(Συμβαίνει και το αντίστροφο;Κάτι να ξεφύγει από την Κίνα;)
Τον Jose Maria Eca de Queiros δεν τον ήξερα. Από την παλαιότερη πορτογαλική λογοτεχνία έχω διαβάσει ελάχιστα. Τον de Queiros τον θαύμαζε ο Ζολά και πολλοί τον θεωρούν ισάξιο του Ντίκενς, του Μπαλζάκ ή του Τολστόι. Πρόκειται για έναν συγγραφέα του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, που ξεπέρασε τον ρομαντισμό, πάλεψε για τη δημιουργία ενός ρεαλιστικού ρεύματος στην πορτογαλική λογοτεχνία και διαμόρφωσε μια φιλοσοφική στάση απέναντι στη λογοτεχνία και τη ζωή.
Πρόσφατα διάβασα τον Μανδαρίνο του. Ήταν ένα αναπάντεχο ανάγνωσμα από πολλές απόψεις. Πρώτον, γιατί δεν ήμουν σίγουρος για το πόσο θα με συγκινούσε μια ιστορία γραμμένη το 1880 - φοβόμουν τις ατέλειωτες νατουραλιστικές περιγραφές κ.λ.π. Κι όμως, αιφνιδιάστηκα από την φαντασία του και την ειρωνική του ματιά.
Ο δεύτερος λόγος είναι και ο πιο σημαντικός: το θέμα του μου φάνηκε εξαιρετικά οικείο και με έστειλε σε μία από εκείνες τις φανταστικές περιπλανήσεις που προσφέρουν τα βιβλία και που τόσο θαύμαζε ο Μπόρχες.
Στον Μανδαρίνο ο αντι-ήρωας Τεοντόρο είναι ένας φτωχός καταπιεσμένος υπαλληλάκος, γραφέας, του Υπουργείου Εσωτερικών του Βασίλειου της Πορτογαλίας. Κάθε μέρα βιώνει την ανέχεια, την στέρηση από τις απολαύσεις της ζωής και του έρωτα, αλλά κυρίως τον φόβο και την ταπείνωση. Φθονεί τον πλούτο και την εξουσία του. Όταν λοιπόν εμφανίζεται ο διάβολος και του θέτει ένα δίλημμα που του δίνει την ευκαιρία για αφάνταστο πλούτο, αυτός την αρπάζει. Γίνεται ό,τι μισούσε, ασκεί γοητεία, ασκεί εξουσία, δοξάζεται, απολαμβάνει, καταναλώνει, εξαγοράζει, μεθά και σπαταλά, σπαταλά, σπαταλά... Μέχρι που η συνείδησή του στοιχειώνεται από το φάντασμα της επιλογής του.
Ποιο ήταν το δίλημμα; Σε ένα παλιό βιβλίο διαβάζει:
"Στα βάθη της Κίνας υπάρχει ένας μανδαρίνος πιο πλούσιος από τους βασιλιάδες όλους, για τους οποίους κάνει λόγο ο μύθος ή η ιστορία. Εσύ δεν ξέρεις γι' αυτόν τίποτα, ούτε το όνομά του ούτε τη θωριά του ούτε το μετάξι που 'χει για φορεσιά του. Για να κληρονομήσεις τα αμέτρητα πλούτη του, αρκεί να χτυπήσεις ένα κουδούνι βαλμένο δίπλα σου, σε ένα βιβλίο επάνω. Θα βγάλει μόνο ένα στεναγμό εδώ, στα σύνορα με τη Μογγολία. Και θα έχει μετατραπεί σε πτώμα, κι εσύ θα βρεις στα πόδια σου χρυσάφι πιο πολύ από όσο δύναται να ονειρευτεί φιλόδοξα ένας άπληστος. Εσύ που με διαβάζεις και είσαι άνθρωπος θνητός, εσύ θα το χτυπήσεις αυτό το κουδούνι;"
Ο διάλογος με το διάβολο, που επιχειρηματολογεί υπέρ του πλούτου και του φόνου και - το κυριότερο - δεν ζητά απολύτως κανένα αντάλλαγμα όπως στον Φάουστ, είναι μνημειώδης. Ο Τεοντόρο, που ακολουθεί την κοινή λογική, πείθεται να χτυπήσει το κουδούνι, αλλά αργότερα στοιχειώνεται από το φάντασμα του μανδαρίνου. Μπαίνει σε απίστευτες περιπέτειες προσπαθώντας ανεπιτυχώς να εξευμενίσει τις τύψεις του. Προσπαθεί να ξεφορτωθεί ακόμη και τον κληρονομημένο από τον μανδαρίνο πλούτο του, αλλά μάταια.
Αυτή, η κοινή λογική είναι που στηλιτεύεται από τον de Queiros, ο οποίος ορίζει τον εαυτό του ως "μελετητή του ανθρώπου και της εξαθλίωσής του ανά του αιώνες". Και θυμήθηκα ότι μια παρόμοια ιστορία, χωρίς όμως το φαντασιακό στοιχείο με το διάβολο, έχω ξαναδεί. Πρόκειται για ένα διήγημα του Μ. Καραγάτση, που εκδόθηκε στη συλλογή "Το νερό της βροχής" το 1950 με τίτλο το "Κουμπί του Μανταρίνου".
Σε αυτό το διήγημα ο Καραγάτσης αναφέρεται στον Δημητράκη, έναν επίσης πάμφτωχο υπάλληλο της ΚΔ' εφορίας, που όταν μεταφέρεται στο τμήμα τεκμηρίων χάνει την γαλήνη του: "Ο πλούτος κι οι γλυκύτατες συνέπειές του περνούσαν οκτώ ώρες την ημέρα, μπροστά από τα θαμπωμένα μάτια του". Κι ενώ φθονεί τον πλούτο, θέλει να είναι τίμιος. Στο διάλογο με τον επίσης υπάλληλο φίλο του Παυλάκη, που βλέπει αλλιώς τα πράγματα, έρχεται το επιχείρημα:
" - Αν σου έλεγαν, Δημητράκη μου, πως άμα πατήσεις αυτό εδώ το κουμπί, θα πεθάνει στην Κίνα ένας Μανταρίνος; Κι όλα τα πλούτη του θα τα κληρονομήσεις, δίχως να μαθευτεί πως εσύ τον σκότωσες; Τι θά 'κανες; Θα το πατούσες το κουμπί;
- Ποτέ! Ποτέ! (...) Ο τίμιος είναι υπόλογος απέναντι στη συνείδησή του και μόνο (...)
Και ήταν τόσο υπέροχος όταν έλεγε αυτά τ' ανώτερα λόγια, που ο Παυλάκης τον φασκέλωνε με οίκτο και συμπόνια".
Όταν του δίνεται η ευκαιρία να απολαύσει τις χάρες της πλούσιας ζωής, ο Δημητράκης φέρεται πονηρά. Κάποιος προσπαθεί να τον δωροδοκήσει άτυπα με πλούσια γεύματα, γλέντια και την αγκαλιά μιας γοητευτικής κυρίας προκειμένω να αποφύγει τον έλεγχο για μια υπόθεση, που εσφαλμένα πιστεύει ότι την χειρίζεται ο Δημητράκης. Εκείνος δεν αποκαλύπτει την πλάνη και ενδίδει στις απολαύσεις και τους έρωτες. Ως υπάλληλος δεν είναι επίορκος - αφού η υπόθεση ανήκει σε άλλο τμήμα - αλλά απέναντι στη συνείδησή του νιώθει ένοχος... Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ στο ρετιρέ της κυρίας, που στα πλαίσια του πλούσιου καλοπιάσματος τον έχει προσκαλέσει, ο Δημητράκης "δεν είχε κουράγιο να τραβήξει το δάχτυλο του από το πατημένο κουμπί. Πόσοι Μανταρίνοι πεθαίνουν απόψε στην Κίνα; αναρωτήθηκε. Μα τα κόκκινα χείλη της του βούλωσαν το στόμα".
Δεν μπορούσα να μην κάνω τους συνειρμούς. Θυμήθηκα το διάλογο των υπαλλήλων στην τράπεζα, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, "Μια ζωή την έχουμε", όπου κι εκεί αναπτύσσεται η "θεωρία του Μανδαρίνου".
Ο Κλέων (Δημήτρης Χορν) καταπιεσμένος υπάλληλος τράπεζας, ταπεινωμένος από το διευθυντή του, με την ερωμένη του οποίου είναι και ερωτευμένος, πάμφτωχος, αλλά τίμιος, ανακαλύπτει ότι, λόγω λογιστικού σφάλματος, περισσεύουν ένα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες εκατόν μία δραχμές και δέκα λεπτά (τρεισήμισι χιλιάδες λίρες). Έχοντας αποφασίσει να αναφέρει το περίσσευμα, παρ' όλο που δεν θα γίνει αντιληπτό αν το υπεξαιρέσει, συζητά με τον συνάδελφό του Μανώλη (Περικλής Χριστοφορίδης) για τη στάση του:
"Μανώλης: Αν σου πουν ότι τώρα, εδώ στην Αθήνα, θα πατήσεις ένα κουμπί και την ίδια στιγμή στα βάθη της Κίνας θα πεθάνουν τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι. Αλλά εσύ θα γίνεις πάμπλουτος! Το πατάς το κουμπί?
Κλέων: Τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι στα βάθη της Κίνας…
Μανώλης: Κίτρινοι, σαν τις χρυσές λίρες!
Κλέων: Πες τρεισήμισι, κάθε μανδαρίνος και λίρα… και πάλι θα το σκεφτόμουνα".
Και ενώ "το σκέφτεται" και διστάζει, τελικά απηυδισμένος από την ταπείνωση και τη στέρηση υπεξαιρεί το ποσό για να ζήσει έστω και για λίγο το όνειρο και τον έρωτα.
Η ταινία γυρίστηκε το 1958 και το σενάριο το είχε γράψει ο ίδιος ο Γιώργος Τζαβέλλας. Είναι πολύ πιθανό να είχε γνώση του διηγήματος του Καραγάτση το οποίο είχε εκδοθεί 8 χρόνια νωρίτερα. Ο Καραγάτσης, αν ήξερε, τον Μανδαρίνο του de Queiros θα τον ήξερε από κάποια γαλλική μετάφραση. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος ο de Queiros - φαντάζομαι από προσήλωση στο ρεαλισμό - βάζει τον Τεοντόρο να διαβάζει το δίλημμα του μανδαρίνου σε "ένα παλαιό βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο των εκδόσεων Michel-Levy". Η όλη λογική της ιστορίας ωστόσο ταιριάζει περισσότερο στην εποχή του de Queiros. Η Κίνα είναι ακόμη μια απέραντη αυτοκρατορία με τεράστιο πλούτο, ενώ την εποχή του Καραγάτση και του Τζαβέλα έχει επικρατήσει το κομμουνιστικό κόμμα, με τον Μάο επικεφαλής, μετά από πολύχρονους πολέμους. Ύστερα, στα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε ο οριενταλισμός στη λογοτεχνία και η ιστορία του μανδαρίνου ταιριάζει περισσότερο να έχει εκεί την πηγή της. Πολύ περισσότερο που επιτρέπει στον de Queiros να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των περιπετειών του Τεοντόρο στην Κίνα. Τέλος η Πορτογαλία έχει παραδοσιακά μεγάλο ενδιαφέρον για την Κίνα από τότε που ήταν κραταιό βασίλειο και μεγάλη ναυτική δύναμη. Ενώ για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη και θεατή η Κίνα είναι πολύ... μακρινή.
Αυτή όμως η απόσταση είναι που κάνει την ιστορία παράδοξα πειστική στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950. Η Κίνα είναι πολύ μακρυά για να νοιάζει τον μέσο μικροαστό ποιος ζει και ποιος πεθαίνει εκεί. Είναι η εποχή που το ελληνικό κεφάλαιο "ακμάζει" χάρη στο περίφημο σχέδιο Μάρσαλ. Ασύλληπτη φτώχεια για τις μάζες και επιδεικτικά άφθονα πλούτη για μια μικρή ελίτ. Και το όνειρο για μια άσπρη μέρα, για καλύτερη ζωή, για ανέλιξη, για πλουτισμό γίνεται κυρίαρχο μαζί με την μαζική μετανάστευση. Ο Καραγάτσης αφαιρεί το διάβολο - οι ήρωές του, έτσι κι αλλιώς, πάντα δοκίμαζαν την ηθική τους και χωρίς αυτόν. Ο δε Τζαβέλας πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα: αφαιρεί την κληρονομιά και κάνει τρεις χιλιάδες τους μανδαρίνους. Δεν ξέρω αν του φάνηκε ότι ένας μανδαρίνος θα ήταν λίγος ή πολύς. Ο ένας μπορεί να αναπαρασταθεί ("Βρε τον φουκαρά τον Τι Τσιν-Φου" αναφωνεί ο ίδιος ο διάβολος του de Queiros). Ο Τζαβέλας πιθανά δεν θέλει να δώσει τεράστια υπαρξιακή αγωνία στο δίλημμά του. Το να κληρονομήσεις τα πλούτη του ανθρώπου που πέθανε εξαιτίας σου, μοιάζει με ληστεία μετά φόνου. Οι τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι είναι κάτι ασύλληπτο, πολύ απόμακρο και διευκολύνει την αποξένωση. Ταυτόχρονα είναι και αυτό που λειτουργεί ως καταλύτης (Πες τρεισήμισι, κάθε μανδαρίνος και λίρα…). Στον απόηχο των μαζικών θανάτων του πολέμου, της κατοχής, της πείνας και του εμφυλίου η κοινή λογική συναινεί: το προσωπικό συμφέρον ή η εκδίκηση για την προσωπική ταπείνωση αξίζει όσο μια αποτρόπαια μαζική σφαγή.
Δεσμοφύλακας (Βασίλης Αυλωνίτης): ...Και βούτηξες τα λεφτά;
Κλέων: Τα βούτηξα.
Δεσμοφύλακας: Επιτέλους! Δόξα σοι ο Θεός!
Ο de Queiros ολοκληρώνει τη νουβέλα του ως εξής: "... σε ολόκληρη την αχανή Αυτοκρατορία της Κίνας, κανείς μανδαρίνος δεν θα είχε μείνει ζωντανός αν εσύ, με τόση ευκολία όπως κι εγώ, μπορούσες να τον ξεπαστρέψεις και να κληρονομήσεις τα εκατομμύριά του, αναγνώστη, δημιούργημα αυτοσχέδιο του Θεού, έργο κακό από κακό πηλό φτιαγμένο, όμοιέ μου κι αδελφέ μου!".
Στο τέλος, ο Καραγάτσης οδηγεί τον ένοχο Δημητράκη στις αγκάλες της ελαφράς κυρίας κι ο Τζαβέλας βάζει τον απογοητευμένο Κλέωνα στο υπερωκεάνιο για την Αμερική. Πόση ατομικότητα! Η μόνη αλληλεγγύη, που διαφαίνεται, είναι λόγω κοινής μοίρας μεταξύ σκυφτών, φοβισμένων και οργισμένων ανθρωπάκων, που καθοδηγούνται από τον φθόνο και περιπλανώνται στους λαβυρίνθους της συνείδησής τους.
Δεν μπορεί κανείς να μην συγκρίνει τον δυναμικό, αλληλέγγυο και γεμάτο αγάπη τρόπο που αναφέρεται ο Ναζίμ Χικμέτ το 1948 στην Κίνα στο ποίημα "Στηθάγχη":
"Κι αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται"...
http://lexeis-skepseis-ki-alla.blogspot.com/2013/02/blog-post.html