Ήταν δύο ξυλοκόποι που πήγαιναν σε ένα δάσος και έκοβαν ξύλα.
Ο ένας κάθε μέρα έκοβε κάθε φορά 10 δέντρα τα φόρτωνε και έφευγε. Ο άλλος έκοβε κάθε φορά μόνο ένα.
Ένας τσοπάνης που έβοσκε τα ζώα του και τους έβλεπε ρώτησε μια φορά το δάσος.
-Δάσος ποιον από τους δυο ξυλοκόπους φοβάσαι;
-Φοβάμαι περισσότερο αυτόν που κόβει ένα δέντρο κάθε μέρα. Ο άλλος που κόβει δέκα δέντρα κάποια στιγμή θα σταματήσει. Είτα θα βαρεθεί είτα θα κουραστεί είτε θα αρρωστήσει.
Ο άλλος δεν πρόκειται να σταματήσει με τίποτα.
Το ίδιο πρέπει και εμείς να κάνουν στην πνευματική ζωή και να μην απογοητευόμαστε
Το ακούσαμε στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον γέροντα Αννανία Κουστένη
Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010
Τα Εισόδια της Θεοτόκου
Όταν η Παρθένος Μαρία έγινε τριών ετών, οι γονείς της ( ο Ιωακείμ και η Άννα), εκλπηρώνοτας της υπόσχεσή τους στο Θεό, ξεκίνησαν μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους για να αφιερώσουν την κορούλα τους στο ναό. Σύμφωνα με την παράδοση, η τριάχρονη παιδούλα περπάτησε κι ανέβηκε μόνη της τα μεγάλα, μαρμάρινα σκαλιά του ναού. Τότε την παρέλαβε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, ο πατέρας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ψάλλοντάς της εγκώμια, την έβαλε στο ιερό του ναού. Αλλά μερικοί σκανδαλίσθηκαν γιατί στο ιερό εκείνο μέρος απαγορευόταν να εισέρχονται γυναίκες. Όμως ο προφήτης Ζαχαρίας τους καθησύχασε λέγοντας:
-Είναι εντολη του Θεού, να φυλαχθεί η αγία κόρη στον ιερώτερο χώρο του ναού, γιατί ο Θεός την προορίζει για υπερκόσμια θαυμαστά γεγονότα.
Έπειτα ο Ιωακείμ και η Άννα επέστρεψαν χαρούμενοι στο σπίτι τους, ενώ η Παρθένος Μαρία παρέμεινει στο ναό για δώδεκα χρόνια, και καθημερινά Άγγελος κατέβαινε απο τον ουρανό και της έφερνε ουράνια τροφή. Μέσα στο ναό, η Θεοτόκος προσευχόταν, μελετούσε τα ιερά κείμενα κι αντί ια κοσμήματα και χρυσαφικά, είχε στολιστεί απο το Θεό , με αγνότητα, ταπείνωση , πραότητα, μακροθυμία κι όλες τις άλλες πολύτιμες αρετές.
Η Ορθοδοξη Εκκλησία μας τιμάει την είσοδο της Παναγίας στο ναό , κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου.
Απολυτίκο
Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον, και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις· εν Ναώ του Θεού , τρανώς η Παρθένος δείκνυται , και τον Χριστόν τοίς πάσι προκαταγγέλεται.Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.
Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
-Είναι εντολη του Θεού, να φυλαχθεί η αγία κόρη στον ιερώτερο χώρο του ναού, γιατί ο Θεός την προορίζει για υπερκόσμια θαυμαστά γεγονότα.
Έπειτα ο Ιωακείμ και η Άννα επέστρεψαν χαρούμενοι στο σπίτι τους, ενώ η Παρθένος Μαρία παρέμεινει στο ναό για δώδεκα χρόνια, και καθημερινά Άγγελος κατέβαινε απο τον ουρανό και της έφερνε ουράνια τροφή. Μέσα στο ναό, η Θεοτόκος προσευχόταν, μελετούσε τα ιερά κείμενα κι αντί ια κοσμήματα και χρυσαφικά, είχε στολιστεί απο το Θεό , με αγνότητα, ταπείνωση , πραότητα, μακροθυμία κι όλες τις άλλες πολύτιμες αρετές.
Η Ορθοδοξη Εκκλησία μας τιμάει την είσοδο της Παναγίας στο ναό , κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου.
Απολυτίκο
Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον, και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις· εν Ναώ του Θεού , τρανώς η Παρθένος δείκνυται , και τον Χριστόν τοίς πάσι προκαταγγέλεται.Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.
Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΣΑΣ
Στον κ.ΦΙΛΙΠΠΟ ΚΑΤΣIΠΗ
Δεύτερη νύχτα που ξυπνούσε απο υπνοταραχή ο Γεράσιμος ο Μπάιλας. Κι ίδιο το όνειρο που έβλεπε και τίς δυο τούτες τις νύχτες. Η Παναγιά ήταν που τον καταξίωνε με την παρουσία της, αυτόν τον ταπεινό κι απονήρευτον άνθρωπο του Θεού. Όμως , αλλιώτικη ήταν την κάθε φορά που ερχόταν κι έσκυβε πάνω απο το προσκεφάλι του η Μεγαλόχαρη. Ντυμένη στα μαύρα, γυναίκα αγγελικιά και πάγκαλη την πρώτη-λαμπροστολισμένη την άλλη, λουσμένη απο δόξα επουράνια, έτσι όπως είχε μάθει να την προσκυάη και να την τιμάη πάντα του ο ταπεινός ο Γεράσιμος. Κι η λαλιά της , να στάζη γλύκα ανείπωτη- έτσι που δε μπορούν να μιλουν του Θεού τα πλάσματα, αλλά μονάχα οι άγγελοι στα επουράνια.
Τα ίδια λόγια του είχε πει και τις δύο φορές η Μεγαλόχαρη:
-Γεράσιμε , άμα θα σηκωθής , να πας στο χωράφι σου που έχεις στην Περίσσα. Άμα σκάψης εκεί δα- εγώ θα σου δώσω, σαν έρθη η ώρα , τα σημάδια που πρέπει - θα με βρής θαμμένη σε μιά παλιά εκκλησία μου.
Τρεμούλιασε του φτωχού του Γεράσιμου το φυλλοκάδρι, που την είδε και την άκουσε. Πως γινόταν να τον καταξιώνη έτσι με τον ερχομό της η Μεγαλόχαρη; Αυτόν , έναν ταπεινό γαϊδουρολάτη, που ζούσε τη φτωχοφαμελιά του, εκεί πέρα, στη Μέσα Γωνιά, την Επισκοπή όπως τη λένε σήμερα, της Σαντορίνης...Μέρα έμπαινε, μέρα έβαινε, να πετσοκόβεται και να κοψομεσιάζεται, ο δόλιος, πότε με το "χτήμα" του- τον υπομονετικό του γάϊδαρέλο-και πότε με το χωραφάκι του , δυό τρείς ζευγαριές αμπελοχώραφο, που το είχε κεί δα να , στον κάμπο της Περίσσας.
Την πρώτη φορά που είδε σε όνειρό του την Παναγιά ο Γεράσιμος, είπε πως μπορούσε να ήταν και της φαντασίας του γέννημα. Δεν έκανε τίπο' απ' όσα του ορμήνεψε η Παναγιά, μήτε κι είπε γιά κείνο που είχε δει κανενού κουβέντα. Μα σαν ξανάδε το άλλο βράδυ τη Μεγαλόχαρη στον ύπνο του, και του είπε και του λάλησε ξανά τα ίδια με την πρώτη φορά τα λόγια, ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μούσκεψε απ' τον ίδρο και το φόβο κι η καρδιά το πετούρισε παράξενα. Δεν άργησε να πάρη την απόφαση του.
-Θα πα να το στορήσω στον παπα-Μακάριο το όνειρο που είδα, μονολόγησε.
Με προσοχή τον άκουσε ο γέροντας-γέροντας , να πης, δέν ήτανε, νέος ακόμη στα χρόνια, με κοντό σγουρογένι, μα όλοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν , γιατί ήταν αληθινά "ποιμένας ψυχών"
ο παπα-Μακάριος ο Μεντρινός. Κι άμα τέλεψε να του ανιστορή τ' όνειρο του ο γαιδουροζευγολάτης- ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μ'άλλα λόγια- έκατσε και του απολογήθηκε ο παππάς.
-Σημαδιακό τ'όνειρο όπου είδες, Γεράσιμε. Μακαρισμένος ο δούλος του Θεού που τον καταξιώνει η Μεγαλόχαρη με την παρουσία της .Αναρωτιέσαι γιατί ήσουν εσύ που ξέλεξε ανάμεσα απ' τα τόσα πλάσματά της η Μεγάλη Κυρά τον Ουρανών...Τι που είσαι γαϊδουρολάτης ταπεινός κατά το που το στοχάζεσαι, ευλογημένε; Ίσα ίσα που στις ταπεινές ψυχές κι αμόλευτες πάει κι ακουμπάει το χέρι της η Μεγαλόχαρη. Σημαδιακό τ'όνειρο της που σου 'πεψε. Μεγάλη η χάρη σου, που θα'σαι του λόγου σου κείνος που θα την ανασύρης στο φως απο κει όπου βρίσκεται θαμμένη.
Έσκυβε ακούγοντας τον το κεφάλι ο φτωχός γαϊδουρολάτης. Κι η καρδιά του πήγαινε να σπάση στο στερνό του. Μα όχι, να πής ,απο περηφάνια. Του Θεού τα πλάσματα -να, σαν τούτο εδώ , το Γεράσιμο το Μπάιαλα-δεν πέφτουνε σε τέτοια κρίματα , η καρδιά τους απομένει πάντα καθαρή, ολοκάθαρη, σαν το σμαραγδένιο το νερό και σαν το διάφανο το κρούσταλλο. Δεν το' λεγε να πιστέψη στ' αυτιά του με τα όσα άκουγε να του λέη ο παπα-Μακάριος- του ερχόταν ίδια ταραχή όπως και τις δυο περασμένες νύχτες, που είχε δει το όνειρο. Μα για να το λέη ο γέροντας, έτσι θα'τανε. Τον άκουσε , απ' αντίκρυ του που καθόταν , ν'αποσώνη την ίδια στιγμή το λόγο του ο παπα-Μακάριος:
-Θα νηστέψης, ούλες τούτες τις μέρες (Λαμπρόσκολες είχανε), Γεράσιμε , κι αποβδόμαδα, με του Θεού τη δύναμη και της Παναγιάς τη χάρη, θα πάμε να λειτουργήσουμε στην Κατευχιανή. Κι απέ θα κατεβούμε στην Περίσσα, εκεί όπου στέκει το χωράφι σου, να σκάψουμε και να την ανεύρουμε ,εκεί όπου βρίσκεται θαμμένη η Μεγαλόχαρη
Νύχτα ήταν ακόμα που ξεκίνησε ο Γεράσιμος ο Μπάιλας- ξημέρωνε η μέρα που του είχεν ορίσει ο παπάς του. Είχε μηνύσει και σε πεντ' έξι άλλους χωριανούς-άνθρωποι του Θεού όλοι τους σάν κι αυτόν και τον παπα-Μακάριο- και με τα λαδοφάναρα στα χέρια για να φέγγουν μες στη νύχτα, πήγαν κι αντάμωσαν στους παπά μπροστα στην πόρτα. Είχανε πάρει μαζί τους και τρία ζωντανά, το ένα για να καβαλικέψη ο γέροντας, στ' άλλα φόρτωσαν την κουμπάνια τους και τα σύνεργα που θα τάχανε χρεία για να σκάψουν το χωράφι. Κι όλοι μαζί, ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα.
Δίχως να μιλούν στο δρόμο- μοναχά ο παπάς ψαλμουδούσε καθώς πήγαιναν-φτάσανε στο Καμάρι, πήρανε την ανηφόρα και κατηφόρισαν ξανά κατά τη Σελλάδα. Κόψαν απ' το μονοπάτι της Κατευχιανής, της εκκλησιάς που είναι χρισμένη στην κουφάλα του βουνού. Άμα σταθής στην αυλή της , το μάτι σου φτάνει ίσαμε πέρα μακριά στον κάμπο κι απο κει συνέχεια ως την αμμουδιά, που απλώνει σα δαντέλα την ακρογιαλία της , να την γλυκοφυλάη μέρα νύχτα το κύμα. Ο κάμπος, η θάλασσα και το βουναλάκι του Κάτω Άι-Λιά με τους ανεμόμυλους. Κι ανάμεσα σ' όλο τούτο το πανόραμα, σκορπισμένα τα καρπερά τ' αμπελοχώραφα και τα ταπεινά και αθώρητα ξωκλησάκια του Νιμποριού.
Σαν έφτασαν στην Κατευχιανή, προσκύνησε ο παπα-Μακάριος με τη συνοδεία του, ύστερα μπήκε στο ιερό μονάχος και ντύθηκε τα άμφιά του. Λειτούργησε κανονικά με τη μελωδική φωνή του, άφησε ν'ανεβή ως τα ουράνια η πρωινή τούτη δέησή του. Κι οι λιγοστοί πιστοί που τον συντρόφευαν σ' αυτήν , σκύβοντας όλη την ώρα ταπεινωμένο το κεφάλι , παρακαλιόνταν στη χάρη Της, να φανή σ' ότι είχαν να τελέψουν σε λίγο , οδηγημένοι απ' την ορμήνια της και την παράστασή της.
Ο Γεράσιμος είχε απομείνει στον αυλόγυρο της Κατευχιανής. Δεν είχε στασιό μέσα στην εκκλησιά απ' την απαντοχή του. Κι απο κεί όπου έστεκε, αλάργευε τη ματιά του, την έφτανε και την ακουμπούσε στο χωραφάκι του απά, σαν κάτι να περίμενε να ξεπροβάλη απο κεί, κάτι που πολύ το ήθελε και το λαχταρούσε. Η ίδια η Παναγιά του το'χε πει στ' όνειρο του. Πως σάν θα έφτανε ο Γεράσιμος στο χωράφι του, Εκείνη θα τον οδηγούσε και θα τον ορμήνευε. Κι έτσι όπως έστεκε, με τ' όνειρο όλη την ώρα στο νού και στην καρδιά του, είδε να λαμπιρίζη ανάμεσα απο τους σβώλους τα χώματα μια φωτεράδα, μια λαμπερή φωτιά, ίδια σαν αυτές που ανάβουν ανήμερα στη γιορτή του Αι- Γιάννη.
-Παπα-Μακάριε...πατριώτες...Τρεχάτε να δήτε τα σημάδια που μας πέμπει η Μεγαλόχαρη!
Του ήρθε να ξεφωνίση την ίδια στιγμή , του δόλιου. Μα δε φώναξε, δε σάλεψε κάν τα χείλη του , για να μην τους αναταράξη στην ώρα της λειτουργίας. Και μονάχα σαν αποτέλειωσε τα «γράμματα» ο παπάς και στρώθηκαν όλοι στην πεζούλα της Κατευχιανής για να βάλουν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα τους και να στυλωθούν, τότε κάθισε κι ο Γεράσιμος και τους ιστόρησε τα όσα είχε δει πριν λίγο στο χωράφι του. Κι όλοι μαζί σταυροκοπηθηκαν με πίστη και κατάνυξη.
Η μέρα είχε ροδίσει πια για καλά, σαν έφτασε όλη η συνοδεία στο χωραφάκι του Γεράσιμου του Μπάιλα. Πρώτος ο παπα- Μακάριος ξεντύθηκε το ράσο του, χάραξε με την αξίνα το σημείο του σταυρού απά στο χώμα και χτύπησε την πρώτη πελεκιά. Απόκοντα, άρχισαν να σκάβουν , ψυχωμένα όλοι, με τις αξίνες τους. Κι εκεί που χτυπούσε κι έσκαβε με τη δικιά του ο Μπάιλας, σκόνταψε το σίδερο σε μια σκληράδα. Και μια σπίθα πετάχτηκε την ίδια στιγμή απ' τη σκληρή την πέτρα. Χτύπησε απανωτά κι άλλες φορές ακόμα ο Γεράσιμος. Η Παναγιά η Παρθένα καταξίωνε για άλλη μια φορά την πίστη του. Λίγο ακόμα ,και μεσ' απο τα χώματα ξεπρόβαλε ένας σπασμένος μαρμάρινος σταυρός, μ' ένα σωρό σκαλίσματα, λουλούδια κι αγκάθια ολόγυρά του.
Πήγαν να τρελαθούν όλοι απ' τη χαρά τους.Κι έπεσαν με δάκρυα ,ο ένας στην αγκαλία του άλλου και φιλούσανε σαν τρελοί ο ένας τον άλλον.
Σ'εκείνον τον τόπο, καταπάνω στο χωράφι του Γεράσιμου του Μπάιλα, χτίστηκε η Παναγιά της Περίσσας. Απ' τη μεριά του κάμπου , απλώνονται , χαρά Θεόυ , τ' αμπέλια και τα χωράφια- απ' τη μεριά του Κρητικού πελάγου πάλι, ξεδιπλώνεται σμαραγδένια η θάλασσα. Περίλαμπρη τούτη η εκκλησιά , αέρινη, λες και δεν ακουμπάει σε γη, με τους πέντε κατάλευκους, χιονάτους κουμπέδες της- δέηση παντοτεινή στη χάρη της Μεγαλόχαρης. Το παράξενο είναι , πως τούτη τη θαυμαστή την εκκλησιά δεν την έχτισε κανένας φημισμένος τεχνίτης, σπουδασμένος σε σοφά σχολειά, παρά ένας άξιος χτίστης, πρωτομάστορας, Ιωάννης Σαλίβερος τ' όνομά του και το παρατσούλι του Μπατζάνης. Το πως μπόρεσε και τη στέριωσε μια τόσο θεόρατη εκκλησιά πάνω στην άμμο, αυτό , μονάχα ο Θεός κι η Παναγιά το ξέρουν και το ορίζουν. Εκείνο που θα' πρεπε να πούμε ακόμα πρίν τελέψη η αληθινή τούτη ιστορία , είναι πως πλάι στο Σταυρό, βρήκανε και την εικόνα της Μεγαλόχαρης, μικρή σαν μια σύνοψη και σκεπασμένη ολάκερη απ' ασήμι. Τούτη την εικόνα την έκλεψε κάποιος Μποργιανός-γιατί να πούμε το όνομά του; κρίμα θα'τανε, του φτάνει η ντροπή που σόδιασεν απάνω του με την πράξη του ετούτη-που όσα χρόνια την είχε στα χέρια του, άσπρη μέρα δεν είδε ούτ' αυτός ούτ' η φαμελιά του. Ώσπου είδε κι απόδε ο συφοριασμέονς και τη γύρισε πίσω.
Οι σεισμοί που συνταράξανε και ξεθεμέλιωσαν πριν λίγα χρόνια τ' όμορφο νησί της Σαντορίνης, ρίξανε συντρίμμια και την Παναγιά της Περίσσας, τη βούλιαξαν εδά κει στο χώμα, γίνηκαν θρύψαλα οι αέρινοι, χιονάτοι κουμπέδες της. Μα η Μεγαλόχαρη καρτεράει να βρεθούν χέρια ανθρώπινα και καρδιά χριστιανή, για να την ανασηκώσουν στην ίδα πάλι τη μεριά , πιο όμοφρη και πιο σεβαστική απ' ότι ήταν πριν να γκρεμιστή.
ΑΛΚΗ Κ. ΤΡΟΠΑΙΑΤΗ
Δεύτερη νύχτα που ξυπνούσε απο υπνοταραχή ο Γεράσιμος ο Μπάιλας. Κι ίδιο το όνειρο που έβλεπε και τίς δυο τούτες τις νύχτες. Η Παναγιά ήταν που τον καταξίωνε με την παρουσία της, αυτόν τον ταπεινό κι απονήρευτον άνθρωπο του Θεού. Όμως , αλλιώτικη ήταν την κάθε φορά που ερχόταν κι έσκυβε πάνω απο το προσκεφάλι του η Μεγαλόχαρη. Ντυμένη στα μαύρα, γυναίκα αγγελικιά και πάγκαλη την πρώτη-λαμπροστολισμένη την άλλη, λουσμένη απο δόξα επουράνια, έτσι όπως είχε μάθει να την προσκυάη και να την τιμάη πάντα του ο ταπεινός ο Γεράσιμος. Κι η λαλιά της , να στάζη γλύκα ανείπωτη- έτσι που δε μπορούν να μιλουν του Θεού τα πλάσματα, αλλά μονάχα οι άγγελοι στα επουράνια.
Τα ίδια λόγια του είχε πει και τις δύο φορές η Μεγαλόχαρη:
-Γεράσιμε , άμα θα σηκωθής , να πας στο χωράφι σου που έχεις στην Περίσσα. Άμα σκάψης εκεί δα- εγώ θα σου δώσω, σαν έρθη η ώρα , τα σημάδια που πρέπει - θα με βρής θαμμένη σε μιά παλιά εκκλησία μου.
Τρεμούλιασε του φτωχού του Γεράσιμου το φυλλοκάδρι, που την είδε και την άκουσε. Πως γινόταν να τον καταξιώνη έτσι με τον ερχομό της η Μεγαλόχαρη; Αυτόν , έναν ταπεινό γαϊδουρολάτη, που ζούσε τη φτωχοφαμελιά του, εκεί πέρα, στη Μέσα Γωνιά, την Επισκοπή όπως τη λένε σήμερα, της Σαντορίνης...Μέρα έμπαινε, μέρα έβαινε, να πετσοκόβεται και να κοψομεσιάζεται, ο δόλιος, πότε με το "χτήμα" του- τον υπομονετικό του γάϊδαρέλο-και πότε με το χωραφάκι του , δυό τρείς ζευγαριές αμπελοχώραφο, που το είχε κεί δα να , στον κάμπο της Περίσσας.
Την πρώτη φορά που είδε σε όνειρό του την Παναγιά ο Γεράσιμος, είπε πως μπορούσε να ήταν και της φαντασίας του γέννημα. Δεν έκανε τίπο' απ' όσα του ορμήνεψε η Παναγιά, μήτε κι είπε γιά κείνο που είχε δει κανενού κουβέντα. Μα σαν ξανάδε το άλλο βράδυ τη Μεγαλόχαρη στον ύπνο του, και του είπε και του λάλησε ξανά τα ίδια με την πρώτη φορά τα λόγια, ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μούσκεψε απ' τον ίδρο και το φόβο κι η καρδιά το πετούρισε παράξενα. Δεν άργησε να πάρη την απόφαση του.
-Θα πα να το στορήσω στον παπα-Μακάριο το όνειρο που είδα, μονολόγησε.
Με προσοχή τον άκουσε ο γέροντας-γέροντας , να πης, δέν ήτανε, νέος ακόμη στα χρόνια, με κοντό σγουρογένι, μα όλοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν , γιατί ήταν αληθινά "ποιμένας ψυχών"
ο παπα-Μακάριος ο Μεντρινός. Κι άμα τέλεψε να του ανιστορή τ' όνειρο του ο γαιδουροζευγολάτης- ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μ'άλλα λόγια- έκατσε και του απολογήθηκε ο παππάς.
-Σημαδιακό τ'όνειρο όπου είδες, Γεράσιμε. Μακαρισμένος ο δούλος του Θεού που τον καταξιώνει η Μεγαλόχαρη με την παρουσία της .Αναρωτιέσαι γιατί ήσουν εσύ που ξέλεξε ανάμεσα απ' τα τόσα πλάσματά της η Μεγάλη Κυρά τον Ουρανών...Τι που είσαι γαϊδουρολάτης ταπεινός κατά το που το στοχάζεσαι, ευλογημένε; Ίσα ίσα που στις ταπεινές ψυχές κι αμόλευτες πάει κι ακουμπάει το χέρι της η Μεγαλόχαρη. Σημαδιακό τ'όνειρο της που σου 'πεψε. Μεγάλη η χάρη σου, που θα'σαι του λόγου σου κείνος που θα την ανασύρης στο φως απο κει όπου βρίσκεται θαμμένη.
Έσκυβε ακούγοντας τον το κεφάλι ο φτωχός γαϊδουρολάτης. Κι η καρδιά του πήγαινε να σπάση στο στερνό του. Μα όχι, να πής ,απο περηφάνια. Του Θεού τα πλάσματα -να, σαν τούτο εδώ , το Γεράσιμο το Μπάιαλα-δεν πέφτουνε σε τέτοια κρίματα , η καρδιά τους απομένει πάντα καθαρή, ολοκάθαρη, σαν το σμαραγδένιο το νερό και σαν το διάφανο το κρούσταλλο. Δεν το' λεγε να πιστέψη στ' αυτιά του με τα όσα άκουγε να του λέη ο παπα-Μακάριος- του ερχόταν ίδια ταραχή όπως και τις δυο περασμένες νύχτες, που είχε δει το όνειρο. Μα για να το λέη ο γέροντας, έτσι θα'τανε. Τον άκουσε , απ' αντίκρυ του που καθόταν , ν'αποσώνη την ίδια στιγμή το λόγο του ο παπα-Μακάριος:
-Θα νηστέψης, ούλες τούτες τις μέρες (Λαμπρόσκολες είχανε), Γεράσιμε , κι αποβδόμαδα, με του Θεού τη δύναμη και της Παναγιάς τη χάρη, θα πάμε να λειτουργήσουμε στην Κατευχιανή. Κι απέ θα κατεβούμε στην Περίσσα, εκεί όπου στέκει το χωράφι σου, να σκάψουμε και να την ανεύρουμε ,εκεί όπου βρίσκεται θαμμένη η Μεγαλόχαρη
Νύχτα ήταν ακόμα που ξεκίνησε ο Γεράσιμος ο Μπάιλας- ξημέρωνε η μέρα που του είχεν ορίσει ο παπάς του. Είχε μηνύσει και σε πεντ' έξι άλλους χωριανούς-άνθρωποι του Θεού όλοι τους σάν κι αυτόν και τον παπα-Μακάριο- και με τα λαδοφάναρα στα χέρια για να φέγγουν μες στη νύχτα, πήγαν κι αντάμωσαν στους παπά μπροστα στην πόρτα. Είχανε πάρει μαζί τους και τρία ζωντανά, το ένα για να καβαλικέψη ο γέροντας, στ' άλλα φόρτωσαν την κουμπάνια τους και τα σύνεργα που θα τάχανε χρεία για να σκάψουν το χωράφι. Κι όλοι μαζί, ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα.
Δίχως να μιλούν στο δρόμο- μοναχά ο παπάς ψαλμουδούσε καθώς πήγαιναν-φτάσανε στο Καμάρι, πήρανε την ανηφόρα και κατηφόρισαν ξανά κατά τη Σελλάδα. Κόψαν απ' το μονοπάτι της Κατευχιανής, της εκκλησιάς που είναι χρισμένη στην κουφάλα του βουνού. Άμα σταθής στην αυλή της , το μάτι σου φτάνει ίσαμε πέρα μακριά στον κάμπο κι απο κει συνέχεια ως την αμμουδιά, που απλώνει σα δαντέλα την ακρογιαλία της , να την γλυκοφυλάη μέρα νύχτα το κύμα. Ο κάμπος, η θάλασσα και το βουναλάκι του Κάτω Άι-Λιά με τους ανεμόμυλους. Κι ανάμεσα σ' όλο τούτο το πανόραμα, σκορπισμένα τα καρπερά τ' αμπελοχώραφα και τα ταπεινά και αθώρητα ξωκλησάκια του Νιμποριού.
Σαν έφτασαν στην Κατευχιανή, προσκύνησε ο παπα-Μακάριος με τη συνοδεία του, ύστερα μπήκε στο ιερό μονάχος και ντύθηκε τα άμφιά του. Λειτούργησε κανονικά με τη μελωδική φωνή του, άφησε ν'ανεβή ως τα ουράνια η πρωινή τούτη δέησή του. Κι οι λιγοστοί πιστοί που τον συντρόφευαν σ' αυτήν , σκύβοντας όλη την ώρα ταπεινωμένο το κεφάλι , παρακαλιόνταν στη χάρη Της, να φανή σ' ότι είχαν να τελέψουν σε λίγο , οδηγημένοι απ' την ορμήνια της και την παράστασή της.
Ο Γεράσιμος είχε απομείνει στον αυλόγυρο της Κατευχιανής. Δεν είχε στασιό μέσα στην εκκλησιά απ' την απαντοχή του. Κι απο κεί όπου έστεκε, αλάργευε τη ματιά του, την έφτανε και την ακουμπούσε στο χωραφάκι του απά, σαν κάτι να περίμενε να ξεπροβάλη απο κεί, κάτι που πολύ το ήθελε και το λαχταρούσε. Η ίδια η Παναγιά του το'χε πει στ' όνειρο του. Πως σάν θα έφτανε ο Γεράσιμος στο χωράφι του, Εκείνη θα τον οδηγούσε και θα τον ορμήνευε. Κι έτσι όπως έστεκε, με τ' όνειρο όλη την ώρα στο νού και στην καρδιά του, είδε να λαμπιρίζη ανάμεσα απο τους σβώλους τα χώματα μια φωτεράδα, μια λαμπερή φωτιά, ίδια σαν αυτές που ανάβουν ανήμερα στη γιορτή του Αι- Γιάννη.
-Παπα-Μακάριε...πατριώτες...Τρεχάτε να δήτε τα σημάδια που μας πέμπει η Μεγαλόχαρη!
Του ήρθε να ξεφωνίση την ίδια στιγμή , του δόλιου. Μα δε φώναξε, δε σάλεψε κάν τα χείλη του , για να μην τους αναταράξη στην ώρα της λειτουργίας. Και μονάχα σαν αποτέλειωσε τα «γράμματα» ο παπάς και στρώθηκαν όλοι στην πεζούλα της Κατευχιανής για να βάλουν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα τους και να στυλωθούν, τότε κάθισε κι ο Γεράσιμος και τους ιστόρησε τα όσα είχε δει πριν λίγο στο χωράφι του. Κι όλοι μαζί σταυροκοπηθηκαν με πίστη και κατάνυξη.
Η μέρα είχε ροδίσει πια για καλά, σαν έφτασε όλη η συνοδεία στο χωραφάκι του Γεράσιμου του Μπάιλα. Πρώτος ο παπα- Μακάριος ξεντύθηκε το ράσο του, χάραξε με την αξίνα το σημείο του σταυρού απά στο χώμα και χτύπησε την πρώτη πελεκιά. Απόκοντα, άρχισαν να σκάβουν , ψυχωμένα όλοι, με τις αξίνες τους. Κι εκεί που χτυπούσε κι έσκαβε με τη δικιά του ο Μπάιλας, σκόνταψε το σίδερο σε μια σκληράδα. Και μια σπίθα πετάχτηκε την ίδια στιγμή απ' τη σκληρή την πέτρα. Χτύπησε απανωτά κι άλλες φορές ακόμα ο Γεράσιμος. Η Παναγιά η Παρθένα καταξίωνε για άλλη μια φορά την πίστη του. Λίγο ακόμα ,και μεσ' απο τα χώματα ξεπρόβαλε ένας σπασμένος μαρμάρινος σταυρός, μ' ένα σωρό σκαλίσματα, λουλούδια κι αγκάθια ολόγυρά του.
Πήγαν να τρελαθούν όλοι απ' τη χαρά τους.Κι έπεσαν με δάκρυα ,ο ένας στην αγκαλία του άλλου και φιλούσανε σαν τρελοί ο ένας τον άλλον.
Σ'εκείνον τον τόπο, καταπάνω στο χωράφι του Γεράσιμου του Μπάιλα, χτίστηκε η Παναγιά της Περίσσας. Απ' τη μεριά του κάμπου , απλώνονται , χαρά Θεόυ , τ' αμπέλια και τα χωράφια- απ' τη μεριά του Κρητικού πελάγου πάλι, ξεδιπλώνεται σμαραγδένια η θάλασσα. Περίλαμπρη τούτη η εκκλησιά , αέρινη, λες και δεν ακουμπάει σε γη, με τους πέντε κατάλευκους, χιονάτους κουμπέδες της- δέηση παντοτεινή στη χάρη της Μεγαλόχαρης. Το παράξενο είναι , πως τούτη τη θαυμαστή την εκκλησιά δεν την έχτισε κανένας φημισμένος τεχνίτης, σπουδασμένος σε σοφά σχολειά, παρά ένας άξιος χτίστης, πρωτομάστορας, Ιωάννης Σαλίβερος τ' όνομά του και το παρατσούλι του Μπατζάνης. Το πως μπόρεσε και τη στέριωσε μια τόσο θεόρατη εκκλησιά πάνω στην άμμο, αυτό , μονάχα ο Θεός κι η Παναγιά το ξέρουν και το ορίζουν. Εκείνο που θα' πρεπε να πούμε ακόμα πρίν τελέψη η αληθινή τούτη ιστορία , είναι πως πλάι στο Σταυρό, βρήκανε και την εικόνα της Μεγαλόχαρης, μικρή σαν μια σύνοψη και σκεπασμένη ολάκερη απ' ασήμι. Τούτη την εικόνα την έκλεψε κάποιος Μποργιανός-γιατί να πούμε το όνομά του; κρίμα θα'τανε, του φτάνει η ντροπή που σόδιασεν απάνω του με την πράξη του ετούτη-που όσα χρόνια την είχε στα χέρια του, άσπρη μέρα δεν είδε ούτ' αυτός ούτ' η φαμελιά του. Ώσπου είδε κι απόδε ο συφοριασμέονς και τη γύρισε πίσω.
Οι σεισμοί που συνταράξανε και ξεθεμέλιωσαν πριν λίγα χρόνια τ' όμορφο νησί της Σαντορίνης, ρίξανε συντρίμμια και την Παναγιά της Περίσσας, τη βούλιαξαν εδά κει στο χώμα, γίνηκαν θρύψαλα οι αέρινοι, χιονάτοι κουμπέδες της. Μα η Μεγαλόχαρη καρτεράει να βρεθούν χέρια ανθρώπινα και καρδιά χριστιανή, για να την ανασηκώσουν στην ίδα πάλι τη μεριά , πιο όμοφρη και πιο σεβαστική απ' ότι ήταν πριν να γκρεμιστή.
ΑΛΚΗ Κ. ΤΡΟΠΑΙΑΤΗ
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Τίμα τον άνδρα σου, αγάπα τη γυναίκα σου
Παρατηρείται στην εποχή μας ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Ζευγάρια που ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς για να δημιουργήσουν μία ευτυχισμένη οικογένεια, ζευγάρια που ξεκίνησαν , όπως οι ίδιοι ομολογούν, ύστερα απο έαν δυνατό έρωτα να ενώσουν τη ζωή τους, οδηγήθηκαν ύστερα απο ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο διαζύγιο, στη διάσπαση και η πρότερη αγάπη τους έγινε μίσος ανυποχώρητο.
Γεννάται το ερώτημα: Που οφείλεται αυτό το φαιόμενο, τι είναι εκείνο που μετέβαλε την αγάπη σε μίσος;Τι είναι εκείνο που δημιουργεί αυτή την διάσταση μεταξύ των ζευγαριών, με αποτέλεσμα να έχουμε δράματα οικογειακά , δράματα κοινωνικά;
Η αιτία είναι πολύ βαθύτερη απ 'ότι φαίνεται.Τα αίτια δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά. Τα αίτια είναι πνευματικά. Πρώτο και βασικό αίτιο είναι η έλλειψη θεμελίων απο την οικογένεια. Τα ζευγάρια κτίζουν τη φωλιά τους χωρίς θεμέλιο, χωρίς βάση. Θεμέλιό τους είναι τα οικονομικά αγαθά που έχουν , η γνώση τους , η εργασία τους και κυρίως η ικανοποίηση της σάρκας. Τους λείπει το σπουδαιότερο θεμέλιο που είναι Χριστός, η πίστη. Με τον πρώτο σεισμό, με την πρώτη τρικυμία που θα παρουσιαστει , αρχίζουν τα θεμέλια της οικογένειας να τροίζουν, να σαλεύονται.
Μιά άλλη βασική αιτία είναι η έλλειψη υπακοής της γυναίκας πρός τον άνδρα. Ο κύριος παραγγέλλει: «Αι γυναίκες υποτάσσεσθαι τοις ανδράσιν, ως ανήκεν εν Κυρίω» (Κολοσ. 3,18). Μη ξεχνάμε ότι το ζεύγος μετά το γάμο, είναι ένα σώμα , μία ψυχή. «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»(Εφεσ. 5,31). Παρατηρείται το εξής φαινόμενο στην εποχήμας. Πολλές γυναίκες και μετά το γάμο θέλουν να είναι αναξάρτητες όπως ήταν πρώτα. Θέλουν να έχουν δικό τους ταμείο, δικές τους παρέες και συντροφιές. Όλα αυτά δημιουργούν προστριβές μέσα στην οικογένεια.Το ίδιο ισχύει και για τον άνδρα. Δεν μπορεί να ζει ανεξάρτητος ,όπως και πρώτα, μη δίνοντας λογαριασμό σε κανένα. Εκείνο που χρειάζεται απο τη γυναίκα είναι να υπακούει στον άνδρα σε κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Κάθε ανυπακοή είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού και δημιουργεί διάσπαση της οικογένειας.
Μία άλλη αιτία είναι η έλλειψη αγάπης του ανδρός προς τη γυναίκα. Ο Κύριος παραγγέλλει: «Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς» (Κολοσ. 3,19). Εκείνο που θέλει η γυναίκα σας είναι η αγάπη ,η στρογή. Μην ξεχνάτε ότι είναι ένα μέλος δικό σας· «ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα» (Εφεσ. 5,28). Δεν μπορείς να φροντίζεις μόνο για τον εαυτό σου και να αδιαφορείς για τη γυναίκα σου.Η φροντίδα αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην διατροφή και στην ενδυμασία. Εάν νομίζουμε ότι αυτό είναι αρκετό, κάνουμε λάθος. Μη ξεχνάμε ότι η γυναίκα σου έχει και ψυχή, έχει και συναίσθημα, έχει ανάγκη και κάτι περισσότερο. Έχει ανάγκη απο την αγάπη σου, απο την παρουσία σου. Η οικόγένεια είναι ένας ζυγός. Τον ζυγό δεν μπορεί να το σύρει μόνο ένας. Εάν γίνει αυτό σύντομα ο ζυγός αυτός θα σπάσει.
Μία άλλη σοβαρότερη αιτία είναι η απουσία του Θεού μέσα στην οικογένεια. Φροντίσαμε για το διαμέρισμα που θα κτίσουμε τη φωλιά μας. Φροντίσαμε για τα έπιπλα μας, για το εξοχικό μας, για το αυτοκίνητό μας, αλλά το Χριστό τον αφήσαμε έξω απο το σπίτι μας. Ζευγάρια που δεν εκκλησιάζονται, δεν κοινωνούν, δεν εξομολογούνται , δεν προσεύχονται , ζευγάρια που ζούν χωρίς παιδιά για να γλεντήσουν την ζωή τους, δεν μπορούν να προκόψουν. Δεν μπορούν να ζήσουν με αρμονία. Σύντομα θα καταρρεύσουν. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο , ζευγάρια που ένωσαν τη μιά μέρα τη ζωή τους την άλλη να καταλήγουν στο διαζύγιο. Εκείνο που χρειάζεται είναι να βάλουμε θεμέλιο γερό στην οικογένειά μας στο σπιτικό μας, εάν θέλουμε να ζήσουμε χαρούμενοι και ευλογημένοι. Και το θεμέλιο αυτό είναι ο Χριστός, είναι η πίστη.
Π.Π
Ορθόδοξα μηνύματα
«ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ »
Γεννάται το ερώτημα: Που οφείλεται αυτό το φαιόμενο, τι είναι εκείνο που μετέβαλε την αγάπη σε μίσος;Τι είναι εκείνο που δημιουργεί αυτή την διάσταση μεταξύ των ζευγαριών, με αποτέλεσμα να έχουμε δράματα οικογειακά , δράματα κοινωνικά;
Η αιτία είναι πολύ βαθύτερη απ 'ότι φαίνεται.Τα αίτια δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά. Τα αίτια είναι πνευματικά. Πρώτο και βασικό αίτιο είναι η έλλειψη θεμελίων απο την οικογένεια. Τα ζευγάρια κτίζουν τη φωλιά τους χωρίς θεμέλιο, χωρίς βάση. Θεμέλιό τους είναι τα οικονομικά αγαθά που έχουν , η γνώση τους , η εργασία τους και κυρίως η ικανοποίηση της σάρκας. Τους λείπει το σπουδαιότερο θεμέλιο που είναι Χριστός, η πίστη. Με τον πρώτο σεισμό, με την πρώτη τρικυμία που θα παρουσιαστει , αρχίζουν τα θεμέλια της οικογένειας να τροίζουν, να σαλεύονται.
Μιά άλλη βασική αιτία είναι η έλλειψη υπακοής της γυναίκας πρός τον άνδρα. Ο κύριος παραγγέλλει: «Αι γυναίκες υποτάσσεσθαι τοις ανδράσιν, ως ανήκεν εν Κυρίω» (Κολοσ. 3,18). Μη ξεχνάμε ότι το ζεύγος μετά το γάμο, είναι ένα σώμα , μία ψυχή. «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»(Εφεσ. 5,31). Παρατηρείται το εξής φαινόμενο στην εποχήμας. Πολλές γυναίκες και μετά το γάμο θέλουν να είναι αναξάρτητες όπως ήταν πρώτα. Θέλουν να έχουν δικό τους ταμείο, δικές τους παρέες και συντροφιές. Όλα αυτά δημιουργούν προστριβές μέσα στην οικογένεια.Το ίδιο ισχύει και για τον άνδρα. Δεν μπορεί να ζει ανεξάρτητος ,όπως και πρώτα, μη δίνοντας λογαριασμό σε κανένα. Εκείνο που χρειάζεται απο τη γυναίκα είναι να υπακούει στον άνδρα σε κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Κάθε ανυπακοή είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού και δημιουργεί διάσπαση της οικογένειας.
Μία άλλη αιτία είναι η έλλειψη αγάπης του ανδρός προς τη γυναίκα. Ο Κύριος παραγγέλλει: «Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς» (Κολοσ. 3,19). Εκείνο που θέλει η γυναίκα σας είναι η αγάπη ,η στρογή. Μην ξεχνάτε ότι είναι ένα μέλος δικό σας· «ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα» (Εφεσ. 5,28). Δεν μπορείς να φροντίζεις μόνο για τον εαυτό σου και να αδιαφορείς για τη γυναίκα σου.Η φροντίδα αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην διατροφή και στην ενδυμασία. Εάν νομίζουμε ότι αυτό είναι αρκετό, κάνουμε λάθος. Μη ξεχνάμε ότι η γυναίκα σου έχει και ψυχή, έχει και συναίσθημα, έχει ανάγκη και κάτι περισσότερο. Έχει ανάγκη απο την αγάπη σου, απο την παρουσία σου. Η οικόγένεια είναι ένας ζυγός. Τον ζυγό δεν μπορεί να το σύρει μόνο ένας. Εάν γίνει αυτό σύντομα ο ζυγός αυτός θα σπάσει.
Μία άλλη σοβαρότερη αιτία είναι η απουσία του Θεού μέσα στην οικογένεια. Φροντίσαμε για το διαμέρισμα που θα κτίσουμε τη φωλιά μας. Φροντίσαμε για τα έπιπλα μας, για το εξοχικό μας, για το αυτοκίνητό μας, αλλά το Χριστό τον αφήσαμε έξω απο το σπίτι μας. Ζευγάρια που δεν εκκλησιάζονται, δεν κοινωνούν, δεν εξομολογούνται , δεν προσεύχονται , ζευγάρια που ζούν χωρίς παιδιά για να γλεντήσουν την ζωή τους, δεν μπορούν να προκόψουν. Δεν μπορούν να ζήσουν με αρμονία. Σύντομα θα καταρρεύσουν. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο , ζευγάρια που ένωσαν τη μιά μέρα τη ζωή τους την άλλη να καταλήγουν στο διαζύγιο. Εκείνο που χρειάζεται είναι να βάλουμε θεμέλιο γερό στην οικογένειά μας στο σπιτικό μας, εάν θέλουμε να ζήσουμε χαρούμενοι και ευλογημένοι. Και το θεμέλιο αυτό είναι ο Χριστός, είναι η πίστη.
Π.Π
Ορθόδοξα μηνύματα
«ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ »
Ο Σόλων και ο Κροίσος
Ο Ηρόδοτος μας διηγείται τον περίφημο διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο για τον ‘ολβιώτατο’ των ανθρώπων.
Ο Κροίσος τον φιλοξενούσε μέσα στο παλάτι.
Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος «Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ' εμάς μεγάλη Φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος».
Αυτός ρώτησε ελπίζοντας πως θα είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος στον κόσμο ο Σόλων όμως χωρίς να τον κολακέψει, αλλά μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας του λέει «Ναι, βασιλιά τον Τέλλο τον Αθηναίο». Απόρησε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ζωηρά «Πώς κρίνεις ότι ο πιο ευτυχισμένος είναι ο Τέλλος;» Κι ο Σόλων είπε «ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ' αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονές τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε και του έκαναν μεγάλες τιμές» .
Ο Σόλων εκθέτοντας τη διπλή και τριπλή ευτυχία του Τέλλου προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κροίσου, που ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο έπειτ' από εκείνον ήταν βέβαιος ότι οπωσδήποτε θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο. Μα ο Σόλων του είπε «Τον Κλέοβη και το Βίτωνα. Η καταγωγή τους ήταν από το Αργος. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι' αυτούς διηγούνται το εξής σε μια εορτή της Ήρας στο Αργος έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ' αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει.
Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι. τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν τα αγάλματά τους και τ' αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».
Ο Κροίσος τότε περιφρόνησε τον Σόλωνα, αλλά όταν ανετράπη από τον Κύρο και ήταν έτοιμος να καεί στην πυρά, τα λόγια του Σόλωνα ήλθαν στο μυαλό του και φώναξε με δυνατή φωνή, τρεις φορές: "Σόλων, Σόλων, Σόλων". Όταν ο Κύρος ερώτησε να μάθει την παράξενη έννοια των λόγων του και έμαθε, διέταξε τους ανθρώπους του να σβήσουν αμέσως την φωτιά, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. Ο Κροίσος όμως στάθηκε τυχερός και σώθηκε από μιαν απότομη καταρρακτώδη βροχή. Ο Κύρος μετά από αυτό το γεγονός, επανέφερε τον Κροίσο στην βασιλεία του και τον έκανε έμπιστο φίλο και σύμβουλο του.
Πηγές:
http://img.pathfinder.gr/clubs/files/61405/66.html
http://www.diodos.gr/content/view/198/29/
Ο Κροίσος τον φιλοξενούσε μέσα στο παλάτι.
Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος «Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ' εμάς μεγάλη Φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος».
Αυτός ρώτησε ελπίζοντας πως θα είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος στον κόσμο ο Σόλων όμως χωρίς να τον κολακέψει, αλλά μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας του λέει «Ναι, βασιλιά τον Τέλλο τον Αθηναίο». Απόρησε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ζωηρά «Πώς κρίνεις ότι ο πιο ευτυχισμένος είναι ο Τέλλος;» Κι ο Σόλων είπε «ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ' αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονές τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε και του έκαναν μεγάλες τιμές» .
Ο Σόλων εκθέτοντας τη διπλή και τριπλή ευτυχία του Τέλλου προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κροίσου, που ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο έπειτ' από εκείνον ήταν βέβαιος ότι οπωσδήποτε θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο. Μα ο Σόλων του είπε «Τον Κλέοβη και το Βίτωνα. Η καταγωγή τους ήταν από το Αργος. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι' αυτούς διηγούνται το εξής σε μια εορτή της Ήρας στο Αργος έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ' αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει.
Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι. τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν τα αγάλματά τους και τ' αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».
Ο Κροίσος τότε περιφρόνησε τον Σόλωνα, αλλά όταν ανετράπη από τον Κύρο και ήταν έτοιμος να καεί στην πυρά, τα λόγια του Σόλωνα ήλθαν στο μυαλό του και φώναξε με δυνατή φωνή, τρεις φορές: "Σόλων, Σόλων, Σόλων". Όταν ο Κύρος ερώτησε να μάθει την παράξενη έννοια των λόγων του και έμαθε, διέταξε τους ανθρώπους του να σβήσουν αμέσως την φωτιά, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. Ο Κροίσος όμως στάθηκε τυχερός και σώθηκε από μιαν απότομη καταρρακτώδη βροχή. Ο Κύρος μετά από αυτό το γεγονός, επανέφερε τον Κροίσο στην βασιλεία του και τον έκανε έμπιστο φίλο και σύμβουλο του.
Πηγές:
http://img.pathfinder.gr/clubs/files/61405/66.html
http://www.diodos.gr/content/view/198/29/
Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010
Ο γέρος και η θάλασσα
Ε.Χεμινγουαίη-Βραβείο Νομπελ
the old man and the sea from hüseyin on Vimeo.
Πατήστε κλικ στα βελάκια για μεγένθυση.
Ήταν ένας γέρος άνθρωπος που ψάρευε μονάχος μέσα σ' ένα καΐκι στο Γκόλφ Στρήμ, κι έβγαινε κάθε μέρα τώρα, ογδόντα -τέσσερις μέρες στη σειρά, δίχως να πιάσει ένα ψάρι.Τις πρώτες σαράντα μέρες ήταν μαζί του κι έν' αγόρι. Αλλά ύστερ' απο σαράντα μέρες χωρίς ψάρι, οι γονιοί του παιδιού , του είπαν πως ο γέρος ήταν πιά οριστικά και τελικά "σάλαο", πράγμα πούναι η χειρότερη μορφή της ατυχίας, και τ'αγόρι έφυγε, όπως το διάταξαν και πήγε μ'εν'άλλο καΐκι που έπιασε τρία γερά ψαρια την πρώτη βδομάδα. Κάτι τέτοιο έκανε τ' αγόρι να θλίβεται έτσι που έβλεπε το γέρο άνθρωπο να γυρνά την κάθε μέρα με το καΐκι του άδειο και πάντα κατέβαινε ως το λιμάνι να τον βοηθήση και να κουβαλήσει για χάρη του , είτε τις αρμιθές , ή το καμάκι , ή τη μεγάλη καλαθούνα, ή και να μαζέψει το πανί τρυγύρω στο κατάρτι. Το πανί κείνο ήταν μπαλωμένο με κομμάτια απο σακκιά τ' αλευριού , κι έτσι λεύτερο κι απλωμένο έμοιαζε σαν το λάβαρο της αιώνια ήττας...
the old man and the sea from hüseyin on Vimeo.
Πατήστε κλικ στα βελάκια για μεγένθυση.
Περί επαναστάσως πρός τους εφήβους με αγάπη
Αγαπητοί μου έφηβοι
Ένας Σέρβος άγιος, ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς, είχε γράψει σπουδαία λόγια γιά την ιδέα της επαναστάσεως.
Τι είναι επανάσταση το γνωρίζετε. Είναι η προσπάθεια που κάνει κάποιος ή ομαδικά, με σκοπό την ανατροπή μιάς εξουσίας π.χ. ξεσηκώνονται κάποιοι δυναμικά κατά του κατεστημένου που λένε για να απαλλαγούν απο κάτι που τους πνίγει ή απο κάποιους ανθρώπους ή απο κάποια νομοθεσία κ.λπ., και να ζήσουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Για να χαρούν μία καοινωνία με αλληλοσεβασμό , με ευγνή άμιλλα, με ελευθερία και δικαιοσύνη.
Η ιστορία γνώρισε πολλές επαναστάσεις και επαναστάτες.
Ο ανωτέρω άγιος αναφέρεται στην επανάσταση του χριστιανισμού.
Ήταν όντως ο Χριστός μας επαναστάτης, αδελφοί μου;
Βεβαίως ήτανε!
Ποιό είναι όμως το επανασταστικό Του πνεύμα;
Το να επαναστατείς κατά του κακού.
Ο χριστιανός επαναστάτης μισεί το κακό και όχι τον κακό. Δεν μπορείς να γίνεις αληθινός επαναστάτης, εάν πρώτα δεν επαναστατήσεις κατά του κακού εαυτού σου. Καιτά της ιδιοτέλειας , του ατομισμού και των αδυναμιών , που κατακερματίζουν και καταρρακώνουν τον εαυτό μας και τον πλησίον.
"Εάν επανάσταση σημαίνει το γκρέμισμα και την καταστροφή, (λέγει ο Άγ. Νίκ. Βελιμίροβιτς), τότε θα είναι ύβρις, εάν ονομάσουμε τον Χριστό επαναστάτη. Εάν επανάσταση σημαίνει εκδίκηση και αίμα για το αίμα και φωτιά για την φωτία, τότε οι επαναστάτες θα μπορούν να ονομάζουν κάθε άνθρωπο στον κόσμο αδελφό τους, αλλά όχι τον Χριστό.
Ο Χριστιανός επαναστάτης δεν είναι υπηρέτης των αδυναμιών του και δικαστής των άλλων.
Εάν επαναστάτες είναι μόνο οι δολοφόνοι- φανεροί ή αφανείς- , και οι επαγγελματίες δημαγωγοί της ανατροπής, τότε μόνο οι άπιστοι θα μπορούσαν να λογαριάσουν τον Σωτήρα σ' αυτή την άπιστη συντροφία.
Ο χριστιανός επαναστάτης είναι δυνατός, διότι ο Αρχηγός του είναι παντοδύναμος. Είναι σταθερός και αμετασάλευτος απο τον αγώνα του , διότι σε κάθε του στόχο και σκοπό θεμέλιος λίθος είναι ο Χριστός.
Έχεις αγάπη και είναι αγαπητός και αποτελεσματικός.
Ελπίζει και καρποφορεί.
Εάν οι γονείς σου, καλέ μου έφηβε, εμφορύνται απο το επαναστατικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, θα το καταλάβεις απο τα εξής:
-Εάν απο μικρό σε οδήγησαν στον Χριστό μας και σε έμαθαν να μην ντρέπεσαι να το ομολογείς.
-Εάν αγωνίζονται να μη σε κάνουν ατομιστή , χαϊδεμένο και δικτάκτορα του σπιτιού.
-Εάν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους σου μαθαίνουν να ξεχωρίζεις το καλό απο το κακό.
-Το ανιδιοτελές και γνήσιο γονικό ενδιαφέρον δεν έχει σχέση ούτε με την αδιαφορία φυσικά αλλά και ουτε με την υπερπροστασία.
-Τα παιδά τους οι γονείς τα αντιμετωπίζουν ως ελεύθερα πρόσωπα. ΄Οπως ο Τριαδικός μας Θεός τον άνθρωπο.
-Ορισμένοι γονείς αποκρύπτουν το κακό απο τα παιδά τους και τα αφήνουν χωρίς πνευματικά αντισώματα. Πως θα αντιμετωπίσουν αύριο το κακό χωρίς όπλα, όταν θα έλθουν αντιμέτωποι με αυτό;
Ω, πόσα παιδιά στον κόσμο διαπαιδαγωγήθηκαν για υπηρέτες του κακού με την εύνοια των γονέων , των διδασκάλων , των φίλων...
Μικρά μας Ελληνόπουλα. Είμαστε όλοι μικρά λιθαράκια της Ελληνικής Ιστορίας.
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε ας προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε μέσα μας το γνήσιο και αληθινό επαναστατικό πνεύμα του Λυτρωτού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο δρόμος είναι μεγάλος. Απαιτούνται θυσίες πολλές.
Επειδή το πλάσμα Του σήμερα δεν αναζητά την ειρήνη Του, γι' αυτό συσσώρευσε στην ζωή του τόσα αδιέξοδα! Απο την πνευματική χρεοκοπίας μας έρχεται (ήλθε) καλπάζουσα και η οικονομική.
Φίλοι μου έφηβοι. Σημαία μας και σημαία όλου του κόμσου ας είναι ο Σταυρός του Κυρίου μας.
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
Είναι η σημαία της ελπίδας. Είναι η σημαία του επαναστάτου χριστιανού. Εάν χαθεί απο την γαλανόλευκη, θα χαθεί και το έθνος μας.
Χωρίς Σταυρό ανάσταση δεν θα δούμε.
Το θέμα της δημιουργίας επαναστάσως είναι αρκετά βαθύ. Η δημιουργία θέλει δουλειά, κόπο και υγιή εθελοντισμό.
Επειδή απουσιάζουν απο την ζωή μας -το ΕΓΩ δεν θυσιάζεται εύκολα, δεν ιδρώνει , που λέμε, για τον άλλον- το θυμικό και ενεργητικό της ψυχής , αντί να συμβάλει θετικά στη διόρθωση των όσων αρνητικών της κοινωνία, απρακτεί ή ενεργοποιείται, και απο πολλούς δυναμικά μεν αλλά εμπαθώς και φυσικά όχι οικοδομητικά.
Ας έχουμε προτυπα του Αγίους Αποστόλους. Όλη τους τη ζωή ήταν μιά επανάσταση, γιατί γνώρισαν την Ανάσταση. Αν θα έμεναν σε μαρμάρινα παλάτια δίπλα στους εξουσιαστές της εποχής εκείνης, ο κόσμος δεν θα τους πίστευε. Όταν μιλούσαν περί Αναστάσως, άλλοι γελούσαν , άλλοι τους θεωρούσαν μεθυσμένους και άλλοι πληρωμένους. Όταν τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ίδια λόγια απο το στόμα τους, τότε άρχισαν (οι ειδωλολάτρες)να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι όυτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περι ανάστάσως, τους πίστεψαν.
Τους φτωχούς ψαράδες, με την χάρι του Αναστάντος Ιησού Χριστού και μόνο, μπορούμε να τους ακολουθήσουμε. Είθε να την αναζητήσουμε. ΑΜΗΝ.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΣΑΑΚ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Ένας Σέρβος άγιος, ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς, είχε γράψει σπουδαία λόγια γιά την ιδέα της επαναστάσεως.
Τι είναι επανάσταση το γνωρίζετε. Είναι η προσπάθεια που κάνει κάποιος ή ομαδικά, με σκοπό την ανατροπή μιάς εξουσίας π.χ. ξεσηκώνονται κάποιοι δυναμικά κατά του κατεστημένου που λένε για να απαλλαγούν απο κάτι που τους πνίγει ή απο κάποιους ανθρώπους ή απο κάποια νομοθεσία κ.λπ., και να ζήσουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Για να χαρούν μία καοινωνία με αλληλοσεβασμό , με ευγνή άμιλλα, με ελευθερία και δικαιοσύνη.
Η ιστορία γνώρισε πολλές επαναστάσεις και επαναστάτες.
Ο ανωτέρω άγιος αναφέρεται στην επανάσταση του χριστιανισμού.
Ήταν όντως ο Χριστός μας επαναστάτης, αδελφοί μου;
Βεβαίως ήτανε!
Ποιό είναι όμως το επανασταστικό Του πνεύμα;
Το να επαναστατείς κατά του κακού.
Ο χριστιανός επαναστάτης μισεί το κακό και όχι τον κακό. Δεν μπορείς να γίνεις αληθινός επαναστάτης, εάν πρώτα δεν επαναστατήσεις κατά του κακού εαυτού σου. Καιτά της ιδιοτέλειας , του ατομισμού και των αδυναμιών , που κατακερματίζουν και καταρρακώνουν τον εαυτό μας και τον πλησίον.
"Εάν επανάσταση σημαίνει το γκρέμισμα και την καταστροφή, (λέγει ο Άγ. Νίκ. Βελιμίροβιτς), τότε θα είναι ύβρις, εάν ονομάσουμε τον Χριστό επαναστάτη. Εάν επανάσταση σημαίνει εκδίκηση και αίμα για το αίμα και φωτιά για την φωτία, τότε οι επαναστάτες θα μπορούν να ονομάζουν κάθε άνθρωπο στον κόσμο αδελφό τους, αλλά όχι τον Χριστό.
Ο Χριστιανός επαναστάτης δεν είναι υπηρέτης των αδυναμιών του και δικαστής των άλλων.
Εάν επαναστάτες είναι μόνο οι δολοφόνοι- φανεροί ή αφανείς- , και οι επαγγελματίες δημαγωγοί της ανατροπής, τότε μόνο οι άπιστοι θα μπορούσαν να λογαριάσουν τον Σωτήρα σ' αυτή την άπιστη συντροφία.
Ο χριστιανός επαναστάτης είναι δυνατός, διότι ο Αρχηγός του είναι παντοδύναμος. Είναι σταθερός και αμετασάλευτος απο τον αγώνα του , διότι σε κάθε του στόχο και σκοπό θεμέλιος λίθος είναι ο Χριστός.
Έχεις αγάπη και είναι αγαπητός και αποτελεσματικός.
Ελπίζει και καρποφορεί.
Εάν οι γονείς σου, καλέ μου έφηβε, εμφορύνται απο το επαναστατικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, θα το καταλάβεις απο τα εξής:
-Εάν απο μικρό σε οδήγησαν στον Χριστό μας και σε έμαθαν να μην ντρέπεσαι να το ομολογείς.
-Εάν αγωνίζονται να μη σε κάνουν ατομιστή , χαϊδεμένο και δικτάκτορα του σπιτιού.
-Εάν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους σου μαθαίνουν να ξεχωρίζεις το καλό απο το κακό.
-Το ανιδιοτελές και γνήσιο γονικό ενδιαφέρον δεν έχει σχέση ούτε με την αδιαφορία φυσικά αλλά και ουτε με την υπερπροστασία.
-Τα παιδά τους οι γονείς τα αντιμετωπίζουν ως ελεύθερα πρόσωπα. ΄Οπως ο Τριαδικός μας Θεός τον άνθρωπο.
-Ορισμένοι γονείς αποκρύπτουν το κακό απο τα παιδά τους και τα αφήνουν χωρίς πνευματικά αντισώματα. Πως θα αντιμετωπίσουν αύριο το κακό χωρίς όπλα, όταν θα έλθουν αντιμέτωποι με αυτό;
Ω, πόσα παιδιά στον κόσμο διαπαιδαγωγήθηκαν για υπηρέτες του κακού με την εύνοια των γονέων , των διδασκάλων , των φίλων...
Μικρά μας Ελληνόπουλα. Είμαστε όλοι μικρά λιθαράκια της Ελληνικής Ιστορίας.
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε ας προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε μέσα μας το γνήσιο και αληθινό επαναστατικό πνεύμα του Λυτρωτού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο δρόμος είναι μεγάλος. Απαιτούνται θυσίες πολλές.
Επειδή το πλάσμα Του σήμερα δεν αναζητά την ειρήνη Του, γι' αυτό συσσώρευσε στην ζωή του τόσα αδιέξοδα! Απο την πνευματική χρεοκοπίας μας έρχεται (ήλθε) καλπάζουσα και η οικονομική.
Φίλοι μου έφηβοι. Σημαία μας και σημαία όλου του κόμσου ας είναι ο Σταυρός του Κυρίου μας.
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
Είναι η σημαία της ελπίδας. Είναι η σημαία του επαναστάτου χριστιανού. Εάν χαθεί απο την γαλανόλευκη, θα χαθεί και το έθνος μας.
Χωρίς Σταυρό ανάσταση δεν θα δούμε.
Το θέμα της δημιουργίας επαναστάσως είναι αρκετά βαθύ. Η δημιουργία θέλει δουλειά, κόπο και υγιή εθελοντισμό.
Επειδή απουσιάζουν απο την ζωή μας -το ΕΓΩ δεν θυσιάζεται εύκολα, δεν ιδρώνει , που λέμε, για τον άλλον- το θυμικό και ενεργητικό της ψυχής , αντί να συμβάλει θετικά στη διόρθωση των όσων αρνητικών της κοινωνία, απρακτεί ή ενεργοποιείται, και απο πολλούς δυναμικά μεν αλλά εμπαθώς και φυσικά όχι οικοδομητικά.
Ας έχουμε προτυπα του Αγίους Αποστόλους. Όλη τους τη ζωή ήταν μιά επανάσταση, γιατί γνώρισαν την Ανάσταση. Αν θα έμεναν σε μαρμάρινα παλάτια δίπλα στους εξουσιαστές της εποχής εκείνης, ο κόσμος δεν θα τους πίστευε. Όταν μιλούσαν περί Αναστάσως, άλλοι γελούσαν , άλλοι τους θεωρούσαν μεθυσμένους και άλλοι πληρωμένους. Όταν τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ίδια λόγια απο το στόμα τους, τότε άρχισαν (οι ειδωλολάτρες)να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι όυτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περι ανάστάσως, τους πίστεψαν.
Τους φτωχούς ψαράδες, με την χάρι του Αναστάντος Ιησού Χριστού και μόνο, μπορούμε να τους ακολουθήσουμε. Είθε να την αναζητήσουμε. ΑΜΗΝ.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΣΑΑΚ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΘΕΟ
¨Ηταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε μεγάλο καημό να δεί τον Θεό. Άν και όλα πήγαιναν καλά στη χώρα του και θα έπρεπε ώς βασιλιάς να είναι ευτυχισμένος, είχε αυτό το μεγάλο βάσανο: ήθελε να δεί τον Θεό για να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γι' αυτό ανακοίνωσε σε όλη τη χώρα του πως θα έδινε, εφόσον είχε τα μέσα, όποια αμοιβή του ζητούσε εκείνος που θα κατάφερνε να του δείξει το Θεό. Κατα καιρούς διάφοροι σοφοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες, παρουσιάζονταν υποσχόμενοι να του δείξουν το Θεό. Το μόνο που πρόσφεραν στο βασιλιά, ωστόσο, ήταν θεωρητικολογίες, που καθόλου δέν τον ικανοποιούσαν, "δέν ζήτησα να μου αποδείξεις, να μου δείξεις ζήτησα, να τον δώ το Θεό ζήτησα" φώναζε και διέταζε να μαστιγώνουν και να διώχνουν με τις κλωτσιές όλους αυτούς που υπόσχονταν να δείξουν το Θεό, αλλα δέν τον έδειχναν. Ο βασιλιάς βαρέθηκε πιά όλους αυτούς τους σοφούς που φιλοδοξούσαν να του δείξουν το Θεό, και ανακοίνωσε πως στο εξής όποιος υποσχόταν πως θα του έδειχνε το Θεό χωρίς να του τον δείξει, θα εκτελούνταν. Τότε, παρουσιάστηκε ένας απλός άσημος αγρότης, που έτυχε να ακούσει την μεγάλη επιθυμία του βασιλιά, "εγώ θα σου δείξω τον Θεό, καθώς το θέλεις" είπε. Ο βασιλιάς τον κορόιδεψε: "τί γνώσεις έχεις εσύ; τί έχεις σπουδάσει; τόσοι και τόσοι μορφωμένοι μου υποσχέθηκαν, κανείς δέν κατάφερε να μου δείξει το Θεό. Τώρα εσύ τί θα καταφέρεις; Θα μου προσφέρεις και εσύ μιά απο τα ίδια, θεωρητικολογίες, και θα χάσεις τη ζωήσου!". - "Λυπάμαι που δέν είχα την τύχη να σπουδάσω", απάντησε ο φτωχός αγρότης, "αλλα καταδέξου να κάνεις ό,τι σου πώ, και άν δέν σου δείξω το Θεό, στο χέρι σου είναι να με εκτελέσεις. Έλα να ανεβούμε μαζί στην ταράτσα του παλατιού". Ανέβηκε λοιπόν ο βασιλιάς με τον αγρότη στην ταράτσα, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος σε όλητου τη λάμψη, λέει τότε ο αγρότης: "κοίταξε τον ήλιο". - "δέν μπορώ, θα στραβωθώ" - "πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω, προσπάθησε όσο μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα, όση πιό πολλή ώρα μπορείς". Προσπάθησε ο βασιλιάς να κοιτάξει τον ήλιο για κανένα δευτερόλεπτο, περισσότερο δέν άντεξε, θαμπώθηκαν τα μάτια του, ήταν για ώρα τυφλωμένος. - "πού το πάς; θέλεις να με στραβώσεις; μιά στιγμή κοίταξα και στραβώθηκα, δέν μπορώ άλλο!". - "Ωστε έτσι! τον ήλιο δέν μπορείς μιά στιγμή να κοιτάξεις! Άμα δέν μπορείς να δείς αυτό το φώς που δημιούργησε ο Θεός, πώς θα μπορούσες να δείς τη λάμψη του ίδιου του Θεού που δέν δημιουργήθηκε! Τί είναι ο ήλιος μπροστά στον Θεό; μιά μόνο ακτίνα είναι απο την όλη δημιουργία του Θεού! Μιά μόνο ακτίνα είναι απο το φώς του Θεού! Ξέρεις πόσα άλλα φώτα σάν αυτό και μεγαλύτερα έχει ο Θεός δημιουργήσει;"
Σάν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, με θαμπωμένα ακόμη τα μάτια που προσπάθησε να κοιτάξει τον ήλιο, ανατρίχιασε, ταράχτηκε, και δάκρυσαν τα θαμπωμένατου μάτια. "Αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα, τώρα το βρήκα" είπε.
"Θα σου δώσω, καθώς υποσχέθηκα, ό,τι αμοιβή μου ζητήσεις. Μόνο σε παρακαλώ εξήγησεμου κάτι ακόμη: τί κάνει ο Θεός;". - "Βασιλέα μου, αυτό δέν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς, αλλα για να σου δώσω να καταλάβεις, πρέπει να μου δανείσεις τα βασιλικά σου ρούχα, το σκήπρο και το στέμμα, και εσύ φόρα για λίγο τα δικάμου". Φόρεσε λοιπόν ο αγρότης τα ρούχα του βασιλιά και το στέμμα, και κρατώντας το σκήπτρο κατέβηκε στην αίθουσα όπου περίμεναν συναγμένοι όλοι οι υψηλότεροι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι του λαού. "Ο βασιλιάς σας ευχαριστήθηκε που του έδειξα το Θεό, γι' αυτό έδωσε τον θρόνο σε μένα, και ο ίδιος δέν θα έχει κανένα αξίωμα. Ευχαριστώ την τύχη που μου έδωσε άξιους και πιστούς σάν εσάς υπηκόους, και υπόσχομαι πως θα αφιερώσω όλεςμου τις δυνάμεις για τη δικήσας ειρήνη και ευημερία". "Ζήτω ο νέος μας βασιλιάς!", φώναξε όλος ο κόσμος που ήταν μέσα στην αίθουσα, γονάτισαν όλοι και τον προσκύνησαν, και δόξαζαν το Θεό που τους έδωσε έναν βασιλιά που κανένας άλλος δέν είχε τη σοφία του. Στο μεταξύ ο βασιλιάς με τα ρούχα του αγρότη βαρέθηκε να περιμένει στην ταράτσα, κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου, και τί να δεί! τον αγρότη να κάθεται στο θρόνο, και όλοι οι ανώτατοι και άλλοι αξιωματούχοι να τον προσκυνάνε για βασιλιά! "Τί κάνετε", φώναξε, "εγώ είμαι ο βασιλιάςσας! πώς βάλατε στο θρόνο έναν άσημο αγρότη, που μέχρι χτές ούτε εσείς τον ξέρατε ούτε κανένας! Έι, κατέβα, απο το θρόνο και δώσεμου το σκήπτρομου και όλα εκείνα που φοράς!". Όλοι όμως γέλασαν και έπειτα αγανάκτησαν με τα λεγόμενα του "παλιού" βασιλιά, δέν τον άφησαν να πλησιάσει στο θρόνο, τον πήραν σηκωτό και τον πέταξαν έξω απο το παλάτι μονάχο με τα ρούχα που φορούσε. Τότε ο φτωχός αγρότης ο καθισμένος στο θρόνο ζήτησε την άδεια των "υπηκόων"του και βγήκε απο το παλάτι, φώναξε τον μέχρι πρό τινος βασιλιά, και του είπε: "βασιλιά μου, δέν λιμπίστηκα το θρόνο και τη βασιλεία, σου τα δίνω αμέσως πίσω σάν τα θέλεις. Μόνο έπαιξα αυτό το παιχνίδι για να πάρεις μιά ιδέα του τί κάνει ο Θεός. Ποιός έκανε εσένα, ποιός έφτιασε εμένα, ποιός έπλασε αυτό το πλήθος που τώρα με επευφημεί; Σε μιά στιγμή τα πάντα αναποδογυρίζουνε, οι τελευταίοι άνθρωποι γίνονται βασιλείς και οι βασιλείς πετιούνται σάν τα σκυλιά. Τη μιά οι αυλικοί και όλο το κράτος προσκυνάνε ένα Aν άνθρωπο που μέχρι χτές δέν τον ξέρανε, την άλλη κάνουν μιά επανάσταση και ρίχνουν δυναστείες που κράτησαν χιλιάδες χρόνια. Μιά μέρα βλέπεις έναν άνθρωπο στο παζάρι, την άλλη μέρα μπορεί να βρεθεί μέσα στο μνήμα. Όλοι νομίζουμε πως ό,τι ξέρουμε είναι το σωστό, κι όμως απο τη μιά στιγμή στην άλλη αλλάζουμε τελείως τη γνώμη μας. Ποιός είναι αυτός που αφήνει το μυαλό μας να πλανηθεί; ποιός είναι που φωτίζει το μυαλό μας; Σάν πάω τώρα και ξαναμιλήσω στο συμβούλιο τον αυλικών, αμέσως εσύ θα ξαναγίνεις βασιλιάς. Με ποιανού την άδεια γίνονται όλα αυτά;". "Ναί", έκανε με λυγμούς σκύβοντας το κεφάλι του συντετριμμένος ο (μέχρι πρότινος) βασιλιάς, "καταλαβαίνω".
Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας
Ἰωάννης πένησι δοὺς καὶ σκορπίσας, Ὢ ποῖα Χριστῷ νῦν παρεστὼς λαμβάνει! ᾬχετο ἀκτεάνων δυοκαιδεκάτῃ Ἐλεητής. |
Βιογραφία |
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων γεννήθηκε στην Αμαθούντα της Κύπρου (η Αμαθούς, ήταν η σημερινή Παλαιά Λεμεσός). Ήταν γιος του άρχοντα Επιφανίου και της Ευκοσμίας και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Ηρακλείου (615 μ.Χ.). Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέθρεψαν με τη σύζυγό του σαν αληθινοί χριστιανοί γονείς. Γρήγορα, όμως, η γυναίκα του και τα παιδιά του πέθαναν. Ο Ιωάννης είχε μεγάλη περιουσία και του έγιναν πολλές προτάσεις να κάνει καινούργια οικογένεια. Όμως τις απέρριψε όλες, απαντώντας: «Νομίζω, προς όλους είμαι οφειλέτης. Και δεν το νομίζω μόνο. Είμαι. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Δεν το λέει ο Παύλος; Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δε θα πάψω να το κάνω. Η περιουσία μου δεν μπορεί να είναι ανώτερη απ' αυτά τα χρέη μου». Για τη λαμπρότητα της ζωής του, ο Ιωάννης έγινε αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Διέπρεψε σαν πνευματική λυχνία στην πατριαρχεία πολλά χρόνια και έκανε πολλά θαύματα. Επειδή δε μοίραζε πλουσιοπάροχα στους φτωχούς την ελεημοσύνη ονομάστηκε Ελεήμων. Είχε καταστεί τόσο σεβάσμιος, ώστε και αυτοί οι ειδωλολάτρες τον σέβονταν. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στο Θεό το 620 μ.Χ. Και είναι μακάρια η ψυχή του, διότι ο Κύριος λέει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» ( Ευαγγέλιο Ματθαίου, ε' 7). Μακάριοι, δηλαδή, είναι οι ευσπλαχνικοί στη δυστυχία του πλησίον, διότι αυτοί θα ελεηθούν από το Θεό. |
Ἀπολυτίκιον |
Ἦχος πλ. δ’. http://www.saint.grἘν τῇ ὑπομονῇ σου ἐκτήσω τὸν μισθόν σου Πάτερ, Ὅσιε, ταῖς προσευχαῖς ἀδιαλείπτως ἐγκαρτερήσας, τοὺς πτωχοὺς ἀγαπήσας, καὶ τούτοις ἐπαρκέσας· Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη Ἐλεῆμον μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. |
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
ΤΟ «ΣΗΜΑΔΑΚΙ»
Χειμώνας του ’41. Πιο βαρύς χειμώνας δεν ξανάχε γίνει στην Αθήνα. Πιο βαρύς και πιο πεινασμένος. Τη μια μέρα μοιράζουν οι φούρνοι ψωμί και την άλλη όχι. Την περασμένη βδομάδα κάνανε να δώσουν ψωμί συνέχεια πέντε μέρες. Ύστερα, την έκτη μέρα, μοίρασαν ένα ψωμί που δεν είναι μήτε κριθάρι, μήτε σκήβαλο. Λεν ότι είναι σκουπόψωμο – κίτρινο σα μπομπότα και οι φουρναρέοι το αφήνουν επιτούτου άψητο, για να βαραίνει πιο πολύ. Καθώς το πιάνεις στα χέρια σου, κολλάει στα δάχτυλά σου απάνω ένα στρώμα από μαυροκίτρινο ζυμάρι. Η ίδια αυτή η γλίνα κολλάει κι απάνω στον ουρανίσκο σου, καθώς το καταπίνεις μπουκιά μπουκιά. Το καταπίνεις και σου έρχεται να κλάψεις.
Άλκης Κ.Τροπαιάτης
Τρεις μέρες έβρεξε συνέχεια και την τέταρτη πήγε και βγήκε ήλιος. Μα ένας ήλιος κακομοίρης και μίζερος. Λειψός σα με δελτίο. Κρυώνεις πιο πολύ παρά πριν που έβρεχε και δεν είχε ήλιο.
Είναι ένα «σημαδάκι» στη γωνιά του δρόμου. Από μακριά καθώς το παίρνει το μάτι σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καλά καλά τι είναι. Μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί και όχι. Όσο περισσότερο σιμώνεις, αρχίζεις να ξεχωρίζεις το σχήμα από άνθρωπο. Κι όταν φτάνεις πιο κοντά του, τότε λες ότι έτσι είναι.
Δεν είναι παραπάνω από δέκα χρονών αυτό το «σημαδάκι». Το σακάκι που φοράει είναι μακρύ, τα μανίκια φτάνουν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών. Αυτά τα δάχτυλα είναι βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο. Ωστόσο, σου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις, από τι είναι μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο. Το ίδιο και τα πόδια. Ξιπόλητα και θεόγυμνα ίσαμε ψηλά το μερί. Και λιγνά, σαν ξυλένια. Λες ότι τώρα, αν κάνει πως σηκώνεται το παιδί και θελήσει να στηρίξει απάνω τους το βάρος του κορμιού του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυαλένια. Μα πάλι, τούτο το κορμάκι είναι τόσο μικρό και τόσο στεγνωμένο, που μπορούν να το βαστήξουν ακόμα και δύο σπιρτόξυλα.
Το πιο πολύ, σ’ αυτό το κορμάκι βαραίνει ο σάκος που φοράει. Του φτάνει ίσαμε τ’ αστραγάλια των ποδιών, του πνίγει σχεδόν τα χέρια, με δυσκολία ξεφεύγει και γλυτώνει από το φαρδύ γιακά του το κεφαλάκι του παιδιού. Ένα κεφάλι σαν του πουλιού. Το πετσί κολλάει πάνω στα κόκαλα – κ’ έτσι όλο το μούτρο μοιάζει με κοκαλιάρικη φιγούρα. Τα μάγουλα, το πηγούνι, το κούτελο, όλα ξέσαρκα. Λίγη σάρκα έχουν μονάχα τα χείλια – μα είναι στεγνά κι ασάλευτα κι αυτά, τόσο πολύ, που λες ότι είναι ψεύτικα. Μένουν ακόμα τα μάτια. Να είχαν, τουλάχιστο, αυτά ένα κάποιο φως, θα έδειχνε αλλιώτικο τούτο το στεγνωμένο μούτρο του μικρού παιδιού. Αυτά, όμως, τα μάτια είναι άχρωμα κι ανέκφραστα. Στυλώνονται απάνω σου έτσι κρύα, που για μια στιγμή θαρρείς ότι ο αέρας που φυσάει γίνεται ακόμα πιο παγωμένος από πρώτα.
Σ’ αυτή τη θέση το βρίσκεις από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Όποιαν ώρα περάσεις, θα το ιδείς. Ασάλευτο και παγωμένο. Έχει μπροστά κ’ ένα τενεκεδένιο κουτί. Σπάνια το βλέπεις γεμάτο αυτό το κουτί. Το παιδί είναι πάντα σιωπηλό κ’ έχει τόσο παγωμένα, ανέκφραστα μάτια…Ίσως και να μην το έχουν δασκαλέψει, πώς πρέπει να φέρεται, για να τραβάει τη συμπόνια των περαστικών.
- Έχεις πατέρα;
Το μικρό κεφάλι, που μοιάζει με κεφαλάκι πουλιού, κουνήθηκε αρνητικά.
- Μητέρα;
Τούτη τη φορά, το κεφάλι κουνήθηκε αντίθετα.
- Αδέρφια;
Το ίδιο.
Αυτά, είναι λόγια παιδιού. Λόγια που βγαίνουν από νοήματα. Άλλοι, από περιέργεια ίσως, μπόρεσαν, κι έμαθαν πιο πολλά γι’ αυτό. Είναι ορφανό από πατέρα κι έχει τη μητέρα του άρρωστη κατάκοιτη στο κρεβάτι. Υπάρχουν ακόμα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το δικό μας το «σημαδάκι». Ζουν κι αυτά από τη ζητιανιά. Μέσα στο τενεκεδένιο κουτί μαζεύονται δεκάρικα, εικοσάρικα, πενηντάρια.
Καμιά φορά – πιο πέρα από το στέκι του παιδιού έχει φούρνο – καθώς περνούν από μπροστά του με το ψωμί στο χέρι οι γειτόνοι, ένας στους εκατό, στους διακόσιους, στους πολλούς, ας πούμε, σταματάει μπροστά του.
Σταμάτησε μια γυναικούλα, που έσερνε από το χεράκι του ένα μικρό πέντε με έξη χρονών. Το μικρό τσίριζε και γύρευε ψωμί. Η φτωχούλα έκοψε ένα κομμάτι ψωμί από το κομματάκι που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ξανάκοψε στα δυο, έδωσε τη μια μπουκιά στο δικό της παιδί και την άλλη στο ξένο. Αυτό την πήρε από τα χέρια της, την έκρυψε στη χουφτίτσα του ενός χεριού και κοίταξε τη φτωχιά καλά καλά με τα κρύα του μάτια. Η γυναίκα κοντοστάθηκε.
- Φάτο ντε, του κάνει.
Το «σημαδάκι» δεν έδωσε απάντηση. Μόνο που εξακολούθησε να κοιτάζει την παράξενη κείνη γυναίκα που μοίραζε το ψωμί της στους ξένους. Κι αυτή του ξαναμίλησε:
- Φάτο, παιδάκι μου, να στυλωθείς μια σταλιά…
Τότε το παιδί πήρε μια ψίχα από τη μπουκίτσα του ψωμιού και την έβανε στο στόμα του. Βάλθηκε να την πιπιλάει με τη γλωσσίτσα του, σαν καραμέλα, ώρα πολλή. Ύστερα, λέει της γυναίκας που το παρακολουθούσε:
- Δεν πεινάω…
Και βάζει το άλλο κομματάκι του ψωμιού παράμερα. Τότε, η φτωχιά γυναικούλα αναστέναξε βαθιά, έκοψε άλλο ένα κομματάκι από το ψωμί που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ακούμπησε κι αυτό πλάι στο άλλο.
Το βράδυ ό,τι μαζεύει – λεφτά, ψωμί, φαγάκι, ό,τι – το πηγαίνει σπίτι του. Μια μικρή καμαρούλα, κατά το Λυκαβηττό. Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου. Μια Κυριακή πρωί, κράτησε από το τενεκεδάκι χρήματα το αδύνατο παιδί, ανέβηκε ίσαμε την εκκλησούλα, πήρε ένα κερί από το παγκάρι και το άναψε με δέος μπροστά σε μιαν εικόνα. Ύστερα, στάθηκε για κάμποσο ασάλευτο μπροστά της. Ούτε τα χείλια του σάλεψαν, μήτε τα μάτια του ζεστάθηκαν. Η μητέρα του κάθε μέρα πάει στο χειρότερο.
Κείνο το πρωί πήγε πιο αργά από τις άλλες μέρες στη «δουλειά» του. Όταν βρέχει, πηγαίνει και κάθεται από έναν τσίγκο, για να μην το βρίσκει η βροχή. Η υγρασία του περνάει τα κόκαλα. Και αφού, καθώς είπαμε, δεν έχει μείνει άλλο από κόκαλα απάνω του, πες ότι το αγγίζει γραμμή στην καρδιά.
Κάθε μέρα που περνάει και του βαθουλώνει όλο και πιο πολύ τα μάτια μέσα στις κόχες τους. Να πεις πως αδυνατίζει πιο πολύ κάθε μέρα, αυτό δεν στέκει, γιατί το «σημαδάκι», δεν έχει από καιρό σταλιά πια κρέας επάνω του.
Ένα πρωί, κάποιος γέρος σωριάστηκε από την πείνα κάμποσα μέτρα πιο μακριά από το παιδί. Ειδοποίησαν το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και σε λίγο έφτασε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και «μάζεψε» το γέρο. Κάποιος από τη γειτονιά έδειξε πιο πέρα το παιδί στους νοσοκόμους και τους είπε:
- Δεν το μαζεύετε και τούτο; Δε στέκει καλά στα πόδια του…
Οι άνθρωποι από το αυτοκίνητο το κοίταξαν και είπανε:
- Ας το να πέσει πρώτα…Εμείς μαζεύουμε μονάχα εκείνους που πέφτουν…
Ξαναπήδησαν στο αυτοκίνητο, έβαλαν μπρος τη μηχανή κι έφυγαν, γρήγορα καθώς είχαν έρθει…Το παιδί ούτε άκουσε, μήτε κατάλαβε. Μονάχα στύλωσε για λίγο τα μάτια του στην κοψιά του αμαξιού που χανόταν στο βάθος του δρόμου.
Εκείνη τη μέρα μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί οι φούρνοι. Βγήκε και ένας ήλιος λιγότερος τσιγκούνης από άλλοτε. Μονάχα το παιδί δε φάνηκε, για πρώτη φορά, στο στέκι του.
- Θα ’φαγε σήμερα τα σαράντα δράμια του και χόρτασε...
Είπανε δυο περαστικοί, που του ρίχνανε, καμιά φορά στο τενεκεδάκι του, μα δεν είχαν όρεξη να γελάσουν μήτε κ’ οι ίδιοι με το αστείο τους.
Πέρασαν ακόμ’ άλλες δυο μέρες – πάντα καλοκαιρία και με σαράντα δράμια ψωμί τη μέρα – και η γωνιά του δρόμου εξακολουθούσε να μένει πάντα άδεια. Ώσπου την τέταρτη μέρα ξαναφάνηκαν στο «στέκι» του παιδιού το ίδιο μακρύ σακάκι, τα ίδια λιγνά και βρώμικα χέρια και πόδια. Όλα ίδια, καταΐδια – μόνο τα μάτια ήταν αλλιώτικα. Τούτο το «καινούργιο» παιδί φορούσε τα ρούχα του αλλουνού, μα δεν ήταν το ίδιο. Αυτουνού τα μάτια ήσαν λιγότερο παγωμένα από του πρώτου και τα χείλια του σαλεύανε, μιλούσανε.
- Ο αδερφός μου – έλεγε άμα το ρωτούσαν, μα ακόμα και δίχως να το ρωτούν μιλούσε – έπεσε άρρωστος και πέθανε πριν δυο μέρες…
Έτσι απλά. Μέσα σε τόσο λίγον καιρό, σε λιγότερο από δυο χρόνια, έχει τόσο πολύ απλουστευτεί η ζωή, που δεν κάνει σαν άλλοτε εντύπωση όταν έρχεται και σμίγει με το θάνατο. Πεθαίνουν τόσοι πολλοί κάθε μέρα…Και, το πιο πολύ τη νύχτα. Όσοι έχουν σφραγιστεί από το κρύο και την πείνα για να φύγουν, σέρνονται με το φως της μέρας στους δρόμους, κάνουν την ύστατη προσπάθεια να κρατηθούν, λες και τρομάζουν να σωριαστούν μέσα στο φως, λες και περιμένουν το σκοτάδι για να φτάσουν στο τέλος. Άμα φτάσει η νύχτα, τότε δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Θα βυθιστούν στο σκοτάδι της, θα γίνουν ένα μαζί του. Δε θα τους ιδεί, δε θα τους προσέξει κανένας την ώρα που θα πεθαίνουν. Καθώς δεν τους είχε προσέξει κανένας και τον καιρό που πολεμούσανε να κρατηθούν στη ζωή.
Το ίδιο τενεκεδένιο κουτί βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στο καινούργιο αυτό παιδί της γωνιάς του δρόμου. Από τον κόσμο που περνάει από κει, σταματάει πότε πότε κάποιος κι αφήνει κάτι στο κουτί. Και το «καινούργιο σημαδάκι» μιλάει άμα το ρωτούν – γιατί, απ’ όσους ξέρανε το πρώτο, λίγοι καταλαβαίνουν τη διαφορά – άμα το ρωτούν, λοιπόν, μιλάει για το άλλο «σημαδάκι» που πέθανε και δε θα ξαναφανεί πια στο στέκι του. Κι έτσι που μοιάζουν τα δυο τους αναμεταξύ τους – το ίδιο μακρύ σακάκι, το ίδιο λιγνό κορμί, το ίδιο τενεκεδένιο κουτί – τίποτα δε μοιάζει να έχει αλλάξει σε κείνη τη γωνιά του δρόμου. Μόνο που σήμερα βγήκε πιο πλούσιος ήλιος και οι φούρνοι μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)