ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ Λ.Μ.Γ
Απο το βιβλίο Αδελφοί Καραμαζώφ
Απο το βιβλίο Αδελφοί Καραμαζώφ
Ένας δούλος σκότωσε μια πλούσια κυρία, πήρε την περιουσία της, τα χρυσαφικά της και εξαφανίστηκε. Έγιναν συλλήψεις, ανακρίσεις, ενοχοποιήθηκε κάποιος αθώος και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Ο κλέφτης πήγε σε άλλη περιοχή, άλλαξε το όνομά του και με τα πλούτη που κατείχε έκανε επιχειρήσεις. Κέρδισε και πλούτισε, κι από τα κέρδη του σκόρπιζε στους φτωχούς. Είχε βαθειά μετανοιώσει για το έγκλημά του. Έφτειαξε ιδρύματα, φτωχοκομεία, οικοτροφεία, σπουδαία έργα, και όλοι τον είχαν για άγιο. Ποτέ δεν πέρασε από τη σκέψι κανενός, ότι αυτός ο μεγάλος ευεργέτης ήταν εκείνος ο εγκληματίας και κλέφτης. Μέσα του όμως κάτι τον κατέτρωγε μέρα -νύχτα. «Αλλοίμονό σου! Είσαι εγκληματίας, είσαι κλέφτης». Τί κι αν όλοι τον είχαν για άγιο; Ο ίδιος μέσα του καιγόταν. Άνοιγε εκκλησίες έκανε λειτουργίες..., μα μέσα του είχε φωτιά. Πέρασαν χρόνια. Δεν μπόρεσε να κατασιγάση αυτή την ανησυχία. Δεν μπόρεσε ν' απαλλαγή από τον σκορπιό που κατέτρωγε τα σπλάχνα του μέρα - νύχτα. Έπειτα από καιρό πολύ, αφού δεν μπόρεσε να βρη ησυχία, πήγε στον πνευματικό. γονάτισε και εξωμολογήθηκε.
-Πάτερ μου, λέει, μην τρομάξης μ' αυτά που θα σου πω. Γιατί μ' έχεις κ' εσύ για άγιο. Εγώ είμαι ο τάδε εγκληματίας και κλέφτης.
-Τί λες, παιδί μου! Δεν μπορώ να το πιστέψω.
-Ναι. Έτσι κ' έτσι κ' έτσι έγιναν τα πράγματα. Σε παρακαλώ να μου διαβάσης μια ευχή, γιατί από τότε δεν είδα άσπρη μέρα. Ποτέ δεν χάρηκα. Είμαι δυστυχισμένος άνθρωπος, τραγικός. Θέλω να με συχωρέση ο Θεός.
-Τί λες, παιδί μου! Δεν μπορώ να το πιστέψω.
-Ναι. Έτσι κ' έτσι κ' έτσι έγιναν τα πράγματα. Σε παρακαλώ να μου διαβάσης μια ευχή, γιατί από τότε δεν είδα άσπρη μέρα. Ποτέ δεν χάρηκα. Είμαι δυστυχισμένος άνθρωπος, τραγικός. Θέλω να με συχωρέση ο Θεός.
Τότε ο πνευματικός του είπε.
-Για να σε συγχωρήσω, παιδί μου, πρέπει να καταγγείλης τον εαυτό σου. Ο κόσμος πρέπει να μάθη την αλήθεια. Κάποιος αθώος σαπίζει στη φυλακή αντί για σένα. Πρέπει λοιπόν να κατηγορήσης τον εαυτό σου δημοσίως, για να μάθη ο κόσμος την αλήθεια και ο αθώος να ελευθερωθή. Αν δεν το κάνης αυτό, δεν μπορώ κ' εγώ να σε συγχωρήσω, δεν έχω το δικαίωμα.
Πήρε μια προθεσμία. Στέναξε, έκλαψε, και κατόπιν πήγε πάλι στον πνευματικό και είπε.
-Πάτερ μου, δος μου την ευχή σου. Αποφάσισα να κάνω ό,τι μου είπες.
Κάλεσε λοιπόν σ' ένα συμπόσιο, όπως καλούσε πάντοτε, μικρούς και μεγάλους. Όλοι έπιναν στην υγειά του. Και τότε, στη μέση της συνεστιάσεως, σηκώθηκε και είπε.
-Εσείς που με περνάτε για άγιο, φτύστε με αυτή τη στιγμή κιόλας, γιατί είμαι ένα κάθαρμα.
Νόμισαν ότι τρελλάθηκε.
-Όχι, το μυαλό μου λειτουργεί αυτή την ώρα καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Είμαι ο τάδε εγκληματίας, λέει και δίνει τα διαπιστευτήρια απ' όπου φάνηκε το πρώτο του όνομα.
Στη συνέχεια οδηγείται στην εισαγγελία κι από 'κει στις φυλακές, ενώ από το άλλο κελλί απελευθερώνεται ο αθώος.
Μετά από λίγες μέρες ο πνευματικός παίρνει ένα γράμμα.
«Σεβαστέ μου πάτερ, εξετέλεσα τη συμβουλή σου. Την ώρα που έκλεινε η πόρτα της φυλακής κ' έμενα μόνος σ' ένα υγρό και σκοτεινό υπόγειο, νόμιζα πως άνοιγε για μένα ο παράδεισος. Η χαρά που νιώθω τώρα δεν περιγράφεται. Την ειρήνη που βρήκα δεν μπορώ να σας την παραστήσω. Τώρα είμαι ευτυχής. Τί να τα κάνω όλα εκείνα που είχα τότε, τα εξωτερικά, όταν μέσα μου είχα κόλασι μέρα - νύχτα; Ευχαριστώ τον Θεό, που έτσι με λυτρώνει από το έγκλημά μου. Ευχαριστώ κ' εσένα, πάτερ μου, που έγινες το όργανο του Θεού και με ωδήγησες σε τέτοια χαρά και ειρήνη».