Με αφορμή το δελτίο ειδήσεων της 28ης Ιουλίου 2004
Είδηση πρώτη: «Και τι δουλειά έχει η Εκκλησία να ασχολείται με τον πολιτισμό;», αναρωτήθηκε γνωστός καλλιτέχνης, διαμαρτυρόμενος για την απαγόρευση της παράστασης του έργου του Αριστοφάνη «Πλούτος» σε πόλη της Βορείου Ελλάδος, με παρέμβαση του οικείου Μητροπολίτη.
Είδηση δεύτερη: «Ο πρωθυπουργός και Υπουργός Πολιτισμού εγκαινίασε το Ισλαμικό Μουσείο στο κέντρο της Αθήνας. Η παρουσία του Πρωθυπουργού στα εγκαίνια του Μουσείου, που είναι το μοναδικό δημόσιο Ισλαμικό μουσείο στην Ευρώπη, αποτελεί μήνυμα σε όσους αντιτίθενται στην ανέγερση Τεμένους στην Αθήνα. Στα εγκαίνια παρευρέθησαν οι Μουφτήδες της Ελλάδος , Διπλωμάτες Ισλαμικών χωρών, αλλά και εκπρόσωπος της Εκκλησίας…».
Παρά την επιστράτευση επικοινωνιολόγων και εκπροσώπων τύπου από την εκκλησιαστική διοίκηση, οι δυο παραπάνω ειδήσεις παρέχουν μια απαξιωτική εικόνα της Εκκλησίας, που μπορεί να συνοψισθεί σε λίγες μόνο λέξεις: σκοταδισμός, μονολιθικότητα, κληρικαλισμός. Ας επιστρέψουμε όμως στην πρώτη είδηση: δικαιούται η Εκκλησία να ασχολείται με τον πολιτισμό; Ανεξάρτητα από το αν οι Μητροπολίτες νομιμοποιούνται να απαγορεύουν την άνοδο θεατρικών παραστάσεων (αν όντως συνέβη κάτι τέτοιο, μια που, απ’ ό,τι φαίνεται , ο Μητροπολίτης διαφωνούσε με την άνοδο της παράστασης στον συγκεκριμένο χώρο, χωρίς να αντιτίθεται στην πραγματοποίηση της παράστασης εν γένει), θα πρέπει οι αυτόκλητοι «πνευματικοί» άνθρωποι της τέχνης να γνωρίζουν ότι, αν σήμερα μπορούμε να ανεβάζουμε αρχαίο θέατρο, αυτό οφείλεται στη συνέχεια του ελληνικού γένους που διαφυλάχθηκε μέσω της Εκκλησίας. Όσοι διαφωνούν, ας παρατηρήσουν απλώς ότι ο χώρος της Εκκλησιαστικής λατρείας είναι ο μόνος όπου σώζονται εν χρήσει, όχι χωρίς ποιμαντικό κόστος, όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου από την ομηρική μέχρι και τη δημώδη γλώσσα της τουρκοκρατίας.
Αλλά και η δεύτερη είδηση είναι αξιοπρόσεκτη: η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εγκαινιάζει δημόσιο Ισλαμικό μουσείο. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς , προσθέτουμε εμείς, γιατί ο λαός μας γαλουχήθηκε μέσα την ορθόδοξη παράδοση. Το γένος μας, βιώνοντας το ορθόδοξο ήθος, ουδέποτε υιοθέτησε το θρησκευτικό φανατισμό, ούτε διεξήγαγε θρησκευτικούς πολέμους και σταυροφορίες, αλλά μάλλον υπέφερε απ’ αυτές. Παράδειγμα ανεκτικότητος και καταλλαγής αποτελεί μέχρι σήμερα η Θράκη, στην οποία ζούμε μονιασμένοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι, γιατί γνωρίζουμε πως η πίστη στο Θεό δεν μπορεί ποτέ να οδηγεί σε φανατισμό. Η ζωή των αγίων, όπως η ζωή του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη ,που προσεύχονταν, ευλογούσε και θεράπευε τους ασθενείς Τούρκους, αποτελεί, έστω και ανεπίγνωστα , το υπόβαθρο της επαινετής πρωτοβουλίας της Πολιτείας για την ίδρυση του Ισλαμικού Μουσείου.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί τότε η απαξίωση της Εκκλησίας σε ένα και μόνο δελτίο ειδήσεων; Ενδεχόμενο δόλου δε μπορεί να ισχύει για όλους. Συχνά είναι ο λόγος ημών των ποιμένων που παρέχει αφορμές για αυστηρή κριτική. Καυχόμαστε για το βυζαντινό πολιτισμό που διασώθηκε στην Εκκλησία μας, για το κοινοτικό πνεύμα που σαρκωνόταν στους νάρθηκες και τις αυλές των ιερών μας ναών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ξεχνώντας ότι αυτά αφορούν περισσότερο το χθες παρά ισχύουν στο σήμερα. Για ποιον πολιτισμό θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος που θα αναδιφήσει στη ναοδομία και τη διακοσμητική των ναών της πατρίδας μας κατά τον 21ο αιώνα; Κατά πόσον η απρόσωπη σύναξη των πιστών στους ναούς μας αποτελεί κοινότητα;
Αλλά και στο επίπεδο της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού δεν ακολουθούμε την παράδοση της ρωμιοσύνης. Τα τελευταία χρόνια ζούμε την αντίφαση της έξαρσης του εθνικισμού στο όνομα της Πόλης και της Αγιάς-Σοφίας , που αποτελούν, ίσαμε σήμερα, την κορυφαία έκφραση οικουμενικότητας της ορθοδοξίας. Η ανάγκη όμως για αγκίστρωση σε ιδεολογήματα φαίνεται πως είναι ορμέφυτη, και εξάπαντος μαρτυρεί έλλειψη βαθιάς πίστης στο Θεό. Η Εκκλησία, ως λαός του Θεού, πρέπει διαρκώς να επιστρέφει σ’ Αυτόν και να μην προσκολλάται σε ενδοκόσμια ,έστω και ένδοξα, ιστορικά σχήματα.
Αφήνουμε τελευταίο τον κληρικαλισμό, δηλ. την ταύτιση της Εκκλησίας με το ιερατείο. Εδώ τα ΜΜΕ δε φέρουν καμία ευθύνη. Αυτή βαρύνει αποκλειστικά εμάς, τους ένδοθεν του θυσιαστηρίου: όταν στο κήρυγμα και στα έντυπά μας διακρίνεται διαζευκτικά ο λαός από την Εκκλησία η οποία «υπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες του λαού» τότε η αλλοτρίωση είναι πλήρης. Μπορούμε ακόμη και στις πλέον «καθαρές» περιοχές του εκκλησιαστικού σώματος να διακρίνουμε τον κληρικαλισμό, και μάλιστα στην πλέον αποτρόπαια μορφή του: αυτή του «γεροντισμού», που κολακεύει τον εγωισμό αυτόκλητων «γερόντων» και καταργεί την ελευθερία , ακυρώνοντας το ανθρώπινο πρόσωπο, αφού αυτό μόνο εν ελευθερία μπορεί να υπάρξει. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι όλα αυτά γίνονται στο όνομα του Χριστού, θα πρέπει να κλάψουμε πικρώς εν μετανοία.
Με διαρκή μετάνοια όλων μας και επιστροφή στο ταπεινό λατρευτικό ήθος των Αγίων, έχουμε ελπίδα η Εκκλησία να φανερώνει ολοένα και περισσότερο τον αληθινό πολιτισμό της Αναστάσιμης Ωραιότητος, που συχνά κρύβεται κάτω από την ασχήμια ενός άκαμπτου λόγου ημών των λειτουργών Της.
Από το βιβλίο: «Εκ Περιθωρίου. Άρθρα- Ομιλίες- Διαλέξεις»
Αρχιμανδρίτης
Σωφρόνιος Αθ. Γκουτζίνης
Ξάνθη 2006