Περσυνάκη Ἐμμανουήλ
Καθηγητοῦ-Ιεροψάλτου
Το Σάββατο προ των Βαΐων εορτάζομεν
την έγερσιν του Αγίου και Δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου του
τετραημέρου. Αρχαιότατη Δεσποτική εορτή που θεσπίστηκε στην Εκκλησία των
Ιεροσολύμων πριν από το 378 μ.Χ. όπως προκύπτει από σχετικό λόγο του
επισκόπου Βόστρων Τίτου και συνεορτάζετο με την εορτή των Βαΐων. Οι
πρώτες περιγραφές του τρόπου εορτασμού της εορτής αναφέρονται από την
φιλόσοφο Μοναχή Αιθέρια σε επιστολή που έστειλε στις συμμονάστριες της
τον τέταρτο μ.Χ αιώνα.
Ο Κύριος μας στη επίγεια ζωή και
δράση του ανέστησε δυο ακόμη ανθρώπους την κόρη του Ιαείρου και τον υιόν
της χήρας της Ναΐν. Η ανάσταση του Λαζάρου διαφέρει από αυτές και
εξουδετερώνει κάθε προσπάθεια των Φαρισαίων να αμφισβητήσουν και να
υποβαθμίσουν την Θεότητα του Χριστού στον Εβραϊκό λαό. Στις δύο πρώτες
περιπτώσεις οι αναστάσεις έγιναν αμέσως μετά τον θάνατο των προσώπων σε
αντίθεση με την ανάσταση του Λαζάρου που έγινε τέσσερις ημέρες μετά τον
θάνατο, όταν είχε αρχίσει η αποσύνθεση του σώματος όπως μας το δηλώνει η
αδελφή του Λάζαρου λέγοντας στο Χριστό: «Κύριε ήδη όζει» (Ιωαν. ΙΑ,39).
Το υπέρ πάσαν λογικήν αυτό θαύμα του
Χριστού που είδαν πολλοί Ιουδαίοι εδραίωσε την πίστη τους στη Θεϊκή
δύναμη του Χριστού και γι’ αυτό «επίστευσαν εις αυτόν» (Ιωαν. ΙΑ,45),
γεγονός που οδήγησε τους αρχιερείς «ίνα αποκτείνωσιν αυτόν» (Ιωαν.ΙΑ,53)
και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν (Ιωαν. ΙΒ,10) γι’ αυτό “δια τον φόβον των
Ιουδαίων΄΄ο Χριστός «απήλθε εις Εφραίμ λεγομένην πόλιν» (Ιωαν. ΙΑ 54))
ενώ ο Λάζαρος έφυγε στην Κύπρο, όπου απαγορεύονταν κάθε θρησκευτική
δραστηριότητα, των Ιουδαίων και χειροτονήθηκε επίσκοπος Κιτίου από τους
Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα. Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου
(367-403): «Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ην τότε ο Λάζαρος
ότε εγήγερται, μετά το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έτη έζησε, και
ούτω, προς Κύριον εξεδήμησεν κοιμηθείς κατά το έτος 63 μ.Χ.» στο Κίτιο
της Κύπρου. Το λείψανο του Αγίου Λαζάρου βρέθηκε με πρωτοβουλία του
Αυτοκράτορος Λέοντος του Σοφού το 900-901 μ.Χ. Μέρος του λειψάνου του
μεταφέρθηκε στον νεοανεργερθέντα από τον Λέοντα Ναό επ’ ονόματι του
Αγίου στην Κωνσταντινούπολη.
Το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου
δεν αναφέρεται καθόλου από τους Ευαγγελιστάς Μάρκο, Ματθαίο, Λουκά γιατί
όταν αυτοί συνέγραψαν τα Ευαγγέλιά τους ο Λάζαρος ζούσε και δεν υπήρχε
λόγος να γράψουν. Αναφέρεται μόνο από τον Ιωάννη στο ΙΑ΄ Κεφάλαιο γιατί
αυτός συνέγραψε το Ευαγγέλιό του μετά τον θάνατο του Λαζάρου. Όπως
προκύπτει από την Αγία Γραφή μεταξύ της αναστάσεως του Λαζάρου και της
Αναστάσεως του Χριστού μεσολάβησε αρκετό χρονικό διάστημα παρά τούτο οι
δύο εορτές απέχουν μόνο οκτώ ημέρες. Οι λόγοι που ώθησαν τους πατέρες
της Εκκλησίας στην απόφαση αυτή είναι πολλοί. Από θεολογικής απόψεως η
ανάσταση του Λαζάρου είναι το προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου η
τελειότερη προτύπωση της Τριημέρου πορείας του Χριστού από τον κόσμο
στον Άδη και από εκεί στην αιώνια ζωή. Είναι η πορεία που θα
ακολουθήσουμε όλα τα μέλη της Εκκλησίας.
Κατά τον εσπερινό της Παρασκευής προ
των Βαΐων «την ψυχωφελή πληρώσαντες τεσσαρακοστήν αιτούμεν κατιδείν την
Αγία Εβδομάδα του πάθους» προοίμιον της οποίας είναι η έγερση του
Λαζάρου. Μετά το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου όπου απεδείχθη η θεότητα
του Χριστού «πολλοί επίστευσαν εις αυτόν» γι’ αυτό και κατά την είσοδο
του Χριστού στην Αγία πόλη την Κυριακή των Βαΐων «ο πλείστος όχλος …
εστρώνυον εν τη οδώ τα ιμάτια αυτών … και εκραύγαζον λέγοντες Ωσαννά τω
Υιώ Δαυίδ». Αυτό το γεγονός γιγάντωσε τον φθόνον των αρχιερέων και γι’
αυτό αποφάσισαν να θανατώσουν τον Χριστό. Έτσι η ανάσταση του Λαζάρου
αφ’ ενός είναι προτύπωση της Αναστάσεως του Κυρίου αφ’ετέρου είναι το
προοίμιον της απόφασης του συνεδρίου των Ιουδαίων «ίνα τον Δημιουργόν
και Κτίστιν των απάντων Πιλάτω παραδώση». Αυτό το προοίμιο των Μεγάλων
γεγονότων θέλησαν να τονίσουν οι πατέρες της Εκκλησίας ιδιαίτερα λόγω
της μεγάλης σημασίας του γι’ αυτό ξεχώρισαν την εορτή της εγέρσεως του
Λαζάρου από την εορτή των Βαΐων και όρισαν να εορτάζεται το Σάββατο προ
των Βαΐων το οποίο παρέμεινε λειτουργικά κενό.
Ο εορτασμός της έγερσης του Λαζάρου
είναι μια εορτή που αποδίδεται θετικά στον Χριστό όπως συμβαίνει και με
την ψηλάφηση του Θωμά γι’ αυτό κατατάσσεται στις Δεσποτικές εορτές. Κατ’
αυτήν αναδεικνύεται η Θεότητα του Χριστού ως κυρίαρχου της ζωής και του
θανάτου. Όπως επισημαίνεται στους ύμνους που έχουν ποιηθεί για την
ημέρα αυτή ο Λάζαρος είναι «Παλιγγενεσίας προοίμιον σωτήριον» είναι
προανάκρουσμα της Αναστάσεως του Χριστού γι’ αυτό και η ακολουθία του
Σαββάτου αυτού έχει πολλά αναστάσιμα υμνολογικά στοιχεία. Αντί Τρισάγιου
στην λειτουργία ψάλλεται το «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε»
γεγονός που αποδεικνύει ότι παλαιότερα κατά την ημέρα αυτή εγίνοντο
βαπτίσεις νεοφώτιστων.
Στον Λαυριώτικο κώδικα 170
αναγράφονται τα εξής: «τη αυτή ημέρα (17 Μαρτίου) η ανάστασις του αγίου
και δικαίου Λαζάρου του φίλου του Κυρίου, εορτάζεται». Πως όμως προέκυψε
αυτή η ημερομηνία; Η Ανάσταση του Λαζάρου ορίσθηκε να εορτάζεται οκτώ
ημέρες πριν από την Ανάσταση του Χριστού επομένως συνδέεται με αυτήν και
προκειμένου να βρούμε την ημερομηνία της είναι αναγκαίο να καθορισθεί η
ακριβής ημερομηνία της Αναστάσεως του Κυρίου.
Ο Χριστός συνελήφθη σύμφωνα με τους
Ευαγγελιστάς, στα σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου ακριβώς στις 25
Μαρτίου. Με δεδομένη τη νοοτροπία του εορτολογίου που απαιτεί ακρίβεια
στις ημερομηνίες εορτασμού γεγονότων ιδίως όταν αυτά σχετίζονται με το
Χριστό μετά 33 χρόνια έπρεπε να αναστηθεί την 25η Μαρτίου.
Εφ’ όσον η ανάσταση του Λαζάρου προηγήθηκε οκτώ ημέρες της Αναστάσεως
του Κυρίου 25-8=17. Γι’ αυτό ο συναξαριστής της Κωνσταντινουπόλεως
ορίζει ως ημέρα εορτασμού της αναστάσεως του Λαζάρου την 17 Μαρτίου και
συμφωνεί με το Λαυριωτικό κώδικα Ι70.
Ο Άγιος Λάζαρος είναι ο άγιος που
κοιμήθηκε δυο φορές, είναι μια μεγάλη προσωπικότητα από εκείνες που
πρωτοστάτησαν στη διάδοση του Ευαγγελίου, γι’ αυτό και απασχόλησε την
Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια. Η νεκρανάστασις του αποτέλεσε πηγή
έμπνευσης για τους υμνογράφους και ποιητές της Εκκλησίας, τους Μεγάλους
πατέρες οι οποίοι συνέγραφαν πλήθος ομιλιών. Η Εκκλησία τον εορτάζει
πέντε φορές εκτός από την εορτή της εγέρσεως.
Σε χειρόγραφο των Καυσοκαλυβίων διαβάζουμε «Ετέθη σήμερον (16η
Οκτωβρίου) εορτάζεσθαι η δεύτερη κοίμησις αυτού (Λαζάρου) και η
ανακομιδή των λειψάνων». Ο επινοητής της εορτής και συντάκτης της
ακολουθίας δηλώνει ότι δε γνωρίζει την ημερομηνία της δεύτερης κοίμησης
του Αγίου Λαζάρου. Ο Σ. Ευστρατιάδης θεωρεί «κατά το δοκούν την τοιαύτην
εορτήν». Αναιτιολόγητος μπορεί να θεωρηθεί ο ορισμός της εορτής την 16η Οκτωβρίου.
Θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι η μνήμη της δεύτερης κοίμησης του
Λαζάρου είναι συνδεδεμένη με την ανακομιδή των λειψάνων που γιορτάζεται
στις 17 Οκτωβρίου. Και επειδή ο δεύτερος θάνατος προηγήθηκε της
ανακομιδής τοποθετείται η μνήμη της δεύτερης κοίμησης μια ημέρα πριν
καθιστάμενη έτσι ως προεόρτιος ημέρα της εορτής της ανακομιδής των
λειψάνων.
Στις 17 Οκτωβρίου εορτάζουμε το
ιστορικό γεγονός της μεταφοράς των λειψάνων του Αγίου Λαζάρου από το
Κίτιο της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη με τη φροντίδα και δαπάνη του
Αυτοκράτορος Λέοντος Σοφού κατά το έτος 900-901.
Η 4η Μαΐου είναι μια άλλη
ημέρα αφιερωμένη στον Άγιο Λάζαρο κατά την οποία «επιτελείται η
ανάμνησις της ανακομιδής των Τιμίων λειψάνων του Αγίου Λαζάρου…
Συνεορτάζεται δε και τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Λαζάρου». Εμπνευστής
της εορτής αυτής είναι ο Αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός ο οποίος έκτισε ναό
επ’ ονόματι του Αγίου Λαζάρου στον οποίο εναπέθεσε τα Τίμια λείψανα που
μετέφερε από το Κίτιο. Το βάρος της εορτής μεταφέρεται στα εγκαίνια του
ναού που κτίστηκε μεταξύ 900-912 και τα εγκαίνια του έγιναν στις 4 Μαΐου
912 λίγο πριν πεθάνει ο αυτοκράτορας (+11 Μαΐου 912).
Στο Ιεροσολυμίτικο Κανονάριο η 7η
Σεπτεμβρίου είναι αφιερωμένη στον Άγιο Λάζαρο και έχει σαν θέμα τα
εγκαίνια του ναού του Αγίου Λάζαρου που κτίσθηκε στη Βηθανία κατά την
παράδοση από την Αγία Ελένη.
Η 17η Δεκεμβρίου είναι
ημέρα που η δυτική Εκκλησία αφιέρωσε προς τιμή του Αγίου Λαζάρου. Στο
υπόμνημα του Μαρτυρολογίου δεν αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο γεγονός.
Ο Άγιος Λάζαρος έζησε μετά την
ανάστασιν 30 χρόνια κατά το διάστημα αυτό ουδέποτε εγέλασεν ενθυμούμενος
τον πικρόν θάνατον και τη φοβερά κόλαση. Ουδέποτε διηγήθηκε κάτι από
αυτά που είδε στον Άδη δια δύο λόγους ή διότι δεν του το επέτρεψε ο
Κύριος να διηγείται τη φοβερά κατάσταση του θανάτου ή διότι δεν είδε
τίποτε κατά θείαν οικονομίαν. Είναι ο άγιος ο οποίος θα αναστηθεί για
δεύτερη φορά κατά τη μέλλουσα κρίση.
Πηγές και βοηθήματα
Ευαγγέλιο Ιωάννου ΙΑ΄, ΙΒ΄ Κεφ.
Μέγας συναξαριστής, τόμος ΙΓ΄
Σ. Ευστρατιάδου: Αγιολόγιο Ορθοδόξου Εκκλησίας
Δαμασκηνού Μοναχού Στουδίτου: Θησαυρός
Τριώδιον
Επιφανίου Κύπρου: «κατά πασών αιρέσεων» ΡG 42.88
Παρακευά Αγάθωνος: Άγιος Λάζαρος ο τετραήμερος
Τίτου Βόστρων: Λόγος εις τα Βαΐα.
Βασιλείου Στεφανίδου: Εκκλησιαστική Ιστορία
Πρ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη: Ερμηνεία Κανόνων Μεγάλης Εβδομάδας.
http://www.enromiosini.gr/arthrografia/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B9%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%B1%CE%B6/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου