλοῦτο κατηγόρησε ὡς κακὸ ἀπὸ τὴν φύση του, οὔτε ἐπιτέθηκε ἀδιάκριτα ἐναντίον ὅλων τῶν πλουσίων. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνα πλῆθος ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα δημιούργησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι γνωστό ἐπίσης ὅτι ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πολὺ ἀγαπητοὶ στὸν Θεό, ὅπως ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ.
Παρατηρώντας μὲ προσοχὴ τὶς λεπτομέρειες τῆς περικοπῆς διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει ἁπλῶς ἕνα πλούσιο, ἀλλὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, ὅπως τὸν ὀνομάζει. Ἄφρων εἶναι ὁ τρελλός, ὁ ἀνόητος. Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πολὺ βαρὺς ὁ χαρακτηρισμός αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Ὅμως αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια τὴν παραγματικὴ κατάσταση τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου. Κι αὐτὸ διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο στέκεται ἀπέναντι στὸν πλοῦτο εἶναι καθαρὴ παραφροσύνη, δηλαδή τρέλλα.
Πρῶτα πρῶτα σκέπτεται κατὰ τρόπο ἐξωπραγματικό, φανταστικό. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνεξάρτητο καὶ μάλιστα κέντρο τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ σύμπαντος. Οὐσιαστικὰ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη. Δὲν τὸν ἀναφέρει πουθενά. Ξεχνάει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν δημιουργήθηκε μόνος του. Αὐτὴ ἡ φαντασίωσή του φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται. «Διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ», λέγει ὁ εὐαγγελιστής. Αὐτὸς ὁ διαλογισμὸς εἶναι ἡ συζήτηση ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ καταλήγει στὸν ἑαυτό του. Ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη του τὴν πραγματικότητα γύρω του, ἀλλὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτάρκη, κυρίαρχο, δηλαδή, θεό. Ἡ φαντασίωση καὶ αὐταπάτη τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ εὐκαιριακὰ κατέχει. «Οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου», λέγει. Καὶ ἀκόμη· «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ συνάξω ἐκεῖ τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου». Ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος διερωτᾶται: Γιατὶ εἶναι δικά του οἱ καρποὶ καὶ τὰ γενήματα; Πῶς βρέθηκαν στὰ χέρια του; Ποιὸς ἔκανε τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε τὰ γενήματα καὶ τοὺς καρπούς; Ποιὸς ἔστειλε τὸν ἥλιο καὶ τὴ βροχή; Ποιὸς μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ φτιάξη ἕνα σπυρὶ ἀπὸ σιτάρι, μιὰ ρώγα ἀπὸ σταφύλι, ἕνα μόνο πορτοκάλι; Ἀσφαλῶς κανείς. Γι αὐτὸ ὁ διαλογισμός του εἶναι μετέωρος. Τὸν ὁδηγεῖ νὰ σκέπτεται παράλογα, ἐξωπραγματικά. Θεωρεῖ δικά του αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά του.
Ὁ παραλογισμὸς καὶ ἡ τρέλλα τοῦ πλουσίου ἀποδεικνύεται, τέλος, καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ἀνέλπιστης συσσώρευσης τοῦ πλούτου. «Καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, ψυχὴ, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε εὐφραίνου». Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἐξουσιαστὴ τοῦ μέλλοντος. Ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει καὶ ἐξουσιάζει τὸ μέλλον του; Κανείς. Αὐτὸς ποὺ νομίζει κάτι τέτοιο, ζῆ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι ἀνόητος, εἶναι ἄφρων.
Τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Χριστός γιὰ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἔχει χάσει τὸν προσανατολισμό του καὶ δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι. Ἀγνοεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ζῆ μέσα στὸ ψέμμα καὶ στὴν ἀπάτη. Ξεχνάει πὼς στὰ πλούτη του δὲν εἶναι ἀφεντικό, ἀλλὰ διαχειριστής. Ζῆ στὴν αὐταπάτη.
Αὐτὴ ἡ τραγικότητα ἀποκαλύπτεται μ’ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτο γιὰ ὅλους μας· μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ θανάτου.«Ἄφρον, ἄμυαλε ἄνθρωπε, αὐτὴν τὴν νύκτα ζητοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Αὐτὰ λοιπόν ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν μετά;».
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα φωτογραφίζει ἄριστα τὸν βίο ὅλων μας. Ἰδιαίτερα τὸν βίο τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὸ ἄγχος τῆς πλεονεξίας. Χρειαζόμαστε ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθά. Ξεχάσαμε ὅτι εἴμαστε οἱ διαχειρισταὶ τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ καὶ πιστέψαμε ὅτι εἴμαστε οἱ πραγματικοὶ καὶ αἰώνιοι κάτοχοί τους. Παραμερίσαμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ στήσαμε τὸν θρόνο μας ἐπάνω ἀπὸ τὸν δικό του. Ζοῦμε στὴν πιὸ τραγικὴ ψευδαίσθηση. Κι ὅμως κάποια στιγμή, ἴσως καὶ ἀπόψε, νὰ ἀκούσουμε ἐκείνη τὴν ἴδια φωνή: «Τὴν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ…». Γι αὐτὸ ἄς βιαστοῦμε ν’ ἀλλάξουμε πορεία. Νὰ ἐπιδιώξουμε ἕναν ἄλλο πλουτισμό. Νὰ ἀποκτήσουμε τοὺς θησαυροὺς ἐκείνους ποὺ συνάγονται ὄχι σὲ ἀποθῆκες ἀλλὰ μέσα στὴν ψυχή καὶ μεταφέρονται μετὰ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχουμε ἐὰν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς τὰ διαχειριζόμαστε μὲ φρόνηση καὶ τὰ σκορπίζουμε γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ τὰ χρειάζονται. Ἀμήν.

π. Α.Γ.Μ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πανηγυρίζει ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης

Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. (Μάρκ. η 34-θ 1)


Πανηγυρίζει
 ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης 
στο κέντρο της Αθήνας
 και σας προσκαλούμε να παρευρεθείτε 
στις λατρευτικές εκδηλώσεις σύμφωνα 
με το ακόλουθο Πρόγραμμα

20 Νοεμβρίου 2017
6.00μ.μ Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός

21 Νοεμβρίου 2017
6.30 π.μ. Ακολουθία του Όρθρου και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.

 5.00 μ.μ. Μεθεόρτιος Εσπερινός & Παρακλητικός Κανών 
εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 12-11-2017

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11
6 Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

6 Ας γνωρίζετε δε τούτο· ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίση και λίγο σιτάρι. Και εκείνος που σπέρνει απλόχερα, θα θερίση πολύν καρπόν. (Ο καθένας δηλαδή θα αμειφθή από τον Θεόν ανάλογα με όσα δίνει, κατά την δύναμίν του πάντοτε). 7 Ο καθένας ας δίδη σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας του, όχι με λύπην η από ανάγκην. Διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλωσύνην και γλυκύτητα”. 8 Είναι δε δυνατόν ο Θεός να σας δώση με το παραπάνω κάθε δωρεάν, ώστε πάντοτε, σε κάθε τι, να έχετε κάθε επάρκειαν εις υλικά αγαθά και έτσι να προθυμοποήσθε με το παραπάνω δια κάθε καλόν έργον. 9 Με τον τρόπον δε αυτόν θα πραγματοποιηθή και εις σας εκείνο που λέγει η Γραφή· “εσκόρπισεν αφθόνως τας ελεημοσύνας του, έδωκεν στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε”. 10 Ο δε Θεός, ο οποίος “παρέχει εν αφθονία σπόρον στον γεωργόν που σπέρνει, και ψωμί προς τροφήν όλων μας”, είθε να χορηγήση, να ευλογήση και να πληθύνη την σποράν των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήση έτσι τους καρπούς της αγάπης και της καλωσύνης σας προς τους άλλους. 11 Ετσι δε να γίνεσθε πλούσιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε γενναιοδωρίαν, η οποία συνεργεί δια μέσου ημών, που εξυπηρετούμεν αυτήν την διακονίαν, να εκφράζωνται ευχαριστίαι προς τον Θεόν.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37
 
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. 
 
 
25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;” 27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;” 30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος. 36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).



ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ – 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Η´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ι΄ 25-37)

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ποὺ ἀκούσαμε σήμερα νὰ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει βαθύ ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἑρώτημα: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;», ποὺ διατύπωσε κάποιος νομικὸς, θέλοντας νὰ πειράξει τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ὅπως κατανοήθηκε καὶ ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, δείχνει τὴν ὑπέρβαση, ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, τῶν στενῶν ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, ἐπισημαίνει τὶς αἰτίες τῆς διαιρέσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προτείνει τὴ μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», δηλ. τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ στὴν παραβολή μας εἶναι ἡ Ἰερουσαλήμ, καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας, τὴν Ἰεριχώ.
Τὸ ἀρχικὸ ἑρώτημα τοῦ νομικοῦ ἦταν: «τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν τὸν προκάλεσε ὁ Χριστὸς λέγοντάς του: «ἐν τῷ νόμῳ τὶ γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Ὁ νομικὸς ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσει, ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας, φέρνει μέσα μας τὴν αἰώνια ζωή· «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ζοῦσε μὲ τὸ γράμμα τοῦ νόμου εἶχε δύο βασικὰ προβλήματα. Πρῶτο, δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὴν παγκοσμιότητα τῆς ἀγάπης. Χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες, σὲ ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ σὲ ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρες, δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει ὡς «πλησίον» του τὸν ἀλλόθρησκο ἤ τὸν παραβάτη τοῦ νόμου. Δεύτερο, αἰσθανόταν ἄμεσα τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, δίκαιος. Διαισθανόταν ὅμως, ὅτι δὲν ἀνταποκρινόταν πλήρως στὴν ἐντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ τὴν ἀπορρίψει, γιατὶ ἦταν ἐντολὴ τοῦ Λευϊτικοῦ. Ἐπιχείρησε ὅμως νὰ στενέψει τὰ ὅριά της. Θέλοντας λοιπὸν νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του, ρώτησε: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;».
Ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ ἀντέστρεψε τὰ πράγματα καὶ διόρθωσε ἔμμεσα τὴν λανθασμένη διατύπωση τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ ἐρώτηση ἔπρεπε νὰ τεθεῖ ἀλλιῶς. Ὄχι ποιὸς εἶναι ὁ «πλησίον» μου, ἀλλὰ «πῶς μπορῶ νὰ γίνω πλησίον τῶν ἄλλων;». Κατόπιν ἔκανε σαφὲς, ὅτι κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει πλησίον μας, γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κλείνουμε τὴν ἀγάπη μας μέσα σὲ φυλετικὰ ἤ ἀκόμη καὶ θρησκευτικὰ πλαίσια. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, φοβήθηκαν καὶ δὲν πλησίασαν στὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς. Ὁ ἀλλογενὴς Σαμαρείτης ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸ λαό ποὺ καυχιόταν γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση τοῦ νόμου, ἐφάρμοσε μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο, ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι «ποιῶν ἔλεος» ἔγινε πλησίον «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς».
Γινόμαστε, λοιπὸν, πλησίον τῶν ἄλλων ἀγαπώντας ἀδιάκριτα. Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς φίλους του, τοὺς ὁμοθρήσκους του, τοὺς δικούς του, φέρεται ἀνθρώπινα· ὅποιος ὅμως δὲν γνωρίζει αὐτοὺς τοὺς φραγμούς, φέρεται θεϊκά κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι σ᾿ ὅλους εὐχάριστο νὰ μιλοῦν ἤ νὰ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε ρεαλιστές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὅπου ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς κοινωνίας, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς ἔντονο προσωπικὸ ἀγώνα.
Ἡ ἐπίγεια δικαιοσύνη, ἀγαπητοί ἀδελφοί,  κυνηγᾶ μιὰ ἰσότητα στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὁ πανάρχαιος ὅμως νόμος, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴν ἰσότητα στὸ χρέος καὶ στὴ δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ μοιάσει στὸ Θεό. Κι ἕνα εἶναι τὸ θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει δικό του ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ νὰ μιλᾶ γιὰ ἰσότητα καὶ ἐλευθερία. Γιατὶ μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ φανερώνεται κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μοιάζει στὸν πλάστη του, γιατὶ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια τῆς γήινης σφαίρας, μὲ τὰ χωρίσματά της σὲ λαούς, σὲ ἔθνη καὶ φυλές, σὲ πλούσιους και φτωχούς, σὲ δυνατοὺς καὶ ἀδύνατους. Μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ζυγώνει τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν πλησιάζεται οὔτε μὲ τὸ νοῦ, οὔτε μὲ τὴ δύναμη, οὔτε μὲ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου. Τὶ σημαίνει στὴν πράξη ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως γιὰ τὸν ἑαυτό του, μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει: «τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Ἀμήν.

ΑΙΚ.Π.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...