Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Κοντά σε αυτόν που φεύγει




«Θάνατος ουκέτι κυριεύει»

Ο καρκίνος είναι μια πολύ δύσκολη ασθένεια, που κυριολεκτικά ξεσχίζει το σώμα και κουρελιάζει την ψυχή του ασθενούς, των οικείων και φίλων του, και πραγματικά ταλαιπωρεί γιατρούς και νοσηλευτές, την κοινωνία ολόκληρη. Όσοι εργάζονται στα ογκολογικά κέντρα βλέπουν , καθημερινά  και από κοντά , να μάχονται η ζωή με τον θάνατο στήθος προς στήθος, κάθε στιγμή, σε κάθε θάλαμο, με πλείστες μορφές. Αντικρύζουν την ανθρώπινη φύση σε έσχατο πόνο, μέγιστη αγωνία και απόλυτη αδυναμία, τον άνθρωπο στις πιο ακραίες καταστάσεις, στις πιο οριακές του στιγμές.

Η φρικτότητα του θανάτου

Ο θάνατος είναι φοβερός ως κατάσταση. Κατανοητός στο αποτέλεσμά του αλλά ασύλληπτος στην ουσία, στην αιτία, στους τρόπους και στο μέγεθος των συνεπειών του. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όταν κάποιος πεθαίνει, λέμε ότι «τον χάσαμε». Στην καθημερινή διάλεκτο, όταν κάποιος δικός μας φύγει για πάντα από αυτό τον κόσμο μιλάμε για «απώλεια» . Ο θάνατος βιώνεται ως αμετάκλητο «τέλος», «χωρισμός» οριστικός. Το χρώμα του είναι μαύρο. Η έκφρασή του έχει πόνο, δάκρυα, θλίψη, απορία. Η πορεία του είναι ή προς το τίποτα, ή στην καλύτερη περίπτωση, προς το άγνωστο. Μόνον οι θρησκείες μιλούν για συνέχεια. Μόνον ο Χριστιανισμός μιλάει για Ανάσταση. Μόνον η Εκκλησία μιλάει για μεταθανάτια δόξα, για μακαριότητα και ανάπαυση˙ το γιορτάζει , το διαλαλεί. Το ερώτημα είναι αν και πώς ο καθένας μας το ζει.
Μέσα σ’ όλην αυτήν την κατάσταση υπάρχει κάτι το πολύ τραγικό. Αν ο θάνατος δεν οδηγεί στην όντως ζωή, τότε όσο περισσότερη είναι η αγάπη τόσο μεγαλύτερο είναι το τραύμα του χωρισμού. Δεν είναι το ίδιο να χωρίζουν δυο διαρκώς διαφωνούντες ή και αντίπαλοι ή αμοιβαίως μισούμενοι από τη μία μεριά και δύο πολύ αγαπημένοι από την άλλη. Η βεβαία παρουσία του θανάτου στη ζωή μας κάνει να φοβόμαστε την αγάπη μας, να δυσκολευόμαστε να δοθούμε.
Πεθαίνει ένας νέος και μας πνίγει αφ’ ενός μεν το ασύνηθες του γεγονότος , αφ’ ετέρου δε η απώλεια των ωραίων οραμάτων μας γι’ αυτόν, για το μέλλον του. Πεθαίνει ένας γέροντας και μας συντρίβει το σβήσιμο μιας ζωής γεμάτης αναμνήσεις, εμπειρίες,  στιγμές κοινής πορείας, το παρελθόν του. Ο μακροχρόνιος θάνατος ταλαιπωρεί, ο ξαφνικός αιφνιδιάζει. Ο μεμονωμένος επικεντρώνει τον πόνο, ο ομαδικός συγκλονίζει την κοινωνία. Όποια και να είναι η μορφή του θανάτου, η γεύση του είναι ό,τι πιο πικρό υπάρχει.
Η αίσθηση του οριστικού χωρισμού από τον αγαπημένο μας, η πορεία του προς το άγνωστο, η απειλή του τέλους πραγματικά συντρίβουν αμφότερους. Η αντικατάσταση της εικόνας, της φωνής, της φυσικής επαφής, της ζωντανής επικοινωνίας του διαλόγου με την ανάμνηση μόνο και τη φαντασία, αντί να παρηγορούν, βαθαίνουν το τραύμα του χωρισμού και δίνουν στην πληγή υπαρξιακό διαμέτρημα.
Ο ερχομός του είναι καθολικός και δεν έχει ούτε μια εξαίρεση. Είναι και αδυσώπητος. Δεν τον αναχαιτίζει ούτε η γνώση ούτε η τεχνολογία ούτε η κοσμική δύναμη ούτε η οικονομική παντοδυναμία ούτε και το θαύμα. Όλα αυτά ίσως λίγο τον μεταμορφώνουν και κάποιες φορές μπορούν λίγο να τον αναβάλλουν, αδυνατούν όμως να αντισταθούν στην παντοδυναμία του.

Η τραγικότητα της μοναξιάς.

«Ο άνθρωπος ζωόν εστι πολιτικόν», έλεγε ο Αριστοτέλης. Είμαστε κοινωνικά όντα. Έχουμε ανάγκη ο ένας από τον άλλον. Θέλουμε να ζούμε ο ένας με τον άλλον. Γι αυτό και η αγάπη και η αλληλεγγύη είναι μεγάλες αρετές, γιατί ενισχύουν την αμοιβαιότητα την κοινωνία, την αδελφοσύνη. Η Εκκλησία μας αποκαλεί αδελφούς, διότι προερχόμαστε από την «ιδίαν δελφύν» , την ίδια μήτρα. Κάθε τι που διασπά την ενότητά μας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Η μοναξιά, η απουσία κοινωνίας  είναι βασανιστήριο, κόλαση και δράμα. Είναι σαν δεύτερος, αργός θάνατος. Είναι τόσο διαπεραστική όσο και ο θάνατος. Η μόνη της διαφορά έγκειται στο ότι μπορεί να συνοδεύεται από ανθρώπινη ελπίδα, ενώ η σκέψη του θανάτου όχι.
Όταν τη βιώνεις νοιώθεις σαν να γκρεμοτσακίζεσαι και να μην μπορείς από κάπου να πιαστείς. Σαν να ασφυκτιάς και να μη βρίσκεις λίγο αέρα να αναπνεύσεις. Σαν να τρελαίνεσαι μέσα στο σκοτάδι και να μη βρίσκεις ένα σπίρτο να ανάψεις. Και η μοναξιά χρωματικά εκφράζεται με το μαύρο.
Η μοναξιά λοιπόν κατά τη διαδικασία του επερχόμενου θανάτου αποτελεί μια από τις πλέον επώδυνες καταστάσεις. Και μάλιστα, όταν συνοδεύεται από αίσθημα έντονου σωματικού πόνου και ψυχική αγωνία. Όλα αυτά μαζί, συνθλίβουν κυριολεκτικά την ανθρώπινη υπόσταση.

Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός»
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ


Καινή Διαθήκη (με απόδοση στη δημοτική)


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
Κεφ. κδ΄( 24 )
Στιχ. 23-28. Ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες


23 ττε ἐάν τις μν επ, δο δε Χριστς δε, μ πιστεσητε·

24 γερθσονται γρ ψευδχριστοι κα ψευδοπροφται κα δσουσι σημεα μεγλα κα τρατα, στε πλανσαι, ε δυνατν, κα τος κλεκτος.

25 ᾿Ιδο προερηκα μν.

26 ἐὰν ον επωσιν μν, δο ν τ ρμ στ, μ ξλθητε, δο ν τος ταμεοις, μ πιστεσητε·

 27 σπερ γρ στραπ ξρχεται π νατολν κα φανεται ως δυσμν, οτως σται κα παρουσα το υο το νθρπου·

28 που γρ ἐὰν τ πτμα, κε συναχθσονται ο ετο.

Απόδοση στη δημοτική

23 Τότε εάν σας πει κανείς˙ να, εδώ είναι ο Χριστός ή εδώ, μην πιστέψετε.

24 Διότι θα εμφανισθούν ψευδομεσσίες και ψευδοπροφήτες και θα δείξουν σημάδια μεγάλα και έργα καταπληκτικά, ώστε να παραπλανήσουν , εάν είναι δυνατόν , ακόμη και αυτούς τους εκλεκτούς.

25 Ιδού, σας τα είπα πριν γίνουν, ώστε να μη χωράει δικαιολογία για την τυχόν αποπλάνησή σας.

26 Εάν λοιπόν σας πουν˙ να, στην έρημο είναι ο Μεσσίας, μη βγείτε να τον συναντήσετε. Κι αν πάλι σας πουν˙ να, ο Χριστός είναι μέσα στα ιδιαίτερα δωμάτια, μην τους πιστέψετε.

27 Διότι ο Μεσσίας ούτε θα είναι κρυμμένος σε δωμάτιο ούτε θα παρουσιασθεί σε μέρος ερημικό. Αλλά όπως η αστραπή βγαίνει από το ανατολικό σημείο του ορίζοντα και φαίνεται αμέσως μέχρι το αντιδιαμετρικό δυτικό σημείο , έτσι θα γίνει και η παρουσία του υιού του ανθρώπου . Θα γίνει αμέσως αισθητή παντού και σε όλους.

28 Διότι εκεί όπου είναι το νεκρό πτώμα , εκεί θα μαζευτούν και οι αετοί για να χορτάσουν απ’ αυτό. Μ’ άλλα λόγια , όταν η σαπίλα του κόσμου φθάσει στο απροχώρητο, τότε θα έλθει αναπόφευκτη και φανερή σ’ όλους η κρίση και η τιμωρία από τον ουρανό.


Από «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑΙ 2011









Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ





«Ο άγιος Μηνάς ήταν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού, και ως στρατιωτικός ανήκε στο τάγμα των Νουμέρων, που λέγονταν Ρουταλικοί, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκο, στο Κοτυάειο της Φρυγίας.
Επειδή δεν άντεχε να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να κυριαρχεί, ανέβηκε σε όρος, αγωνιζόμενος να καθαρίσει την καρδιά του με νηστείες και προσευχές. Αφού ενίσχυσε αρκετά τον εαυτό του και ανέφλεξε την ψυχή του από τον θείο πόθο του Χριστού, κατέβηκε από το όρος. Πήγε λοιπόν και στάθηκε εν μέσω των ειδωλολατρών και ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό.
Γι’ αυτόν τον λόγο και τον κτύπησαν, του έξυσαν πάρα πολύ τις σάρκες με τρίχινα υφάσματα και τον έβαλαν σε καυστήρα φωτιάς. Τέλος, αφού του καταπλήγωσαν όλο το σώμα με το διαρκές σύρσιμό του πάνω σε αγκάθια, τον θανάτωσαν με ξίφος».





Τα γεμάτα πίστη και χάρη Θεού μάτια του αγίου ποιητή Θεοφάνη γίνονται σήμερα τα πνευματικά μας γυαλιά, προκειμένου να δούμε την άλλη, κρυμμένη διάσταση του μαρτυρίου του αγίου μεγαλομάρτυρα Μηνά, αλλά και της μετά το μαρτύριο καταστάσεώς του. Το θέαμα καταρχάς που μας αποκαλύπτει την ώρα που η γη, αγιασμένη από το αίμα των αιμάτων του, κατακαλύπτει το άγιο σώμα του, είναι πράγματι μεγαλειώδες.
Σαν να βρισκόμαστε σε ένα πνευματικό πλανητάριο, μας καθοδηγεί στο να βλέπουμε και εμείς, μαζί με εκείνον, τη δύση του αγίου σ’ αυτόν τον κόσμο και τη λαμπρή ανατολή του στον κόσμο του ουρανού, της Βασιλείας του Θεού.
«Γη σου νυν το σώμα το στερρόν, μακάριε, εναθλήσαν κατεκάλυψε∙ φέρει το πνεύμα ουρανός δε συν πνεύμασι Μαρτύρων γηθόμενον, και φαιδροτάτη δόξη λαμπόμενον». (Η γη, μακάριε, κατακάλυψε τώρα το δυνατό σώμα σου που αθλήθηκε. Ο ουρανός όμως φέρει χαρμόσυνο το πνεύμα σου, μαζί με τα πνεύματα των άλλων μαρτύρων, λάμποντας από φαιδρότατη δόξα).
Συνιστούν ο άγιος, όπως και οι άλλοι συνεορτάζοντες με αυτόν άγιοι Βίκτωρ, Βικέντιος και Στεφανίς, τα κοσμήματα του νοητού ουρανού, της Εκκλησίας, όπως και τα αστέρια κοσμούν το κτιστό στερέωμα του ουρανού.
«Τους ουρανούς αστέρες κατακοσμούσιν, οικτίρμον, την εκκλησίαν Μηνάς δε, Βίκτωρ, Βικέντιος κοσμεί, και Στεφανίς». Κι ακόμη: μας μεταφέρει ο υμνογράφος στην πρόσωπο προς πρόσωπο σχέση του αγίου Μηνά με τον Παντοκράτορα Κύριο, ο Οποίος «μύρισε» την ευωδία του σαν ψημένου φρέσκου ψωμιού από το μαρτύριό του Μηνά και την σαν ευωδιαστό θυμίαμα αναφορά του προς Αυτόν. «Πρόσωπον προς πρόσωπον νυν οράς θεούμενος, Μηνά». «Ωράθης ως άρτος εν τω μέσω πυράς απτομένης εξοπτώμενος…και θείαν ευωδίαν εκπέμπων, ην Θεός ωσφράνθη».





Ο άγιος υμνογράφος όμως μας δίνει και την άλλη διάσταση, όπως είπαμε, και του ίδιου του μαρτυρίου. Επιφανειακά, βλέπουμε μαρτύρια, πόνους, αίματα, καμμένες σάρκες. Την ίδια στιγμή, μας πηγαίνει στο βάθος: «Συναπεβάλου ταις πληγαίς συ τους δερματίνους χιτώνας της αμαρτίας, και στολήν ενεδύσω μηκέτι παλαίωσιν δεχομένην, μακάριε, ην εξύφανεν η χάρις επιφανείσα». (Μαζί με τις πληγές του σώματός σου έβγαλες τους δερμάτινους χιτώνες της αμαρτίας, και ντύθηκες τη στολή που δεν παλιώνει ποτέ, μακάριε, την οποία ύφανε η χάρη του Θεού που φανερώθηκε). Με τα μάτια του σώματος βλέπουμε σάρκες και αίματα να ρέουν.
Με τα μάτια της πίστεως βλέπουμε το θεοϋφαντο χιτώνα που ενδύεται ο μάρτυρας. Γι’ αυτό και ενώ πάμε να κλάψουμε για ό,τι υφίσταται ένας άνθρωπος, χαιρόμαστε και γελάμε για ό,τι δέχεται ως δόξα του Ουρανού. «Μεγάλης πρόξενος ημίν υπάρχει θυμηδίας, η μνήμη των Μαρτύρων». Και δεν είναι μόνον τα θαυμαστά που υφίσταται ο ίδιος ο άγιος από το μαρτύριό του, αλλά και αυτά που φέρει ως αποτέλεσμα του μαρτυρίου του: να συντρίβει τον διάβολο και να ταπεινώνει τους εχθρούς της πίστεως. «Συρόμενος, μάρτυς, και τριβόλοις οξέσι κεντούμενος, συνέτριψας κέντρα του αλάστορος». Δεν θα παύσουμε να το τονίζουμε: ό,τι υφίσταται ο χριστιανός χάριν του Κυρίου του αποτελεί νίκη και δόξα για όλους τους ανθρώπους απέναντι στην κακία και την πονηρία. Διότι ακριβώς μετέχει στο Πάθος του Χριστού, με το οποίο συνετρίβη η δύναμη του εχθρού.
Προϋπόθεση βεβαίως για όλα τα συγκλονιστικά συμβαίνουν στο «βάθος» της πραγματικότητας είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Εκείνο που έδινε και στον άγιο Μηνά, όπως και σε όλους τους αγίους, τη δύναμη να υπερβαίνουν και την ίδια τη φύση, ήταν η υπέρ φύσιν αγάπη προς τον Χριστό.
Ο έρωτάς τους προς Εκείνον τους έκανε να κυριαρχούν πάνω στην θεωρούμενη αξεπέραστη βία της φύσεως, διότι τους έστρεφε ολοκληρωτικά προς Αυτόν.
«Ο γαρ θείος έρως σου κατακρατήσας της φύσεως, λήθην, Μηνά, ενεποίει». Το έχουμε τονίσει επανειλημμένως: χωρίς την χάρη του Θεού, απόρροια της αγάπης προς Εκείνον, δεν μπορεί κανείς να υπομείνει τα μαρτύρια. «Η γαρ θεία χάρις συμπαρούσα, Μηνά, σε ενίσχυσε». Κι είναι επόμενο η χάρη αυτή βρίσκοντας δίοδο για τον κόσμο την διαφανή ύπαρξη του αγίου, να τον κάνει να προσφέρει θαυματουργίες.

Κι ένα από τα «άπειρα» θαύματά του παραθέτουμε και στη συνέχεια:

«Ένας πιστός προσήλθε κάποια φορά στον ναό του αγίου Μηνά να προσευχηθεί, οπότε πήγε σε ένα πανδοχείο να καταλύσει. Όταν όμως ο πανδοχέας αντιλήφθηκε ότι αυτός που προσήλθε έφερε χρυσό εγκόλπιο, σηκώθηκε στο μέσο της νύκτας και φόνευσε τον άνθρωπο. Τον κατέκοψε σε κομμάτια και τον έβαλε μέσα σε καλάθι, τον κρέμασε κάπου, και περίμενε να ξημερώσει. Βρισκόταν σε αγωνία πώς και πού να τον πάει, θέλοντας να τον κρύψει σε μέρος αφανές.
Καθώς λοιπόν σκεφτόταν αυτά, ο άγιος του Χριστού μάρτυς φάνηκε έφιππος σαν στρατιώτης, και ρωτούσε για τον ξένο που κατέλυσε εκεί. Ο φονιάς έκανε βεβαίως τον ανήξερο, οπότε ο άγιος κατέβηκε από το άλογο και εισήλθε στα ενδότερα. Κι αφού κατέβασε το καλάθι, λέγει: - τι είναι αυτό; Ο δε πανδοχέας, γεμάτος έκπληξη, έπεσε από το φόβο του μπροστά στα πόδια του αγίου σαν άψυχο πτώμα. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό: ο άγιος συναρμολόγησε το κομματιασμένο σώμα του ανθρώπου, προσευχήθηκε γι’ αυτόν και τον ανέστησε, λέγοντάς του: «Δος δόξαν τω Θεώ». Αυτός δε, σαν να σηκώθηκε από ύπνο, κι αφού κατάλαβε πόσα και τι είχε πάθει από τον πανδοχέα, δόξασε τον Θεό.
Κι αφού ευχαρίστησε τον φαινόμενο σαν στρατιώτη, τον προσκυνούσε. Ο άγιος τον σήκωσε, πήρε από τον φονιά το κλεμμένο χρυσάφι, του το έδωσε και είπε:
- Πήγαινε τώρα στον δρόμο σου. Στον δε φονιά, αφού τον έλεγξε αυστηρά και τον κατήχησε, κι αφού βλέποντας τη μετάνοιά του τού χάρισε την άφεση του εγκλήματός του, προσευχήθηκε γι’ αυτόν, οπότε ανέβηκε και πάλι στον επιφαινόμενο ίππο του και χάθηκε από τα μάτια του πανδοχέα».

ΠΗΓΗ:ΕΝΟΡΙΑ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...