ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Όταν ο Θεός αποφάσισε να δώσει ζωή στον άνθρωπο και να τον καταστήσει κορωνίδα της δημιουργίας, σίγουρα είχε μεγάλα σχέδια γι΄ αυτόν. Απόδειξη ότι δεν χρησιμοποίησε απλά και μόνο ένα υλικό στοιχείο για τη δημιουργία του αλλά κι ένα «κομμάτι του εαυτού Του». Η Γένεσις μας δίνει πολύ παραστατικά την εικόνα αυτή: «και έπλασεν ο Θεός τον Άνθρωπον χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις τον πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β΄,7)
Το δώρο της ζωής δόθηκε στον άνθρωπο ακέραιο χωρίς μικρότητες και υπολογισμούς. Ο Θεός που δημιούργησε τέλεια όλα τα πλάσματά του, έδωσε στον άνθρωπο την αθανασία και την αιωνιότητα. Και όσο ο άνθρωπος εκπληρούσε το σκοπό για τον οποίο τάχτηκε απ΄ τον Δημιουργό του, μπορούσε ν΄ απολαμβάνει όλα τ΄ αγαθά που είχαν φτιαχτεί γι΄ αυτόν.
Ήταν λοιπόν τέλεια κάτοχος όλων των αγαθών και της ζωής. Άλλωστε η προειδοποιητική εντολή του Θεού «ή δ΄ αν ημέρα φάγητε απ΄ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. Β΄, 17), δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος μεταίχε της Αθανασίας και η τυχόν παρέκκλισή του από τις εντολές του Θεού, θα τιμωρούνταν με τη στέρησή της.
Πράγματι η παρακοή των πρωτοπλάστων στο θέλημα του Θεού άλλαξε την πορεία της ζωής τους. Πρώτη και άμεση συνέπεια αυτής της ηθικής παρεκτροπής υπήρξε ο φόβος και η γνώση. Πολύ χαρακτηριστικά η Π.Δ. μας παρουσιάζει τη σκηνή: οι Πρωτόπλαστοι κρυμμένοι και η βροντερή φωνή του Θεού που τους καταδιώκει. Η απάντηση του Αδάμ βγαίνει μετά από πολλούς φόβους και δισταγμούς: «της φωνής σου ήκουσα και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι και εκρύβην» (Γεν. Γ΄, 10).
Την ίδια ατμόσφαιρα φόβου δημιουργεί και το απόσπασμα από την Υμνολογία της Μεγάλης Τρίτης «...ων, εν τω παραδείσω Ευα το δειλινόν, κρότος τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη».
Ο άνθρωπος φοβάται. Φοβάται και ντρέπεται. Και τα δύο αυτά συναισθήματα είναι πρωτόγνωρα γι΄ αυτόν. Ποτέ πριν δεν είχε αισθανθεί έτσι. Για πρώτη φορά συναισθάνεται τη γύμνια του μπροστά στο κριτικό βλέμμα του Πλάστη του. Αυτή τη γύμνια δεν την γνώριζε πρώτα. Η Γένεσις αναφέρει σαφώς ότι: «και ήσαν οι δύο γυμνοί, ότε Αδάμ και η γυνή αυτού και ουκ ησχύνοντο» (Γεν. Β΄, 25).
Για να φτάσει ο άνθρωπος στη γνώση της ψυχικής του γύμνιας, της ηθικής του κατάπτωσης και την επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, μεσολάβησε η αμαρτία. Από τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος νεκρώθηκε. Έχασε τη γνησιότητα της ανθρωπιάς του, την αθωότητα και τη μοναδικότητά του μέσα στη δημιουργία.
Η γεμάτη δίκαιη οργή, φωνή του Θεού του΄ δωσε τη στερνή πικρή εντολή «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγείν τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ης ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. Γ΄, 19)
Η σπουδαιότερη λοιπόν συνέπεια της ηθικής κατάπτωσης του ανθρώπου, ήταν η απώλεια της αθανασίας του. Από δω και πέρα αρχίζει η τραγωδία του ανθρώπου. Ο πρώτος εκείνος φόβος που διαδέχτηκε την αμαρτία του, τον ακολουθεί παντού. Και ο άνθρωπος αγωνίζεται μόνος τραγικά και αδύναμα για ν΄ αποφύγει το θάνατο, την εξαφάνιση της προσωπικότητάς του. Αιώνες ολόκληρους τρέμει τον εκμηδενισμό και την αφάνεια που επιφέρει ο θάνατος που νεκρώνει μόνο το σώμα σαν βιολογικό γεγονός και καταρρίπτει την ανθρώπινη προσωπικότητα στη γενικότερη έννοιά της.
Την ίδια αγωνία και τον ίδιο προβληματισμό συναντούμε και στις φιλοσοφικές αντιλήψεις όλων των αρχαίων λαών και ιδιαίτερα των αρχαίων Ελλήνων. Η θρησκευτική αίρεση των Ορφικών για πρώτη φορά στην αρχαία σκέψη προσεγγίζει βαθύτερα το πρόβλημα του θανάτου. Οι Ορφικοί πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι παρά μία προσέγγιση του ανθρώπου προς το θείο και η θεωρία τους δεν είναι απαλλαγμένη από τάσεις προς τον ασκητισμό. Βέβαια βασική ιδέα στη θεωρία τους είναι η πίστη για τη μετεμψύχωση.
Στην πρώιμη αρχαιότητα ο θάνατος είναι η βέβαιη μοίρα του ανθρώπου, το κανονικό του μερίδιο στη ζωή. Αν παραδεχθούμε δε ότι είναι ορθή η άποψη «αρχή σοφίας ονομάτων επίστασις», τότε καταλαβαίνουμε γιατί σύντομα οι έννοιες θάνατος και μοίρα έγιναν συνώνυμες (μοίρα – μορία, μείρομαι – μοιράζω). Η μοιρολατρία παίρνει ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή κάτω από την εξουσία της. Ο Όμηρος ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, πήγε τόσο μακριά, ώστε πολλές φορές οι άνθρωποι απαλλάσσονται από την ευθύνη των πράξεών τους (N. P. NILSON: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας).
Αιώνες αργότερα, όταν η φιλοσοφική σκέψη προχώρησε πολύ, ο θάνατος έμεινε το πρώτο θέμα στην κορυφή της πυραμίδας των ανθρώπινων προβλημάτων. Στον πολυσυζητημένο «Φαίδωνα» ο Σωκράτης ονομάζει το θάνατο σαν «την απαλλαγή της ψυχής από του σώματος» η δε πίστη του στην αθανασία είναι προφανής όταν την αποδεικνύει με τα επιχειρήματα της ανάμνησης, των εναντίων και τα αντικείμενα της νοήσεως και των αισθήσεων που τον δικαιώνουν απόλυτα.
Στα «Μικρά Φυσικά» του ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση ανάμεσα στο θάνατο των ζώων και των ανθρώπων, δηλαδή στο βιολογικό φαινόμενο και στο πνευματικό. «Έστι μεν ουν πάσι τοις ζώοις κοινόν γένεσις και θάνατος, οι δε τρόποι διαφέρουσι τω είδει. Ου γαρ αδιάφορος η φθορά, αλλ΄ έχει τι κοινόν».
Ο θάνατος είναι άλλοτε βίαιος και άλλοτε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αρχική αιτία είναι εξωτερική και φυσικός όταν είναι εσωτερική. Κατά τον Αριστοτέλη «τελευτή και φθορά βίαιος μεν η του θερμού σβέσις και μάρανσις, η δε κατά φύσιν του αυτού τούτου μάρανσις διά χρόνου μήκος γινομένη και τελειοτάτη».
Κάπως έτσι η θύραθεν παιδεία πραγματεύεται το θέμα του θανάτου. Όπως και νάχει το πράγμα, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει και να δικαιολογήσει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Κι αυτή του η προσπάθεια περιστρεφόταν πάντα σχεδόν γύρω από τον ίδιο κεντρικό άξονα: τη σχέση του ανθρώπου και του Θείου. Όλη τους η σκέψη όμως έδωσε στο πρόβλημα «ζωή θάνατος» μια κυκλική διάσταση. Ο θάνατος διαδέχεται τη ζωή και αντίστροφα.
Ένα πάντως είναι γεγονός αναμφισβήτητο: η πίστη του ανθρώπου κάθε εποχής στην αθανασία της ψυχής. Μικρή απόδειξη της πίστης αυτής είναι και οι λαϊκές αντιλήψεις γύρω από την ποικιλία των ταφικών εθίμων. Το πιο αποκαλυπτικό απ΄ όλα είναι η χρησιμοποίηση αρχαίων κτερισμάτων που έμπαιναν στους τάφους για να χρησιμοποιήσει ο νεκρός στην άλλη ζωή, την «επέκεινα».
Πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική φυσικά είναι η θεώρηση του θέματος κάτω απ΄ το πρίσμα της χριστιανικής θρησκείας. Ο χριστιανισμός δεν ασχολείται με το θάνατο τόσο σαν βιολογικό φαινόμενο όσο σαν ψυχικό και πνευματικό γεγονός. Γι΄ αυτό η ασθένεια «ουκ έστι προς θάνατο». Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ο σωματικός θάνατος ο πραγματικός θάνατος, αλλά ο ψυχικός, η απονέκρωση του αιωνίου πνευματικού μας «εγώ» θεωρουμένη είτε σαν απόγνωση εκούσια μέσα στη διάσταση του κακού, του αμαρτωλού, του δαιμονικού, είτε σαν απελπισία ακούσια μπροστά στην αιωνιότητα. Η απελπισία, η απόγνωση υπό την υψηλή της έννοια καλούν τον άνθρωπο στον προορισμό του. Οι βαριά ασθενείς είναι όσοι δεν ασκούν αυτή τη φωνή της ανησυχίας και έχουν νεκρωθεί εφησυχάζοντας στον κόσμο τούτο με τα γήινα αγαθά του. Ποιο άλλο νόημα μπορεί να έχουν τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου: «ανήσυχη είναι η ψυχή μου, μέχρις όταν επιστρέψει εις Σε, Κύριε»;
Είναι φυσικό οπωσδήποτε ο άνθρωπος ν΄ ανησυχεί για το θάνατο μια που γι΄ αυτόν είναι μια άγνωστη περιοχή. Η παράδοση λέει για τον τετραήμερο φίλο του Χριστού, το Λάζαρο πως μετά την ανάστασή του δε γέλασε ποτέ. Γιατί άραγε; Ποιες άφατες εμπειρίες απέκτησε ο Λάζαρος στο σύντομο διάστημα που πέρασε στην άλλη ζωή, που τον άλλαξαν εντελώς; Κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου. Η απάντηση βρίσκεται μόνο στα λόγια του Ιησού «εγώ ειμι η Ανάστασις και η ζωή».
Ο φόβος για το βιολογικό φαινόμενο του ανθρώπου δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο ανθρώπινο αλλά και γενικότερα ζωικό. Ποτέ όμως τα ζώα δεν βλέπουν με τόσο δέος το θάνατο σαν πνευματικό γεγονός. Κι αυτό γιατί μόνο η ανθρώπινη προσωπικότητα μπορεί να καταρριφθεί από παρόμοιο ενδεχόμενο κίνδυνο. Γι αυτό οι πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι έχουν σαν κύριο μέλημά τους το Σωκρατικό «ου το ζην περί πλείστου ποιητέον, αλλά το ευ ζην». Αναρίθμητα τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Άπειρες φορές σαν έτυχε να συγκρούονται μεγάλα καθήκοντα, ο άνθρωπος βρήκε σαν ιδανική λύση το θάνατο, το βιολογικό βεβαίως θάνατο για να μην υποκύψει στον πνευματικό. Το χρέος του ανθρώπου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και ιερότερο απέναντι στην πνευματική του υπόσταση εν σχέσει προς το υλικό στοιχείο, απ΄ το οποίο συναποτελείται, το σώμα. Ο βιολογικός θάνατος άλλωστε δεν εμποδίζει την ανέλιξη, ωρίμανση και τελείωση του ανθρώπινου πνεύματος, αντίθετα από τα ζώα που ο θάνατος σταματά πράγματι κάθε τους δραστηριότητα.
Έτσι ο άνθρωπος έχοντας ν΄ αντιμετωπίσει συχνά μια οδυνηρή μάχη με τον πνευματικό θάνατο για την προάσπιση της προσωπικότητάς του, γίνεται ένα πρόσωπο τραγικό γεμάτο ερωτηματικά αναπάντητα. Κι επειδή σπάνια καταφέρνει να συμφιλιωθεί με τη φυσική νομοτέλεια, η τραγωδία του γίνεται φωνή διαμαρτυρίας κατά του Δημιουργού και έντονης κριτικής αποδοκιμασίας για το έργο Του. Φυσικά η στάση του αυτή είναι τόσο φαιδρή όπως κι εκείνη του Ξέρξη όταν έβαλε να μαστιγώσουν τον Ελλήσποντο για να εκδικηθεί την αποτυχία της προηγούμενης εκστρατείας του, γιατί όσο κι αν ο θάνατος είναι ένας τρομερός εχθρός για τον άνθρωπο, περιλαμβάνεται εν τούτοις μέσα στο σχέδιο για τη σωτηρία του, όπως το θέσπισε ο Θεός. Ο ρόλος του συνίσταται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να αμυνθεί στον κίνδυνο του εκμηδενισμού του, να γευτεί τη ζωή και να τον οδηγήσει με τη γνώση και την ελευθερία στην αιωνιότητα.
Απ΄ τη φύση του ο θάνατος είναι συνώνυμος με τον πόνο και το φόβο που συνήθως τον ακολουθούν. Η πορεία του ανθρώπου είναι πάντοτε ανασφαλής κι αυτό του δημιουργεί διαρκώς ένεν φόβο και συνάμα υποψιάζεται παντού κινδύνους, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν. Εντείνει την προσοχή του, προσπαθεί να εντοπίσει κάθε ύποπτο κίνδυνο κι αυτή η δράση του γεμίζει τη ζωή του με αγώνα και ταυτόχρονα τον εφοδιάζει με μια ακατάσχετη διάθεση δημιουργικότητας.
Ο πόνος διαφορετικά εκδηλώνεται στους ανθρώπους και διαφορετικά στα ζώα. Στα τελευταία που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσποιηθούν, ο πόνος αφήνει έντονα τα ίχνη του και γι΄ αυτό κατά τη στιγμή αυτή τα ζώα μας είναι ιδιαίτερα συμπαθή. Αντίθετα στον άνθρωπο, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ο πόνος είναι συνάρτηση δύο παραγόντων: της άσκησης και της αγωγής. Έτσι δημιουργούνται υπό την επήρεια του φόβου οι διάφοροι ανθρώπινοι χαρακτήρες που αντιδρούν με διάφορο τρόπο και ένταση στον πόνο. Αυτοί είναι καρτερικοί και εύψυχοι, εγωκεντρικοί αυτοαμυνόμενοι, και «πενθούντες και κλαίοντες» των Μακαρισμών. Οι πρώτοι αποδεχόμενοι τον πόνο γίνονται ειδωλολάτρες της δράσης και της δύναμης σε αντίθεση με τους τελευταίους που κάνουν τον πόνο ζωή και δράση και κατευθύνονται σε ψηλά δημιουργικά έργα. Η απάθεια που δέχονται οι Στωϊκοί ή η Νιρβάνα που υιοθετούν οι Βουδιστές, δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές από τη χριστιανική θρησκεία.
Ο Ιησούς τη μαρτυρική νύχτα του πόνου Του καλεί τους τρεις μαθητές Του ν΄ αγρυπνήσουν μαζί Του. Και ενώ Εκείνος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο», οι μαθητές αντέδρασαν σ΄ αυτό τον πόνο με την πιο παθητική τους στάση, την κατάσταση του ύπνου. Γι΄ αυτό ο Δάσκαλος τους επιπλήττει με πικρία. Διότι κατά την φοβερή αγωνία Του (η λέξη αγωνία επίταση της λέξεως αγών) εκείνοι έχουν μείνει αμέτοχοι. Όποιος όμως δεν συμμετέχει στον πόνο, αναγκαστικά δεν συμμετέχει και στη ζωή. «Εμείς οι άνθρωποι» λέει ο Μπετόβεν, «όντα περιορισμένα με απεριόριστο πνεύμα, γεννηθήκαμε μόνο για τον πόνο και τη χαρά και θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι σπουδαιότεροι άνθρωποι βρίσκουν τη χαρά μέσα στον πόνο». Ο πόνος είναι ευεργέτημα για τον άνθρωπο, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο. Σ΄ αυτό στηρίζεται ο Γκαίτε όταν λέει: «Όποιος δεν ξαγρύπνησε με τον πόνο και δεν γεύτηκε με δάκρυα το ψωμί του, αυτός δεν σας γνώρισε, ω ουρανοί...»
Ο φόβος, όταν έχει σχέση με το βιολογικό θάνατο, κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται φοβερούς δαίμονες και τελώνεια που προσπαθούν να τον κατασπαράξουν. Το συναίσθημα αυτό βασανίζει περισσότερο τους θρησκευτικά αδιάφορους, που στην προσπάθειά τους να σωθούν απ΄ το φόβο και το θάνατο, προσπαθούν να περιβληθούν με δύναμη και να εκμηδενίσουν τους συνανθρώπους τους. Την περιοχή του φόβου διαδέχεται λοιπόν το βασίλειο του φθόνου που βυθίζει ακόμη περισσότερο τον άνθρωπο στη δυστυχία. Όλα αυτά όμως δεν καταφέρνουν ν΄ απαλλάξουν τον άνθρωπο από το φόβο. Το μόνο που μπορεί να τον υπερνικήσει είναι η αγάπη, η εντολή του Θεού που αντανακλά την αιωνιότητά Του. Όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αγαπά τα πάντα και αντίστροφα επειδή «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο». (Ιωαν. 4, 18). Η αγάπη είναι η συνισταμένη όλων των αρετών και γι΄ αυτό η πηγή κάθε καλού, ωραίου και υψηλού.
Κάθε φορά που ο χριστιανός πιστός θα αναφερθεί στο θάνατο, αυτόματα θα αναφερθεί και στην ανάσταση. Ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε τη μεγάλη αυτή αλήθεια και η δική του Ανάσταση που ακολούθησε την πορεία Του στο Γολγοθά. Ήταν η επαλήθευση των λόγων Του. Αφού, όπως είπαμε, ο βιολογικός θάνατος δεν επηρεάζει το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, την ψυχή, η ψυχή πρέπει να συνεχίζει τη ζωή με την έννοια ότι πορεύεται να συναντήσει το όμοιό της. Κι αφού η ψυχή είναι εκείνο που δόθηκε από τον Θεό, η ψυχή μετά την απαλλαγή την απ΄ το σώμα, πορεύεται προς συνάντησή Του. Το κατά πόσο θα επιτύχει αυτή τη συνάντηση εξαρτάται από την προετοιμασία του ανθρώπου, τον αγώνα του, την καλλιέργειά του και την πάλη του για εξύψωση, τελείωση και αγιότητα. Εκεί όμως που δε συμμετέχει ο άνθρωπος καθόλου είναι στην Ανάσταση του σώματος, της φθαρτής ουσίας.
Το έργο του Θεού δεν μπορεί να το ελέγξει ο άνθρωπος ούτε να το τροποποιήσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιδιώξει το «καθ΄ ομοίωσιν» με τη μετάνοια απ΄ τη δική του πλευρά και δεχόμενος τη χάρη του Θεού για την πορεία του.
Η αθανασία της ψυχής είναι η κατάσταση της υγείας της. Κάθε ενέργεια που τείνει να της στερήσει αυτήν την αθανασία, ισοδυναμεί με ψυχική ασθένεια, που απομακρύνει την ψυχή απ΄ τον κύριο προορισμό της που είναι η αγωνιστική πορεία και η συνάντηση με Εκείνον.
Η ουσία όλη της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται στο δόγμα «προσδοκώ ανάστασι νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος». Η καθημερινή μας πορεία έχει αυτό το σκοπό και εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια περίπου η πορεία αυτή έγινε εύκολη, γνωστή κι αγαπημένη γιατί προχωρούμε στα ίχνη Εκείνου, πλάι Του, με συγκεκριμένο σκοπό και στόχο: Να επιστρέψουμε στην Πατρίδα μας, απ΄ την οποία λείπαμε χρόνια πολλά εξόριστοι, όσο το δυνατόν αλώβητοι, ακέραιοι και αγνοί...