Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγχρονες μορφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγχρονες μορφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011
Τρίτη 8 Ιουνίου 2010
Ικεσία του π. Ευσεβίου Βίττη προς τον Εσταυρωμένο
http://www.xfd.gr
Ω Κύριε Ιησού μου, πράε και ταπεινέ τη καρδία,
σε παρακαλώ και σε ικετεύω με όλη μου την καρδιά:
Από την επιθυμία να με εκτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αγαπούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αναζητούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με τιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επαινούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με προτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με συμβουλεύονται, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επιδοκιμάζουν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με φροντίζουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με ταπεινώνουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με περιφρονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με απορρίπτουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με συκοφαντούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με λησμονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με προσβάλλουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με υποπτεύονται, ελευθέρωσέ με.
Ω Κύριε Ιησού μου, πράε και ταπεινέ τη καρδία,
σε παρακαλώ και σε ικετεύω με όλη μου την καρδιά:
Από την επιθυμία να με εκτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αγαπούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αναζητούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με τιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επαινούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με προτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με συμβουλεύονται, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επιδοκιμάζουν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με φροντίζουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με ταπεινώνουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με περιφρονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με απορρίπτουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με συκοφαντούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με λησμονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με προσβάλλουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με υποπτεύονται, ελευθέρωσέ με.
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-Πώς ψεύτισε ο κόσμος
Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πώς ψεύτισε ο κόσμος! Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ' όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά όλα τα ψεύτισαν. Μια μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά, μόνον επάνω-επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο! Οπότε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.
Και πώς ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. “Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα 'ρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μυρμήγκια”. Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ από 'δω, φελιζόλ από 'κει... Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το άλλο ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλλες. “Θα το φυλάξω, είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος”. Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;
- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα εκείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: “Αυτός είναι διάβολος, τα καταφέρνει”, ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.
Και πώς ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. “Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα 'ρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μυρμήγκια”. Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ από 'δω, φελιζόλ από 'κει... Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το άλλο ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλλες. “Θα το φυλάξω, είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος”. Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;
- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα εκείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: “Αυτός είναι διάβολος, τα καταφέρνει”, ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.
Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010
Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τους νέους
Γέροντα Παϊσίου "ΛΟΓΟΙ Α'"
- Γέροντα, πάντως αυτοί που ήθελαν να καταστρέψουν την κοινωνία, έπιασαν τα θεμέλια, τις ρίζες, τα παιδιά· τα κατάστρεψαν.
- Δεν θα σταθούν αυτά. Το κακό μόνο του καταστρέφεται. Στην Ρωσία είχαν καταστρέψει τα πάντα και όμως μετά από τρεις γενιές, βλέπεις τώρα τι γίνεται! Δεν αφήνει ο Θεός. Ούτε και τις αμαρτίες των παιδιών της σημερινής εποχής θα τις κρίνη το ίδιο με τις αμαρτίες των παιδιών της δικής μας εποχής.
- Γέροντα, πώς συμβαίνει μερικά παιδιά που ζουν κοσμική ζωή, όταν τίθεται θέμα πίστεως, να δίνουν πολύ σωστές απαντήσεις;
- Αυτά τα παιδιά είχαν καλή διάθεση, αλλά δεν μπόρεσαν να φρενάρουν τον εαυτό τους και παρασύρθηκαν. Γι΄ αυτό δίνουν την σωστή απάντηση. Θέλω να πω, ένας λ.χ. θέλει να πάρη έναν δρόμο· τον θέλει, αλλά δεν μπορεί να τον τραβήξη. Και αυτόν που βλέπει να τον τραβάη, τον εκτιμάει. Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους αφήση ο Θεός, γιατί δεν έχουν κακότητα. Θα έρθη η ώρα που θα έχουν την δύναμη να τραβήξουν μπροστά.
- Πώς μπορεί, Γέροντα, να πλησιάση κανείς τους νέους που έχουν παραστρατήσει;
- Με την αγάπη. Αν υπάρχη αληθινή, αρχοντική αγάπη, αμέσως οι νέοι το πληροφορούνται και αφοπλίζονται. Έρχονται στο Καλύβι παιδιά, από χίλιες καρυδιές καρύδια, με διάφορα προβλήματα. Τους καλωσορίζω, τους κερνώ, τους μιλώ, και σε λίγο γινόμαστε φίλοι. Ανοίγουν την καρδιά τους και δέχονται και την δική μου αγάπη. Μερικά, τα κακόμοιρα, είναι τόσο στερημένα! Διψούν για αγάπη. Φαίνεται αμέσως που δεν ένιωσαν αγάπη ούτε από μάνα ούτε από πατέρα· δεν χορταίνουν. Έτσι άμα τα πονέσης, άμα τα αγαπήσης, ξεχνούν και τα προβλήματα, και τα ναρκωτικά ακόμη, φεύγουν και οι αρρώστιες, αφήνουν και τις αταξίες και έρχονται ευλαβικοί προσκυνητές μετά στο Άγιον Όρος. Γιατί πληροφορούνται κατά κάποιον τρόπο την αγάπη του Θεού. Και βλέπω έχουν μια αρχοντιά που σου ραγίζει την καρδιά. Να μη δέχωνται μια οικονομική βοήθεια, ενώ έχουν ανάγκη, αλλά να πιάνουν δουλειά, για να τα βγάλουν πέρα και να πάνε την νύχτα στο σχολείο. Αυτά τα παιδιά αξίζει να τα βοηθήση κανείς. Στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης υπάρχουν σπίτια, όπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, αγόρια και κορίτσια. Σε έναν χώρο για τρεις έμεναν δεκαπέντε. Είναι από διαλυμένες οικογένειες· άλλα κλέβουν, άλλα έχουν φιλότιμο και δεν μπορούν να κλέψουν. Από χρόνια έλεγα σε πολλούς να τα πλησιάσουν, να τα βοηθήσουν. Είχα πει να κάνουν κανέναν Ναό, να τα συμμαζεύουν. Τώρα έχουν κάνει ένα εκκλησάκι στον προστάτη των σιδηροδρομικών Απόστολο και Διάκονο Φίλιππο.
Πάντως έχω καταλάβει πως, όταν μικρός κανείς δεν αξιοποιήση τις ευκαιρίες που του δίνονται, πολλές φορές το εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Γιατί λέει η παροιμία· «στην βράση κολλάει το σίδερο»; Οι σιδηρουργοί, όταν ήθελαν να κολλήσουν δύο σίδερα –μη βλέπετε τώρα που έχουν οξυγόνα κ.λπ.-, έβαζαν το σίδερο στην φωτιά και έρριχναν ζεστό νερό και βόρακα και, μόλις το έβγαζαν ζεστό και πετούσε ακόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλούσε. Γιατί, αν τυχόν κρύωνε, δεν κολλούσε. Το ίδιο θέλω να πω και ο νέος, όταν του δίνωνται ευκαιρίες, αν αδιαφορήση, μετά θα αρχίση να ασχολήται με τους άλλους, να κρίνη να κατακρίνη, οπότε απομακρύνεται η Χάρις του Θεού. Ενώ, όταν έχη την θεία ζέση, αν προσέξη, τότε κάνει προκοπή. Γι΄ αυτό οι γονείς, όσο μπορούν, να βοηθούν τα παιδιά, όταν είναι μικρά. Τα παιδιά είναι άδειες κασσέττες. Αν γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του πάντα. Αν όχι, είναι πιο εύκολο, όταν μεγαλώσουν, να παραστρατήσουν. Αν μικρά βοηθηθούν, και να ξεφύγουν αργότερα λίγο, πάλι θα συνέλθουν. Αν ποτισθή το ξύλο με λάδι, δεν σαπίζει. Λίγο αν ποτισθούν τα παιδιά με ευλάβεια, με φόβο Θεού, δεν έχουν ανάγκη μετά.
- Γέροντα, πάντως αυτοί που ήθελαν να καταστρέψουν την κοινωνία, έπιασαν τα θεμέλια, τις ρίζες, τα παιδιά· τα κατάστρεψαν.
- Δεν θα σταθούν αυτά. Το κακό μόνο του καταστρέφεται. Στην Ρωσία είχαν καταστρέψει τα πάντα και όμως μετά από τρεις γενιές, βλέπεις τώρα τι γίνεται! Δεν αφήνει ο Θεός. Ούτε και τις αμαρτίες των παιδιών της σημερινής εποχής θα τις κρίνη το ίδιο με τις αμαρτίες των παιδιών της δικής μας εποχής.
- Γέροντα, πώς συμβαίνει μερικά παιδιά που ζουν κοσμική ζωή, όταν τίθεται θέμα πίστεως, να δίνουν πολύ σωστές απαντήσεις;
- Αυτά τα παιδιά είχαν καλή διάθεση, αλλά δεν μπόρεσαν να φρενάρουν τον εαυτό τους και παρασύρθηκαν. Γι΄ αυτό δίνουν την σωστή απάντηση. Θέλω να πω, ένας λ.χ. θέλει να πάρη έναν δρόμο· τον θέλει, αλλά δεν μπορεί να τον τραβήξη. Και αυτόν που βλέπει να τον τραβάη, τον εκτιμάει. Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους αφήση ο Θεός, γιατί δεν έχουν κακότητα. Θα έρθη η ώρα που θα έχουν την δύναμη να τραβήξουν μπροστά.
- Πώς μπορεί, Γέροντα, να πλησιάση κανείς τους νέους που έχουν παραστρατήσει;
- Με την αγάπη. Αν υπάρχη αληθινή, αρχοντική αγάπη, αμέσως οι νέοι το πληροφορούνται και αφοπλίζονται. Έρχονται στο Καλύβι παιδιά, από χίλιες καρυδιές καρύδια, με διάφορα προβλήματα. Τους καλωσορίζω, τους κερνώ, τους μιλώ, και σε λίγο γινόμαστε φίλοι. Ανοίγουν την καρδιά τους και δέχονται και την δική μου αγάπη. Μερικά, τα κακόμοιρα, είναι τόσο στερημένα! Διψούν για αγάπη. Φαίνεται αμέσως που δεν ένιωσαν αγάπη ούτε από μάνα ούτε από πατέρα· δεν χορταίνουν. Έτσι άμα τα πονέσης, άμα τα αγαπήσης, ξεχνούν και τα προβλήματα, και τα ναρκωτικά ακόμη, φεύγουν και οι αρρώστιες, αφήνουν και τις αταξίες και έρχονται ευλαβικοί προσκυνητές μετά στο Άγιον Όρος. Γιατί πληροφορούνται κατά κάποιον τρόπο την αγάπη του Θεού. Και βλέπω έχουν μια αρχοντιά που σου ραγίζει την καρδιά. Να μη δέχωνται μια οικονομική βοήθεια, ενώ έχουν ανάγκη, αλλά να πιάνουν δουλειά, για να τα βγάλουν πέρα και να πάνε την νύχτα στο σχολείο. Αυτά τα παιδιά αξίζει να τα βοηθήση κανείς. Στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης υπάρχουν σπίτια, όπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, αγόρια και κορίτσια. Σε έναν χώρο για τρεις έμεναν δεκαπέντε. Είναι από διαλυμένες οικογένειες· άλλα κλέβουν, άλλα έχουν φιλότιμο και δεν μπορούν να κλέψουν. Από χρόνια έλεγα σε πολλούς να τα πλησιάσουν, να τα βοηθήσουν. Είχα πει να κάνουν κανέναν Ναό, να τα συμμαζεύουν. Τώρα έχουν κάνει ένα εκκλησάκι στον προστάτη των σιδηροδρομικών Απόστολο και Διάκονο Φίλιππο.
Πάντως έχω καταλάβει πως, όταν μικρός κανείς δεν αξιοποιήση τις ευκαιρίες που του δίνονται, πολλές φορές το εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Γιατί λέει η παροιμία· «στην βράση κολλάει το σίδερο»; Οι σιδηρουργοί, όταν ήθελαν να κολλήσουν δύο σίδερα –μη βλέπετε τώρα που έχουν οξυγόνα κ.λπ.-, έβαζαν το σίδερο στην φωτιά και έρριχναν ζεστό νερό και βόρακα και, μόλις το έβγαζαν ζεστό και πετούσε ακόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλούσε. Γιατί, αν τυχόν κρύωνε, δεν κολλούσε. Το ίδιο θέλω να πω και ο νέος, όταν του δίνωνται ευκαιρίες, αν αδιαφορήση, μετά θα αρχίση να ασχολήται με τους άλλους, να κρίνη να κατακρίνη, οπότε απομακρύνεται η Χάρις του Θεού. Ενώ, όταν έχη την θεία ζέση, αν προσέξη, τότε κάνει προκοπή. Γι΄ αυτό οι γονείς, όσο μπορούν, να βοηθούν τα παιδιά, όταν είναι μικρά. Τα παιδιά είναι άδειες κασσέττες. Αν γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του πάντα. Αν όχι, είναι πιο εύκολο, όταν μεγαλώσουν, να παραστρατήσουν. Αν μικρά βοηθηθούν, και να ξεφύγουν αργότερα λίγο, πάλι θα συνέλθουν. Αν ποτισθή το ξύλο με λάδι, δεν σαπίζει. Λίγο αν ποτισθούν τα παιδιά με ευλάβεια, με φόβο Θεού, δεν έχουν ανάγκη μετά.
Η Απουσία Του Θεού !
http://ayioi-pantes.blogspot.com
Μ’ αυτή την έννοια της αλήθειας πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη να περιμένουμε με δέος και σεβασμό.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ’ αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας.
Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα είχε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε το Θεό.
Ο Αλφόνσος Σατωμπριάν σε ένα σημαντικό βιβλίο του περί προσευχής με τίτλο La Réponse du Seigneur (Η απάντηση του Κυρίου), μας λέει πως η αισθητή απουσία του Θεού προέρχεται συνήθως από τη δική μας τύφλωση. Θα ήθελα να εξηγήσω αυτή τη φράση με ένα παράδειγμα.
Ήρθε μια μέρα να με δει κάποιος, ένας άνθρωπος που έψαχνε να βρει τον Θεό επί χρόνια. Μου είπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Θεό. Δείξε μου τον Θεό!». Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως και ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και εγώ τότε του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σε όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου -το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;». «Ναι -μου απάντησε-, η ιστορία της πόρνης στο 8ο κεφάλαιο του Ιωάννη».Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την ιστορία; αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσης των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για αυτήν; Ή ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από εδώ και μπρος μια νέα ζωή; Ή σαν τους Αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; Ή από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι και αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σε αυτή τη δραματική σκηνή;
Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις το Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».
Δεν υπάρχει εδώ, αλήθεια, κάποια ομοιότητα με όσα ο καθένας μας έχει γνωρίσει; Δεν υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια αντίσταση κατά του Θεού, μια άρνηση του Θεού; Ζητώντας Τον δε ζητούμε στην πραγματικότητα ένα Θεό όμοιο με μας, ένα Θεό που να μας βολεύει; Και δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε τον αληθινό Θεό μόλις τον βρούμε;
Είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε το Θεό όπως είναι, ακόμα και αν η συνάντηση καταλήξει σε καταδίκη μας και η ανατροπή όλων των αξιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε σε υπόληψη; Μήπως η απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τις προσευχές μας δεν οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι εμφανιζόμαστε σαν άγνωστοι συχνά σε Αυτόν, που αν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δε θα Τον προσέχαμε ή δε θα Τον αναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε και όταν ο Χριστός περπατούσε στους δρόμους της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας; Πόσοι από τους σύγχρονούς Του δεν Τον συνάντησαν, δεν πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Τον γνωρίσουν ή ακόμα να υποπτευθούν ότι είχε κάτι ξεχωριστό επάνω Του; Κάπως έτσι δεν Τον είδαν τα πλήθη στο δρόμο προς τον Γολγοθά; Σαν έναν εγκληματία, σαν κάποιο που είχε ταράξει τη δημόσια τάξη και τίποτε άλλο; Κάπως έτσι δε σκεπτόμαστε τον Θεό, ακόμα και είμαστε σε θέση να νιώσουμε κάπως την παρουσία Του; Και μήπως δεν τον αποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πως θα ταράξει και τις δικές μας ζωές, θα κλονίσει τις αξίες μας;
Με αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή μας. Για να το θέσω πιο ωμά, θα έπρεπε να ευχαριστούμε το Θεό με όλη μας την καρδιά που δεν μας παρουσιάζεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, που δεν είμαστε έτοιμοι, αφού Τον αμφισβητούμε όχι όπως ο Ιώβ, αλλά όπως ο κακός ληστής στο σταυρό. Μια τέτοια συνάντηση θα ήταν δικαστήριο και καταδίκη για μας. Πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτή Του την απουσία και να κρίνουμε τους εαυτούς μας, μια και δε μας κρίνει ο Θεός.
Άλλη μια ιστορία θα μας ερμηνεύσει μια άλλη πλευρά της απουσίας του Θεού. Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια μου έγραφε: «Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού». Της απάντησα: «Να ευχαριστείς το Θεό γι’ αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».
Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε: «Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία: «Προσευχηθείτε στο Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».
Νομίζω πως οι δύο αυτές ιστορίες δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι βασικό να στηριζόμαστε στον Θεό. Δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, ούτε πάλι να στηριζόμαστε στις αδυναμίες μας. Μια συνάντηση με το Θεό είναι μια πράξη ελευθερίας στην οποία ο Θεός έχει τον έλεγχο. Και μόνο όταν είμαστε ταπεινοί, και συγχρόνως αρχίζουμε να αγαπάμε τον Θεό, είναι που μπορούμε να υπομένουμε ή ακόμα και να επωφελούμαστε από την απουσία Του.
( Αντωνίου Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, Εκδ. Ακρίτας)
.
Μ’ αυτή την έννοια της αλήθειας πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη να περιμένουμε με δέος και σεβασμό.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ’ αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας.
Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα είχε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε το Θεό.
Ο Αλφόνσος Σατωμπριάν σε ένα σημαντικό βιβλίο του περί προσευχής με τίτλο La Réponse du Seigneur (Η απάντηση του Κυρίου), μας λέει πως η αισθητή απουσία του Θεού προέρχεται συνήθως από τη δική μας τύφλωση. Θα ήθελα να εξηγήσω αυτή τη φράση με ένα παράδειγμα.
Ήρθε μια μέρα να με δει κάποιος, ένας άνθρωπος που έψαχνε να βρει τον Θεό επί χρόνια. Μου είπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Θεό. Δείξε μου τον Θεό!». Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως και ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και εγώ τότε του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σε όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου -το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;». «Ναι -μου απάντησε-, η ιστορία της πόρνης στο 8ο κεφάλαιο του Ιωάννη».Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την ιστορία; αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσης των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για αυτήν; Ή ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από εδώ και μπρος μια νέα ζωή; Ή σαν τους Αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; Ή από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι και αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σε αυτή τη δραματική σκηνή;
Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις το Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».
Δεν υπάρχει εδώ, αλήθεια, κάποια ομοιότητα με όσα ο καθένας μας έχει γνωρίσει; Δεν υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια αντίσταση κατά του Θεού, μια άρνηση του Θεού; Ζητώντας Τον δε ζητούμε στην πραγματικότητα ένα Θεό όμοιο με μας, ένα Θεό που να μας βολεύει; Και δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε τον αληθινό Θεό μόλις τον βρούμε;
Είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε το Θεό όπως είναι, ακόμα και αν η συνάντηση καταλήξει σε καταδίκη μας και η ανατροπή όλων των αξιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε σε υπόληψη; Μήπως η απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τις προσευχές μας δεν οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι εμφανιζόμαστε σαν άγνωστοι συχνά σε Αυτόν, που αν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δε θα Τον προσέχαμε ή δε θα Τον αναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε και όταν ο Χριστός περπατούσε στους δρόμους της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας; Πόσοι από τους σύγχρονούς Του δεν Τον συνάντησαν, δεν πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Τον γνωρίσουν ή ακόμα να υποπτευθούν ότι είχε κάτι ξεχωριστό επάνω Του; Κάπως έτσι δεν Τον είδαν τα πλήθη στο δρόμο προς τον Γολγοθά; Σαν έναν εγκληματία, σαν κάποιο που είχε ταράξει τη δημόσια τάξη και τίποτε άλλο; Κάπως έτσι δε σκεπτόμαστε τον Θεό, ακόμα και είμαστε σε θέση να νιώσουμε κάπως την παρουσία Του; Και μήπως δεν τον αποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πως θα ταράξει και τις δικές μας ζωές, θα κλονίσει τις αξίες μας;
Με αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή μας. Για να το θέσω πιο ωμά, θα έπρεπε να ευχαριστούμε το Θεό με όλη μας την καρδιά που δεν μας παρουσιάζεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, που δεν είμαστε έτοιμοι, αφού Τον αμφισβητούμε όχι όπως ο Ιώβ, αλλά όπως ο κακός ληστής στο σταυρό. Μια τέτοια συνάντηση θα ήταν δικαστήριο και καταδίκη για μας. Πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτή Του την απουσία και να κρίνουμε τους εαυτούς μας, μια και δε μας κρίνει ο Θεός.
Άλλη μια ιστορία θα μας ερμηνεύσει μια άλλη πλευρά της απουσίας του Θεού. Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια μου έγραφε: «Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού». Της απάντησα: «Να ευχαριστείς το Θεό γι’ αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».
Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε: «Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία: «Προσευχηθείτε στο Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».
Νομίζω πως οι δύο αυτές ιστορίες δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι βασικό να στηριζόμαστε στον Θεό. Δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, ούτε πάλι να στηριζόμαστε στις αδυναμίες μας. Μια συνάντηση με το Θεό είναι μια πράξη ελευθερίας στην οποία ο Θεός έχει τον έλεγχο. Και μόνο όταν είμαστε ταπεινοί, και συγχρόνως αρχίζουμε να αγαπάμε τον Θεό, είναι που μπορούμε να υπομένουμε ή ακόμα και να επωφελούμαστε από την απουσία Του.
( Αντωνίου Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, Εκδ. Ακρίτας)
.
Δευτέρα 31 Μαΐου 2010
Ταπείνωση !
http://ayioi-pantes.blogspot.com
....
" Mακάριοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κατόρθωσαν να μιμηθούν την ταπεινή γη, η οποία, ενώ πατιέται από όλους, όμως όλους τους σηκώνει με την αγάπη της και τους τρέφει με στοργή σαν καλή μάννα, η οποία έδωσε και το υλικό για την σάρκα μας στην πλάση. Δέχεται επίσης με χαρά και ό,τι της πετάμε, από καλούς καρπούς μέχρι ακάθαρτα σκουπίδια, τα οποία επεξεργάζεται αθόρυβα σε βιταμίνες και τις προσφέρει πλουσιοπάροχα με τους καρπούς της αδιακρίτως σε καλούς και κακούς ανθρώπους.
Ο ταπεινός άνθρωπος, όπως φαίνεται, είναι ο δυνατότερος του κόσμου, διότι και νικάει, αλλά και σηκώνει πολλά ξένα βάρη με ελαφριά την συνείδησή του. Ενώ ζει περιφρονημένος και αδικημένος για τα ξένα σφάλματα που οικειοποιείται από αγάπη, εσωτερικά νιώθει την μεγαλύτερη χαρά του κόσμου, γιατί είναι περιφρονημένος πια από αυτόν ο μάταιος τούτος κόσμος. Οι ύβρεις, οι αδικίες κ.λ.π. είναι τα καλύτερα νυστέρια για όσους έφταιξαν, διότί με αυτά καθαρίζουν οι παλιές πληγές. Για εκείνους όμως που δεν έφταιξαν είναι μαχαίρια δημίου, και Μάρτυρες θεωρούνται αυτοί που τα δέχονται χαρούμενοι για την αγάπη του Χριστού.
Οι μεγάλοι στην ηλικία που δεν δέχονται ύβρεις και αυστηρές παρατηρήσεις, για να θεραπευθούν ή για να λάβουν μισθό (όταν δεν φταίνε), είναι πιο ανόητοι και από τα μωρά παιδιά, που δεν θέλουν ούτε να ακούσουν τον γιατρό, διότι φοβούνται την ένεση (μην τους τρυπήσει με την βελόνα), και υποφέρουν τον πυρετό συνέχεια και τον βήχα.
Περισσότερη ευγνωμοσύνη οφείλουμε σ’ αυτούς που μας κέντησαν και βγήκαν τα αγκάθια της ψυχής μας, παρά σ’ εκείνους που θα έσκαβαν δωρεάν την περιοχή μας και θα μας φανέρωναν τον κρυμμένο μας άγνωστο θησαυρό.
Δεν ωφελεί να τρίβει κανείς τα γόνατά του με αμέτρητες μετάνοιες, εάν δεν τρίβει παράλληλα και την μούρη του με την ταπείνωση (την εσωτερική μετάνοια).
Εκείνος που ζητάει ταπείνωση από τον Θεό, αλλά δεν δέχεται τον άνθρωπο που του στέλνει ο Θεός, για να τον ταπεινώσει, δεν ξέρει τι ζητάει, διότι οι αρετές δεν αγοράζονται τα ψώνια στον μπακάλη (όσα κιλά θέλουμε), αλλά μας στέλνει ο Θεός ανθρώπους να δοκιμαστούμε, να εργαστούμε, να την αποκτήσουμε και να στεφανωθούμε.
Όποιος σκύβει ταπεινά και δέχεται τα χτυπήματα από τους άλλους, διώχνει τα δικά του εξογκώματα, ομορφαίνει πνευματικά σαν Άγγελος και έτσι χωράει από την στενή πύλη του Παραδείσου.
Μακάριος εκείνος ο άνθρωπος που έδωσε τα εξογκώματά του και βαδίζει την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου με ξένο βάρος (συκοφαντίες κλπ) και αφήνει τους ανθρώπους να του πλέκουν αμαράντινα στεφάνια με τις κατηγορίες, διότι αυτό φανερώνει την γνήσια ταπεινοφροσύνη που δεν εξετάζει τι λένε οι άνθρωποι, αλλά τι θα πει ο Θεός την ημέρα της Κρίσεως.
Εκείνος που μιλάει λογικά σε φιλοκατήγορο ή σε ολιγόμυαλο και έχει την απαίτηση να βρει κατανόηση, φανερώνει ότι και ο ίδιος δεν είναι καλά, διότι ο κακότροπος είναι χειρότερος από τον ολιγόμυαλο, γιατί είναι σκοτισμένο το μυαλό του από την κακία και τον εγωισμό.
Όσοι όμως έχουν ταπείνωση, έχουν και καλοσύνη και θείο φωτισμό και δεν σκοντάφτουν ποτέ στη πνευματική τους πορεία από τα εμπόδια του πονηρού.
Τους περισσότερους πειρασμούς, τις περισσότερες φορές, τους δημιουργεί ο ίδιος μας ο εαυτός μας, όταν βάζουμε τον εαυτό μας στις συνεργασίες μας μαζί με τους άλλους, όταν δηλαδή θέλουμε να υψώνουμε τον εαυτό μας. Στον Ουρανό δεν ανεβαίνει κανείς με το κοσμικό ανέβασμα αλλά με το πνευματικό κατέβασμα. Όποιος βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα με σιγουριά και ποτέ δεν πέφτει.
Εκείνος που δεν συμβουλεύεται στην πνευματική του πορεία, μπερδεύει τους δρόμους και κουράζεται πολύ και καθυστερεί. Εάν δεν ταπεινωθεί να ρωτήσει έστω και αργότερα, δύσκολα θα φτάσει στον προορισμό του. Ενώ αυτοί που συμβουλεύονται βαδίζουν ξεκούραστα, με σιγουριά, και σκεπάζονται με την Χάρη του Θεού και φωτίζονται επειδή ταπεινώνονται.
Όσοι κινούνται όλο απλά με καλούς λογισμούς, και λένε όλους τους λογισμούς τους και πιστεύουν από πολλή ταπείνωση ότι δεν έχουν τίποτα το καλό, ενώ αγωνίζονται με φιλότιμο πολύ, αυτοί κρύβουν τον μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό μέσα τους, χωρίς να τον γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι ούτε οι άλλοι άνθρωποι, και έτσι δεν σπαταλιέται από τους ίδιους και δεν κλέβεται από τους άλλους.
Στον πολύ ταπεινό και ευαίσθητο άνθρωπο όταν ταπεινώνεται κανείς, βοηθιέται πολύ˙ ενώ στον άνθρωπο που αγνοεί την ταπείνωση, εάν ταπεινωθείς – τον συμβουλευθείς ή πεις τα ελαττώματά σου-, τον κάνεις πιο περήφανο και αναιδή.
Ο άνθρωπος που δεν έχει ταπείνωση και καλούς λογισμούς, είναι γεμάτος από αμφιβολίες και ερωτηματικά. Κι επειδή θα βρίσκεται συνέχεια ζαλισμένος, έχει ανάγκη στις αρχές από Γέροντα με μεγάλη υπομονή, για να του δίνει συνέχεια εξηγήσεις, μέχρι να καθαρίσει ο νους και η καρδιά, για να μπορεί να βλέπει καθαρά.
Ο ταπεινός και καλοκάγαθος άνθρωπος, επειδή έχει την καθαρότητα και την εσωτερική και εξωτερική ηρεμία, έχει και βάθος πνευματικό και βλέπει βαθιά τα θεία νοήματα και βοηθιέται περισσότερο, και αυξάνεται και η πίστη του πιο πολύ, ζώντας τα μυστήρια του Θεού.
Ο υπερήφανος, εκτός που είναι σκοτισμένος, είναι και συνέχεια εσωτερικά και εξωτερικά ταραγμένος από την ελαφρότητα του εγωισμού στέκεται πάντα στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν μπορεί να προχωρήσει στο βάθος, όπου βρίσκονται τα θεία μαργαριτάρια, για να πλουτίσει πνευματικά. "
γέροντας Παϊσιος
....
" Mακάριοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κατόρθωσαν να μιμηθούν την ταπεινή γη, η οποία, ενώ πατιέται από όλους, όμως όλους τους σηκώνει με την αγάπη της και τους τρέφει με στοργή σαν καλή μάννα, η οποία έδωσε και το υλικό για την σάρκα μας στην πλάση. Δέχεται επίσης με χαρά και ό,τι της πετάμε, από καλούς καρπούς μέχρι ακάθαρτα σκουπίδια, τα οποία επεξεργάζεται αθόρυβα σε βιταμίνες και τις προσφέρει πλουσιοπάροχα με τους καρπούς της αδιακρίτως σε καλούς και κακούς ανθρώπους.
Ο ταπεινός άνθρωπος, όπως φαίνεται, είναι ο δυνατότερος του κόσμου, διότι και νικάει, αλλά και σηκώνει πολλά ξένα βάρη με ελαφριά την συνείδησή του. Ενώ ζει περιφρονημένος και αδικημένος για τα ξένα σφάλματα που οικειοποιείται από αγάπη, εσωτερικά νιώθει την μεγαλύτερη χαρά του κόσμου, γιατί είναι περιφρονημένος πια από αυτόν ο μάταιος τούτος κόσμος. Οι ύβρεις, οι αδικίες κ.λ.π. είναι τα καλύτερα νυστέρια για όσους έφταιξαν, διότί με αυτά καθαρίζουν οι παλιές πληγές. Για εκείνους όμως που δεν έφταιξαν είναι μαχαίρια δημίου, και Μάρτυρες θεωρούνται αυτοί που τα δέχονται χαρούμενοι για την αγάπη του Χριστού.
Οι μεγάλοι στην ηλικία που δεν δέχονται ύβρεις και αυστηρές παρατηρήσεις, για να θεραπευθούν ή για να λάβουν μισθό (όταν δεν φταίνε), είναι πιο ανόητοι και από τα μωρά παιδιά, που δεν θέλουν ούτε να ακούσουν τον γιατρό, διότι φοβούνται την ένεση (μην τους τρυπήσει με την βελόνα), και υποφέρουν τον πυρετό συνέχεια και τον βήχα.
Περισσότερη ευγνωμοσύνη οφείλουμε σ’ αυτούς που μας κέντησαν και βγήκαν τα αγκάθια της ψυχής μας, παρά σ’ εκείνους που θα έσκαβαν δωρεάν την περιοχή μας και θα μας φανέρωναν τον κρυμμένο μας άγνωστο θησαυρό.
Δεν ωφελεί να τρίβει κανείς τα γόνατά του με αμέτρητες μετάνοιες, εάν δεν τρίβει παράλληλα και την μούρη του με την ταπείνωση (την εσωτερική μετάνοια).
Εκείνος που ζητάει ταπείνωση από τον Θεό, αλλά δεν δέχεται τον άνθρωπο που του στέλνει ο Θεός, για να τον ταπεινώσει, δεν ξέρει τι ζητάει, διότι οι αρετές δεν αγοράζονται τα ψώνια στον μπακάλη (όσα κιλά θέλουμε), αλλά μας στέλνει ο Θεός ανθρώπους να δοκιμαστούμε, να εργαστούμε, να την αποκτήσουμε και να στεφανωθούμε.
Όποιος σκύβει ταπεινά και δέχεται τα χτυπήματα από τους άλλους, διώχνει τα δικά του εξογκώματα, ομορφαίνει πνευματικά σαν Άγγελος και έτσι χωράει από την στενή πύλη του Παραδείσου.
Μακάριος εκείνος ο άνθρωπος που έδωσε τα εξογκώματά του και βαδίζει την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου με ξένο βάρος (συκοφαντίες κλπ) και αφήνει τους ανθρώπους να του πλέκουν αμαράντινα στεφάνια με τις κατηγορίες, διότι αυτό φανερώνει την γνήσια ταπεινοφροσύνη που δεν εξετάζει τι λένε οι άνθρωποι, αλλά τι θα πει ο Θεός την ημέρα της Κρίσεως.
Εκείνος που μιλάει λογικά σε φιλοκατήγορο ή σε ολιγόμυαλο και έχει την απαίτηση να βρει κατανόηση, φανερώνει ότι και ο ίδιος δεν είναι καλά, διότι ο κακότροπος είναι χειρότερος από τον ολιγόμυαλο, γιατί είναι σκοτισμένο το μυαλό του από την κακία και τον εγωισμό.
Όσοι όμως έχουν ταπείνωση, έχουν και καλοσύνη και θείο φωτισμό και δεν σκοντάφτουν ποτέ στη πνευματική τους πορεία από τα εμπόδια του πονηρού.
Τους περισσότερους πειρασμούς, τις περισσότερες φορές, τους δημιουργεί ο ίδιος μας ο εαυτός μας, όταν βάζουμε τον εαυτό μας στις συνεργασίες μας μαζί με τους άλλους, όταν δηλαδή θέλουμε να υψώνουμε τον εαυτό μας. Στον Ουρανό δεν ανεβαίνει κανείς με το κοσμικό ανέβασμα αλλά με το πνευματικό κατέβασμα. Όποιος βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα με σιγουριά και ποτέ δεν πέφτει.
Εκείνος που δεν συμβουλεύεται στην πνευματική του πορεία, μπερδεύει τους δρόμους και κουράζεται πολύ και καθυστερεί. Εάν δεν ταπεινωθεί να ρωτήσει έστω και αργότερα, δύσκολα θα φτάσει στον προορισμό του. Ενώ αυτοί που συμβουλεύονται βαδίζουν ξεκούραστα, με σιγουριά, και σκεπάζονται με την Χάρη του Θεού και φωτίζονται επειδή ταπεινώνονται.
Όσοι κινούνται όλο απλά με καλούς λογισμούς, και λένε όλους τους λογισμούς τους και πιστεύουν από πολλή ταπείνωση ότι δεν έχουν τίποτα το καλό, ενώ αγωνίζονται με φιλότιμο πολύ, αυτοί κρύβουν τον μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό μέσα τους, χωρίς να τον γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι ούτε οι άλλοι άνθρωποι, και έτσι δεν σπαταλιέται από τους ίδιους και δεν κλέβεται από τους άλλους.
Στον πολύ ταπεινό και ευαίσθητο άνθρωπο όταν ταπεινώνεται κανείς, βοηθιέται πολύ˙ ενώ στον άνθρωπο που αγνοεί την ταπείνωση, εάν ταπεινωθείς – τον συμβουλευθείς ή πεις τα ελαττώματά σου-, τον κάνεις πιο περήφανο και αναιδή.
Ο άνθρωπος που δεν έχει ταπείνωση και καλούς λογισμούς, είναι γεμάτος από αμφιβολίες και ερωτηματικά. Κι επειδή θα βρίσκεται συνέχεια ζαλισμένος, έχει ανάγκη στις αρχές από Γέροντα με μεγάλη υπομονή, για να του δίνει συνέχεια εξηγήσεις, μέχρι να καθαρίσει ο νους και η καρδιά, για να μπορεί να βλέπει καθαρά.
Ο ταπεινός και καλοκάγαθος άνθρωπος, επειδή έχει την καθαρότητα και την εσωτερική και εξωτερική ηρεμία, έχει και βάθος πνευματικό και βλέπει βαθιά τα θεία νοήματα και βοηθιέται περισσότερο, και αυξάνεται και η πίστη του πιο πολύ, ζώντας τα μυστήρια του Θεού.
Ο υπερήφανος, εκτός που είναι σκοτισμένος, είναι και συνέχεια εσωτερικά και εξωτερικά ταραγμένος από την ελαφρότητα του εγωισμού στέκεται πάντα στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν μπορεί να προχωρήσει στο βάθος, όπου βρίσκονται τα θεία μαργαριτάρια, για να πλουτίσει πνευματικά. "
γέροντας Παϊσιος
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου).
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
http://koinoniaagion.blogspot.com/2010/05/blog-post_31.html - Οι υπόδικοι νεκροί
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχονται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι' αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[6], λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβα και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[7] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι' αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι' αυτούς!
Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; Κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμία φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγμα τα και από τα ψυχικά πάθη, έκτος από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο πάππους μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό
- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[8].
- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συμπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».
- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάη με την προσευχή του τους ανθρώπους;
- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάη με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρη, ενώ τώρα συμπάσχει δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αύτη η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;
- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[9] δεν λέει;
Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανίζονται σ' αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρωνται. Μα και ο Ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βασανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τα βλέπη λίγο αυτά και έχη υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.
- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή;
- Πως να πάη χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται ίσα- ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμείται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Άλλα που να ξέρης σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.
Η μέλλουσα Κρίση
- Γέροντα, πως εξαγνίζεται η ψυχή;
- Όταν ο άνθρωπος εργασθή τις εντολές του Θεού, κάνη δουλειά στον εαυτό του και καθαρισθή από τα πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σε ύψος θεωρίας, και η ψυχή λαμπρύνεται και γίνεται όπως ήταν πρίν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σε τέτοια κατάσταση θα βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δη την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθή τελείως από τα πάθη. Το σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άυλο, και δεν θα νοιάζεται για τροφή υλική.
- Γέροντα, πως θα γίνη η μέλλουσα Κρίση;
- Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθή σε μια στιγμή η κατάσταση του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξη για 'κει που είναι. Καθένας θα βλέπη[10] σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζη τον εαυτό του στον άλλον και θα σκύβη το κεφάλι και θα πηγαίνη στην θέση του. Δεν θα μπορή λ.χ. να πη μια νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της με σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχη μούτρα να πάη στον Παράδεισο, αλλά ούτε και θα χωράη στον Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τι δυσκολίες, τι δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι.
Θα δουν εκεί οι μοναχές, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και εκείνες, καλόγριες, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, και θα ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θα γίνη η Κρίση. Δεν θα πη δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» η «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θα συγκρίνη τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξη για εκεί που θα είναι[11].
Η μέλλουσα ζωή
- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.
- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αυτός μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.
- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγμα τα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν Του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;
- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
"Η μετά θάνατον ζωή"
Λόγοι Δ' Οικογενειακή ζωή.
Από έντυπο που διανέμεται από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχού Θεσσαλονίκης."Η μετά θάνατον ζωή"
Λόγοι Δ' Οικογενειακή ζωή.
[2] Λουκ. 23, 32-33 και 39-43
[3] Ματθ. 3,2 και 4, 17· βλ. και Ματθ. 10, 7· Μάρκ. 1,15-
[4] Με το «εμάς» ο Γέροντας εννοεί την σύνολη ανθρωπότητα.
[5] Ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής κει περί των ιερών μνημοσύνων», εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σ.202, γράφει ως συμπέρασμα των όσων ανέπτυξε βά σει των σχετικών μαρτυριών των Αγίων Πατέρων:«Εξ όλων δη τούτων δήλον γίνεται, ότι η ψνχή μετά θάνατον αδυνατεί να κάμη τι έργον σωτηριώδες και να απαλλαγή των τον Άδου αλύτων δεσμών, και οτι μόνον αι θείαι λειτουργίαι, αι προσευχαί των οικείων, των δικαίων, αι υπέρ αυτών γινόμενοι και αι ελεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας κει ελευθερίας από των δεσμών του Άδου».17 Α. Κορ. 15.42
[7] Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, όπως αι περί αυτών γινόμεναι λειτουργίαι και ευποιίαι τούτους ονίνησιν, PG 95, 248.
[8] Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Επιστολές, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», εκδ. 6η, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 49.
[9] Βλ. Ευχολόγιον το Μεγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.
[10] Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Μη γαρ οίεσθω τις, οτι ουκ άναγνωρισμος εκάστου προς έκαστον επί τής φοβέρας εκείνης συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος άναγνωριεί τον πλησί ον αυτού, ου τω του σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι». PG 95, 276Α.
[11] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Και απλώς πας άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτου», Περί μετανοίας, Λογος Ε', Sources Chretiennes 96, 434.
[12] Βλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.
[13] Ψαλμ. 145, 4.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΝΤΥΠΟ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑΣ ΣΟΧΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΤΚ. 57002.
ΤΗΛ. 23950 22562 ΑΠΟ 9Π.Μ-12 Π.Μ
Διαβάστε περισσότερα http://koinoniaagion.blogspot.com/2010/05/blog-post_31.html#ixzz0pW67E2cS
Τρίτη 25 Μαΐου 2010
Στον προϋπολογισμό μας ...πρώτος ο Χριστός ...
http://sotiriapsixis.blogspot.com
....Τί τιμή στον ιερέα αλλά και τι ευθύνη για τον ιερέα! Τα χέρια του θα αγγίξουν το ιερό θυσιαστήριο. Πρέπει να είναι πεντακάθαρα. Η γλώσσα του να μεταδώσει τον λόγο του αγίου πνεύματος. Πρέπει να είναι αγνή. Η ψυχή του θα υποδεχτεί το άγιο πνεύμα στην θεία λειτουργία. Πρέπει να είναι αμόλυντη. Σαν άγγελος πρέπει να ζεί ο ιερεύς. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αυτό είναι το αλίμονο σε μένα. Αγαπητοί μου Χριστιανοί. Είναι μεγάλο δώρο και μεγάλη ευκαιρία η θεία λειτουργία. Και δεν πρέπει να απουσιάζουμε. Γι’αυτό όταν έρχεται η Κυριακή μέρα, η μέρα της καταπαύσεως, ο σαββατισμός της Ορθοδόξου εκκλησίας, πρέπει κάθε χριστιανός συνειδητός ένας χριστιανός που ποθεί σωτηρία όχι μόνον τον εαυτόν του να πάρει στην εκκλησία αλλά να πάρει και τους οικείους. Δεν πρέπει να απουσιάζουν από την θεία λειτουργία κατά την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές, για να αγιαζόμεθα και συνεπώς να γινόμεθα καινούργιοι άνθρωποι στην ψυχή. Αλλά όχι μόνο στην ψυχή αλλά και στο σώμα. Διπλά ωφελείται ο άνθρωπος. Παίρνοντας το πνεύμα το άγιο, όχι μόνον η ψυχή μας θεραπεύεται, αλλά και σωματικά γινόμεθα καλά, αρκεί νά'χουμε πίστη. Είναι μεγάλο δώρο και μεγάλη ευκαιρία η θεία λειτουργία. Μας ξαναφέρνει στο υπερώο της Πεντηκοστής. Με την Πεντηκοστή, ανθρωπάκια με παθάκια, δηλαδή εμείς οι άνθρωποι με τα πάθη μας, έγιναν πλέοντες...πλέοντες. Και ποιοί είναι αυτοί; Οι απόστολοι. Ήσαν μικροί σαν άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες αλλά έγιναν λιοντάρια. Έγιναν γίγαντες του πνεύματος. Πρόκειται για τους αποστόλους. Έτσι και εμείς μέσα στην θεία λειτουργία γινόμαστε κοινωνοί του αγίου πνεύματος. Όποιος κοινωνεί με προετοιμασία, με πίστη συχνά τα άχραντα μυστήρια, αυτός δεν είναι μόνος. Είναι ντυμένος την αλεξίσφαιρο στολή του αγίου πνεύματος. Υπάρχουν αστυνομικοί που φορούν αλεξίσφαιρο και όταν τους κτυπάν οι αντίπαλοι με σφαίρες δεν σκοτώνονται. Ούτω πως κι’ όταν ο δαίμονας με τα πάθη, με τις αδυναμίες μας κτυπάει, έχοντας το αλεξίσφαιρο, την θεία κοινωνία την χάρη του αγίου πνεύματος από την θεία λειτουργία, δεν σκοτωνόμεθα ψυχικά.... Μετά χαρά και λέγουν: «Ίδωμεν το φως το αληθινόν,ελάβομεν πνεύμα επουράνιον. Εύρομεν πίστην αληθήν, αδιαίρετον τριάδαν προσκυνούντες, αύτη γαρ ημάς έσωσεν». Αμήν γένοιτο εις πάντας ημάς αυτή η χάρη του αγίου πνεύματος, τω δε Θεώ δόξα ημοίς εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτά. Δι’ευχών... Ο απόστολος Παύλος, είναι το στόμα του Χριστού μας. Οι πεφωτισμένες επιστολές του είναι κατάφορτες από πνευματική ωφέλεια από πνευματικό φώς και χαράζουν τον πιο φωτεινό δρόμο της σωτηρίας. Μέσα στις επιστολές του γράφει και την εξής φράση: «Οι δε τέκνα και κληρονόμοι. Κληρονόμοι δε Θεού, συγκλιρονόμοι δε Χριστού» Προς Ρωμαίους. Τι λοιπόν να πρωτοθαυμάσει κανείς. Το τί είναι κληρονομία Θεού, την οποία κληρονομούμεν; Το πως γινόμεθα παιδιά του Θεού, εμείς τα απόπαιδα της αμαρτία; και πως γινόμεθα όλοι κληρονόμοι του Θεού; Επίσης οχι το πως να θαυμάσουμε αλλά να συλλάβουμε, ει δυνατόν με τον ασθενικό μας και περιορισμένο νού, το πως άλλος πλήρωσε τον φόρο της κληρονομίας, ο Χριστός μας πάνω στον σταυρό κατέβασε τον φόρο της κληρονομίας, για να γίνουμε εμείς όχι κάτοχοι, αλλά μέτοχοι της αιωνίου ζωής. Μπορούμε να συλλάβουμε το νόημα, το τί είναι κληρονομία, συγκληρονομία μετά του Χριστού του Θεού; Γνωρίζουμε το τί κληρονομούμεν; Αυτό είναι το μεγάλο δίλημα εις την σύλληψην του νοήματος. Και πόσοι είναι οι κληρονόμοι του Θεού; Όσα είναι τα παιδιά του Θεού. Και πόσα είναι τα παιδιά του Θεού; Όσοι και οι άνθρωποι. Όλοι είναι, ή μάλλον όλοι μπορούν να γίνουν παιδιά του Θεού. Αν ο πατέρας σερβίρει στο τραπέζι μερίδα για όλα τα παιδιά του, φταίει ο πατέρας εάν ορισμένα παιδιά του δεν έχουν όρεξη και περιφρονούν την μερίδα τους; Ο Θεός πατέρας για όλους έστρωσε τραπέζι της σωτηρίας. Ο υιός του ήλθε για όλους. Αν τώρα πολλοί περιφρονούν το τραπέζι της αγάπης του Θεού, ασφαλώς δεν φταίει ο Θεός. Φταίνε οι καταφρονητές. Όσοι πιστοί, οι λίγοι πιστοί, ευχαριστούν μαζί με τον απόστολο Παύλο τον Θεό, διότι έχουν μερίδα στον κλήρο των αγίων. Και ποιοί είναι αυτοί που έχουν μερίδα και κλήρο εις την κληρονομίαν του Θεού μετά του αποστόλου Παύλου; Εκείνοι που τηρούν, όχι μόνο το Ευαγγέλιο, αλλά και τις παραγγελίες αυτού του μεγάλου αποστόλου. Ο Θεός έστειλε στην γη τον μονογενή του ιυό. Τον κύριο ημών Ιησού Χριστό. Για να μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας του. Δεν ήταν εύκολο αυτό το πράγμα. Αυτό το κατόρθωμα, αυτό το μεγάλο και ασύλληπτο κατέβασμα, του υιού του Θεού από τους ουρανούς στην γη. Όχι βέβαια σαν άνθρωπος ότι ήταν στην γη. Σαν Θεός ήτανε και στον ουρανό και στην γή. Και εν θρόνο και εν πόλω. Ο Θεός έστειλε στην γη τον μονογενή του υιό, τον κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας του. Έστειλε τον υιό του στην γη για να μαζέψει στον ουρανό, τον άσωτο υιό του, το αλητόπαιδο της αμαρτίας, εμένα και σένα. Κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη, ζήτησε ο Θεός από τον Αβραάμ, να υπογράψει την πίστη του, με το αίμα του μονάκριβου παιδιού του του Ισαάκ.Κι ήταν έτοιμος να το κάνει. Αλλά την τελευταία στιγμή δεν τον άφησε ο Θεός. Τον σταμάτησε. Γιατί τον σταμάτησε; Διότι είδε στην πράξη την πίστη του. Το χέρι Του κράτησε το μαχαίρι και αυτό που ζήτησε από τον Αβραάμ και δεν τον άφησε να το κάνει, το έκανε ο ίδιος στο δικό του παιδί. Στο μονάκριβο παιδί Του. Τον Ιησού Χριστό. Το θυσίασε πάνω στον σταυρό. Για να σφραγίζει τη επαγγελία, την αξιοπιστία του, την Διαθήκη Του. Μπορούμε να συλλάβουμε το μεγαλείο αυτό της αγάπης του Θεού σε μάς; Εάν δούμε το πως εμείς συμπεριφερόμεθα στον Θεό, απέναντι σ’αυτήν την άπειρη αγάπη Του, πρέπει να μας καταλάβει καταισχύνη και ντροπή. Ο Θεός πατέρας θυσίασε τον μονογενή Του υιό, πάνω στον σταυρό και εμείς οι οποίοι απολαύσαμε αυτήν την θυσία και κερδίσαμε την συγκληρονομία μετά του υιού Του, φθάνουμε στο, φθάνουμε στο σημείο, να βλαστημούμε τον υιό του Θεού. Αυτόν που θυσιάστηκε επάνω στον σταυρό. Εάν θα ρίξουμε μία ματιά – ας αφήσουμε του απίστους στους Ορθοδόξους θα έρθω – εάν ρίξουμε μία ματιά, μια έρευνα, μια εξακρίβωση και θα δούμε ότι εις του δέκα άνδρες Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι εννέα βλαστημούν το όνομα του Θεού. Είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει ο Ορθόδοξος Χριστιανός. Όταν το διαπράττει αυτό, απλώς νομίζει ότι κάνει μια κακή πράξη. Λέει ότι δεν το θέλω να το κάνω. Ξέρω ότι είναι κακό, μα το κάνω από συνήθεια, μα δεν το κάνω σοβαρά, δεν θέλω να βλαστημήσω. Ναί, αλλά, εσένα άνθρωπε αν σε βλαστημήσει μια φορά το παιδί σου, αμέσως θα σηκώσεις το χέρι σου να το κτυπήσεις, να διαμαρτυρηθείς και θα πείς χίλια δυο πράγματα. Εσύ βλασφημείς ολόκληρα χρόνια τον Θεό, τον Χριστό μας, την Παναγία και ο Χριστός δεν κατέβασε το χέρι Του να σε τιμωρήσει. Όταν όμως αποφασίσει και το κατεβάσει, δεν θα γυρίσει πίσω άδειο. Θα κτυπήσει σοβαρά προς δυμμόρφωση, όχι για εκδίκηση. Ο Θεός δεν εκδικείται, αλλά μόνο και μόνο από αγάπη για να συνέλθεις να το σταματήσεις αυτό το έγκλημα, διότι εάν σε’βρει ο θάνατος δίκαια και αληθινά από το κρεβάτι θα οδηγηθείς στην κόλαση. Άνθρωπε, όταν έχεις ένα σπυράκι και σε πονάει και λές σπυράκι είναι, με πονάει λίγο δεν είναι τίποτε. Δεν παίρνεις σοβαρή θέση στην θεραπεία του. Όταν όμως περάσεις από τις ακτίνες και σου πεί ο γιατρός ότι είναι καρκίνος, αμέσως θα λάβεις όλα τα μέτρα να ξεκινήσεις θεραπεία και σωτηρία. Όταν σου πεί ο πνευματικός ότι δεν είναι απλή ύβρις το όνομα του Θεού και της Παναγίας, αλλά είναι έγκλημα Θείο, τότε πρέπει να αναλάβεις τον αγώνα το να σταματήσεις αυτό το έγκλημα. Και ερχόμεθα πάλι στην αγάπη του Θεού και στην ανάλυση της συκληρονομία μετά του Χριστού μας. Τί άλλο θέλουμε για να πιστέψουμε στην αγάπη Του Θεού; Μας κάνει κληρονόμους. Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφει με το αίμα του υιού Του. Ο αρραβών της κληρονομίας ημών. Τί προσφέρουμε εμείς για την Διαθήκη αυτή; Την πίστη μας, που και αυτή δεν είναι δική μας. Είναι δωρεάν του Θεού. Ε τότε, γιατί δεν γίνονται όλοι κληρονόμοι του Θεού; Διότι δεν θέλουν. Δηλαδή ποιός θέλει; Εκείνος που έχει τις προϋποθέσεις για να γίνει κληρονόμος. Η επίγνωσις του Χριστού είναι προυπόθεσις. Να εξετάζουμε, να ξέρουμε τι είναι ο Χριστός. Τί ζητεί ο Χριστός από μας. Μας ζητεί να αγαπούμε του αδελφούς μας. Να τους αγαπώμεν μέχρι θυσίας. Με ταπείνωση και να μήν κατακρίνωμεν ο ένας τον άλλο. Πότε δύο αδελφοί λέγονται αδελφοί. Όταν έχουν το ίδιο αίμα. Μέσα στις φλέβες τρέχει αίμα αδελφικό. Κάτι τέτοιο και απείρως σπουδαιότερο έκανε ο Ιησούς Χριστός. Άνοιξε τις φλέβες του και μετάγγισε το αίμα του σε μας. Και το αίμα αυτό υπάρχει πάντοτε κατά μετάγγιση μέσα στην εκκλησία, την Ορθόδοξη εκκλησία. Αδελφοί μου, την ειδοποίηση αυτή ακούμε σε κάθε θεία λειτουργία. «ποίετε εξ’αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπερ ημών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιο». Ελάτε όλοι όσοι πάσχετε από μεσογειακή αναιμία που λέγεται αμαρτία από την αμαρτία που μεταδίδει στο αίμα μας στο είναι μας στο μικρόβιο του θανάτου. Βεβαίως. Η αμαρτία γεννά τα μικρόβια όχι μόνο τα ψυχικά τα οποία μετδίδουν ψυχική αρρώστια, αλλά και σωματικά. Η αμαρτία δημιουργεί ασθένειες οι οποίες επιφέρουν βέβαιο θάναντο. Ελάτε και δεχθείτε την μετάνοια. Είναι το αίμα του Χριστού που μεταγγίζεται το πεντακάθαρο. Αυτό σας κάνει αδελφούς του Ιησού Χριστού. Αυτό σας χαρίζει την αιώνιο ζωή και δόξα. Σας κάνει κληρονόμους μεν Θεού, συγκληρονόμους δε Χριστού. Να γιατί μετά την θεία κοινωνία γινόμεθα αδελφοί του Χριστού και κληρονόμοι του. Γιατί το αίμα του Χριστού παίρνοντας το με την θεία κοινωνία γινόμεθα αδελφοί του Χριστού και επομένως συγκληρονόμοι του Θεού πατέρα. Να γιατί μέσα στην εκκλησία την Ορθόδοξη νοιώθομε ως μέλη του Χριστού. Όταν έρθει η χάρις του Θεού, η χάρις του αγίου πνεύματος και ιδιαίτερα στην θεία λειτουργία, ίσως να το έχετε γνωρίσει εν πράξη, όταν έρχεται η ευλογημένη χάρις του Θεού, νοιώθουμε να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους και σε κατάσταση εί δυνατόν να αγκαλιάζουμε όλους τους ανθρώπους και να τους δώσουμε αυτό που εμείς νοιώθουμε μέσα μας. Αυτό φανερώνει και χαρακτηρίζει την αδελφοσύνη η οποία γεννάται μέσα στην εκκλησία και ιδιαίτερα μετά την θεία κοινωνία. Ο Χριστός μας είναι η κεφαλή. Η εκκλησία εμείς όλοι. Όλοι εμείς ήμεθα το σώμα του Χριστού. Αφού αναστήθηκε η κεφαλή, θα αναστηθούμε και τα μέλη, όλοι εμείς. Γι’αυτό ο απόστολος Παύλος δεν ονομάζει τον Χριστό μας μόνο πρωτότοκο υιόν του Θεού, τον ονομάζει και πρωτότοκο εκ των νεκρών. Δόξα ο Χριστός, δοξασμένοι και εμείς. Κληρονόμος εκείνος κληρονόμοι και εμείς. Ο Χριστός μας στην λίστα της αγάπης του μας έχει βάλει στην πρώτη θέση, βαθιά μες την καρδιά του. Γι’αυτό μας ανέχεται και μακροθυμοί στα τόσα που του κάνουμε. Εμείς οι πιστοί στην λίστα της αγάπης μας, έχουμε τον Ιησούν Χριστό μας πρώτο; Ίνα γένοιτε εν πολλοίς πρωτεύων; Πρώτος στην καρδιά μας που σημαίνει το κέντρο της αγάπης μας. Ο πρώτος έρωτας μας να είναι ο Χριστός. Πρώτος στο σπίτι μας, που σημαίνει στο σαλόνι του σπιτιού μας να δεσπόζει η εικόνα του Χριστού. Τη ζωή του σπιτιού μας να την κυβερνάει ο Χριστός. Εάν το τιμόνι της οικογένειας το δώσουμε στον μεγάλο κυβερνήτη τον Χριστό μας, το σπίτι το καράβι του σπιτιού μας θα πάει ίσια. Και στις φουρτούνες που συναντάει το καράβι και η οικογένεια στην ζωή, θα τύχει καλής οδηγήσεως με αποτέλεσμα να φτάσει στο λιμάνι της σωτηρίας. Συνεχίζω. Πρώτος στην εκλογή μας, που σημαίνει ψηφίζουμε για αρχηγό μας τον Χριστό μας. Πρώτος στην σκέψη μας που σημαίνει να σκεφτόμεθα να κάνουμε ότι θέλει ο Χριστός. Εάν σε κάθε πράξη μας σκεφτόμεθα, αυτό που θα κάνω, αυτό που θα πω, αυτή την πράξη που θα εκτελέσω, την θέλει ο Χριστός, τότε να την κάνω. Όταν όμως η συνείδηση μου πεί ότι αυτή η πράξη δεν του αρέσει του Χριστού, δεν πρέπει να την κάνω. Κι όμως εγώ την κάνω. Πρώτος ο Χριστός μας στον προυπολογισμό μας, που σημαίνει το μεγαλύτερο κονδύλιο στην ελεημοσύνη, στα έργα του Χριστού. Πρώτος παντού. Και γιατί να μην είναι πρώτος; Το αξίζει. Όχι μόνο γιατί είναι Θεός μας, αλλά και για το ότι μας κάνει κληρονόμους του. Πως το γνωρίζουμε ; Μας δίνει στην ζωή αυτή την προκαταβολή της κληρονομίας. Και ποιά είναι η προκαταβολή της κληρονομίας; Η άφεσις των αμαρτιών μας, η απολύτρωση. Η τελεία απαλλαγή από την κόλαση και η είσοδος εις την βασιλεία των ουρανών. Ήδη μας έχει κάνει την σπουδαία μετάθεση. Μας πήρε από το σκοτάδι και μας μετέθεσε στο φως. Αυτός που μας λυτρώνει από την αμαρτία μας σώζει και από τον θάνατο και μας κάνει κληρονόμους της αιωνίας ζωής και βασιλείας. Μας λυτρώνει από τον θάνατο, τον ψυχικό θάνατο, που σημαίνει τελεία αλλωτρίωσις από του Θεού. Αιώνιος χωρισμός από του Θεού. Τελεία αποξένωσις με ότι έχει σχέση με τον Θεό. Αυτό λέγεται ψυχικός θάνατος. Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε συλλάβει και πρώτος εγώ, δεν έχουμε συλλάβει το νόημα, τί θα πεί ψυχικός θάνατος και σε πόσο καιρό μπορεί να μας συμβεί. Όπως είπαμε ο ψυχικός θάνατος είναι ο χωρισμός, ο αιώνιος από τον Θεό και μπορεί να συμβεί μέσα στις στιγμές του χρόνου, να μας έβρει ο θάνατος ο σωματικός, ανεξομολόγητους και αδιόθρωτους. Παρ’ ότι είμεθα αδιόρθωτοι ον πρώτος είμαι εγώ και πιστεύουμε ότι ο θάνατος μπορεί να μας έρθει μετά από στιγμές, παρά ταύτα το σκοτάδι της άγνοιας, δεν θα πω άγνοια, αλλά μάλλον από αδιαφορία και από το ότι δεν έχουμε συλλάβει σοβαρά το θέμα της σωτηρίας, μας κάνει να βρισκόμεθα ανά πάσα στιγμή, στην επικίνδυνο θέση να χάσουμε την ψυχή μας συγχρόνως. Μεταθέτουμε την εξομολόγηση, την διόρθωση, του καλού έργου για αργότερα. Και λέει η γραφή ότι : Κάτι που έχεις να κάνεις αύριο, μην το αφήσεις για την αύριο. Δεν ξέρεις αν θα την συναντήσεις την αύριο για να κάνεις αυτό το έργο. Σήμερα κάντο το καλό έργο. Αυτή την στιγμή εί δυνατόν. Και έχοντας αυτό το σοβαρότατον πρόβλημα ο καθένας μας, το θέμα της σωτηρίας, πρέπει να το κρατήσουμε με όλη την δύναμη του πιστεύω μας και να φροντίζουμε ανά πάσα στιγμή να είμεθα έτοιμοι. Να εξομολογούμεθα, η οποία εξομολόγηση είναι λουτρό, είναι αυτό που μας δίνει την δυνατότητα, μας δίνει το κλειδί με το οποίο ανοίγουμε την πόρτα της βασιλείας των ουρανών. Χωρίς αυτό το κλειδί δεν ανοίγει η πόρτα. Όσα καλά έργα κι αν κάνουμε, όσες θείες κοινωνίες και αν πάρουμε, εάν δεν θα οδηγηθεί το κλειδί αυτό να ανοίξει την θύρα της μετάνοιας της επιστροφής, σωτηρία δεν τυχάνουμε, δεν παίρνουμε. Γι’αυτό ακριβώς και ο Χριστός μας εις το άγιον Ευαγγέλιο μας φωνάζει, μας κράζει και μας λέγει «γρηγορείτε, ουκ είδατε την ημέρα, ουδέ την ώρα εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχετε να σου κτυπήσει την θύρα της ζωής. Να ευχηθώ με όλη μου την καρδιά, να μας χαρίσει ο καλός Χριστός μας, ο μεγάλος μας αδελφός, ο συκληρονόμος της βασιλείας του Θεού και πατρός, να μας δώσει αυτή την αγιασμένη συναίσθηση, να καταλάβουμε το πόσο πρέπει να ετοιμαστούμε και να μας καταστήσει ετοίμους και μας πάρει σε μια στιγμή μετάνοιας και σωτηρίας. Αμήν. Γ. ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΗΣ
Κυριακή 23 Μαΐου 2010
Πάτερ Αντώνιος: Ο Ελληνας "άγιος" της Ουγκάντας
Στο χωριό Μόντε της Ουγκάντας, στην Ανατολική Αφρική, ένας ορθόδοξος ιεραπόστολος μαζί με την οικογένειά του δίνει καθημερινή μάχη με την πείνα, το AIDS, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Εχει αγκαλιάσει περίπου τετρακόσια ορφανά παιδιά και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τα συντηρήσει με συσσίτιο, ελληνικά ...
γράμματα και τον Λόγο του Χριστού, φυτεύοντας στις παιδικές ψυχές τους τον σπόρο της ελπίδας.
«Κάθε μέρα σκέφτομαι και προσεύχομαι για την Ελλάδα» μας λέει ο πάτερ Αντώνιος, ο Ελληνας ιερέας που έφυγε από τη χώρα μας πριν από έξι χρόνια. Πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την Αθήνα και μαζί με την παπαδιά και τα παιδιά τους να εγκατασταθούν στην Ουγκάντα. «Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εδώ είναι πολλά. Μόνον ο Θεός μπορεί να δώσει τη δύναμη να τα βγάλουμε πέρα. Ο χειρότερος εχθρός μας είναι οι ασθένειες που σκοτώνουν τα αθώα παιδιά» μας λέει ο πάτερ και συμπληρώνει: «Εδώ τα παιδιά πεθαίνουν από χολέρα, τύφο, ελονοσία και AIDS. Τρέφονται μόνο με καλαμπόκι και αλεύρι, δηλαδή παρασκευάζουμε κάτι που μοιάζει με μπομπότα. Αν τους εξασφαλίσουμε πού και πού λίγο ρύζι ή λίγα φασόλια είναι ευτυχισμένα. Τρώνε ίσα ίσα για να συντηρηθούν και διψούν».
Τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη σκέπη του πατέρα Αντώνιου μιλούν και μαθαίνουν να γράφουν ελληνικά. «Σε αυτά τα παιδιά δεν λείπει μόνον η τροφή και η μόρφωση. Τις περισσότερες φορές λείπει και το χάδι του γονέα, καθώς οι πόλεμοι είναι η μεγάλη πληγή της χώρας αυτής» εξηγεί. Η ενορία του Αγίου Δημητρίου, στην οποία διακονεί ο πάτερ Αντώνιος, κατάφερε να χτίσει ένα σχολείο, όμως ακόμα έχει πολλές ελλείψεις, καθώς στις αίθουσες δεν υπάρχουν ούτε καν θρανία. Ενα παιδί για να λάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, δηλαδή από το δημοτικό μέχρι και το γυμνάσιο, απαιτούνται συνολικά διακόσια ευρώ. «Για εμάς είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκεντρώσουμε αυτά τα χρήματα χωρίς βοήθεια» εξηγεί.
Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια και εξαθλίωση. Ο πάτερ Αντώνιος γεννήθηκε στην Ουγκάντα, όμως σε πολύ μικρή ηλικία έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Ο ίδιος γλίτωσε από τις παιδικές ασθένειες και κατάφερε να επιβιώσει. Ωστόσο, γύρισε πίσω για να γιατρέψει τις πληγές των συνανθρώπων του.
troktiko
Παρασκευή 14 Μαΐου 2010
Ο π. Γεδεών στα Καυσοκαλύβια και το Φως το Αληθινόν
http://agia-varvara.blogspot.com/2009_04_01_archive.html
Μετά από τις σημειώσεις που είχα του παρελθόντος, ανακάλυψα και το εξής θαυμαστό γεγονός, μια θαυμαστή ιστορία, όπως μου την διηγήθηκε ένας μοναχός από το Άγιο Όρος, όταν το επισκεπτόμουν τα πρώτα χρόνια, και δη την σκήτη της Αγίας Άννης. Κάποιος ονόματι πατήρ Γεδεών στα Καυσοκαλύβια, στα 90 του περίπου χρόνια, ήτανε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι και συγχρόνως τυφλός. Παρά τα γεράματά του όμως, τα λόγια του ήταν μελίρρυτα. Γλυκύτατα. Γεμάτα από χάρη. Η υπομονή του ήταν υποδειγματική. Η προσευχή του αδιάλειπτη. Η καρδιά του φλογερή. Και οι νηστείες του μέχρι εκείνη την ηλικία, καταπληκτικές. Με τον υποτακτικό του, τον πατέρα Ησαΐα, ειδοποιήθηκε κάποιος ιερεύς την ημέρα του Ευαγγελισμού να πάει να τον κοινωνήσουν. Ήταν γνωστός ο Γ. Γεδεών και για κάτι άλλο πολύ χαρακτηριστικό σ αυτόν. Για την απλυσιά του. Και την ακτενισιά του. Οποίος όμως τον πλησίαζε καταπλήσσονταν από την ευωδιά πού έβγαζε το ασκητικό εκείνο άπλυτο σώμα. Ασκητικό και το καλυβάκι του, δίχως μέσα να’ χει τίποτα το αναπαυτικό. Μπαίνοντας όμως μέσα αμέσως στο πρόσωπο του επισκέπτου τον κτυπούσε μια ουράνια θαυμαστή αύρα, ένα λεπτότατο παράξενο άρωμα. Με ιδιαίτερη λοιπόν χαρά ο ιερεύς, ο πατήρ Ελπίδιος, δέχτηκε αυτήν την πρόσκληση να πάει να κοινωνήσει τον τυφλό γέροντα. Φόρεσε το πετραχειλάκι του, πήρε το Άγιο Ποτήριο και κίνησε μαζί με τον π. Ησαΐα, πόυ πήγαινε εκείνος μπροστά με το λαδοφάναρο, λέγοντας ψιθυριστά συγχρόνως και οι δύο την ευχούλα ' Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.' Στο δρόμο τους έπιασε βροχή. Φοβερή νεροποντή. Έβρεχε ακατάπαυστα, συνέχεια. Είχαν γίνει και οι δυο μούσκεμα. ' Η δυνατή βροχή, με τα Άχραντα Μυστήρια στα χέρια, με την ευχούλα στα χείλη, με την δυσκολία που είχαν στα σκληρά μονοπάτια και με τα όσα συνέβησαν, έμειναν αλησμόνητα μέχρι το τέλος της ζωής του π. Ελπιδίου. Έφθασαν επιτέλους και ο ιερεύς μπήκε αμέσως στο πτωχό εκκλησάκι, διότι κάθε καλύβα και κάθε ασκητήριο είχε και το δικό του απέριττο μικρό ναό. Όσο μικρός κι αν ήταν, πάντως υπήρχε ναός. Κι εκεί μπροστά στην Ωραία Πύλη περίμενε τον τυφλό, τον π. Γεδεών, 'Του δείπνου Σου ... παράλαβε ...' και ο Γ. Γεδεών βγήκε από το κελάκι του, με ξέμπλεκα τα μαλλιά και με χιλιομπαλωμένο αντέρι, ξυπόλητος. προχωρούσε αργά αργά, βασταζόμενος από τον υποτακτικό του τον π. Ησαΐα. Και μέσα στο ημίφως των κανδηλιών στο θυμιατό που έκαιγε και του κεριού της Ωραίας Πύλης κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. " Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, Γεδεών μοναχός, Σώμα και Αίμα Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, " Και ω του θαύματος " τα τυφλά ματάκια, τα γεμάτα από δάκρυα της κατανύξεως άνοιξαν και ο γέρο-Γεδεών, φώναξε κατάπληκτος από θαυμασμό και αγία συγκίνηση : " Είδον το φως το αληθινόν, Ω Χριστέ μου, είδα το φως σου το αϊδιον, είδον το φως το αληθινόν. " Και αργά αργά γύρισε για το κρεβατάκι του το ξύλινο και το πτωχόν, λέγοντας συνεχώς. Πήγαινε, βάδιζε πολύ αργά, σημειωτόν : " Είδον το φως το αληθινόν, είδον το φως το αληθινόν. " Ξάπλωσε, σταύρωσε τα χεράκια του, αφού έκανε πρώτα το σημείον του Σταυρού και λέγοντας πάλιν και πάλιν " είδον το φως το αληθινόν, " παρέδωσε την Αγία του ψυχήν, στο φως το Αληθινόν. Στον Κύριόν του Ιησούν Χριστόν και Σωτήρα, τον μόνον αληθινόν Θεόν. Φως εκ Φώτος, Θεός Αληθινός, εκ Θεού αληθινού, ο Κύριος, ο Χριστός. Μπορεί να μη θαυμάζει κανένας τα μεγαλεία του Θεού, τα οποία αποκαλύπτει μέσα από το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας'; " Ο τοις αγαπώσιν Αυτόν, δηλαδή σ εκείνους που τον αγαπούν και τον υπηρετούν. Ασφαλώς και θαυμάζει και δοξάζει.
Μετά από τις σημειώσεις που είχα του παρελθόντος, ανακάλυψα και το εξής θαυμαστό γεγονός, μια θαυμαστή ιστορία, όπως μου την διηγήθηκε ένας μοναχός από το Άγιο Όρος, όταν το επισκεπτόμουν τα πρώτα χρόνια, και δη την σκήτη της Αγίας Άννης. Κάποιος ονόματι πατήρ Γεδεών στα Καυσοκαλύβια, στα 90 του περίπου χρόνια, ήτανε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι και συγχρόνως τυφλός. Παρά τα γεράματά του όμως, τα λόγια του ήταν μελίρρυτα. Γλυκύτατα. Γεμάτα από χάρη. Η υπομονή του ήταν υποδειγματική. Η προσευχή του αδιάλειπτη. Η καρδιά του φλογερή. Και οι νηστείες του μέχρι εκείνη την ηλικία, καταπληκτικές. Με τον υποτακτικό του, τον πατέρα Ησαΐα, ειδοποιήθηκε κάποιος ιερεύς την ημέρα του Ευαγγελισμού να πάει να τον κοινωνήσουν. Ήταν γνωστός ο Γ. Γεδεών και για κάτι άλλο πολύ χαρακτηριστικό σ αυτόν. Για την απλυσιά του. Και την ακτενισιά του. Οποίος όμως τον πλησίαζε καταπλήσσονταν από την ευωδιά πού έβγαζε το ασκητικό εκείνο άπλυτο σώμα. Ασκητικό και το καλυβάκι του, δίχως μέσα να’ χει τίποτα το αναπαυτικό. Μπαίνοντας όμως μέσα αμέσως στο πρόσωπο του επισκέπτου τον κτυπούσε μια ουράνια θαυμαστή αύρα, ένα λεπτότατο παράξενο άρωμα. Με ιδιαίτερη λοιπόν χαρά ο ιερεύς, ο πατήρ Ελπίδιος, δέχτηκε αυτήν την πρόσκληση να πάει να κοινωνήσει τον τυφλό γέροντα. Φόρεσε το πετραχειλάκι του, πήρε το Άγιο Ποτήριο και κίνησε μαζί με τον π. Ησαΐα, πόυ πήγαινε εκείνος μπροστά με το λαδοφάναρο, λέγοντας ψιθυριστά συγχρόνως και οι δύο την ευχούλα ' Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.' Στο δρόμο τους έπιασε βροχή. Φοβερή νεροποντή. Έβρεχε ακατάπαυστα, συνέχεια. Είχαν γίνει και οι δυο μούσκεμα. ' Η δυνατή βροχή, με τα Άχραντα Μυστήρια στα χέρια, με την ευχούλα στα χείλη, με την δυσκολία που είχαν στα σκληρά μονοπάτια και με τα όσα συνέβησαν, έμειναν αλησμόνητα μέχρι το τέλος της ζωής του π. Ελπιδίου. Έφθασαν επιτέλους και ο ιερεύς μπήκε αμέσως στο πτωχό εκκλησάκι, διότι κάθε καλύβα και κάθε ασκητήριο είχε και το δικό του απέριττο μικρό ναό. Όσο μικρός κι αν ήταν, πάντως υπήρχε ναός. Κι εκεί μπροστά στην Ωραία Πύλη περίμενε τον τυφλό, τον π. Γεδεών, 'Του δείπνου Σου ... παράλαβε ...' και ο Γ. Γεδεών βγήκε από το κελάκι του, με ξέμπλεκα τα μαλλιά και με χιλιομπαλωμένο αντέρι, ξυπόλητος. προχωρούσε αργά αργά, βασταζόμενος από τον υποτακτικό του τον π. Ησαΐα. Και μέσα στο ημίφως των κανδηλιών στο θυμιατό που έκαιγε και του κεριού της Ωραίας Πύλης κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. " Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, Γεδεών μοναχός, Σώμα και Αίμα Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, " Και ω του θαύματος " τα τυφλά ματάκια, τα γεμάτα από δάκρυα της κατανύξεως άνοιξαν και ο γέρο-Γεδεών, φώναξε κατάπληκτος από θαυμασμό και αγία συγκίνηση : " Είδον το φως το αληθινόν, Ω Χριστέ μου, είδα το φως σου το αϊδιον, είδον το φως το αληθινόν. " Και αργά αργά γύρισε για το κρεβατάκι του το ξύλινο και το πτωχόν, λέγοντας συνεχώς. Πήγαινε, βάδιζε πολύ αργά, σημειωτόν : " Είδον το φως το αληθινόν, είδον το φως το αληθινόν. " Ξάπλωσε, σταύρωσε τα χεράκια του, αφού έκανε πρώτα το σημείον του Σταυρού και λέγοντας πάλιν και πάλιν " είδον το φως το αληθινόν, " παρέδωσε την Αγία του ψυχήν, στο φως το Αληθινόν. Στον Κύριόν του Ιησούν Χριστόν και Σωτήρα, τον μόνον αληθινόν Θεόν. Φως εκ Φώτος, Θεός Αληθινός, εκ Θεού αληθινού, ο Κύριος, ο Χριστός. Μπορεί να μη θαυμάζει κανένας τα μεγαλεία του Θεού, τα οποία αποκαλύπτει μέσα από το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας'; " Ο τοις αγαπώσιν Αυτόν, δηλαδή σ εκείνους που τον αγαπούν και τον υπηρετούν. Ασφαλώς και θαυμάζει και δοξάζει.
Σάββατο 1 Μαΐου 2010
Τα τελευταία λόγια του μακαριστού Χριστόδουλου
Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Romfea.gr», δημοσιεύει σήμερα αποκλειστικά, τον τελευταίο αποχαιρετιστήριο λόγο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Το τελευταίο αποχαιρετιστήριο κείμενο έχει στην κατοχή του ο Επικοινωνιολόγος κ. Σωτήρης Τζούμας, το οποίο δημοσιεύει στο νέο βιβλίο του με τίτλο «ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ», και σε λίγες θα κυκλοφορήσει σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Να σημειωθεί, ότι ο κ. Σωτήρης Τζούμας στο βιβλίο του αναφέρεται και στο θέμα των ταυτοτήτων, στις σχέσεις Φαναρίου – Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς και σε άλλα σημαντικά θέματα από την ζωή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, τα οποία δεν πρέπει να χάσετε.
Ο τελευταίος αποχαιρετιστήριος λόγος, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου έχει ως εξής:
«Αδελφοί μου αγαπητοί, μη μου επιλάθεσθε όταν υμνείτε τον Κύριον, αλλά μνήσθητέ μου του πόθου και της αγάπης και ικετεύσατε τον Θεόν, ίνα με αναπαύση μετά των δικαίων ο Κύριος».
Όταν θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές εγώ δεν θα ευρίσκομαι πλέον εις αυτήν την ζωήν. Η ελπίς μου είναι ότι θα ευρίσκομαι εις το έλεος του Κυρίου.
Δεν έχω τίποτε άλλο βέβαιον παρά μόνον την ελπίδα εις τον Κύριον. Δεν μου απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η αίτησις ο Κύριος να δείξει επιείκεια εις την κρίσιν Του και να με συγχωρέσει.
Ηγάπησα τον Σωτήρα μου με όσην δύναμιν είχε η ψύχη μου. Εκείνος που ετάζει καρδίας και νεφρούς το γνωρίζει. Πολλές φορές ο Σατανάς με έσπρωξε να κάμω πράξεις και σχέδια και να λάβω αποφάσεις που φοβούμαι ότι επίκραναν τον Κύριόν μου, τον πολυεύσπλαγχον, ο οποίος πολλά τάλαντα μου ενεπιστεύθη.
Τάχα εμιμήθην τον τα πέντε τάλαντα λαβόντα; Τάχα ηργάσθην δια την δόξαν Του η μήπως επεδίωξα την ιδικήν μου δόξα και προβολή;
Αυτό δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω και φεύγω από τον κόσμον φοβούμενος ότι δεν εκατόρθωσα να διακρίνω πάντοτε την διαφοράν.
Εργάσθηκα επάνω εις το καθήκον μου με όσην δύναμιν είχα και με την βοήθεια του Θεού πολλά εκατόρθωσα. Όμως όσες φορές εσημείωνα επιτυχίες, ησθανόμην μεγάλην ψυχικήν ικανοποίησιν.
Τάχα οι κόποι μου να είχον αυτόν τον σκοπόν; Και να επραγματοποιήθη λοιπόν εκείνο που είπε ο Κύριος μου, δι΄ όσους ικανοποιούνται για μιαν καλήν πράξιν των, ότι ως εκ τούτου απέχουσι του μισθού αυτών;
Το μόνον που με παρηγορεί και με φωτίζει είναι ότι το έλεος και η αγάπη του Θεού είναι απείρως μεγαλυτέρα πάσης αμαρτίας, και η προσευχή είναι η οδός της σωτηρίας και της αληθούς χαράς.
Γι΄ αυτό και σας ικετεύω με όσην δύναμιν έχει πλέον η φωνή μου, αδελφοί μου και τέκνα μου, μη με λησμονήτε εις τας προσευχάς σας. Κάμετε και δι΄ εμένα ένα Σταυρόν από την καρδιά σας. Ανάψατε ένα κεράκι για την ψυχή μου.
Εις τον βίον μου, αφεύκτως πολλούς αδελφούς μου επίκρανα, είτε δικαίως είτε αδίκως – ποίαν σημασίαν έχει η διάκρισις αυτή; Η Διοίκησις καθίσταται εις εκείνον που βαρύνεται με την ευθύνην ασκήσεώς της, πολλάκις ως δήγμα φοβερόν. Τέκνα μου, η σφραγίδα της Διοικήσεως έχει αγκάθια πολλά.
Γονατίζω εμπρός εις όσους ηδίκησα – εκουσίως η ακουσίως – και τους ικετεύω να με συγχωρήσουν από τα βάθη της καρδίας των, δια να εύρη έλεος και ανάπαυσιν η ψυχή μου ενώπιον του Δικαίου Κριτού.
Από τα βάθη της ψυχής μου συγχωρώ όλους όσους τυχόν με ηδίκησαν. Αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων – πόθοι, όνειρα και επιδιώξεις, προσπάθειαι και τόσαι άλλαι φροντίδες δια την επίγειον ζωήν, που δεν μας αφήνουν να κατανωήσουμεν εις βάθος, ότι είμεθα περαστικοί διαβάτες εις τον κόσμον τον επίγειον.
Καθώς είπεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «όναρ έσμεν ούχ΄ ιστάμενον, φύσημα τι μη κρατούμενον, πτήσις ορνέου παρερχομένου, ναύς επί θαλάττης ίχνος ουκ έχουσα».
Πριν κλείσω τα μάτια μου, όσον έχω ακόμη πλήρεις τας αισθήσεις μου, εις όλους αφήνω την ευχή μου από τα βάθη της καρδιάς μου.
Και εις εκείνους που ως Μητροπολίτης Δημητριάδος εποίμανα και εδίδαξα επί 24 ολόκληρα χρόνια, και εις το αγαπητό μου ποίμνιο των Αθηνών που επί 10 έτη εποίμανα, και προς όλους τους Έλληνας, εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδος.
Ιδικός σας πατέρας ήμουν τέκνα μου αγαπητά, και με καθοδηγούσεν η πίστις ότι έχω την ευθύνην σας. Προς σας, λοιπόν, απευθύνω τας τελευταίας μου ευχάς.
Το γνωρίζετε ότι σας έδωσα όλην μου την αγάπην. Εδίψησεν η ψυχή μου την σωτηρίαν σας. Η βαθυτάτη πίστις μου ότι προσεύχομαι εις Κύριον για σας, υπήρξεν η μόνη πηγή από την οποία αντλούσα τας δυνάμεις μου.
Ήθελα με όσην δύναμιν είχε η πτωχή μου ψυχή, να γλυκάνω τους πόνους σας, να τονώσω το φρόνημά σας, να σας πείσω, ότι μόνον αν βάλετε ρυθμιστήν των παλμών της καρδιάς σας το άγιον του Θεού θέλημα, μόνον τότε δεν θα σβήση από τα χείλη σας το χαμόγελο της πραγματικής χαράς, όσης είναι δυνατόν να ευρεθή εις αυτόν τον κόσμον.
Μην ζητήσετε αλλού την ευτυχίαν σας, διότι άδικα θα κοπιάσετε, και δεν θα την συναντήσετε. Μη λησμονήτε ποτέ τα λόγια του Κυρίου: «Ζητήτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσονται υμίν».
Φωτίζετε πάντοτε τις σκέψεις σας και τον δρόμον της ζωής σας με τον άγιον θέλημα του Θεού. Αυτό θα θερμάνη και τις καρδιές σας για να είναι πάντοτε γεμάτες με την αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς σας συνανθρώπους, αλλά θα σας δίνη και την γλυκυτάτην δύναμιν να αισθάνεσθε τους πόνους των άλλων σαν ιδικούς σας πόνους και την χαράν των σαν ιδικήν σας χαράν.
Με αυτόν τον τρόπον θα ευρεθήτε μέσα εις το σχέδιον της σωτηρίας. Τότε τα ονόματά σας θα γραφούν εις τα αιώνια βιβλία των ουρανών. Ετσι μόνον και όση χαρά, αληθινή χαρά, θα ημπορή να υπάρχη εις τον κόσμον αυτόν, θα πλημμυρίζη τις καρδιές σας.
Ο ίδιος ο Κύριος μας το εβεβαίωσεν, όταν οι 70 μαθηταί Του επέστρεψαν ματά χαράς μεγάλης λέγοντες: «Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν εν τω ονόματι σου».
Και εκείνος τους επληροφόρησεν με τα παρήγορα αυτά λόγια του. «Εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν, χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».
Ποίος λοιπόν ημπορεί να αμφιβάλλη περί τούτου; Και κάτι ακόμη περισσότερον. Εις όλους έδωκε την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς κανείς από αυτούς να ημπορέση να φράξη τον δρόμον των.
Σεις ξέρετε πόσους ανθρώπους ο Σατανάς ευρίσκει και χρησιμοποιεί ως όργανα του δια να φράξουν τον δρόμο της Σωτηρίας εκείνων που θέλουν να σωθούν. Διαστρέφει τις σκέψεις των, πορώνει τις καρδίες των και τυφλώνει το φως των, ώστε να μη βλέπουν το καλόν και να μεταχειρίζωνται και τα άδικα και τα πιο σκληρά απάνθρωπα μέσα για να σταθούν εμπόδιον εις τον δρόμο της Σωτηρίας.
Αυτοί όλοι, όσον και εάν ομοιάζουν με φίδια και σκορπιούς, συντρίβονται με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός να μην αξιώση κανένα από Σας, τέκνα μου αγαπητά, να κανταντήση εις αυτό το σημείον.
Εις όλους σας εύχομαι να σας σκεπάζη πάντοτε η Θείας Χάρις.
Αγαπητά μου τέκνα και αδελφοί μου, μην απομακρυνθήτε από τον δρόμον του Θεού. Αγαπήσατε τον Θεόν και «μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού». Πλημμυρίσατε τις καρδιές σας από Χριστόν και Ελλάδα.
Τέκνα μου αγαπητά και αδελφοί μου, μη βλέπετε ποτέ την Ελλάδα με αδιαφορίαν η με στεναχωρίαν. Ο Κύριος είναι ο Πατέρας μας, και μας έδωσε την Ελλάδα ως τον οίκον μας. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά Του, και ουδείς είναι υπέρτερος του άλλου ένεκα της πατρίδος αυτού.
Ας μάθουμε να βλέπουμε ως δωρεά του Κυρίου έκαστος την πατρίδα, την παράδοσιν και την γλώσσαν του. Ειδικώς εμείς οι Έλληνες ελάβαμε την κληρονομιάν να είμεθα φορείς και διδάσκαλοι πολιτισμού μεγάλου, τιμωμένου από όλον τον κόσμον.
Ας ζώμεν λοιπόν κατά τρόπον που δοξάζει τα ιερά μας, τιμά τους προγόνους, διατηρεί την γλώσσαν ως έκφρασιν πνεύματος και όχι απλώς ως μέσου συννενοήσεως.
Ας έχουμε στην καρδιά μας ευγνωμοσύνην προς όσους προσέφεραν στην πατρίδα μας. Κυρίως εμείς, οι ακολουθούντες τον Κύριον, ας έχωμεν πάντοτε κατά νούν ότι ο χριστιανός δεν αγιάζεται από το περιβάλον του αλλά το αγιάζει.
Τέκνα μου, μην κάμετε ποτέ κακόν εις τους συνανθρώπους σας. Σκορπίσατε παντού έργα αγάπης. Όποιος έχει ανάγκη από σας και ημπορείτε να γλυκάνετε τον πόνο του, μην το αρνηθήτε.
Μην εξετάζετε αν είναι συγγενής η ξένος, γνωστός η άγνωστος, ομοεθνής η αλλοεθνής, ομόδοξος η ετερόδοξος, ομόθρησκος η αλλόθρησκός, φίλος η εχθρός. Όποιος έχει ανάγκη από την αγάπην σας είναι ο πλησίον σας.
Μην παραλείπετε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα. Όσες φορές ευρεθήτε μολυσμένοι με την αμαρτίαν, οποιανδήποτε αμαρτίαν μικράν η μεγάλην, αμέσως να σπεύσετε να εξαγνισθήτε με το μέγα μυστήριον της Θείας και Ιεράς Εξομολογήσεως και να ενωθήτε με τον Θεόν δια της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων.
Κρατήστε πάντοτε έτοιμην την ψυχήν σας, ώστε οποιανδήποτε στιγμήν ο Κύριος μας σας καλέσει να είσαστε άξιοι της ουρανίου Βασιλείας.
Ιδιαιτέρως απευθύνομαι αυτήν την στιγμήν προς σας, τους προσφιλείς μου συνεργάτας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, από τον παλαιότερο έως τον νεότερο, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο.
Τέκνα μου αγαπημένα, κληρικοί και λαϊκοί, δεν θα είμαι πλέον κοντά σας. Θα μένη όμως για πάντα μαζί σας η αγάπη μου και η ευχή μου. Μην εγακταλείψετε το άγιον έργον της διαφωτίσεως του λαού, ιδιαιτέρως εσείς αδελφοί μου Αρχιερείς, Ιερείς και Διάκονοι στην Αθήνα, στο Βόλο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Όταν θα πηγαίνετε στις Εκκλησίες μας και θα κηρύττετε τον λόγον του Θεού, θα δροσίζεται και η δική μου ψυχή στους ουρανούς. Μη μου στερήσετε αυτήν την δροσιά, Σταθήτε πιστοί συνεργάται, γύρω εις τον διάδοχον μου Αρχιεπίσκοπον, οποίος κι αν είναι, και δώσατέ του τον άπειρον σεβασμόν και την αγάπη σας και την αφοσίωσην σας.
Θα σας αγαπήση όσον σας ηγάπησα και εγώ και θα στηρίξη μαζί σας την Εκκλησία μας, δια να πραγματοποιήση τους ιερούς σκοπούς της.
Και τώρα αγαπητά μου τέκνα και φίλοι μου, «ιδού κείμαι εν μέσω πάντων σιγηλός και άφωνος. Το στόμα ήργησεν. Η γλώσσα πέπαυται και τα χείλη κεκόλληνται, αι χείρες συνδέδενται και αι πόδες συμπλέκονται, η μορφή ηλλοίωται, οι οφθαλμοί εσβέσθησαν και ου κατανούσι τους θρηνούντας, η ακοή ου παραδέχεται των λυπουμένων τον ολοφυρμόν, η ρις ουκ οσφραίνεται του θυμιάματος την ευωδίαν, η δε αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται, δι ο ικετεύω πάντας τους γνωστούς και προσφιλείς μου μνείαν ποιείσθε μου εν ημέραις κρίσεως, ίνα εύρω έλεος επί του βήματος εκείνου του φοβερού.»
ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΤΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΣΑΣ.»
Πηγή
==================================
Με την ευκαιρία να παραπέμψουμε τους αναγνώστες στο Αφιέρωμα στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο
http://www.xristodoulos.net
Το τελευταίο αποχαιρετιστήριο κείμενο έχει στην κατοχή του ο Επικοινωνιολόγος κ. Σωτήρης Τζούμας, το οποίο δημοσιεύει στο νέο βιβλίο του με τίτλο «ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ», και σε λίγες θα κυκλοφορήσει σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Να σημειωθεί, ότι ο κ. Σωτήρης Τζούμας στο βιβλίο του αναφέρεται και στο θέμα των ταυτοτήτων, στις σχέσεις Φαναρίου – Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς και σε άλλα σημαντικά θέματα από την ζωή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, τα οποία δεν πρέπει να χάσετε.
Ο τελευταίος αποχαιρετιστήριος λόγος, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου έχει ως εξής:
«Αδελφοί μου αγαπητοί, μη μου επιλάθεσθε όταν υμνείτε τον Κύριον, αλλά μνήσθητέ μου του πόθου και της αγάπης και ικετεύσατε τον Θεόν, ίνα με αναπαύση μετά των δικαίων ο Κύριος».
Όταν θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές εγώ δεν θα ευρίσκομαι πλέον εις αυτήν την ζωήν. Η ελπίς μου είναι ότι θα ευρίσκομαι εις το έλεος του Κυρίου.
Δεν έχω τίποτε άλλο βέβαιον παρά μόνον την ελπίδα εις τον Κύριον. Δεν μου απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η αίτησις ο Κύριος να δείξει επιείκεια εις την κρίσιν Του και να με συγχωρέσει.
Ηγάπησα τον Σωτήρα μου με όσην δύναμιν είχε η ψύχη μου. Εκείνος που ετάζει καρδίας και νεφρούς το γνωρίζει. Πολλές φορές ο Σατανάς με έσπρωξε να κάμω πράξεις και σχέδια και να λάβω αποφάσεις που φοβούμαι ότι επίκραναν τον Κύριόν μου, τον πολυεύσπλαγχον, ο οποίος πολλά τάλαντα μου ενεπιστεύθη.
Τάχα εμιμήθην τον τα πέντε τάλαντα λαβόντα; Τάχα ηργάσθην δια την δόξαν Του η μήπως επεδίωξα την ιδικήν μου δόξα και προβολή;
Αυτό δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω και φεύγω από τον κόσμον φοβούμενος ότι δεν εκατόρθωσα να διακρίνω πάντοτε την διαφοράν.
Εργάσθηκα επάνω εις το καθήκον μου με όσην δύναμιν είχα και με την βοήθεια του Θεού πολλά εκατόρθωσα. Όμως όσες φορές εσημείωνα επιτυχίες, ησθανόμην μεγάλην ψυχικήν ικανοποίησιν.
Τάχα οι κόποι μου να είχον αυτόν τον σκοπόν; Και να επραγματοποιήθη λοιπόν εκείνο που είπε ο Κύριος μου, δι΄ όσους ικανοποιούνται για μιαν καλήν πράξιν των, ότι ως εκ τούτου απέχουσι του μισθού αυτών;
Το μόνον που με παρηγορεί και με φωτίζει είναι ότι το έλεος και η αγάπη του Θεού είναι απείρως μεγαλυτέρα πάσης αμαρτίας, και η προσευχή είναι η οδός της σωτηρίας και της αληθούς χαράς.
Γι΄ αυτό και σας ικετεύω με όσην δύναμιν έχει πλέον η φωνή μου, αδελφοί μου και τέκνα μου, μη με λησμονήτε εις τας προσευχάς σας. Κάμετε και δι΄ εμένα ένα Σταυρόν από την καρδιά σας. Ανάψατε ένα κεράκι για την ψυχή μου.
Εις τον βίον μου, αφεύκτως πολλούς αδελφούς μου επίκρανα, είτε δικαίως είτε αδίκως – ποίαν σημασίαν έχει η διάκρισις αυτή; Η Διοίκησις καθίσταται εις εκείνον που βαρύνεται με την ευθύνην ασκήσεώς της, πολλάκις ως δήγμα φοβερόν. Τέκνα μου, η σφραγίδα της Διοικήσεως έχει αγκάθια πολλά.
Γονατίζω εμπρός εις όσους ηδίκησα – εκουσίως η ακουσίως – και τους ικετεύω να με συγχωρήσουν από τα βάθη της καρδίας των, δια να εύρη έλεος και ανάπαυσιν η ψυχή μου ενώπιον του Δικαίου Κριτού.
Από τα βάθη της ψυχής μου συγχωρώ όλους όσους τυχόν με ηδίκησαν. Αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων – πόθοι, όνειρα και επιδιώξεις, προσπάθειαι και τόσαι άλλαι φροντίδες δια την επίγειον ζωήν, που δεν μας αφήνουν να κατανωήσουμεν εις βάθος, ότι είμεθα περαστικοί διαβάτες εις τον κόσμον τον επίγειον.
Καθώς είπεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «όναρ έσμεν ούχ΄ ιστάμενον, φύσημα τι μη κρατούμενον, πτήσις ορνέου παρερχομένου, ναύς επί θαλάττης ίχνος ουκ έχουσα».
Πριν κλείσω τα μάτια μου, όσον έχω ακόμη πλήρεις τας αισθήσεις μου, εις όλους αφήνω την ευχή μου από τα βάθη της καρδιάς μου.
Και εις εκείνους που ως Μητροπολίτης Δημητριάδος εποίμανα και εδίδαξα επί 24 ολόκληρα χρόνια, και εις το αγαπητό μου ποίμνιο των Αθηνών που επί 10 έτη εποίμανα, και προς όλους τους Έλληνας, εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδος.
Ιδικός σας πατέρας ήμουν τέκνα μου αγαπητά, και με καθοδηγούσεν η πίστις ότι έχω την ευθύνην σας. Προς σας, λοιπόν, απευθύνω τας τελευταίας μου ευχάς.
Το γνωρίζετε ότι σας έδωσα όλην μου την αγάπην. Εδίψησεν η ψυχή μου την σωτηρίαν σας. Η βαθυτάτη πίστις μου ότι προσεύχομαι εις Κύριον για σας, υπήρξεν η μόνη πηγή από την οποία αντλούσα τας δυνάμεις μου.
Ήθελα με όσην δύναμιν είχε η πτωχή μου ψυχή, να γλυκάνω τους πόνους σας, να τονώσω το φρόνημά σας, να σας πείσω, ότι μόνον αν βάλετε ρυθμιστήν των παλμών της καρδιάς σας το άγιον του Θεού θέλημα, μόνον τότε δεν θα σβήση από τα χείλη σας το χαμόγελο της πραγματικής χαράς, όσης είναι δυνατόν να ευρεθή εις αυτόν τον κόσμον.
Μην ζητήσετε αλλού την ευτυχίαν σας, διότι άδικα θα κοπιάσετε, και δεν θα την συναντήσετε. Μη λησμονήτε ποτέ τα λόγια του Κυρίου: «Ζητήτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσονται υμίν».
Φωτίζετε πάντοτε τις σκέψεις σας και τον δρόμον της ζωής σας με τον άγιον θέλημα του Θεού. Αυτό θα θερμάνη και τις καρδιές σας για να είναι πάντοτε γεμάτες με την αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς σας συνανθρώπους, αλλά θα σας δίνη και την γλυκυτάτην δύναμιν να αισθάνεσθε τους πόνους των άλλων σαν ιδικούς σας πόνους και την χαράν των σαν ιδικήν σας χαράν.
Με αυτόν τον τρόπον θα ευρεθήτε μέσα εις το σχέδιον της σωτηρίας. Τότε τα ονόματά σας θα γραφούν εις τα αιώνια βιβλία των ουρανών. Ετσι μόνον και όση χαρά, αληθινή χαρά, θα ημπορή να υπάρχη εις τον κόσμον αυτόν, θα πλημμυρίζη τις καρδιές σας.
Ο ίδιος ο Κύριος μας το εβεβαίωσεν, όταν οι 70 μαθηταί Του επέστρεψαν ματά χαράς μεγάλης λέγοντες: «Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν εν τω ονόματι σου».
Και εκείνος τους επληροφόρησεν με τα παρήγορα αυτά λόγια του. «Εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν, χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».
Ποίος λοιπόν ημπορεί να αμφιβάλλη περί τούτου; Και κάτι ακόμη περισσότερον. Εις όλους έδωκε την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς κανείς από αυτούς να ημπορέση να φράξη τον δρόμον των.
Σεις ξέρετε πόσους ανθρώπους ο Σατανάς ευρίσκει και χρησιμοποιεί ως όργανα του δια να φράξουν τον δρόμο της Σωτηρίας εκείνων που θέλουν να σωθούν. Διαστρέφει τις σκέψεις των, πορώνει τις καρδίες των και τυφλώνει το φως των, ώστε να μη βλέπουν το καλόν και να μεταχειρίζωνται και τα άδικα και τα πιο σκληρά απάνθρωπα μέσα για να σταθούν εμπόδιον εις τον δρόμο της Σωτηρίας.
Αυτοί όλοι, όσον και εάν ομοιάζουν με φίδια και σκορπιούς, συντρίβονται με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός να μην αξιώση κανένα από Σας, τέκνα μου αγαπητά, να κανταντήση εις αυτό το σημείον.
Εις όλους σας εύχομαι να σας σκεπάζη πάντοτε η Θείας Χάρις.
Αγαπητά μου τέκνα και αδελφοί μου, μην απομακρυνθήτε από τον δρόμον του Θεού. Αγαπήσατε τον Θεόν και «μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού». Πλημμυρίσατε τις καρδιές σας από Χριστόν και Ελλάδα.
Τέκνα μου αγαπητά και αδελφοί μου, μη βλέπετε ποτέ την Ελλάδα με αδιαφορίαν η με στεναχωρίαν. Ο Κύριος είναι ο Πατέρας μας, και μας έδωσε την Ελλάδα ως τον οίκον μας. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά Του, και ουδείς είναι υπέρτερος του άλλου ένεκα της πατρίδος αυτού.
Ας μάθουμε να βλέπουμε ως δωρεά του Κυρίου έκαστος την πατρίδα, την παράδοσιν και την γλώσσαν του. Ειδικώς εμείς οι Έλληνες ελάβαμε την κληρονομιάν να είμεθα φορείς και διδάσκαλοι πολιτισμού μεγάλου, τιμωμένου από όλον τον κόσμον.
Ας ζώμεν λοιπόν κατά τρόπον που δοξάζει τα ιερά μας, τιμά τους προγόνους, διατηρεί την γλώσσαν ως έκφρασιν πνεύματος και όχι απλώς ως μέσου συννενοήσεως.
Ας έχουμε στην καρδιά μας ευγνωμοσύνην προς όσους προσέφεραν στην πατρίδα μας. Κυρίως εμείς, οι ακολουθούντες τον Κύριον, ας έχωμεν πάντοτε κατά νούν ότι ο χριστιανός δεν αγιάζεται από το περιβάλον του αλλά το αγιάζει.
Τέκνα μου, μην κάμετε ποτέ κακόν εις τους συνανθρώπους σας. Σκορπίσατε παντού έργα αγάπης. Όποιος έχει ανάγκη από σας και ημπορείτε να γλυκάνετε τον πόνο του, μην το αρνηθήτε.
Μην εξετάζετε αν είναι συγγενής η ξένος, γνωστός η άγνωστος, ομοεθνής η αλλοεθνής, ομόδοξος η ετερόδοξος, ομόθρησκος η αλλόθρησκός, φίλος η εχθρός. Όποιος έχει ανάγκη από την αγάπην σας είναι ο πλησίον σας.
Μην παραλείπετε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα. Όσες φορές ευρεθήτε μολυσμένοι με την αμαρτίαν, οποιανδήποτε αμαρτίαν μικράν η μεγάλην, αμέσως να σπεύσετε να εξαγνισθήτε με το μέγα μυστήριον της Θείας και Ιεράς Εξομολογήσεως και να ενωθήτε με τον Θεόν δια της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων.
Κρατήστε πάντοτε έτοιμην την ψυχήν σας, ώστε οποιανδήποτε στιγμήν ο Κύριος μας σας καλέσει να είσαστε άξιοι της ουρανίου Βασιλείας.
Ιδιαιτέρως απευθύνομαι αυτήν την στιγμήν προς σας, τους προσφιλείς μου συνεργάτας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, από τον παλαιότερο έως τον νεότερο, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο.
Τέκνα μου αγαπημένα, κληρικοί και λαϊκοί, δεν θα είμαι πλέον κοντά σας. Θα μένη όμως για πάντα μαζί σας η αγάπη μου και η ευχή μου. Μην εγακταλείψετε το άγιον έργον της διαφωτίσεως του λαού, ιδιαιτέρως εσείς αδελφοί μου Αρχιερείς, Ιερείς και Διάκονοι στην Αθήνα, στο Βόλο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Όταν θα πηγαίνετε στις Εκκλησίες μας και θα κηρύττετε τον λόγον του Θεού, θα δροσίζεται και η δική μου ψυχή στους ουρανούς. Μη μου στερήσετε αυτήν την δροσιά, Σταθήτε πιστοί συνεργάται, γύρω εις τον διάδοχον μου Αρχιεπίσκοπον, οποίος κι αν είναι, και δώσατέ του τον άπειρον σεβασμόν και την αγάπη σας και την αφοσίωσην σας.
Θα σας αγαπήση όσον σας ηγάπησα και εγώ και θα στηρίξη μαζί σας την Εκκλησία μας, δια να πραγματοποιήση τους ιερούς σκοπούς της.
Και τώρα αγαπητά μου τέκνα και φίλοι μου, «ιδού κείμαι εν μέσω πάντων σιγηλός και άφωνος. Το στόμα ήργησεν. Η γλώσσα πέπαυται και τα χείλη κεκόλληνται, αι χείρες συνδέδενται και αι πόδες συμπλέκονται, η μορφή ηλλοίωται, οι οφθαλμοί εσβέσθησαν και ου κατανούσι τους θρηνούντας, η ακοή ου παραδέχεται των λυπουμένων τον ολοφυρμόν, η ρις ουκ οσφραίνεται του θυμιάματος την ευωδίαν, η δε αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται, δι ο ικετεύω πάντας τους γνωστούς και προσφιλείς μου μνείαν ποιείσθε μου εν ημέραις κρίσεως, ίνα εύρω έλεος επί του βήματος εκείνου του φοβερού.»
ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΤΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΣΑΣ.»
Πηγή
==================================
Με την ευκαιρία να παραπέμψουμε τους αναγνώστες στο Αφιέρωμα στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο
http://www.xristodoulos.net
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)