Σεβαστοί και αγαπητοί πατέρες και
ομιλητές της αποψινής συνάντησης. Βρίσκομαι κι εγώ μπροστά σας όχι με δική μου
πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν προτροπής του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ.
Νεοφύτου ο οποίος αποκαλεί τον Γέροντα πατέρα
του, και του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λάμπης και Σφακίων κ. Ειρηναίου ο
οποίος θεωρεί τον Γέροντα Ιάκωβο διδάσκαλό
του.
Τον άγιο Γέροντα τον γνώρισα το
καλοκαίρι του 1986 όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκα την Ι. Μ. Οσίου Δαβίδ με την
οικογένειά μου. Μετά τον Εσπερινό συνάντησα τον Γέροντα, ζήτησα την ευχή του
και τον παρακάλεσα να ευλογήσει τα παιδιά μου. Αυθόρμητα του είπα – επειδή
είμαι γιατρός παθολόγος – ότι εάν χρειάζεται κάποια ιατρική φροντίδα εκ μέρους
μου θα ήταν ευλογία για εμένα. Ο Γέροντας δεν απάντησε αλλά ευχήθηκε: «καλώς
ήρθατε» και «καλό προσκύνημα».
Την άλλη μέρα, Κυριακή, μετά τη θεία
Λειτουργία με κάλεσε να πάμε στο κελί του για να τον εξετάσω. Σ’ αυτή την πρώτη
μας συνάντηση μου είπε: «Αν και πολλοί γιατροί προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν,
εγώ δεν το δέχτηκα. Ντρεπόμουν να δείξω γυμνό το σώμα μου, επειδή είμαι
ιερωμένο πρόσωπο. Το σώμα αυτό το είδαν μόνο η μητέρα μου, όταν ήμουν μικρό
παιδάκι, και οι χειρουργοί στις επεμβάσεις που έκανα. Ρώτησα τον Άγιο Δαβίδ,
που είναι ζωντανός Άγιος, και μου είπε: «να έχεις εμπιστοσύνη στον κ. Νίκο και
να δεχθείς να σε εξετάζει. Έτσι κάνοντας υπακοή στον Άγιο σε κάλεσα».
Εξήτασα λοιπόν παθολογικά το
μαρτυρικό του σώμα που ήταν τόσο αδύνατο, μάλλον σκελετωμένο και γεμάτο ουλές
από τα χειρουργεία που έκανε. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ευωδίαζε όπως τα άγια
λείψανα. Αυτή η ευωδία ήταν συνεχής και αμείωτη όλες τις φορές που τον εξήταζα.
Παρά το ότι νήστευε αυστηρά, η αναπνοή του ευωδίαζε. Αυτό το διαπίστωσαν και τα
μικρά παιδιά μας τα οποία προσπαθούσαν όταν μιλούσε ο Γέροντας να είναι κοντά
του, για να οσφραίνονται αυτή την ευωδία.
Στο Μοναστήρι πηγαίναμε οικογενειακώς
σχεδόν κάθε δύο εβδομάδες καθόλη την διάρκεια του έτους. Αυτό ήταν κουραστικό
κυρίως για τη σύζυγο να ετοιμάζει τα παιδιά για τα τόσο συχνά ταξίδια μας.
Μερικές φορές το Σάββατο πριν ξεκινήσουμε για τον Άγιο Δαβίδ, ξαφνικά
αισθανόμουν ρίγος με πυρετό. Όταν όμως φθάναμε στο Μοναστήρι όπου μας περίμενε
ο Γέροντας ήμουν υγιέστατος, γεγονός ιατρικά ανεξήγητο.
Ο Γέροντας Ιάκωβος έλεγε στην σύζυγο:
«Μπορεί να κουράζεστε και να ταλαιπωρείστε εδώ στο Μοναστήρι, αλλά παίρνετε
Χάρη από τον Άγιο. Και αυτά που προσφέρει ο κ. Νίκος σε μένα και στους πατέρες
δεν είναι τίποτα μπροστά στις ευλογίες που παίρνετε σαν οικογένεια».
Πραγματικά, φεύγοντας όλοι μας απορούσαμε για την μεγάλη χαρά που
αισθανόμασταν. Ο Γέροντας μας ξεπροβόδιζε και μας ευλογούσε. Ανεξίτηλη θα
μείνει η εικόνα του δίπλα στα κάγκελα της εξωτερικής αυλής να μας ευλογεί
ιερατικά.
Μια μεγάλη ευλογία την οποία έζησα
από τον Γέροντα Ιάκωβο ήταν το ότι μετά το Απόδειπνο αφού τον εξήταζα ιατρικά,
με κρατούσε στο κελί του πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα. Μου μιλούσε για
τις πνευματικές του εμπειρίες, για τα θαύματα του Αγίου Δαβίδ, ακόμη και για τις
εσωτερικές του καταστάσεις και πώς τις αντιμετώπιζε.
Θέλοντας να δείξει έμπρακτα ότι ποτέ
δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αλλά πάντοτε με προσοχή,
προσευχή και νήψη να περνάμε τις μέρες μας, έλεγε: «Να παιδί μου, το σώμα μου
είναι νεκρό». Και ενώ καθόταν στο πάτωμα πάνω σε μια κουρελού δίπλα στο σβηστό
τζάκι ακουμπώντας την πλάτη του στο κρεβατάκι του, έπαιρνε μια βαριά μασιά και
χτυπούσε με δύναμη τα πόδια του, στις κνήμες. Εγώ κατάπληκτος του έλεγα:
«Γέροντα, σιγά! Θα τα σπάσετε τα πόδια σας», και αυτός μου έλεγε: «Όχι παιδί
μου. Δεν θα τα σπάσω. Δεν αισθάνομαι κανένα πόνο. Το σώμα μου είναι εντελώς
νεκρό. Αυτό όμως δεν μου δημιουργεί αίσθημα πνευματικής ασφάλειας και
σιγουριάς. Και άλλοι άνθρωποι έφτασαν στην απάθεια, αλλά ο διάβολος για μια
στιγμή τους έριξε. Γι’ αυτό προσέχω κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης ιδιαίτερα
όταν εξομολογώ γυναίκες. Κλείνω τα μάτια μου και δεν γυρίζω το κεφάλι μου ούτε
για μια ματιά. Παρόλο που με πονάει ο αυχένας μου και η πλάτη μου, έχω και
ίλιγγο και αν έκανα μερικές κινήσεις θα ανακουφιζόμουν. Όμως υπομένω και τον
πόνο και τη ζάλη για να μη δώσω ευκαιρία στον πειρασμό να με πειράξει».
«Και εσύ παιδί μου Νίκο, όταν
εξετάζεις τα γυμνά σώματα των ανθρώπων, να προσέχεις για να μην σε πειράξει ο
πειρασμός».
«Και εδώ στο Μοναστήρι, επειδή οι
πατέρες είναι μοναχοί αλλά δεν ζουν μες την ερημία, προσεύχομαι να μην τους
πειράξει ο πειρασμός λόγω των διαφόρων προσκυνητών απ’ τους οποίους πολλοί δεν
προσέχουν ούτε την εμφάνιση, ούτε την συμπεριφορά τους. Αυτή η σωματική απάθεια
– νέκρωση των πατέρων είναι ένα θαύμα της Χάριτος του Θεού».
Άλλη φορά έλεγε: «Δεν επιτρέπω στην
ψυχή μου να προσκολληθεί σε τίποτε το υλικό και σε καμιά ανάπαυση του κόσμου
τούτου αλλά μόνο στο Χριστό μου, στην καλή μου Παναγία και στον Άγιό μου. Θα
σου πω κάτι που μπορεί να σκανδαλίσει ανθρώπους που σκέφτονται λογικά. Τα ρούχα
που φοράω, όπως βλέπεις, είναι πολύ παλιά και σχεδόν φθαρμένα. Ένα απόγευμα,
μια ευσεβής ψυχή μου χάρισε μια μάλλινη ζακέτα. Όταν ήρθα στο κελί μου τη
φόρεσα και ζεστάθηκε το κορμί μου επειδή ήταν χειμώνας. Αμέσως όμως σκέφτηκα:
Ιάκωβε, αν ήσουν ερημίτης σε μια σπηλιά στους Αγίους Τόπους και κρύωνες το
βράδυ θα είχες τέτοια ζεστή ζακέτα να φορέσεις; Την έβγαλα αμέσως. Και επειδή η
ψυχή μου αισθάνθηκε ευχαρίστηση από τη σωματική ανάπαυση βγήκα έξω από το
Μοναστήρι, νύχτα, έσκαψα ένα μικρό λάκκο, έβαλα φωτιά στη ζακέτα και την έκαψα.
Αφού σκέπασα με χώμα την καμένη ζακέτα, γύρισα στο κελί μου ελεύθερος». Εγώ
εκείνη την ώρα σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε ο Γέροντας την επόμενη μέρα να τη
δώσει σε κάποιον φτωχό εφόσον δεν την ήθελε. Ήταν μια καθαρά λογική σκέψη. Όμως
ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται.
Στο Γέροντα εφαρμόστηκε πλήρως το
πατερικό: δείξε μου τον πειρασμό σου, να σου πω, τι Χάρη έχεις. Σ’ όλες του τις
πνευματικές εργασίες τίποτε δεν ήταν εύκολο. Σ’ όλα είχε τον πόλεμο που ήταν
ανάλογος της αρετής που εξασκούσε. Κάποτε, ακούγοντας το δοξαστικό του Αγίου
Γεωργίου: ουκ ηλέησε το σκεύος το πήλινον
το εαυτού, αλλά γυμνόν ανεχάλκευσεν, εν βασάνοις αυτό προσαμειβόμενος, είπα
στον Γέροντα ότι πιστεύω ότι αυτά τα λόγια ταιριάζουν στην πολύπαθη ύπαρξή του.
Εκείνος μου απάντησε με απλότητα: «Σε ευχαριστώ παιδί μου».
Άλλη φορά έλεγε: «Η ψυχή μας είναι
πολύ γρήγορη. Πιο γρήγορη από τον πειρασμό. Έτσι μας έκανε ο Θεός. Γι’ αυτό
λοιπόν, μόλις ο διάβολος μας προσβάλλει με κάποια σκέψη ή εικόνα εφάμαρτη δεν
πρέπει να αδρανήσουμε και να αποχαυνωθούμε. Αλλά αμέσως να αντιδράσουμε με
μικρές και σύντομες προσευχές λέγοντας: «Χριστέ μου βοήθησέ με, Παναγία μου
σκέπασέ με, Άγιε μου Δαβίδ προστάτεψέ με. Αυτές οι μικρές προσευχές είναι πολύ
αποτελεσματικές γιατί αποκρούουν και καταστρέφουν τις προσβολές του εχθρού». Αυτές
τις πνευματικές συνταγές τις είχε εφαρμόσει ο ίδιος και ήξερε την αξία τους.
Μου έλεγε: «Θα σου πω ένα παράδειγμα.
Κάποτε σε μια λιτανεία των αγίων της Μητρόπολής μας στη Χαλκίδα κάλεσαν και
εμένα και πήγα με την αγία κάρα του Αγίου Δαβίδ. Κάποιος υπεύθυνος της
Μητρόπολης μας τοποθέτησε στη σειρά και όλοι οι ιερείς κρατούσαμε τα άγια λείψανα,
ντυμένοι με πλήρη ιερατική στολή.
Πίσω μου βρέθηκε ένας έγγαμος ιερέας
που κρατούσε και αυτός κάποιο άγιο λείψανο. Από τον πειρασμό κινούμενος,
πιστεύοντας ότι ήταν προσβλητικό γι’ αυτόν να είμαι μπροστά του, επειδή ήταν
έγγαμος με παιδιά εγώ ως ιερομόναχος, κατά τη γνώμη του, ήμουν ένας άχρηστος καλόγερος μου έδωσε μια γερή
σπρωξιά για να περάσει μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, με ανθρώπινη
αγανάκτηση, να πέσω κάτω ώστε να υποστεί την πρέπουσα τιμωρία για τη
συμπεριφορά του. Όμως ο Άγιος που κρατούσα στα χέρια μου, με φώτισε ακαριαίως
να επικαλεστώ τη βοήθειά του για να με κρατήσει να μην πέσω και προκληθεί
σύγχυση και σκανδαλισμός. Έτσι πέρασε κι αυτό».
Έλεγε πάλι για διάφορους ανθρώπους
που αυθαίρετα ξεκίνησαν μεγάλες πνευματικές ασκήσεις, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη
του πνευματικού τους, ότι κατέληξαν σε πνευματικά ναυάγια.
Ας αναφέρουμε και μερικές συμβουλές
και πνευματικές διαγνώσεις του Γέροντα Ιακώβου από τις κατ’ ιδίαν οικογενειακές
μας συζητήσεις. Κάποια στιγμή ρώτησε τη σύζυγό μου πώς τα πάει με τα παιδιά στο
σχολείο όπου δίδασκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ως θεολόγος. Έδωσε αμέσως ο
ίδιος την απάντηση: «Τα παιδιά δεν σε ακούν κ. Μαρία γιατί είναι επηρεασμένα
από το σπίτι τους».
Άλλη φορά χωρίς να έχει προηγηθεί
κάποια συζήτηση, ρώτησε τη σύζυγό μου: «Να σου πω κ. Μαρία γιατί θυμώνεις;
Θυμώνεις γιατί σε κάποια στιγμή πιστεύεις ότι είσαι κάτι το πολύ σπουδαίο!».
Όταν δε τον ρώτησε η σύζυγος πώς θα μπορούσε να ωφελήσει τους γύρω της, της
είπε ο Γέροντας: «θα ωφελήσεις τους γύρω σου όταν το πρόσωπό σου γίνει
φωτεινό».
Όσον αφορά στις σχέσεις των
οικογενειών με τα μοναστήρια που επισκέπτονται χάριν πνευματικής ωφέλειας μας
έλεγε: «Ποτέ οι μοναχοί ή οι μοναχές δεν πρέπει να υπεισέρχονται στις κοσμικές
υποθέσεις των οικογενειών και ούτε να δίνεται η ευκαιρία στους κοσμικούς
ανθρώπους να ανακατεύονται στις υποθέσεις μοναστηριών γιατί και στις δυο
περιπτώσεις μόνο ζημιά θα προκληθεί».
Κάποτε σε μια από τις επισκέψεις μας
συναντήσαμε στο Μοναστήρι τον σεβαστό κι πολύ αγαπητό μας, μακαριστό τώρα,
Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας πατέρα Παντελεήμονα Μπαρδάκο με τον οποίο
διατηρούσαμε από πολλά χρόνια οικογενειακές σχέσεις. Αναφέραμε στο Γέροντα
Ιάκωβο γι’ αυτή την γνωριμία μας. Τότε ο Γέροντας για πνευματική μας ωφέλεια
μας διηγήθηκε τα εξής αξιομνημόνευτα: «Έρχεται μέσα στο Ιερό, να εξομολογηθεί.
Αυτός, ένας επίσκοπος σε εμένα τον ταπεινό Ιάκωβο. Την ώρα της εξομολογήσεως,
είναι πεσμένος μπρούμητα ακουμπώντας το μέτωπό του στο πάτωμα του ιερού. Εγώ
προσπαθώ να τον σηκώσω λέγοντας: μην ακουμπάτε κάτω την αρχιερατική σας κεφαλή
σεβασμιώτατε. Και μου απάντησε: όχι Γέροντα! Εγώ ξέρω σε ποιον εξομολογούμαι».
Τελειώνοντας ο Γέροντας μας ανέφερε επιγραμματικά: «Ηθικό στοιχείο ο
Σεβασμιώτατος!».
Όσον αφορά στη θαυμαστή εξάσκηση εκ
μέρους του της αρετής της ελεημοσύνης, μας ανέφερε ότι: «ουδέποτε επιθύμησα
πληρωμή για ιεροπραξίες όπως λειτουργίες, σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα,
αγιασμούς και λοιπά. Επειδή όμως οι άνθρωποι αισθάνονταν την ανάγκη κάτι να
προσφέρουν, έπαιρνα ό,τι μου έδιναν για να μην τους λυπήσω, και με αυτά τα
χρήματα του κόπου μας έγινε ό,τι έγινε στο Μοναστήρι!». Έλεγε χαρακτηριστικά:
«κάθε καγκελάκι και μια προσευχή». Όσο για τις προσφορές πολλών προσκυνητών για
τις οποίες δεν κοπιάσαμε, τα χρήματα αυτά – που δεν ήταν λίγα – πήγαιναν
κατευθείαν στους ανθρώπους που τα είχαν ανάγκη – πάντα με διάκριση – ώστε
αμέσως να επιστρέφει ο καρπός της ελεημοσύνης στους δωρητές. Εγώ μόνο τη
διαχείριση έκανα».
Σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις είδα
έναν άλλον Γέροντα. Αυστηρό και απότομο.
Μια φορά, μέσα στο ιερό άκουσα να
επιτιμά έναν από τους πατέρες της Μονής τόσο που μου έκανε κατάπληξη. Τόλμησα
και του είπα: «Γέροντα! Όχι κι έτσι!». Μόλις όμως ο μοναχός βγήκε από το
πορτάκι του ιερού, γύρισε το πρόσωπό του σε εμένα, με γλυκό χαμόγελο, και τη
συνήθη πραότητά του, όπως ήταν πάντα.
Κατάλαβα ότι η συμπεριφορά του ήταν
παιδαγωγική από μια ψυχή απαθή. Αυτή η απάθεια του Γέροντα φανερώθηκε πολλές
φορές.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Μετά το
Απόδειπνο που γινόταν στο κελί του, ενώ ο ίδιος ξεκινούσε να λέει κάτι, κάποιος
από τους πατέρες τον διέκοπτε και άρχιζε να συνομιλεί για άλλα θέματα με τους
άλλους πατέρες. Ο Γέροντας Ιάκωβος απαθώς, δεν συνέχιζε τον λόγο του, ούτε
εξέφραζε δυσαρέσκεια γι’ αυτή την συμπεριφορά. Άνοιγε το Ωρολόγιο και όπως κάθε
βράδυ, διάβαζε την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως με χαμηλή και κατανυκτική
φωνή: Από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς
καρδίας κλπ. Όταν τελείωνε ο αδερφός την συζήτηση, έλεγα στον Γέροντα:
«Κάτι μας λέγατε Γέροντα προηγουμένως και δεν ολοκληρώσατε». Τότε συνέχιζε την
ομιλία του από κει που είχε σταματήσει: Ο
έχων ώτα ακούειν ακουέτω! Το βράδυ μετά την ιατρική εξέταση κατά μόνας, τον
ρωτούσα γιατί δεν αντιδρά σε αυτές τις συμπεριφορές. Και εκείνος μου απάντησε:
«Αχ παιδί μου Νίκο. Αν χρησιμοποιούσα την εξουσία της ηγουμενικής ράβδου, και ήθελα
να επιβάλλω αυτό που θεωρώ σωστό, την επόμενη μέρα θα είχα μείνει μόνος μου στο
Μοναστήρι. Γι’ αυτό με ανεξικακία, πραότητα και υπομονή κρατώ εν γνώσει μου
αυτή τη στάση, και έτσι πορευόμαστε».
Γνωρίσαμε τον Γέροντα την τελευταία
πενταετία της ζωής του κατάφορτο από πείρα και αρετές. Την ψυχική του κατάσταση
πιστεύω ότι μόνον ο Άγιός του την γνώριζε. Ο Άγιος Δαβίδ, περίμενε πολλά
χρόνια, αιώνες θα λέγαμε, την αδερφή του ψυχή. Τον τέλειο υποτακτικό του. Γι’
αυτό και τον υποδέχτηκε προσωπικά ως τίμιον
σκεύος εκλογής.
Τον είλκυσε κοντά του σεβόμενος την
ελευθερία του και έγινε ο πραγματικός του Γέροντας και καθηγητής. Του μετάγγισε
όλες τις αρετές του με πρώτη την πίστη που είναι η γεννήτρια όλων. Τον πλούτισε
με την ελεημοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση. Τον φώτισε με την διάκριση,
την διόραση, την προόραση. Τον έκανε μέτοχο του θείου χαρίσματος των ιαμάτων
που γεννάται από το επιστέγασμα όλων των αρετών, την αγάπη. Είναι αρκετό ο μαθητής να γίνει όπως ο
διδάσκαλός του.
Πιστεύουμε ότι ο Γέροντας μιμήθηκε
ακριβώς τη ζωή του Οσίου Δαβίδ. Γι’ αυτό συνεσκιασμένα έλεγε: «Οι άνθρωποι
έρχονται στο Μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τον Άγιο Δαβίδ αλλά βλέπουν εμάς»
εννοώντας ότι «βλέποντας εμάς» είναι σαν να βλέπουν τον Άγιο.
Ας έχουμε τις ευχές και τη βοήθεια του
Αγίου Δαβίδ και του Αγίου Γέροντος Ιακώβου στη ζωή μας.