– Πώς θα καταλάβω, Γέροντα, αν έχω αληθινή αγάπη;
– Για να το καταλάβεις, να εξετάσης αν αγαπάς όλους τους ανθρώπους εξίσου κι αν όλους τους ανθρώπους τους θεωρείς καλύτερους από σένα.
– Γέροντα, έχει ψυχρανθεί η αγάπη μου για τον Θεό και για τον πλησίον.
– Σπείρε την λίγη αγάπη που σου έμεινε, για να φυτρώσει αγάπη, να μεγαλώσει, να καρπίσει και να θερίσεις αγάπη. Μετά θα σπείρεις την περισσότερη αγάπη που θα θερίσεις, και σιγά-σιγά θα γεμίσει το αμπάρι σου και δεν θα έχεις πού να την βάλεις, γιατί, όσο σπέρνεις αγάπη, τόσο πιο πολύ αυξάνει. Ας πούμε, ένας γεωργός έχει ένα σακκουλάκι σπόρο και τον σπέρνει. Μετά μαζεύει τον καρπό και γεμίζει μία μεγάλη σακκούλα. Αν σπείρη ύστερα τον καρπό που έχει στην σακκούλα, θα γεμίσει ένα σακκί. Και όταν μαζέψει πολύ σπόρο και τον σπείρει, θα γεμίσει ένα αμπάρι. Ενώ, αν κρατήσει τον σπόρο στο σακκουλάκι και δεν τον σπείρη, ο σπόρος θα σκουληκιάση. Πρέπει να πετάξει τον σπόρο στην γη, για να φυτρώσει, να μεγαλώσει και να κάνει καρπό.
Έτσι, θέλω να πω, γίνεται και με την αγάπη. Για να αυξηθεί η αγάπη, πρέπει να την δώσεις. Όποιος όμως δεν δίνει έστω και την λίγη αγάπη που έχει, είναι σαν να έχει ένα απλόχερο σπόρο, αλλά τον κρατάει και δεν τον σπέρνει. Αυτός είναι ο πονηρός δούλος που έκρυψε το τάλαντο.
Ανάλογα με την αγάπη που θα προσφέρεις, θα έχεις να λάβεις. Αν δεν δώσεις αγάπη, δεν θα λάβεις αγάπη. Βλέπεις, η μάνα δίνει συνέχεια στα παιδιά της, αλλά και συνέχεια παίρνει από τα παιδιά της, και συνέχεια αυξάνει η αγάπη της. Όταν όμως ζητάμε την αγάπη των άλλων αποκλειστικά για τον εαυτό μας και θέλουμε όλοι να μας δίνουν και, όταν κάνουμε κάποιο καλό, σκεφτόμαστε την ανταπόδοση, δεν έχουμε ακριβή αλλά φθηνή αγάπη. Τότε αποξενωνόμαστε από τον Θεό και δεν λαμβάνουμε αγάπη ούτε από τον Θεό ούτε από τους ανθρώπους.
Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιος να αρπάξει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική ,την ακριβή, αγάπη, μαλώνουν ποιος να δώσει περισσότερη αγάπη στον άλλον. Αγαπούν, χωρίς να σκέφτονται αν τους αγαπούν ή αν δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και να δίνονται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνονται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ’ όλους, αλλά πιο πολύ από τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν.
Αγάπη χωρίς αντιπαροχή! Να μην κάνουμε καλωσύνες, για να πάρουμε ευλογίες. Να καλλιεργήσουμε την αρχοντική, την ακριβή αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, και όχι την φθηνή κοσμική αγάπη, η οποία έχει κάθε ανθρώπινη αδυναμία.
– Γέροντα, δυσκολεύομαι να δώσω την αγάπη μου εκεί που δεν θα την εκτιμήσουν.
– Δεν έχεις πραγματική αγάπη, γι’ αυτό δυσκολεύεσαι. Όποιος έχει πραγματική αγάπη, δεν τον απασχολεί αν εκτιμήσουν την αγάπη του ή όχι. Την θυσία που κάνει για τον πλησίον του, επειδή την κάνει από καθαρή αγάπη, ούτε καν την θυμάται.
– Πώς μπορώ, Γέροντα, να ξεχνώ το καλό που κάνω;
– Ρίξ’ το στο γιαλό… Έτσι θα το ξεχνάς. Αλλά και το κακό που σου κάνουν, κι αυτό να το ξεχνάς. Με αυτόν τον τρόπο θα συγκεντρώσεις έναν πλούτο πνευματικό, χωρίς καν να το αντιληφθείς.