Ανδρέας Καρκαβίτσας Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων. Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους. Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο. Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα. Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη. ― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος. ― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα. ― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του. ― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε. Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα. ― Χριστός Ανέστη! ― Αληθινός ο Κύριος! ― Και του χρόνου σπίτια μας! Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά. Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι. ― Γραμμή! ― Γραμμή! Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. |
(από το βιβλίο: Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1974) |
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
Πάσχα στα πέλαγα
H ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Νύχτα του Πάσχα. Σφαλιστοί στη φυλακή
Στο ίδιο κελλί κ’ οι δυό: από δίκαιη κρίση
φονιάς ο ένας∙ τον άλλο είχε αδικήσει
του νόμου η πλάνη, αθώο τον έριξαν εκεί!
Χριστός ανέστη! Ακούγεται ξάφνου η ψαλτική
κι ολόχαρη η καμπάνα απ’ το ξωκκλήσι.
Και του φονιά το μάτι έχει δακρύσει ,
γελά του αθώου η όψη εκστατική.
Και τότε στο κελλί περιχυμένο
με φώς μυρίων λαμπάδων είδαν το Χριστό…
-Ήρθα για σε! Είπε στο μετανοιωμένο.
Και μ’ ένα κίνημα της τρυπημένης
παλάμης, είπε στον αθώο γονατιστό:
Αθώος εσύ, μπορείς να με προσμένεις.
Γεώργιος Δροσίνης
Από το περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων» Τεύχος 6ο
Συλλογος Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ο ΟΝΗCΙΜΟC»
Στο ίδιο κελλί κ’ οι δυό: από δίκαιη κρίση
φονιάς ο ένας∙ τον άλλο είχε αδικήσει
του νόμου η πλάνη, αθώο τον έριξαν εκεί!
Χριστός ανέστη! Ακούγεται ξάφνου η ψαλτική
κι ολόχαρη η καμπάνα απ’ το ξωκκλήσι.
Και του φονιά το μάτι έχει δακρύσει ,
γελά του αθώου η όψη εκστατική.
Και τότε στο κελλί περιχυμένο
με φώς μυρίων λαμπάδων είδαν το Χριστό…
-Ήρθα για σε! Είπε στο μετανοιωμένο.
Και μ’ ένα κίνημα της τρυπημένης
παλάμης, είπε στον αθώο γονατιστό:
Αθώος εσύ, μπορείς να με προσμένεις.
Γεώργιος Δροσίνης
Από το περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων» Τεύχος 6ο
Συλλογος Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ο ΟΝΗCΙΜΟC»
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010
Στην εκκλησία
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010
Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους...
'Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα
τα συναισθήματα.
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη.....
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την
τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει:
- 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'
-'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο
σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
-'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.
-'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.
H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από
αυτή βοήθεια.
-'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.
-'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η
Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-'Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε τη Γνώση:
-'Γνώση, ποιος με βοήθησε';
-'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.
-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η
Αγάπη'.
Μάνος Χατζιδάκις - 'Το Νησί'
τα συναισθήματα.
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη.....
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την
τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει:
- 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'
-'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο
σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
-'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.
-'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.
H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από
αυτή βοήθεια.
-'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.
-'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η
Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-'Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε τη Γνώση:
-'Γνώση, ποιος με βοήθησε';
-'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.
-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η
Αγάπη'.
Μάνος Χατζιδάκις - 'Το Νησί'
ΔΑΦΝΗ
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009
Αρνταβάν ο τέταρτος Μάγος και το μυστικό των άστρων.
Να μια ιστορία για τον Αρταβάν τον τέταρτο μάγο, τον φίλο του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ.
Οι Τρεις γνωστοί Μάγοι κατοικούσαν στη Βορσίππη της Βαβυλώνας και αποφάσισαν ομόφωνα ότι το ασυνήθιστα φωτεινό ουράνιο σώμα που έβλεπαν από τα παρατηρητήριά τους ήταν το σημάδι της γέννησης ενός βασιλιά που αποφάσισαν να επισκεφθούν. Ο Αρταβάν που κατέγραφε από το παρατηρητήριό του στα Εκβάτανα τις θέσεις του Δία και της Αφροδίτης παρατήρησε μια ασυνήθιστη προσέγγιση μεταξύ τους. Πριν οι δυο πλανήτες πλησιάσουν ακόμα περισσότερο, αποφάσισε να επισκεφτεί τους σοφούς της Βορσίππης για να επωφεληθεί από τη σοφία τους και την πείρα τους.
Ήταν βέβαιο ότι όταν οι δύο πλανήτες θα πλησίαζαν περαιτέρω, θα έμοιαζαν σαν να εκπέμπουν λόγω της εγγύτητος μια ασυνήθιστη λάμψη. Ένιωθε ότι δεν ήταν σε θέση να βλέπει στα ουράνια φαινόμενα σημάδια και να τα ερμηνεύει. Άλλοι επιφανείς αστρονόμοι της Χώρας του μπορούσαν να υπερβαίνουν την ατέλεια της ανθρώπινης υπόστασης εντάσσοντάς την σε ένα κοσμικό σχέδιο με το οποίο βρισκόταν σε ισορροπία και που οι αντιστοιχίες, οι θέσεις και οι γωνίες των πλανητών στη ζώνη του ζωδιακού δημιουργούσαν μια τέλεια απεικόνιση καθαρή και σαφή του ανθρωπίνου σύμπαντος και της κοσμικής του μοίρας. Ο Αρταβάν δεν αδυνατούσε να διακρίνει τα σχήματα και τις μορφές τους στον ουράνιο θόλο. Υπέκυπτε όμως στην σχολαστική υπερβολή της καταγραφής των μετρήσεων, που από το πάθος να συγκρατήσει στη μνήμη του τις σχετικές θέσεις των αστέρων από νύχτα σε νύχτα παρασυρόταν σε ματαιόδοξη ικανοποίηση για τις καταγραφές του που μετά αδυνατούσε να δει το σύνολο και τις επιρροές και αλληλεξαρτήσεις τους με τον γήινο και φθαρτό κόσμο των ανθρώπων. Είχε ανάγκη λοιπόν να συμβουλεύεται έναν μεγαλύτερο αστρονόμο και συνήθως ρωτούσε τον Μελχιώρ.
Προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις διαφορές στις θέσεις των άστρων από τη διαφορετική θέση παρατήρησης, ταξίδευε με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό. Φτάνοντας όμως στη Βορσίπη ο υπηρέτης του Μελχιώρ που είχε μείνει για να τον ενημερώσει, του είπε ότι οι σοφοί, που έβλεπαν πιο σοφά τον ίδιο ουρανό, είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους για να προσκυνήσουν τον νέο βασιλέα. Νέος βασιλέας λοιπόν! Αυτό ήταν το μήνυμα που ο Αρταβάν αναγκαζόταν να αποδεχτεί, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει και να το δεχτει με όλη του την καρδιά. Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ το χάρισμα της ερμηνείας, χάρηκε που θα είχε και αυτός την ευκαιρία να προσκυνήσει το νέο βασιλέα μια και οι τρεις Μάγοι δεν είχαν παρά τρεις μέρες που είχαν φύγει. Να παρατηρεί τον ουρανό το γνώριζε καλά. Άλλες οδηγίες δεν είχε ανάγκη και ξεκίνησε όλο προσμονή για το ταξίδι. Ταξίδευε μέρα και νύχτα για να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε.
Εν τω μέσω της ερήμου συνάντησε έναν άνθρωπο, πεσμένο καταγής με τα χείλη άσπρα από τη δίψα, που καιγόταν από τον πυρετό. Ο Αρταβάν τον μετέφερε με την καμήλα του σε μια όαση που είχε συναντήσει και έμεινε μαζί του μέχρι να συνέλθει όσο τον φρόντιζαν οι νομάδες που είχαν κατασκηνώσει στην όαση. Ο Μελχισεδέκ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του ανθρώπου, συνήλθε μετά από δυο μέρες και συμφώνησε να τον συνοδεύσει στο υπόλοιπο του ταξιδιού γιατί ήταν φανερό από την πορεία που είχε πάρει ότι κατευθυνόταν προς τη χώρα των Ιουδαίων.
Δυστυχώς ο Αρταβάν δεν πρόλαβε να προσκυνήσει το Θειο Βρέφος όπως οι άλλοι τρεις μάγοι γιατί η Αγία Οικογένεια είχε ήδη διαφύγει για την Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ, όπως και σε όλη τη χώρα είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων που ο Αρταβάν συγκλονισμένος παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να αποτρέψει. Προσπάθησε όμως μοιράζοντας ρουμπίνια που κρατούσε ως δώρο για τον νέο βασιλέα να δωροδοκήσει Ρωμαίους στρατιώτες και να σώσει κάποια παιδιά από βέβαιη σφαγή. Λέγεται ότι μεταξύ αυτών που εσώθησαν ήταν και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Ενώ οι τρεις Μάγοι επέστρεψαν στην Περσία, ο Αρταβάν θεώρησε ότι έπρεπε να ακολουθήσει το Θειο Βρέφος στην Αίγυπτο και έτσι πήγε εκεί προσπαθώντας να τους εντοπίσει. Αυτό δε στάθηκε δυνατόν γιατί η Αγία Οικογένεια κρυβόταν φοβούμενη τους κατασκόπους του Ηρώδη. Θεράπευε όμως ασθενείς με τις γνώσεις που είχε για τις παθήσεις του ανθρωπίνου σώματος και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών, εξαγόραζε φυλακισμένους και ανακούφιζε τους φτωχούς με το θησαυρό που είχε φέρει μαζί του. Έτσι πέρασαν περίπου 33 χρόνια. Είχε πια γεράσει. Είχε αποκτήσει μια άσπρη γενειάδα που τον έκανε φαίνεται ακόμα πιο σεβάσμιος και μονολογούσε "αν θεραπεύσετε αυτούς εμένα θεραπεύσατε, αν ελεήσατε αυτούς εμένα ελεήσατε". Προσπαθούσε έτσι να βρει ανακούφιση στο ότι είχε καθυστερήσει και δεν είχε προλάβει να δει τον Βασιλέα, μετατρέποντας έτσι την απουσία της συνάντησης σε σκοπό της ζωής του. Οι φτωχοί τον θεωρούσαν Άγιο και μια ομάδα πιστών του φίλων αποφάσισαν να τον ακολουθήσει στην επιστροφή στην Ιερουσαλήμ γιατί είχε φτάσει η φήμη ακόμα και στην Αίγυπτο για ένα βασιλιά των Ιουδαίων.
Όταν έφτασε μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα γιατί δεν ήταν πια νέος, ήταν η μέρα της σταυρώσεως. Ο Αρταβάν αποφάσισε να ανεβεί στο βουνό για να ρωτήσει για τον βασιλιά των Ιουδαίων. Είχε ακόμα ρουμπίνια από το δώρο και ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να εξαγοράσει τους Ρωμαίους. Δυστυχώς η καρδιά του τον πρόδωσε και λιποθύμησε κάτω από το σταυρό. Έχοντας χάσει τις αισθήσεις του είδε εν τούτοις ένα εκτυφλωτικό φως και μια φωνή, που θεώρησε ότι ήταν η φωνή του Θεού του Πυρός που λατρεύουν στην πατρίδα του, να λέει:
« Είσαι ο Αρνταβάν και σε αγαπώ»
Αρνταβ στη Μανιχαϊστικη Μέση Περσία, είναι το ουράνιο πρόσωπο που είναι το πιο φωτεινό, ο δίκαιος και ο εκλεκτός. Αρνταβάν είναι αυτός που μένει πάντα αθάνατος σύμφωνα με την Περσική παράδοση.
Όταν αργότερα οι μαθητές του τέλεσαν την ταφή του, είπαν μεταξύ τους ότι ο ίδιος ο εσταυρωμένος του είχε πει:
« ότι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας».
Ο Αρνταβάν, περνώντας στην αιωνιότητα, μπόρεσε επιτέλους να διαβάσει στο όνομά του το μυστικό που του έλεγαν τα άστρα.
Πηγές:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%84%CE%AC%CE%B2%CE%B1%CE%BD
http://www.iranica.com/newsite/index.isc?Article=http://iranica.com/newsite/articles/unicode/v1f6/v1f6a067.html
http://hdelboy.club.fr/beaune_1.jpg
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/55/Magi_(1).jpg/333px-Magi_(1).jpg
http://www.fravahr.org/IMG/jpg/Marco_Polo_01.jpg
Απο:
http://waxtablets.blogspot.com
Οι Τρεις γνωστοί Μάγοι κατοικούσαν στη Βορσίππη της Βαβυλώνας και αποφάσισαν ομόφωνα ότι το ασυνήθιστα φωτεινό ουράνιο σώμα που έβλεπαν από τα παρατηρητήριά τους ήταν το σημάδι της γέννησης ενός βασιλιά που αποφάσισαν να επισκεφθούν. Ο Αρταβάν που κατέγραφε από το παρατηρητήριό του στα Εκβάτανα τις θέσεις του Δία και της Αφροδίτης παρατήρησε μια ασυνήθιστη προσέγγιση μεταξύ τους. Πριν οι δυο πλανήτες πλησιάσουν ακόμα περισσότερο, αποφάσισε να επισκεφτεί τους σοφούς της Βορσίππης για να επωφεληθεί από τη σοφία τους και την πείρα τους.
Ήταν βέβαιο ότι όταν οι δύο πλανήτες θα πλησίαζαν περαιτέρω, θα έμοιαζαν σαν να εκπέμπουν λόγω της εγγύτητος μια ασυνήθιστη λάμψη. Ένιωθε ότι δεν ήταν σε θέση να βλέπει στα ουράνια φαινόμενα σημάδια και να τα ερμηνεύει. Άλλοι επιφανείς αστρονόμοι της Χώρας του μπορούσαν να υπερβαίνουν την ατέλεια της ανθρώπινης υπόστασης εντάσσοντάς την σε ένα κοσμικό σχέδιο με το οποίο βρισκόταν σε ισορροπία και που οι αντιστοιχίες, οι θέσεις και οι γωνίες των πλανητών στη ζώνη του ζωδιακού δημιουργούσαν μια τέλεια απεικόνιση καθαρή και σαφή του ανθρωπίνου σύμπαντος και της κοσμικής του μοίρας. Ο Αρταβάν δεν αδυνατούσε να διακρίνει τα σχήματα και τις μορφές τους στον ουράνιο θόλο. Υπέκυπτε όμως στην σχολαστική υπερβολή της καταγραφής των μετρήσεων, που από το πάθος να συγκρατήσει στη μνήμη του τις σχετικές θέσεις των αστέρων από νύχτα σε νύχτα παρασυρόταν σε ματαιόδοξη ικανοποίηση για τις καταγραφές του που μετά αδυνατούσε να δει το σύνολο και τις επιρροές και αλληλεξαρτήσεις τους με τον γήινο και φθαρτό κόσμο των ανθρώπων. Είχε ανάγκη λοιπόν να συμβουλεύεται έναν μεγαλύτερο αστρονόμο και συνήθως ρωτούσε τον Μελχιώρ.
Προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις διαφορές στις θέσεις των άστρων από τη διαφορετική θέση παρατήρησης, ταξίδευε με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό. Φτάνοντας όμως στη Βορσίπη ο υπηρέτης του Μελχιώρ που είχε μείνει για να τον ενημερώσει, του είπε ότι οι σοφοί, που έβλεπαν πιο σοφά τον ίδιο ουρανό, είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους για να προσκυνήσουν τον νέο βασιλέα. Νέος βασιλέας λοιπόν! Αυτό ήταν το μήνυμα που ο Αρταβάν αναγκαζόταν να αποδεχτεί, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει και να το δεχτει με όλη του την καρδιά. Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ το χάρισμα της ερμηνείας, χάρηκε που θα είχε και αυτός την ευκαιρία να προσκυνήσει το νέο βασιλέα μια και οι τρεις Μάγοι δεν είχαν παρά τρεις μέρες που είχαν φύγει. Να παρατηρεί τον ουρανό το γνώριζε καλά. Άλλες οδηγίες δεν είχε ανάγκη και ξεκίνησε όλο προσμονή για το ταξίδι. Ταξίδευε μέρα και νύχτα για να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε.
Εν τω μέσω της ερήμου συνάντησε έναν άνθρωπο, πεσμένο καταγής με τα χείλη άσπρα από τη δίψα, που καιγόταν από τον πυρετό. Ο Αρταβάν τον μετέφερε με την καμήλα του σε μια όαση που είχε συναντήσει και έμεινε μαζί του μέχρι να συνέλθει όσο τον φρόντιζαν οι νομάδες που είχαν κατασκηνώσει στην όαση. Ο Μελχισεδέκ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του ανθρώπου, συνήλθε μετά από δυο μέρες και συμφώνησε να τον συνοδεύσει στο υπόλοιπο του ταξιδιού γιατί ήταν φανερό από την πορεία που είχε πάρει ότι κατευθυνόταν προς τη χώρα των Ιουδαίων.
Δυστυχώς ο Αρταβάν δεν πρόλαβε να προσκυνήσει το Θειο Βρέφος όπως οι άλλοι τρεις μάγοι γιατί η Αγία Οικογένεια είχε ήδη διαφύγει για την Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ, όπως και σε όλη τη χώρα είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων που ο Αρταβάν συγκλονισμένος παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να αποτρέψει. Προσπάθησε όμως μοιράζοντας ρουμπίνια που κρατούσε ως δώρο για τον νέο βασιλέα να δωροδοκήσει Ρωμαίους στρατιώτες και να σώσει κάποια παιδιά από βέβαιη σφαγή. Λέγεται ότι μεταξύ αυτών που εσώθησαν ήταν και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Ενώ οι τρεις Μάγοι επέστρεψαν στην Περσία, ο Αρταβάν θεώρησε ότι έπρεπε να ακολουθήσει το Θειο Βρέφος στην Αίγυπτο και έτσι πήγε εκεί προσπαθώντας να τους εντοπίσει. Αυτό δε στάθηκε δυνατόν γιατί η Αγία Οικογένεια κρυβόταν φοβούμενη τους κατασκόπους του Ηρώδη. Θεράπευε όμως ασθενείς με τις γνώσεις που είχε για τις παθήσεις του ανθρωπίνου σώματος και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών, εξαγόραζε φυλακισμένους και ανακούφιζε τους φτωχούς με το θησαυρό που είχε φέρει μαζί του. Έτσι πέρασαν περίπου 33 χρόνια. Είχε πια γεράσει. Είχε αποκτήσει μια άσπρη γενειάδα που τον έκανε φαίνεται ακόμα πιο σεβάσμιος και μονολογούσε "αν θεραπεύσετε αυτούς εμένα θεραπεύσατε, αν ελεήσατε αυτούς εμένα ελεήσατε". Προσπαθούσε έτσι να βρει ανακούφιση στο ότι είχε καθυστερήσει και δεν είχε προλάβει να δει τον Βασιλέα, μετατρέποντας έτσι την απουσία της συνάντησης σε σκοπό της ζωής του. Οι φτωχοί τον θεωρούσαν Άγιο και μια ομάδα πιστών του φίλων αποφάσισαν να τον ακολουθήσει στην επιστροφή στην Ιερουσαλήμ γιατί είχε φτάσει η φήμη ακόμα και στην Αίγυπτο για ένα βασιλιά των Ιουδαίων.
Όταν έφτασε μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα γιατί δεν ήταν πια νέος, ήταν η μέρα της σταυρώσεως. Ο Αρταβάν αποφάσισε να ανεβεί στο βουνό για να ρωτήσει για τον βασιλιά των Ιουδαίων. Είχε ακόμα ρουμπίνια από το δώρο και ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να εξαγοράσει τους Ρωμαίους. Δυστυχώς η καρδιά του τον πρόδωσε και λιποθύμησε κάτω από το σταυρό. Έχοντας χάσει τις αισθήσεις του είδε εν τούτοις ένα εκτυφλωτικό φως και μια φωνή, που θεώρησε ότι ήταν η φωνή του Θεού του Πυρός που λατρεύουν στην πατρίδα του, να λέει:
« Είσαι ο Αρνταβάν και σε αγαπώ»
Αρνταβ στη Μανιχαϊστικη Μέση Περσία, είναι το ουράνιο πρόσωπο που είναι το πιο φωτεινό, ο δίκαιος και ο εκλεκτός. Αρνταβάν είναι αυτός που μένει πάντα αθάνατος σύμφωνα με την Περσική παράδοση.
Όταν αργότερα οι μαθητές του τέλεσαν την ταφή του, είπαν μεταξύ τους ότι ο ίδιος ο εσταυρωμένος του είχε πει:
« ότι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας».
Ο Αρνταβάν, περνώντας στην αιωνιότητα, μπόρεσε επιτέλους να διαβάσει στο όνομά του το μυστικό που του έλεγαν τα άστρα.
Πηγές:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%84%CE%AC%CE%B2%CE%B1%CE%BD
http://www.iranica.com/newsite/index.isc?Article=http://iranica.com/newsite/articles/unicode/v1f6/v1f6a067.html
http://hdelboy.club.fr/beaune_1.jpg
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/55/Magi_(1).jpg/333px-Magi_(1).jpg
http://www.fravahr.org/IMG/jpg/Marco_Polo_01.jpg
Απο:
http://waxtablets.blogspot.com
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο
«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾿ στὸ Κάστρο, τ᾿ν πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ᾿ ἀκούσατε;»
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186... Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῆ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἐξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
«Τ᾿ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπά» ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, «ἔτσ᾿ εἴπανε».
Ολο το διήγημα βρίσκεται εδώ
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186... Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῆ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἐξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
«Τ᾿ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπά» ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, «ἔτσ᾿ εἴπανε».
Ολο το διήγημα βρίσκεται εδώ
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.
http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/prose/hans_christian_andersen_girl_matches.htm
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη
Το Διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στην Χριστουγεννιάτικη "Ακρόπολη" του Γαβριηλίδη στα 1896
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του.
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' ’η-Νικολάου δουλέψαμε, τ' ’η-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. ’λλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. ’λλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. ’φσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!
Απο:
http://www.sofiatimes.com
Η εικόνα είναι απο :
http://aquapaper.blogspot.com/
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του.
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' ’η-Νικολάου δουλέψαμε, τ' ’η-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. ’λλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. ’λλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. ’φσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!
Απο:
http://www.sofiatimes.com
Η εικόνα είναι απο :
http://aquapaper.blogspot.com/
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Του Κώστα Βάρναλη
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…
Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την "Ακρόπολιν" και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν' ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, "άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν", η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα....
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ' η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ' αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ' η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ' ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ' Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ' υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ' ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ'ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!...
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και ... εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!
Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου «Πεζός Λόγος». Αγνοώ αν το «Καλοκαιρής» (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη. Πολλά ευχαριστώ στη Μ.Κ. για τη δακτυλογράφηση.
Απο: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
Γεώργιος Δροσίνης
Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ»,
ἔτος β’, τόμος τέταρτος, τεῦχος 45,
Χριστούγεννα 1949.
Τὴν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ’ ἄδολα βώδια.
Κι' ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ' τῆς ψυχῆς τ’ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.
Κι' ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ' ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
—ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; —
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ' ἀστέρι.
Κι’ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ’ στ' ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.
Απο: http://www.myriobiblos.gr/
Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ»,
ἔτος β’, τόμος τέταρτος, τεῦχος 45,
Χριστούγεννα 1949.
Τὴν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ’ ἄδολα βώδια.
Κι' ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ' τῆς ψυχῆς τ’ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.
Κι' ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ' ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
—ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; —
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ' ἀστέρι.
Κι’ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ’ στ' ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.
Απο: http://www.myriobiblos.gr/
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009
ΑΠ’ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΖΩΣΙΜΑ
Περί του ρώσου μοναχού και της σημασίας του
Πατέρες και διδάσκαλοι μου τι είναι καλόγερος; Οι μορφωμένοι άνθρωποι του καιρού μας προφέρουν τούτη τη έξη κοροϊδευτικά και είναι πολλοί που την ξεστομίζουν και σα βρισιά ακόμα. Κι όσοι περνάει ο καιρός τόσο και χειροτερεύει η κατάσταση. Η αλήθεια είναι , αλλοίμονο, η αλήθεια είναι πως κι ανάμεσα στους καλόγερους, υπάρχουν πολλοί οκνηροί, δούλοι της σάρκας, φιλήδονοι , αναιδείς αλήτες. Αυτούς παίρνουν σαν επιχείρημα οι μορφωμένοι κοσμικοί: «εσείς , μας λένε, είστε οκνηροί και παράσιτα μέλη της κοινωνίας, ζείτε με τον ξένο μόχθο, είσαστε όλοι σας αδιάντροποι ζητιάνοι». Κι όμως πόσοι είναι ταπεινοί και πράοι που δεν ζητούν άλλο παρά ν’ απομονωθούν και να προσευχηθούν με φλογερή πίστη στην ησυχία τους. Αυτούς λίγο τους θυμούνται, τους αποσιωπούν μάλιστα κι όμως πόσο θ’ απορούσαν αν τους έλεγα πως αυτοί οι πράοι που λαχτάρησαν ν’ απομονωθούν για να προσευχηθούν , ίσως να σώσουν για μιαν ακόμα φορά τη ρούσικη γη! Γιατί στ’ αλήθεια αυτοί είναι έτοιμοι κάθε στιγμή για το πλήρωμα του χρόνου. Φυλάνε προσωρινά στην απομόνωση τους μ’ ευλάβεια την αναλλοίωτη εικόνα του Χριστού σ’ όλη την αγνότητα της θεϊκής αλήθειας Του, όπως τους την παράδοσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Απόστολοι κι οι Μάρτυρες, και όταν θα χρειαστεί θα την υψώσουν στον κόσμο που η πίστη του έχει κλονιστεί. Αυτό είναι μια μεγάλη ιδέα. Τούτο το άστρο θα ρίξει την λαμπηδόνα του απ’ την Ανατολή.
Αυτές τις σκέψεις κάνω για τον καλόγερο. Μήπως είναι ψέμα; Μήπως είναι υπεροπτικό; Ρίξτε μια ματιά στους κοσμικούς, σ’ όλο αυτόν τον κόσμο που υψώνεται πάνω απ’ το λαό του Θεού. Τάχα δεν έχουν διαστρεβλώσει τη μορφή του Θεού και την αλήθεια του; Έχουν την επιστήμη τους . Mα η επιστήμη μπορεί να εξετάσει μονάχα τα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Ο ψυχικός κόσμος δηλαδή το μεγαλύτερο ήμισυ της ανθρώπινης ύπαρξης , έχει τέλεια εξοστρακιστεί , αποπέμφθηκε μ’ αλαλαγμούς θριάμβου , ακόμη και με μίσος. Ο κόσμος διακύρηξε την ελευθερία του , ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, και τι έγινε τάχα με τούτη την ελευθερία τους. Μονάχα υποδούλωση και αυτοκτονία! Επειδή οι κοσμικοί λένε: «έχεις ανάγκες και πρέπει να τις ικανοποιήσεις. Γιατί έχεις τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι εξέχοντες και οι πλούσιοι. Μη φοβάσαι να τις ικανοποιήσεις , απεναντίας πρέπει να τις πολλαπλασιάσεις τις ανάγκες σου». Αυτό είναι το πραγματικό δόγμα του κόσμου. Νομίζουν ότι αυτό θα πει ελευθερία. Μα τι βγαίνει απ’ αυτό το δικαίωμα της αύξησης των αναγκών; Στους πλούσιους η απομόνωση , και η πνευματική αυτοκτονία, στους πτωχούς ο φθόνος και ο φόνος επειδή δικαιώματα βέβαια τους δώσανε μα δεν δείξανε ακόμα τον τρόπο να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. …
Ο μοναστικός δρόμος είναι εντελώς διαφορετικός. Κοροϊδεύουν την υποταγή, τη νηστεία και την προσευχή και όμως αυτό είναι ο μοναδικός δρόμος για να πετύχει κανείς την πραγματική , την αληθινή ελευθερία: Ξεριζώνω από μέσα μου τις περιττές και άχρηστες ανάγκες, δαμάζω τον εγωισμό και την περιφανείς μου με την υπακοή και την πειθαρχία και φτάνω έτσι , με τη βοήθεια του Θεού στην ελευθερία του πνεύματος και μαζί στην πνευματική αγαλλίαση!... κατακρίνουν τον καλόγερο για την απομόνωση του «Απομονώνεσαι μέσα στο μοναστήρι για να σώσεις την ψυχή σου και ξεχνάς πως πρέπει να υπηρετήσεις σαν αδερφός την ανθρωπότητα». Μ’ ας εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα. Ποιος δείχνει περισσότερη αδερφική αγάπη; Γιατί δεν είμαστε εμείς οι απομονωμένοι μα εκείνοι μονάχα που δεν το βλέπουν. Από μας, απ’ τα μοναστήρι, βγαίνανε απ’ τα παλιά χρόνια οι λαϊκοί ηγέτες. Γιατί να μη βρεθούν και τώρα; Τούτοι οι ίδιοι οι ταπεινοί και οι πράοι νηστευτές και σιωπητές θα ξεσηκωθούν και θα εργασθούν για τη μεγάλη υπόθεση. Ραπ ‘το λαό θα έρθει η σωτηρία της Ρωσίας. Και το ρούσικο μοναστήρι ήταν πάντα μαζί με το λαό. Αν ο λαός βρίσκεται σ’ απομόνωση , θα πει πως και μείς είμαστε απομονωμένοι. Ο λαός πιστεύει με τον δικό του τρόπο. Ένας άθεος ηγέτης δεν θα κατορθώσει να κάνει τίποτα στη Ρωσία, έστω κι αν έχει ειλικρινή καρδιά και έξοχο μυαλό. Αυτό να το θυμάστε. Ο λαός θ’ αντιμετωπίσει τον αθεϊστή και τα το κατατροπώσει και θα γίνει η ενιαία ορθόδοξη Ρωσία. Φροντίστε λοιπόν το λαό και διαφυλάξτε αμόλυντη την καρδιά του . μορφώστε την εν σιωπή. Αυτός θα ναι ο μοναδικός σας άθλος. Γιατί αυτός ο λαός είναι θεοφόρος.
Περί προσευχής , αγάπης και επαφής μετ’ άλλων κόσμων
Νέε, μην ξεχνάς την προσευχή σου∙ σε κάθε σου προσευχή , αν είσαι ειλικρινής, θα προβάλει ένα καινούργιο συναίσθημα και μέσα σ’ αυτό μια καινούργια σκέψη, που άλλοτε την αγνοούσες και που θα σου δώσει καινούργιο θάρρος. Και θα καταλάβεις πως η προσευχή είναι διαπαιδαγώγηση. Να θυμάσαι και τούτο ακόμα: κάθε μέρα και κάθε φορά που θα μπορείς να επαναλαμβάνεις μέσα σου: «Κύριε ελέησον όσους ενεφανίστησαν σήμερον ενώπιόν σου». Γιατί την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή χιλιάδες άνθρωποι τελειώνουν τη ζωή τους σ’ αυτή τη γη και οι ψυχές τους παρουσιάζονται ενώπιον του Θεού. Κι είναι πολλοί αυτοί που έφυγαν απ’ τη γη έρημοι , δίχως να το ξέρει κανείς, μέσα στην κατάθλιψη και στον πόνο με τη σκέψη πως κανένας δεν θα βρεθεί να τους λυπηθεί και πως κανένας δεν θα ξέρει αν ζήσανε καμιά φορά είτε όχι. Και να που η προσευχή σου υπέρ αναπαύσεως τους, απ’ την άλλη άκρη του κόσμου θα φτάσει στο Θεό , έστω και αν σου είναι ολότελα άγνωστος. Πόσο θ’ αγαλιάσει η ψυχή τους που στάθηκε περίτρομη μπροστά στο Θεό, σαν θα νιώσει κείνη τη στιγμή πως υπάρχει ένας άνθρωπος που προσεύχεται γι’ αυτούς, που έμεινε κάτω στη γη μια ανθρώπινη ύπαρξη να τους αγαπάει. Μα και ο Θεός θα τους σπλαχνιστεί περισσότερο , γιατί αφού βρέθηκες εσύ να τους λυπηθείς πόσο μάλλον ο Θεός που η ευσπλαχνία και η αγάπη του είναι αστείρευτη. Και θα τους συγχωρήσει για χάρη σου.
Αδερφοί μου μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμη και μέσα στην αμαρτία του γιατί αυτή η αγάπη είναι το ομοίωμα της αγάπης του Θεού κι αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης. Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητα της μας και στο κάθε της κομματάκι…Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη κι ασυννέφιαστη χαρά. Μη την καταστρέφετε λοιπόν , μη τα βασανίζετε, μη τους αφαιρετέ τη χαρά τους, μη πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα, ενώ εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την παρουσία σου και αφήνεις πίσω σου τα σαπρά σου ίχνη. … Ν’αγαπάτε ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά για τι αυτά είναι αναμάρτητα, σαν τους αγγέλους και ζούνε για να μας δίνουν χαρά, και να εξαγνίζουν τις καρδιές μας και είναι σαν ένα παράδειγμα για μας. Αλλοίμονο σ’ όποιον προσβάλει ένα παιδί…
Ίσως έρθει μια μέρα πού δεν θα ξέρεις τι ν’ αποφασίσεις, ιδιαίτερα όταν θα βλέπεις τα κρίματα των ανθρώπων και θ’ αναρωτιέσαι: «Να του επιβληθώ με τη βία ή με την ταπεινή αγάπη;» πάντα αυτή την απόφαση να παίρνεις: «θα του επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη». Αν τ’ αποφασίσεις αυτά οριστικά, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο. Η ταπεινοφροσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι μια δύναμη φοβερή , πιο δυνατή από κάθε άλλη. Τίποτα παρόμοιο δεν υπάρχει πάνω στη γη. Κάθε μέρα, κάθε ώρα , κάθε στιγμή να προσέχει τον εαυτό σου και να φροντίζεις να είναι κόσμια η μορφή σου. Επειδή μπορεί να σού τύχει να περάσεις μπροστά απ’ ένα παιδάκι, οργισμένος, βλαστημώντας, με την ψυχή γεμάτη θυμό, μπορεί εσύ να μη το πρόσεξες καθόλου το παιδάκι μα εκείνο θα σε δει , και το πρόσωπο σου το παραμορφωμένο απ’ την οργή και την ασέβεια είναι πιθανό να χαραχτεί στην ανυπεράσπιστή καρδούλα του. Χωρίς να το καταλάβεις μπορείς να τούριξεις ένα κακό σπόρο στην ψυχή του που ίσως να βλαστήσει , και όλα αυτά γιατί δεν φυλάχτηκες μπροστά στο παιδί και γιατί δεν καλλιέργησες μέσα σου την προνοητική και τη δραστήρια αγάπη…
Φίλοι μου , να παρακαλείτε το Θεό να σας δώσει ευθυμία. Νάσαστε εύθυμοι σαν τα μικρά παιδιά, σαν τα πετεινά του ουρανού. Και μη σας απασχολούν τα κρίματα των ανθρώπων , μη φοβάστε πως θα ματαιώσουν το έργο σας και δεν θα τα’ αφήσουν να πραγματοποιηθεί. Μη λέτε: «η αμαρτία είναι ισχυρή , είναι ισχυρή η ασέβεια, είναι ισχυρό το κακό περιβάλλον και μείς είμαστε μονάχοι και ανυπεράσπιστοί, θα μας πνίξει το κακό περιβάλλον και δεν θ’ αφήσει να πραγματοποιηθεί το θεάρεστο έργο». Αποδιώχτε μακριά σας τέκνα μου , αυτή την απαισιοδοξία! Μια σωτηρία υπάρχει για σένα: πάρε τον εαυτό σου και κάνε τον υπεύθυνο για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Φίλε μου, αυτό στ’ αλήθεια είναι έτσι. Γιατί μόλις θεωρήσεις ειλικρινά τον εαυτό σου υπόλογο για όλα και για όλους, θα δεις κιόλας στη στιγμή πως ακριβώς έτσι είναι και πως εσύ φταις ακριβώς για όλους και για όλα. Μ’ αν θα ρίχνεις τη δική σου οκνηρία και τη δική σου αδυναμία στους άλλους, θα καταντήσεις στο τέλος να πλημμυρίσεις από σατανική περηφάνια και θα τα βάλεις με το Θεό. …
Μπορεί κανείς να κρίνει τους όμοιους του; Περί της μέχρι τέλους πίστεως.
Να θυμάσαι προ πάντων πως δεν μπορείς να γίνεις κανενός κριτής. Επειδή δεν μπορεί να υπάρξει στη γη δικαστής για έναν που εγκλημάτησε, πριν να νοιώσει αυτός ο δικαστής πως κι ο ίδιος είναι το ίδιο εγκληματίας σαν κι αυτόν ποιεί μπροστά του και πως ίσως-ίσως αυτός ναναι ο πιο ένοχος απ’ όλους. Όταν φτάσει στο σημείο να το παραδεχτεί αυτό, τότε θα μπορέσει να γίνει και δικαστής των άλλων. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράλογο απ΄’ τη πρώτη άποψη, είναι ωστόσο αληθινό. Γιατί αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε καν ο εγκληματίας που τώρα πρέπει να δικάσω.
Αν μπορείς να πάρεις απάνω σου το έγκλημα του κατηγορούμενου που θα δικάσει η καρδιά σου, τότε να το πάρεις χωρίς χρονοτριβή και να υποφέρεις συ γι’ αυτόν, και κείνον να τον αφήσεις να φύγει χωρίς καμιά νουθεσία. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο Νόμος σε όρισε δικαστή του, προσπάθησε και τότε να τον δικάσεις όσο σου είναι δυνατόν με το ίδιο πνεύμα, επειδή ο κατηγορούμενος θα φύγει και θα καταδικάσει τον εαυτό του πολύ χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει το δικό σου δικαστήριο. Αν μείνει ασυγκίνητος στη χάρη που του έκανες- ίσως ακόμα και να σε περιγελάσει- μην παρασέρνεσαι απ’ αυτό: θα πει πως δεν έφτασε ακόμα η ώρα του, μα θάρθει στον καιρό της. Μα κι αν δεν έρθει δεν πειράζει: θα βρεθεί κάποιος άλλος στη θέση του να καταλάβει και να μαρτυρήσει, να καταδικάσει και να κατηγορήσει μονάχος του τον εαυτό του κι έτσι θα εκπληρωθεί η αλήθεια. Αυτό να το πιστεύει βαθειά, να το πιστεύεις χωρίς αμφιβολίες γιατί σ’ αυτό στηρίζεται όλη η ελπίδα και η αγάπη των αγίων. Να κάνεις ακούραστα το καλό. Αν τη νύχτα θυμηθείς όταν πέσεις να κοιμηθείς πως δεν έκανα εκείνα πούπρεπε»,τότε να σηκωθείς αμέσως και να το κάνεις Αν οι άνθρωποι γύρω σου είναι κακοί και αναίσθητοι και δεν θελήσουν να σ’ ακούσουν , τότε να γονατίσεις μπροστά τους και να τους ζητήσεις συγχώρεση , γιατί, μα την αλήθεια, φταις και συ που δεν θέλουν να σ’ ακούσουν. Και να εξαγριωθούν τόσο πολύ που να σου είναι αδύνατο να τους μιλήσεις, τότε να τους βοηθάς σιωπηλά και με ταπεινοφροσύνη, χωρίς ποτέ να χάνεις την ελπίδα σου. Κι αν σε παρατήσουν όλοι και σε αποπέμψουν με τη βία τότε, όταν θα μείνεις μόνος, πέσε καταγής και φίλησε το χώμα, βρέξε το με τα δάκρυα σου και η γη θα καρπίσει , έστω κι αν δεν σε δει και δεν σ’ ακούει κανένας στην απομόνωση σου. Να πιστεύεις ως το τέλος, έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι της γης χάσανε την πίστη τους και απόμεινες μονάχα εσύ πιστός: Πρόσφερε τη θυσία σου και τότε, ύμνησε το Θεό, εσύ, ο μόνος που έμεινες.
Κι αν συναντήσεις άλλον ένα σας και σένα, να αμέσως-αμέσως ένας κόσμος ολάκερος , ένας κόσμος ζώσης αγάπης. Αγκαλιαστείτε τότε και υμνήστε τον Κύριο: γιατί η αλήθεια Του εκπληρώθηκε έστω μονάχα και σε σας του δύο…
Περί κολάσεως και εξωτέρου πυρός. Μυστηριακή θεώρηση
Πατέρες και διδάσκαλοι, σκέφτομαι: «Τι είναι Κόλαση; Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Μια φορά, μέσα στο άπειρο, τον άμετρο χρόνο και στο διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη- με την εμφάνιση της πάνω στη γη- η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: «υπάρχω και αγαπώ». Μια φορά, μονάχα μία φορά της δόθηκε μια στιγμή ενεργητικής αγάπης, ζώσης και για τούτο της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί με αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η όλβια ύπαρξη αρνήθικε το ανεκτήμιτο δώρο , δεν το εξετίμησε, δεν το αγάπησε τούρριξε μια κοροϊδευτική ματιά και έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φεύγει απ’ τη γη, βλέπει τους κόλπου του Αβραάμ, πιάνει κουβέντα με τον Αβραάμ, όπως μας το λέει η παραβολή του Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει τον Παράδεισο , μπορεί ακόμα να πλησιάσει και τον Κύριο, μα τούτο ακριβώς είναι το μαρτύριο της, το ότι ανεβαίνει στο Θεό δίχως νάχει αγαπήσει, επειδή μόλις αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Επειδή τώρα βλέπει ξεκάθαρα και θα πει μοναχός του στον εαυτό του : τώρα πια κατέχω τη γνώση , και λ’ όλο που διψάω ν’ αγαπήσω, δεν θα υπάρχει πια κανένας άθολος στην αγάπη μου, δεν θα υπάρχει θυσία, γιατί τελείωσε πια η επίγεια ζωή μου , δεν θάρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για μια αγάπη πνευματική μ που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δεν θα υπάρξει καιρός: και αν ακόμα θάμουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια γιατί πέρασε κείνη η ζωή που θα μπορούσα να την προσφέρω θυσία στην αγάπη , και τώρα μια άβυσσος χωρίζει κείνη τη ζωή απ’ την τωρινή μου ύπαρξη. Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση , δεν το ερευνώ αυτό το μυστήριο γιατί με πιάνει δέος, σκέφτομαι όμως πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δεχόταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν , έσω και για μια στιγμή μονάχα το ψυχικό τους μαρτύριο που είναι ακόμα πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ’ αυτό το ψυχικό τους μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα τόχουν μέσα τους….
Ω υπάρχουν άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση , αλαζόνες και θηριώδεις, παρ’ όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενόραση της αναντίρρητης αλήθειας. Αυτοί αποζήτησαν από μόνοι τους την κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν . αυτοί πια είναι κολασμένοι με το έτσι θέλω. Υπάρχουν μερικοί απαίσιοι που καταράστηκαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Όμως δεν πρόκειται να χορτάσουν εις τους αιώνες των αιώνων γιατί δεν δέχονται τα συχωρεθούν και καταριόνται το Θεό που τους καλεί κοντά Του. Δεν τους είναι μπορετό να βλέπουν , χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία Του. Και θα καίγονται στον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Όμως δεν θα λάβουν το θάνατο.
Αδερφοί Καραμαζόφ
Φ.Ντοστογιέφσκι
Πατέρες και διδάσκαλοι μου τι είναι καλόγερος; Οι μορφωμένοι άνθρωποι του καιρού μας προφέρουν τούτη τη έξη κοροϊδευτικά και είναι πολλοί που την ξεστομίζουν και σα βρισιά ακόμα. Κι όσοι περνάει ο καιρός τόσο και χειροτερεύει η κατάσταση. Η αλήθεια είναι , αλλοίμονο, η αλήθεια είναι πως κι ανάμεσα στους καλόγερους, υπάρχουν πολλοί οκνηροί, δούλοι της σάρκας, φιλήδονοι , αναιδείς αλήτες. Αυτούς παίρνουν σαν επιχείρημα οι μορφωμένοι κοσμικοί: «εσείς , μας λένε, είστε οκνηροί και παράσιτα μέλη της κοινωνίας, ζείτε με τον ξένο μόχθο, είσαστε όλοι σας αδιάντροποι ζητιάνοι». Κι όμως πόσοι είναι ταπεινοί και πράοι που δεν ζητούν άλλο παρά ν’ απομονωθούν και να προσευχηθούν με φλογερή πίστη στην ησυχία τους. Αυτούς λίγο τους θυμούνται, τους αποσιωπούν μάλιστα κι όμως πόσο θ’ απορούσαν αν τους έλεγα πως αυτοί οι πράοι που λαχτάρησαν ν’ απομονωθούν για να προσευχηθούν , ίσως να σώσουν για μιαν ακόμα φορά τη ρούσικη γη! Γιατί στ’ αλήθεια αυτοί είναι έτοιμοι κάθε στιγμή για το πλήρωμα του χρόνου. Φυλάνε προσωρινά στην απομόνωση τους μ’ ευλάβεια την αναλλοίωτη εικόνα του Χριστού σ’ όλη την αγνότητα της θεϊκής αλήθειας Του, όπως τους την παράδοσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Απόστολοι κι οι Μάρτυρες, και όταν θα χρειαστεί θα την υψώσουν στον κόσμο που η πίστη του έχει κλονιστεί. Αυτό είναι μια μεγάλη ιδέα. Τούτο το άστρο θα ρίξει την λαμπηδόνα του απ’ την Ανατολή.
Αυτές τις σκέψεις κάνω για τον καλόγερο. Μήπως είναι ψέμα; Μήπως είναι υπεροπτικό; Ρίξτε μια ματιά στους κοσμικούς, σ’ όλο αυτόν τον κόσμο που υψώνεται πάνω απ’ το λαό του Θεού. Τάχα δεν έχουν διαστρεβλώσει τη μορφή του Θεού και την αλήθεια του; Έχουν την επιστήμη τους . Mα η επιστήμη μπορεί να εξετάσει μονάχα τα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Ο ψυχικός κόσμος δηλαδή το μεγαλύτερο ήμισυ της ανθρώπινης ύπαρξης , έχει τέλεια εξοστρακιστεί , αποπέμφθηκε μ’ αλαλαγμούς θριάμβου , ακόμη και με μίσος. Ο κόσμος διακύρηξε την ελευθερία του , ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, και τι έγινε τάχα με τούτη την ελευθερία τους. Μονάχα υποδούλωση και αυτοκτονία! Επειδή οι κοσμικοί λένε: «έχεις ανάγκες και πρέπει να τις ικανοποιήσεις. Γιατί έχεις τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι εξέχοντες και οι πλούσιοι. Μη φοβάσαι να τις ικανοποιήσεις , απεναντίας πρέπει να τις πολλαπλασιάσεις τις ανάγκες σου». Αυτό είναι το πραγματικό δόγμα του κόσμου. Νομίζουν ότι αυτό θα πει ελευθερία. Μα τι βγαίνει απ’ αυτό το δικαίωμα της αύξησης των αναγκών; Στους πλούσιους η απομόνωση , και η πνευματική αυτοκτονία, στους πτωχούς ο φθόνος και ο φόνος επειδή δικαιώματα βέβαια τους δώσανε μα δεν δείξανε ακόμα τον τρόπο να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. …
Ο μοναστικός δρόμος είναι εντελώς διαφορετικός. Κοροϊδεύουν την υποταγή, τη νηστεία και την προσευχή και όμως αυτό είναι ο μοναδικός δρόμος για να πετύχει κανείς την πραγματική , την αληθινή ελευθερία: Ξεριζώνω από μέσα μου τις περιττές και άχρηστες ανάγκες, δαμάζω τον εγωισμό και την περιφανείς μου με την υπακοή και την πειθαρχία και φτάνω έτσι , με τη βοήθεια του Θεού στην ελευθερία του πνεύματος και μαζί στην πνευματική αγαλλίαση!... κατακρίνουν τον καλόγερο για την απομόνωση του «Απομονώνεσαι μέσα στο μοναστήρι για να σώσεις την ψυχή σου και ξεχνάς πως πρέπει να υπηρετήσεις σαν αδερφός την ανθρωπότητα». Μ’ ας εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα. Ποιος δείχνει περισσότερη αδερφική αγάπη; Γιατί δεν είμαστε εμείς οι απομονωμένοι μα εκείνοι μονάχα που δεν το βλέπουν. Από μας, απ’ τα μοναστήρι, βγαίνανε απ’ τα παλιά χρόνια οι λαϊκοί ηγέτες. Γιατί να μη βρεθούν και τώρα; Τούτοι οι ίδιοι οι ταπεινοί και οι πράοι νηστευτές και σιωπητές θα ξεσηκωθούν και θα εργασθούν για τη μεγάλη υπόθεση. Ραπ ‘το λαό θα έρθει η σωτηρία της Ρωσίας. Και το ρούσικο μοναστήρι ήταν πάντα μαζί με το λαό. Αν ο λαός βρίσκεται σ’ απομόνωση , θα πει πως και μείς είμαστε απομονωμένοι. Ο λαός πιστεύει με τον δικό του τρόπο. Ένας άθεος ηγέτης δεν θα κατορθώσει να κάνει τίποτα στη Ρωσία, έστω κι αν έχει ειλικρινή καρδιά και έξοχο μυαλό. Αυτό να το θυμάστε. Ο λαός θ’ αντιμετωπίσει τον αθεϊστή και τα το κατατροπώσει και θα γίνει η ενιαία ορθόδοξη Ρωσία. Φροντίστε λοιπόν το λαό και διαφυλάξτε αμόλυντη την καρδιά του . μορφώστε την εν σιωπή. Αυτός θα ναι ο μοναδικός σας άθλος. Γιατί αυτός ο λαός είναι θεοφόρος.
Περί προσευχής , αγάπης και επαφής μετ’ άλλων κόσμων
Νέε, μην ξεχνάς την προσευχή σου∙ σε κάθε σου προσευχή , αν είσαι ειλικρινής, θα προβάλει ένα καινούργιο συναίσθημα και μέσα σ’ αυτό μια καινούργια σκέψη, που άλλοτε την αγνοούσες και που θα σου δώσει καινούργιο θάρρος. Και θα καταλάβεις πως η προσευχή είναι διαπαιδαγώγηση. Να θυμάσαι και τούτο ακόμα: κάθε μέρα και κάθε φορά που θα μπορείς να επαναλαμβάνεις μέσα σου: «Κύριε ελέησον όσους ενεφανίστησαν σήμερον ενώπιόν σου». Γιατί την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή χιλιάδες άνθρωποι τελειώνουν τη ζωή τους σ’ αυτή τη γη και οι ψυχές τους παρουσιάζονται ενώπιον του Θεού. Κι είναι πολλοί αυτοί που έφυγαν απ’ τη γη έρημοι , δίχως να το ξέρει κανείς, μέσα στην κατάθλιψη και στον πόνο με τη σκέψη πως κανένας δεν θα βρεθεί να τους λυπηθεί και πως κανένας δεν θα ξέρει αν ζήσανε καμιά φορά είτε όχι. Και να που η προσευχή σου υπέρ αναπαύσεως τους, απ’ την άλλη άκρη του κόσμου θα φτάσει στο Θεό , έστω και αν σου είναι ολότελα άγνωστος. Πόσο θ’ αγαλιάσει η ψυχή τους που στάθηκε περίτρομη μπροστά στο Θεό, σαν θα νιώσει κείνη τη στιγμή πως υπάρχει ένας άνθρωπος που προσεύχεται γι’ αυτούς, που έμεινε κάτω στη γη μια ανθρώπινη ύπαρξη να τους αγαπάει. Μα και ο Θεός θα τους σπλαχνιστεί περισσότερο , γιατί αφού βρέθηκες εσύ να τους λυπηθείς πόσο μάλλον ο Θεός που η ευσπλαχνία και η αγάπη του είναι αστείρευτη. Και θα τους συγχωρήσει για χάρη σου.
Αδερφοί μου μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμη και μέσα στην αμαρτία του γιατί αυτή η αγάπη είναι το ομοίωμα της αγάπης του Θεού κι αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης. Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητα της μας και στο κάθε της κομματάκι…Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη κι ασυννέφιαστη χαρά. Μη την καταστρέφετε λοιπόν , μη τα βασανίζετε, μη τους αφαιρετέ τη χαρά τους, μη πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα, ενώ εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την παρουσία σου και αφήνεις πίσω σου τα σαπρά σου ίχνη. … Ν’αγαπάτε ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά για τι αυτά είναι αναμάρτητα, σαν τους αγγέλους και ζούνε για να μας δίνουν χαρά, και να εξαγνίζουν τις καρδιές μας και είναι σαν ένα παράδειγμα για μας. Αλλοίμονο σ’ όποιον προσβάλει ένα παιδί…
Ίσως έρθει μια μέρα πού δεν θα ξέρεις τι ν’ αποφασίσεις, ιδιαίτερα όταν θα βλέπεις τα κρίματα των ανθρώπων και θ’ αναρωτιέσαι: «Να του επιβληθώ με τη βία ή με την ταπεινή αγάπη;» πάντα αυτή την απόφαση να παίρνεις: «θα του επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη». Αν τ’ αποφασίσεις αυτά οριστικά, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο. Η ταπεινοφροσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι μια δύναμη φοβερή , πιο δυνατή από κάθε άλλη. Τίποτα παρόμοιο δεν υπάρχει πάνω στη γη. Κάθε μέρα, κάθε ώρα , κάθε στιγμή να προσέχει τον εαυτό σου και να φροντίζεις να είναι κόσμια η μορφή σου. Επειδή μπορεί να σού τύχει να περάσεις μπροστά απ’ ένα παιδάκι, οργισμένος, βλαστημώντας, με την ψυχή γεμάτη θυμό, μπορεί εσύ να μη το πρόσεξες καθόλου το παιδάκι μα εκείνο θα σε δει , και το πρόσωπο σου το παραμορφωμένο απ’ την οργή και την ασέβεια είναι πιθανό να χαραχτεί στην ανυπεράσπιστή καρδούλα του. Χωρίς να το καταλάβεις μπορείς να τούριξεις ένα κακό σπόρο στην ψυχή του που ίσως να βλαστήσει , και όλα αυτά γιατί δεν φυλάχτηκες μπροστά στο παιδί και γιατί δεν καλλιέργησες μέσα σου την προνοητική και τη δραστήρια αγάπη…
Φίλοι μου , να παρακαλείτε το Θεό να σας δώσει ευθυμία. Νάσαστε εύθυμοι σαν τα μικρά παιδιά, σαν τα πετεινά του ουρανού. Και μη σας απασχολούν τα κρίματα των ανθρώπων , μη φοβάστε πως θα ματαιώσουν το έργο σας και δεν θα τα’ αφήσουν να πραγματοποιηθεί. Μη λέτε: «η αμαρτία είναι ισχυρή , είναι ισχυρή η ασέβεια, είναι ισχυρό το κακό περιβάλλον και μείς είμαστε μονάχοι και ανυπεράσπιστοί, θα μας πνίξει το κακό περιβάλλον και δεν θ’ αφήσει να πραγματοποιηθεί το θεάρεστο έργο». Αποδιώχτε μακριά σας τέκνα μου , αυτή την απαισιοδοξία! Μια σωτηρία υπάρχει για σένα: πάρε τον εαυτό σου και κάνε τον υπεύθυνο για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Φίλε μου, αυτό στ’ αλήθεια είναι έτσι. Γιατί μόλις θεωρήσεις ειλικρινά τον εαυτό σου υπόλογο για όλα και για όλους, θα δεις κιόλας στη στιγμή πως ακριβώς έτσι είναι και πως εσύ φταις ακριβώς για όλους και για όλα. Μ’ αν θα ρίχνεις τη δική σου οκνηρία και τη δική σου αδυναμία στους άλλους, θα καταντήσεις στο τέλος να πλημμυρίσεις από σατανική περηφάνια και θα τα βάλεις με το Θεό. …
Μπορεί κανείς να κρίνει τους όμοιους του; Περί της μέχρι τέλους πίστεως.
Να θυμάσαι προ πάντων πως δεν μπορείς να γίνεις κανενός κριτής. Επειδή δεν μπορεί να υπάρξει στη γη δικαστής για έναν που εγκλημάτησε, πριν να νοιώσει αυτός ο δικαστής πως κι ο ίδιος είναι το ίδιο εγκληματίας σαν κι αυτόν ποιεί μπροστά του και πως ίσως-ίσως αυτός ναναι ο πιο ένοχος απ’ όλους. Όταν φτάσει στο σημείο να το παραδεχτεί αυτό, τότε θα μπορέσει να γίνει και δικαστής των άλλων. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράλογο απ΄’ τη πρώτη άποψη, είναι ωστόσο αληθινό. Γιατί αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε καν ο εγκληματίας που τώρα πρέπει να δικάσω.
Αν μπορείς να πάρεις απάνω σου το έγκλημα του κατηγορούμενου που θα δικάσει η καρδιά σου, τότε να το πάρεις χωρίς χρονοτριβή και να υποφέρεις συ γι’ αυτόν, και κείνον να τον αφήσεις να φύγει χωρίς καμιά νουθεσία. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο Νόμος σε όρισε δικαστή του, προσπάθησε και τότε να τον δικάσεις όσο σου είναι δυνατόν με το ίδιο πνεύμα, επειδή ο κατηγορούμενος θα φύγει και θα καταδικάσει τον εαυτό του πολύ χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει το δικό σου δικαστήριο. Αν μείνει ασυγκίνητος στη χάρη που του έκανες- ίσως ακόμα και να σε περιγελάσει- μην παρασέρνεσαι απ’ αυτό: θα πει πως δεν έφτασε ακόμα η ώρα του, μα θάρθει στον καιρό της. Μα κι αν δεν έρθει δεν πειράζει: θα βρεθεί κάποιος άλλος στη θέση του να καταλάβει και να μαρτυρήσει, να καταδικάσει και να κατηγορήσει μονάχος του τον εαυτό του κι έτσι θα εκπληρωθεί η αλήθεια. Αυτό να το πιστεύει βαθειά, να το πιστεύεις χωρίς αμφιβολίες γιατί σ’ αυτό στηρίζεται όλη η ελπίδα και η αγάπη των αγίων. Να κάνεις ακούραστα το καλό. Αν τη νύχτα θυμηθείς όταν πέσεις να κοιμηθείς πως δεν έκανα εκείνα πούπρεπε»,τότε να σηκωθείς αμέσως και να το κάνεις Αν οι άνθρωποι γύρω σου είναι κακοί και αναίσθητοι και δεν θελήσουν να σ’ ακούσουν , τότε να γονατίσεις μπροστά τους και να τους ζητήσεις συγχώρεση , γιατί, μα την αλήθεια, φταις και συ που δεν θέλουν να σ’ ακούσουν. Και να εξαγριωθούν τόσο πολύ που να σου είναι αδύνατο να τους μιλήσεις, τότε να τους βοηθάς σιωπηλά και με ταπεινοφροσύνη, χωρίς ποτέ να χάνεις την ελπίδα σου. Κι αν σε παρατήσουν όλοι και σε αποπέμψουν με τη βία τότε, όταν θα μείνεις μόνος, πέσε καταγής και φίλησε το χώμα, βρέξε το με τα δάκρυα σου και η γη θα καρπίσει , έστω κι αν δεν σε δει και δεν σ’ ακούει κανένας στην απομόνωση σου. Να πιστεύεις ως το τέλος, έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι της γης χάσανε την πίστη τους και απόμεινες μονάχα εσύ πιστός: Πρόσφερε τη θυσία σου και τότε, ύμνησε το Θεό, εσύ, ο μόνος που έμεινες.
Κι αν συναντήσεις άλλον ένα σας και σένα, να αμέσως-αμέσως ένας κόσμος ολάκερος , ένας κόσμος ζώσης αγάπης. Αγκαλιαστείτε τότε και υμνήστε τον Κύριο: γιατί η αλήθεια Του εκπληρώθηκε έστω μονάχα και σε σας του δύο…
Περί κολάσεως και εξωτέρου πυρός. Μυστηριακή θεώρηση
Πατέρες και διδάσκαλοι, σκέφτομαι: «Τι είναι Κόλαση; Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Μια φορά, μέσα στο άπειρο, τον άμετρο χρόνο και στο διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη- με την εμφάνιση της πάνω στη γη- η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: «υπάρχω και αγαπώ». Μια φορά, μονάχα μία φορά της δόθηκε μια στιγμή ενεργητικής αγάπης, ζώσης και για τούτο της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί με αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η όλβια ύπαρξη αρνήθικε το ανεκτήμιτο δώρο , δεν το εξετίμησε, δεν το αγάπησε τούρριξε μια κοροϊδευτική ματιά και έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φεύγει απ’ τη γη, βλέπει τους κόλπου του Αβραάμ, πιάνει κουβέντα με τον Αβραάμ, όπως μας το λέει η παραβολή του Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει τον Παράδεισο , μπορεί ακόμα να πλησιάσει και τον Κύριο, μα τούτο ακριβώς είναι το μαρτύριο της, το ότι ανεβαίνει στο Θεό δίχως νάχει αγαπήσει, επειδή μόλις αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Επειδή τώρα βλέπει ξεκάθαρα και θα πει μοναχός του στον εαυτό του : τώρα πια κατέχω τη γνώση , και λ’ όλο που διψάω ν’ αγαπήσω, δεν θα υπάρχει πια κανένας άθολος στην αγάπη μου, δεν θα υπάρχει θυσία, γιατί τελείωσε πια η επίγεια ζωή μου , δεν θάρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για μια αγάπη πνευματική μ που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δεν θα υπάρξει καιρός: και αν ακόμα θάμουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια γιατί πέρασε κείνη η ζωή που θα μπορούσα να την προσφέρω θυσία στην αγάπη , και τώρα μια άβυσσος χωρίζει κείνη τη ζωή απ’ την τωρινή μου ύπαρξη. Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση , δεν το ερευνώ αυτό το μυστήριο γιατί με πιάνει δέος, σκέφτομαι όμως πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δεχόταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν , έσω και για μια στιγμή μονάχα το ψυχικό τους μαρτύριο που είναι ακόμα πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ’ αυτό το ψυχικό τους μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα τόχουν μέσα τους….
Ω υπάρχουν άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση , αλαζόνες και θηριώδεις, παρ’ όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενόραση της αναντίρρητης αλήθειας. Αυτοί αποζήτησαν από μόνοι τους την κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν . αυτοί πια είναι κολασμένοι με το έτσι θέλω. Υπάρχουν μερικοί απαίσιοι που καταράστηκαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Όμως δεν πρόκειται να χορτάσουν εις τους αιώνες των αιώνων γιατί δεν δέχονται τα συχωρεθούν και καταριόνται το Θεό που τους καλεί κοντά Του. Δεν τους είναι μπορετό να βλέπουν , χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία Του. Και θα καίγονται στον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Όμως δεν θα λάβουν το θάνατο.
Αδερφοί Καραμαζόφ
Φ.Ντοστογιέφσκι
Φ.Ντοστογιέφσκι-Έγκλημα και τιμωρία Αποσπασμα
Ο Φονιάς και η Πόρνη.
(…)
Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.
-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.
-Όχι! Ψιθύρισε η Σόνια.
-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; Πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.
-Δοκίμασα.
-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.
Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.
-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;
Η Σόνια τα’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.
-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.
-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.
-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...
-Άλλους αφήνει όμως
-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.
-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Του ‘ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.
-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τα’χει χαμένα, μα βλέπω πως και σείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ’ από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνονται και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν να’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.
-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου μουρμούρησε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.
Αυτός σηκώθηκε αμέσως.
-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνηα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου , πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.
-Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; Ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!
-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τα’ ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζείς σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θα’ ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!
-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν ; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.
Ο Ρασκόνλικοφ την κοίταξε παράξενα.
Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν το’χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να το’ χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και το’χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία που’δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τι να’ταν λοιπόν , τι μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τι σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.
Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβενε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαραχτήρα της και τη μόρφοση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνια είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πενευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τι ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό το’βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.
«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».
Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.
« Μα είναι λοιπόν δυνατό να’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή να’χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί να’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι , ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρόμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τι, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θα’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»
Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτή τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.
-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.
Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.
-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; Ψυθύρισε αυτή γρήγορα και ζωήρα και του’ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και του’σφιξε το χέρι.
«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.
-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! Ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.
Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.
-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.
«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.
-Όλα μου τα δίνει! Ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.
«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ’ αχόρταγη περιέργεια.
Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδον νοσηρό συναίσθημα, κοιταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.
-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.
Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.
-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς α τον κοιτάξει.
-Ποιος το’φερε;
-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα
«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.
Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.
Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.
-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.
Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.
-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει
-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.
«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.
-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.
-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!
-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;
-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;
-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.
Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.
-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;
-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.
-Για ποιον;
-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.
Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.
-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;
-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.
Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι:κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.
«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.
-Διάβασε! Φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.
Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρλή».
-Τι σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.
-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.
Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.
«Ην δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.
Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την τραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:
«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».
Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…
«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»
(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):
«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»
Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.
«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»
Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι ,έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη απο πραγματκό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή
«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».
Τόνισε ιδιαίτερα το τεταρτιαίος∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»
Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τα’βλεπε όλ’ αυτά μπρός στα μάτια της.
«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»
Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.
-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….
(…)
-Μονάχα εσένα έχω τώρα, πρόσθεσε αυτός. Ας πάμε μαζί…ήρθα σε σένα, είμαστε κι οι δυο μας καταραμένοι, ας πάρουμε το δρόμο μαζί!
Τα μάτια του λάμψανε. «Κάνει σαν τρελός», σκέφτηκε η Σόνια….
Φ. Ντοστογιέβσκη
Έγκλημα και Τιμωρία
Τόμος Β΄
Μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ
(…)
Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.
-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.
-Όχι! Ψιθύρισε η Σόνια.
-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; Πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.
-Δοκίμασα.
-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.
Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.
-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;
Η Σόνια τα’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.
-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.
-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.
-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...
-Άλλους αφήνει όμως
-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.
-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Του ‘ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.
-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τα’χει χαμένα, μα βλέπω πως και σείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ’ από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνονται και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν να’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.
-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου μουρμούρησε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.
Αυτός σηκώθηκε αμέσως.
-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνηα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου , πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.
-Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; Ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!
-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τα’ ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζείς σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θα’ ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!
-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν ; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.
Ο Ρασκόνλικοφ την κοίταξε παράξενα.
Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν το’χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να το’ χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και το’χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία που’δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τι να’ταν λοιπόν , τι μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τι σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.
Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβενε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαραχτήρα της και τη μόρφοση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνια είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πενευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τι ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό το’βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.
«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».
Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.
« Μα είναι λοιπόν δυνατό να’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή να’χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί να’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι , ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρόμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τι, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θα’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»
Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτή τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.
-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.
Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.
-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; Ψυθύρισε αυτή γρήγορα και ζωήρα και του’ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και του’σφιξε το χέρι.
«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.
-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! Ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.
Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.
-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.
«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.
-Όλα μου τα δίνει! Ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.
«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ’ αχόρταγη περιέργεια.
Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδον νοσηρό συναίσθημα, κοιταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.
-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.
Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.
-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς α τον κοιτάξει.
-Ποιος το’φερε;
-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα
«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.
Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.
Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.
-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.
Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.
-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει
-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.
«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.
-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.
-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!
-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;
-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;
-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.
Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.
-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;
-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.
-Για ποιον;
-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.
Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.
-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;
-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.
Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι:κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.
«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.
-Διάβασε! Φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.
Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρλή».
-Τι σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.
-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.
Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.
«Ην δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.
Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την τραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:
«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».
Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…
«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»
(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):
«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»
Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.
«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»
Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι ,έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη απο πραγματκό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή
«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».
Τόνισε ιδιαίτερα το τεταρτιαίος∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»
Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τα’βλεπε όλ’ αυτά μπρός στα μάτια της.
«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»
Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.
-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….
(…)
-Μονάχα εσένα έχω τώρα, πρόσθεσε αυτός. Ας πάμε μαζί…ήρθα σε σένα, είμαστε κι οι δυο μας καταραμένοι, ας πάρουμε το δρόμο μαζί!
Τα μάτια του λάμψανε. «Κάνει σαν τρελός», σκέφτηκε η Σόνια….
Φ. Ντοστογιέβσκη
Έγκλημα και Τιμωρία
Τόμος Β΄
Μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)