Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
Τι φταίει, Γέροντα, που θυμώνω με το παραμικρό Φταίει που πιστεύεις ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι
Τι φταίει, Γέροντα, που θυμώνω με το παραμικρό;
- Φταίει που πιστεύεις ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι. Ο θυμός σ’ εσένα ξεκινάει από τους αριστερούς λογισμούς που βάζεις για τους άλλους. Εάν βάζης δεξιούς λογισμούς, δεν θα εξετάζης τί σου είπα...ν ή πώς σου το είπαν, θα παίρνης το βάρος επάνω σου και δεν θα θυμώνης.
- Όμως, Γέροντα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πάντοτε φταίω εγώ.
- Φαίνεται, υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Να προσέχης, γιατί ο θυμός έχει μέσα δικαιολογία, υπερηφάνεια, ανυπομονησία, αναίδεια.
- Γέροντα, γιατί σήμερα οι άνθρωποι νευριάζουν τόσο εύκολα;
- Τώρα και οι μύγες νευριάζουν! Έχουν πείσμα, θέλημα!... Παλιά, αν τις έδιωχνες, έφευγαν. Τώρα, επιμένουν… Είναι όμως αλήθεια ότι και μερικά επαγγέλματα σήμερα όχι μόνο δεν βοηθούν για την ψυχική ηρεμία, αλλά και τον εκ φύσεως ήρεμο άνθρωπο μπορεί να τον κάνουν νευρικό.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
- Φταίει που πιστεύεις ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι. Ο θυμός σ’ εσένα ξεκινάει από τους αριστερούς λογισμούς που βάζεις για τους άλλους. Εάν βάζης δεξιούς λογισμούς, δεν θα εξετάζης τί σου είπα...ν ή πώς σου το είπαν, θα παίρνης το βάρος επάνω σου και δεν θα θυμώνης.
- Όμως, Γέροντα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πάντοτε φταίω εγώ.
- Φαίνεται, υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Να προσέχης, γιατί ο θυμός έχει μέσα δικαιολογία, υπερηφάνεια, ανυπομονησία, αναίδεια.
- Γέροντα, γιατί σήμερα οι άνθρωποι νευριάζουν τόσο εύκολα;
- Τώρα και οι μύγες νευριάζουν! Έχουν πείσμα, θέλημα!... Παλιά, αν τις έδιωχνες, έφευγαν. Τώρα, επιμένουν… Είναι όμως αλήθεια ότι και μερικά επαγγέλματα σήμερα όχι μόνο δεν βοηθούν για την ψυχική ηρεμία, αλλά και τον εκ φύσεως ήρεμο άνθρωπο μπορεί να τον κάνουν νευρικό.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 13 ΜΑΡ 20112
ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΤΟΥ ΜΗ ΑΠΟΘΑΝΕΙΝ (Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνῆ τακτικὰ “μετὰ φόβου Θεοῦ…”)
«Ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν»
τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»
(τ. 4244, 23.02.2012)
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
. «Διάβασα γιὰ τὴν συνεχῆ θεία Κοινωνία, δηλαδή, ὅτι οἱ Χριστιανοί, κανονικά, πρέπει νὰ μεταλαμβάνουν σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Ἄλλωστε, ὅπως γράφετε, αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός της καὶ γι’ αὐτὸ ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερεὺς ἐξέρχεται κάθε φορὰ μὲ τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ κοινωνήσουν “μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης”. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο, νομίζω, πὼς εἶναι τὸ δύσκολο. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνῆ τακτικὰ “μετὰ φόβου Θεοῦ…” ἢ ὅπως λέει ἡ εὐχὴ ”ἀνενόχως καὶ ἀκατακρίτως”; Δὲν κινδυνεύει νὰ πέση στὴν καταδίκη τοῦ “κρίματος” γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος»;
. Εἶναι γεγονός, πὼς γιὰ νὰ κοινωνήση ὁ πιστός, γιὰ νὰ πάρη μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸ «φάρμακον ἀθανασίας»,τὸ «ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν», χρειάζεται πρῶτα-πρῶτα ἡ ἀνάλογη πνευματικὴ προετοιμασία. «Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα…» Πλησιάζουμε τὴν ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ λάβουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὸ ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ καθαρὲς τὶς ψυχές. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴν συχνότητα τῆς προσελεύσεως. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μεταλαμβάνη ἀραιά, δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο ἀπὸ συνήθεια καὶ χωρὶς καμιὰ προετοιμασία. Ἢ ὁ ἄλλος νὰ κοινωνῆ συχνὰ καὶ πάντοτε νὰ προετοιμάζεται μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θέτει ὡς βασικὴ ἀρχὴ τὴν καθαρὴ συνείδηση, τὴν ἁγνὴ καρδιὰ καὶ τὴν προσπάθεια γιὰ μιὰ ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τονίζει, πρέπει πάντοτε νὰ κοινωνοῦμε καὶ χωρὶς αὐτὲς οὔτε μιὰ φορά.
. Πρῶτος ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν χωρὶς προετοιμασία προσέλευσή μας στὴν θεία Εὐχαριστία.«Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοὶ» (Α´ Κορ. ια´ 30). Διότι κοινωνεῖτε ἀπροπαρασκεύαστοι, χωρὶς συναίσθηση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου, γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ ἔχουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰτία πεθάνει ἀρκετοί. Καὶ εἶναι ἑπόμενο. Τὸ ἀπροετοίμαστο δείχνει ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ μὲ τὴ θεία Κοινωνία λαμβάνουμε μέσα στὴν ψυχή μας. Μιὰ τέτοια περιφρόνηση, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μείνη χωρὶς συνέπειες; «Ὁ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 29). Ἔτσι«τὸ πλούσιο αὐτὸ πνευματικὸ τραπέζι ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει ἡ αἰώνια ζωή, γίνεται καταδίκη, ὄχι ἐξ αἰτίας του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακὴ προαίρεση τῶν προσερχομένων» (Χρυσόστομος).
. Ὁ ἴδιος μεγάλος Πατέρας, ποὺ τονίζει τὸ δέος τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μᾶς διακατέχη, τονίζει καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς τακτικῆς προσελεύσεως. «Δὲν βλέπετε, λέει, μὲ πόση ὁρμὴ τὰ βρέφη καρφώνονται στὸ στῆθος τῆς μητέρας τους γιὰ νὰ θηλάσουν; Μὲ τὴν ἴδια προθυμία πρέπει κι ἐμεῖς νὰ σπεύδουμε στὸ πνευματικὸ Ποτήρι… Καὶ μιὰ νὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μας, ὅταν δὲν μετέχουμε στὴν τροφὴ αὐτή». Χρειάζονται οἱ προϋποθέσεις. Καὶ ἡ πρώτη καὶ βασικὴ γιὰ τὴν ἀνένοχη καὶ ἀκατάκριτη συμμετοχή μας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ συγχωρητικότητα. Παίρνοντας ἀφορμὴ πάλι ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ποὺ πλησιάζει, ἔλεγε στὴν 20η ὁμιλία του στοὺς Ἀνδριάντες: «Κανένας, μὰ κανένας, δὲν ἀτιμάζει τόσο τὴν ἱερὴ αὐτὴ πανήγυρι, ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὴν γιορτάζει, ἐνῶ ἔχει μέσα του μνησικακία. Ἀκόμη περισσότερο, οὔτε κἂν νὰ τὴν γιορτάση μπορεῖ, ἔστω κι ἂν μείνη δέκα μέρες τελείως νηστικός. Γιατί ὅπου ὑπάρχει ἔχθρα καὶ ἀντιπάθεια οὔτε νηστεία οὔτε γιορτὴ μπορεῖ νὰ γίνη. Μήπως τολμᾶς μὲ ἄπλυτα χέρια νὰ ἀγγίξης τὴν ἱερὴ θυσία, ἔστω κι ἂν εἶναι πολλὴ ἀνάγκη; Μή, λοιπόν, πλησιάζης μὲ ἀκάθαρτη ψυχή, γιατί αὐτὸ εἶναι πολὺ χειρότερο καὶ φέρνει πιὸ μεγάλη κόλαση. Διότι τίποτε δὲν γεμίζει τὴν σκέψη μὲ τόση ἀκαθαρσία, ὅσο ἡ ὀργὴ ποὺ μένει συνέχεια μέσα μας».. Καὶ συνεχίζει: «Σᾶς τὸ λέω, λοιπόν, προκαταβολικὰ καὶ διαμαρτύρομαι καὶ τὸ φωνάζω δυνατά. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐχθρό, ἂς μὴ πλησιάζη στὴν ἱερὴ τράπεζα καὶ ἂς μὴ δέχεται τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος πλησιάζει νὰ μὴν ἔχη ἐχθρό. Ἔχεις ἐχθρό; Νὰ μὴν προσέλθης. Θέλεις νὰ προσέλθης; Συμφιλιώσου καὶ τότε νὰ προσέλθης καὶ νὰ ἀγγίξης τὸ ἱερό. Δὲν τὰ λέω ἐγὼ αὐτά, ἀλλὰ ὁ Κύριος ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς. Αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώση μὲ τὸν Πατέρα δὲν δίστασε νὰ θυσιασθῆ καὶ νὰ χύση τὸ αἷμα Του. Καὶ σὺ γιὰ νὰ συμφιλιωθῆς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου οὔτε λέξη θέλεις νὰ πῆς καὶ πρῶτος νὰ τρέξης»;. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν μνησικακία τὴν θεωρεῖ ἀπὸ ἀπόψεως κωλύματος γιὰ τὴν θεία Κοινωνία, ὅπως τὴν πορνεία καὶ τὴν βλασφημία: «Ὡς τὸν πορνεύοντα καὶ τὸν βλασφημοῦντα ἀμήχανον (ἀδύνατον) μετασχεῖν τῆς ἱερᾶς Τραπέζης οὕτω τὸν ἐχθρὸν ἔχοντα καὶ μνησικακοῦντα ἀδύνατον ἀπολαῦσαι κοινωνίας ἁγίας˙ καὶ μάλιστα εἰκότως». Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ἡ θεία Κοινωνία δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀναμάρτητους. Εἶναι γιὰ τοὺς ἀγωνιστές. Γι’ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν καὶ σηκώνονται καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἐνίσχυση. Εἶναι γιὰ τοὺς τραυματίες ποὺ ἔχασαν αἷμα καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μετάγγιση, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἀγωνιστικὴ πορεία τους.
ΔΑΦΝΗ
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωή Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή
Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης: Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωή
Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν.
Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους».
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει:
-Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;
-Ναι, του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει.
-Έγινα πλούσιος τώρα, μου απάντησε.
-Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;
-Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω.
-Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν.
-Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς.
-Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια.
-Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά.
Τότε του λέω:
-Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη.
Μετά τον ρώτησα:
-Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;
Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε:
-Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται.
Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: “Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού” (Ψαλμ. 36, 35-36). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α΄ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΤΗΣ 13 ΜΑΡ 2012
Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν.
Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους».
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει:
-Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;
-Ναι, του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει.
-Έγινα πλούσιος τώρα, μου απάντησε.
-Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;
-Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω.
-Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν.
-Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς.
-Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια.
-Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά.
Τότε του λέω:
-Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη.
Μετά τον ρώτησα:
-Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;
Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε:
-Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται.
Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: “Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού” (Ψαλμ. 36, 35-36). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α΄ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΤΗΣ 13 ΜΑΡ 2012
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Κύριε, πλῆθος οἱ ἀνομίες μου,ἄβυσσος οἱ ἁμαρτίες μουκαί μέγας ὁ θρῆνος τῆς ψυχῆς μου.Ἀνάγαγέ με ἀπό τή θλίψη μουμέ τό ἄμετρο ἔλεός Σου,ἵνα λυτρωμένος ἐξέλθωἀπό πᾶσα βλάβη τῆς ψυχῆς μουἵνα ὑμνήσω τό Πανάγιον Ὄνομά Σου. .,Ἐπάκουσον τή φωνή τῆς δεήσεώς μουπροσφέροντας σεμνά καί σιωπηλάτά δάκρυα τῆς μετανοίας μουκαί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μου,ἵνα παράσχεις ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μου.Ποθῶ νέα ζωή, μακρόθυμε Κύριε,παράσχου ἀνάσταση στήν ψυχή μουπληρούμενος τοῦ Παναγίου Πνεύματός Σου.Ζωοποίησον τήν καρδιά μουμέ τή θείαν εὐσπλαγχνία Σουπροθύμως νά τηρῶ ὅλες τίς Θεῖες ἐντολές Σου.Πολυέλεε Κύριε, τό πλάσμα Σουμήν τό ἐγκαταλείπειςστήν ὀδύνη τῆς ἁμαρτίας,ἀλλά ὕψωσέ το μέσα στό Φῶςτῆς θείας προστασίας σου,ἵνα ξεφύγει ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμουκαί τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου.Διάσωσέ το ἀπό τή πλάνη τῶν εἰδώλωνκαί καθάρισέ το μέ τή φωτεινή εὐλογία Σουδιότι ἐπόθησε πολύ τή δική Σου ἀγάπη.Μήν τό ἀφήσεις,νά πέφτει στόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίαςδιότι ὁ νυσταγμός τῆς πνευματικῆς ἀμέλειαςτό ὁδηγεῖ στό βυθό τῆς κολάσεως.Ἱκετεύω, Κύριε, δῶσε μουκαρτερική ὑπομονή,καρδιά ταπεινή, ἐνάρετη ζωή,συμπάθεια εὐγενῆ, κατάνυξη καρδιᾶς,δάκρυα μετανοίας, σύνεση φρόνιμη,ἵνα κοσμοῦμαι ἀπό σοφία λαμπρή,γιά νά πολιτεύομαισύμφωνα μέ τό Θέλημά Σου.Τίποτα δέν ἐπιθυμῶ ἐπί γῆςπαρά μόνο τήν Πάνσεμνη παρουσία Σουνά κατοικήσει μέσα στήν καρδιά μου,βοῶντας τή θεοποιό ἀγάπη Σουκαί μεγαλύνοντας τό Πανάγιον Ὄνομά Σου.Λάμπρυνον τό βίο μουμέ τήν ἀστραπή τῆς Θεότητός Σουκαί καταύγασε μέ τίς Θεϊκές ἀκτῖνες Σουτήν ψυχή μου, γλυκαίνοντας τήν καρδιά μουμέ τήν ὑπέρλαμπρη ἀγάπη Σου.Ὁ πόθος μου πρός Σέ δέν ἀφήνειτό νοῦ μου νά στρέφεται στή γῆ,ἀλλά νοερῶς ἀτενίζω τόν οὐρανόκαί μέ ἁπλότητα δοξολογῶτήν Τριαδική Θεότητά Σου.Εὐφραίνεται ἡ καρδιά μουνά ζεῖ μέ ταπεινό νοῦ,διότι τό πῦρ τῆς Θεότητός Σουδιαπερνᾶ ὅλη τήν ὕπαρξή μουκαί ταπεινά προσφέρω δόξαστήν οὐράνια λαμπρότητά Σουκαί τήν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου,διότι πλοῦτο οὐράνιο ἔχει εὕρειἡ ψυχή μου καί θεία προστασίακατέχει ὅλη τή ζωή μου.Ἐπικαλοῦμαι ἀπαύστωςτό ἀνεξιχνίαστο θεῖο ἔλεός σου,ἵνα διασώζει τήν ψυχή μουἀπό τά θανατηφόρα πάθηκαί νά λυτρωθῶ τῆς αιωνίου κολάσεως.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου ὦ Κύριε!
P Panteleimon Giannikouris
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅτι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου.
Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὔρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὁποῦ οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Αυτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ. Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος. Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!
Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου. Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ. Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι. Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι; Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος (1880 - 5/18 Μαρτίου 1956)
Tι λένε για μένα οι άνθρωποι;
Κύριε, πριν 2000 χρόνια ρώτησες τους μαθητές σου: Τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Ο λόγος Σου διαχρονικός κι έρχεται σήμερα να κουδουνίσει στ’ αυτιά μου. Ζητάς κι από μένα μια απάντηση: τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις που κρύβω από τους άλλους και ξέρεις –ενώπιος ενωπίω είμαστε- πως δεν θέλω να Σου πω ψέματα. Άλλωστε Εσύ γνωρίζεις τα εσώψυχά μου. Πώς γίνεται το λοιπόν να σε ξεγελάσω; Μόνο που ό,τι πούμε, παρακαλώ Σε, ας μείνει μεταξύ μας.
Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω…
Κι αρχίζω. Ναι, σήμερα όσο ποτέ, ομολογούν οι άνθρωποι πως είσαι απαραίτητος. Είσαι λένε, αναντικατάστατος. Γιατί, όταν πιστεύουμε στην ύπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε για να κοιμηθούμε και να ηρεμήσουμε! Λένε πως είσαι ο Δημιουργός. Αλλά το βλέπεις, πως απόχτησα κι εγώ, ο άνθρωπος, δύναμη και δημιουργώ. Με την Επιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
Λένε ακόμα οι άνθρωποι του καιρού μου πως είναι βεβαιότητα η Πρόνοιά Σου. Αλλά καλού-κακού πρέπει να εμπιστευτώ στη δικιά μου πρόνοια, για ν’ αποχτήσω το κάτι τις -όπου θέλεις το προχωράς το κάτι τις…
Τι λεν για Σένα; Πως είσαι ο Κύριός μας, λένε. Γι’ αυτό άλλωστε σου αφιερώνουμε τη μια μέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, και τις άλλες μέρες, το ξέρεις, τις αφιερώνουμε σε άλλους κυρίους.
Τι λένε για Σένα; Μα ότι είσαι ομπρέλα που, όταν βρέχει, τρέχουμε από κάτω της να φυλαχτούμε. Αλλά –μη προς κακοφανισμό- μπορούμε να κυβερνάμε σήμερα τα σύννεφα, να τα βομβαρδίζουμε, να φεύγουν… να ’ρχονται και τέτοια.
Ακόμα λένε πως το θέλημά Σου είναι σοφό. Κι όπως στον ουρανό έτσι κι εδώ στη γη να γίνεται ‘κείνο που θες. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα με το δικό μας θέλημα να ’ναι το θέλημά Σου.
Ναι, Κύριε, για Σένα λέμε πως είσαι ο Πατέρας μας κι όπως μας είπες, είμαστε παιδιά Σου όλοι. Γι’ αυτό υπάκουοι στην εντολή Σου πήγαμε στα πέρατα της γης και διαδώσαμε το λόγο Σου. Βέβαια σα μυαλωμένοι που είμαστε, τους δώσαμε το Ευαγγέλιο και τους πήραμε τη γη τους. Είναι θέμα προνοητικότητας –δικής μας- όπως Σου εξήγησα.
Εξακολουθούμε πάντα, πιστοί στην εντολή Σου, να διαδίδουμε το Ευαγγέλιό Σου. Και βεβαίως ΟΛΑ τα παιδιά Σου πρέπει να μάθουν τη μοναδική Αλήθεια που είσαι Εσύ και ο λόγος Σου. Να Σε προσκυνήσουν όλοι, ε, και σα δάσκαλοι εμάς να μας χειροκροτούν, να μας ειδωλοποιούν.
Λένε οι άνθρωποι πως είσαι ο Πλάστης μας και όλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ως είσαι –το λέμε και το πιστεύουμε αυτό– όλους τους σκέπει η αγάπη Σου. Αγάπη είσαι, έτσι Σε λένε οι άνθρωποι κι είπες πως πρέπει να Σου μοιάσουμε. Γι’ αυτό ανοίξαμε τις ντουλάπες μας και δίνουμε… και δίνουμε απλόχερα στους άλλους αδελφούς μας. Γιατί, έλα και πες μου Σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη ζακέτα που μου στένεψε; Αμ το παλιομοδίσιο το παλτό και τα παπούτσια, ξέρεις δα, κείνα που με στενεύουν; Δοξολογούν το όνομά Σου οι άνθρωποι, όπως μας ζήτησες, γιατί αλάφρωσαν κι οι βαρυφορτωμένες μας ντουλάπες!
Αλλά γενικά μας ενδιαφέρει να μάθουν όλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δε θα κλειδώνουμε τα σπίτια μας, δε θα κινδυνεύει η ζωή μας και τα αγαθά μας!
Ο κόσμος λέει, πως είσαι ο Σωτήρας και η Οδός. Κι εμένα με συμφέρει πολύ να είσαι η Οδός, γιατί ο άντρας μου όταν βαδίζει το δρόμο Σου δεν θα ξενοκοιτάζει, τα παιδιά μου δεν θα ξημεροβραδιάζονται σε ντισκοτέκ και ύποπτα μπαρ. Θα μπορώ να έχω έτσι ήσυχο το κεφάλι μου! Είσαι η Οδός, αυτό λένε οι άνθρωποι, Κύριε, οδός που θα μας βοηθήσει να περάσουμε καλύτερα ετούτη τη ζωή!
Οι άνθρωποι παραδέχονται πως ήρθες και σταυρώθηκες για μας και προσκυνούν τ’ Άγια Πάθη Σου. Κι είπες και το ομολογούν αυτό οι πιστοί Σου, πως αν θέλουμε να Σε ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε το σταυρό μας. Κι εμείς, οι πιστοί Σου, πήραμε το σταυρό μας, και επειδή ήτανε –και μην το αρνηθείς- βαρύς, τον κάναμε κόσμημα και θαρρετά και υπερήφανα τον κρεμάσαμε στο στήθος μας. Ομολογούμε έτσι πως και δικοί Σου είμαστε, μα κι ελαφρύς είναι ο σταυρός. Άσε που ομορφαίνει τον κόρφο μας και το κομψό μας φουστάνι.
Και με ρωτάς: «Τι λένε οι άνθρωποι για μένα;»
Πως κι αν δεν υπήρχες έπρεπε να Σε εφεύρουμε!
Αγαπημένε φίλε, αδελφέ, Κύριε και Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σε πίκρανα το ξέρω.
Ό,τι είπαμε, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας. Θα εξακολουθώ ίδια, ολόιδια ο Φαρισαίος, να λέω άλλα στους άλλους κι άλλα να κάνω. Πώς είπες; Μ’ αγαπάς στο χάλι που ’χω; Το άκουσα καλά αυτό που είπες; Πως μ’ αγαπάς, ναι… ναι… το είπες, κι Εσύ ψέματα δε λες ποτέ.
Σ’ ευχαριστώ!!! Κι αυτό το ευχαριστώ είναι αληθινό… αλήθεια λέω, πίστεψέ με.
Απόσπασμα από το Βιβλίο: “2000 χρόνια μετά «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»” - Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη
Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω…
Κι αρχίζω. Ναι, σήμερα όσο ποτέ, ομολογούν οι άνθρωποι πως είσαι απαραίτητος. Είσαι λένε, αναντικατάστατος. Γιατί, όταν πιστεύουμε στην ύπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε για να κοιμηθούμε και να ηρεμήσουμε! Λένε πως είσαι ο Δημιουργός. Αλλά το βλέπεις, πως απόχτησα κι εγώ, ο άνθρωπος, δύναμη και δημιουργώ. Με την Επιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
Λένε ακόμα οι άνθρωποι του καιρού μου πως είναι βεβαιότητα η Πρόνοιά Σου. Αλλά καλού-κακού πρέπει να εμπιστευτώ στη δικιά μου πρόνοια, για ν’ αποχτήσω το κάτι τις -όπου θέλεις το προχωράς το κάτι τις…
Τι λεν για Σένα; Πως είσαι ο Κύριός μας, λένε. Γι’ αυτό άλλωστε σου αφιερώνουμε τη μια μέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, και τις άλλες μέρες, το ξέρεις, τις αφιερώνουμε σε άλλους κυρίους.
Τι λένε για Σένα; Μα ότι είσαι ομπρέλα που, όταν βρέχει, τρέχουμε από κάτω της να φυλαχτούμε. Αλλά –μη προς κακοφανισμό- μπορούμε να κυβερνάμε σήμερα τα σύννεφα, να τα βομβαρδίζουμε, να φεύγουν… να ’ρχονται και τέτοια.
Ακόμα λένε πως το θέλημά Σου είναι σοφό. Κι όπως στον ουρανό έτσι κι εδώ στη γη να γίνεται ‘κείνο που θες. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα με το δικό μας θέλημα να ’ναι το θέλημά Σου.
Ναι, Κύριε, για Σένα λέμε πως είσαι ο Πατέρας μας κι όπως μας είπες, είμαστε παιδιά Σου όλοι. Γι’ αυτό υπάκουοι στην εντολή Σου πήγαμε στα πέρατα της γης και διαδώσαμε το λόγο Σου. Βέβαια σα μυαλωμένοι που είμαστε, τους δώσαμε το Ευαγγέλιο και τους πήραμε τη γη τους. Είναι θέμα προνοητικότητας –δικής μας- όπως Σου εξήγησα.
Εξακολουθούμε πάντα, πιστοί στην εντολή Σου, να διαδίδουμε το Ευαγγέλιό Σου. Και βεβαίως ΟΛΑ τα παιδιά Σου πρέπει να μάθουν τη μοναδική Αλήθεια που είσαι Εσύ και ο λόγος Σου. Να Σε προσκυνήσουν όλοι, ε, και σα δάσκαλοι εμάς να μας χειροκροτούν, να μας ειδωλοποιούν.
Λένε οι άνθρωποι πως είσαι ο Πλάστης μας και όλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ως είσαι –το λέμε και το πιστεύουμε αυτό– όλους τους σκέπει η αγάπη Σου. Αγάπη είσαι, έτσι Σε λένε οι άνθρωποι κι είπες πως πρέπει να Σου μοιάσουμε. Γι’ αυτό ανοίξαμε τις ντουλάπες μας και δίνουμε… και δίνουμε απλόχερα στους άλλους αδελφούς μας. Γιατί, έλα και πες μου Σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη ζακέτα που μου στένεψε; Αμ το παλιομοδίσιο το παλτό και τα παπούτσια, ξέρεις δα, κείνα που με στενεύουν; Δοξολογούν το όνομά Σου οι άνθρωποι, όπως μας ζήτησες, γιατί αλάφρωσαν κι οι βαρυφορτωμένες μας ντουλάπες!
Αλλά γενικά μας ενδιαφέρει να μάθουν όλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δε θα κλειδώνουμε τα σπίτια μας, δε θα κινδυνεύει η ζωή μας και τα αγαθά μας!
Ο κόσμος λέει, πως είσαι ο Σωτήρας και η Οδός. Κι εμένα με συμφέρει πολύ να είσαι η Οδός, γιατί ο άντρας μου όταν βαδίζει το δρόμο Σου δεν θα ξενοκοιτάζει, τα παιδιά μου δεν θα ξημεροβραδιάζονται σε ντισκοτέκ και ύποπτα μπαρ. Θα μπορώ να έχω έτσι ήσυχο το κεφάλι μου! Είσαι η Οδός, αυτό λένε οι άνθρωποι, Κύριε, οδός που θα μας βοηθήσει να περάσουμε καλύτερα ετούτη τη ζωή!
Οι άνθρωποι παραδέχονται πως ήρθες και σταυρώθηκες για μας και προσκυνούν τ’ Άγια Πάθη Σου. Κι είπες και το ομολογούν αυτό οι πιστοί Σου, πως αν θέλουμε να Σε ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε το σταυρό μας. Κι εμείς, οι πιστοί Σου, πήραμε το σταυρό μας, και επειδή ήτανε –και μην το αρνηθείς- βαρύς, τον κάναμε κόσμημα και θαρρετά και υπερήφανα τον κρεμάσαμε στο στήθος μας. Ομολογούμε έτσι πως και δικοί Σου είμαστε, μα κι ελαφρύς είναι ο σταυρός. Άσε που ομορφαίνει τον κόρφο μας και το κομψό μας φουστάνι.
Και με ρωτάς: «Τι λένε οι άνθρωποι για μένα;»
Πως κι αν δεν υπήρχες έπρεπε να Σε εφεύρουμε!
Αγαπημένε φίλε, αδελφέ, Κύριε και Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σε πίκρανα το ξέρω.
Ό,τι είπαμε, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας. Θα εξακολουθώ ίδια, ολόιδια ο Φαρισαίος, να λέω άλλα στους άλλους κι άλλα να κάνω. Πώς είπες; Μ’ αγαπάς στο χάλι που ’χω; Το άκουσα καλά αυτό που είπες; Πως μ’ αγαπάς, ναι… ναι… το είπες, κι Εσύ ψέματα δε λες ποτέ.
Σ’ ευχαριστώ!!! Κι αυτό το ευχαριστώ είναι αληθινό… αλήθεια λέω, πίστεψέ με.
Απόσπασμα από το Βιβλίο: “2000 χρόνια μετά «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»” - Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη
ΔΑΦΝΗ
Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις.
Από πού προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως
Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.
Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
Έμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια
Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.
Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
Έμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ !!!!! ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΗ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ !!!
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 12 ΜΑΡ 2012
Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
Συμεὼν ὁ ἁπλοῦς
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών.
Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιὰ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ.
Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δύο παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια.
Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειὰ του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ.
Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειὰ του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μήνα.
Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παππού;
-«Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κάνε ὑπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κάνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Ἦρθε καὶ σήμερα;
-Ἦρθε.
-Καὶ τί σοῦ εἶπε;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κάνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωΐ - πρωΐ.
Ὁ Πνευματικὸς κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωΐ - πρωΐ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν καὶ νὰ διαπίστωσει ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει.
Πράγματι ἐκεῖ ποῦ κουβέντιαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καὶ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Ἀμήν.
http://nefthalim.blogspot.com/2012/02/blog-post_627.html
Γεροντας Παΐσιος: Πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη
Γεροντας Παΐσιος: Πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη
- Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στὴν γαστριμαρ- Γιατί ἐκεῖ ἔχεις ἀδυναμία. Ὁ διάβολος πολεμάει τὸ φυλάκιο πού εἶναι ἀδύνατο• τὰ ἄλλα πού εἶναι ὀχυρωμένα καλὰ δὲν τὰ χτυπάει. «Ἂν καταλάβω αὐτ...ὸ τὸ φυλάκιο, λέει, εὔκολα θὰ καταλάβω ἕνα-ἕνα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα φυλάκια». Γι' αὐτό, τὸ ἀδύνατο φυλάκιο πρέπει νὰ ὀχυρώσης καλά.
- Γέροντα, πελαγώνω, ὅταν βλέπω τὰ πάθη μου.- Νὰ μὴν πελαγώνης οὔτε νὰ δειλιάζης. Μὲ θάρρος νὰ παίρνης ἕνα-ἕνα τὰ πάθη σου, ἀρχίζοντας τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ τὸ πιὸ μεγάλο. Στὴν ἀρχὴ βοηθάει νὰ μὴν τὰ λεπτολογῆς, ἀλλὰ νὰ χτυπᾶς καὶ νὰ ξερριζώνης τὰ πιὸ χοντρὰ πού βλέπεις. Καὶ καθὼς θὰ ἀχρηστεύωνται οἱ ρίζες τῶν μεγάλων παθῶν, θὰ ξεραίνωνται καὶ οἱ λεπτὲς ρίζες ἀπὸ τὰ μικρότερα πάθη. Ἑπομένως, ὅταν ξερριζώσης ἕνα μεγάλο πάθος, μαζὶ μὲ αὐτὸ θὰ ξερριζωθοῦν καὶ ἄλλα μικρότερα.- Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ παίρνω πολλὲς ἀποφάσεις νὰ ἀγωνισθῶ μὲ ζῆλο κατὰ τῶν παθῶν μου, τελικὰ δὲν τὶς πραγματοποιῶ;- Γιατί παίρνεις πολλὲς ἀποφάσεις μαζί. Τὰ πάθη, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές, ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα. Τὸ ἕνα πάθος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἡ μία ἀρετὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως τὰ βαγόνια τοῦ τραίνου εἶναι ἑνωμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ὅλα ἀκολουθοῦν τὸ πρῶτο. Ἂν λοιπὸν ἀποφασίσης νὰ ἀγωνισθῆς γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, γιὰ νὰ κόψης ἕνα συγκεκριμένο πάθος καὶ νὰ καλλιεργήσης τὴν ἀντίστοιχη ἀρετή, θὰ τὸ πετύχης. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὸ τὸ πάθος πού θὰ κόψης, θὰ ἀπαλλαγῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ θὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἀρετές. Ἂς ποῦμε ὅτι ζηλεύεις• ἂν ἀγωνισθῆς νὰ μὴ ζηλεύης, θὰ καλλιεργήσης τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη, καὶ συγχρόνως θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν θυμό, ἀπὸ τὴν κατάκριση, ἀπὸ τὴν κακία, ἀπὸ τὴν λύπη.- Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ-σιγά;- Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατί διαφορετικὰ ἀφήνουν... δέκατα. Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση. Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατί θὰ παγώση. Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι. Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.- Γέροντα, ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ λέει: «Ἀπάθεια εἶναι, ὄχι τὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ δέχεται αὐτά». Μπορεῖ καὶ ὁ ἀπαθὴς νὰ ἔχη προσβολὴ ἀπὸ πάθη;- Μπορεῖ• ἀλλά, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πετάξη ὁ διάβολος, καίγεται ἀπὸ τὴν θεία φλόγα πού ἔχει ἀνάψει μέσα του. Ὁ διάβολος δὲν παύει νὰ προσβάλλη τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, τότε καθαρίζει ἡ καρδιά του καὶ κατοικεῖ πιὰ μέσα τοῦ ὁ Χριστός. Ἡ καρδιὰ τοῦ μετατρέπεται σὲ καμίνι, σὲ «βάτο καιομένη», καί, ὅ,τι καὶ ἂν πέση μετὰ μέσα, καίγεται.---------------------------------:
Γέροντος Παϊσίου !!! ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΗ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ !!!!
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 11 ΜΑΡ 2012 - Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στὴν γαστριμαρ- Γιατί ἐκεῖ ἔχεις ἀδυναμία. Ὁ διάβολος πολεμάει τὸ φυλάκιο πού εἶναι ἀδύνατο• τὰ ἄλλα πού εἶναι ὀχυρωμένα καλὰ δὲν τὰ χτυπάει. «Ἂν καταλάβω αὐτ...ὸ τὸ φυλάκιο, λέει, εὔκολα θὰ καταλάβω ἕνα-ἕνα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα φυλάκια». Γι' αὐτό, τὸ ἀδύνατο φυλάκιο πρέπει νὰ ὀχυρώσης καλά.
- Γέροντα, πελαγώνω, ὅταν βλέπω τὰ πάθη μου.- Νὰ μὴν πελαγώνης οὔτε νὰ δειλιάζης. Μὲ θάρρος νὰ παίρνης ἕνα-ἕνα τὰ πάθη σου, ἀρχίζοντας τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ τὸ πιὸ μεγάλο. Στὴν ἀρχὴ βοηθάει νὰ μὴν τὰ λεπτολογῆς, ἀλλὰ νὰ χτυπᾶς καὶ νὰ ξερριζώνης τὰ πιὸ χοντρὰ πού βλέπεις. Καὶ καθὼς θὰ ἀχρηστεύωνται οἱ ρίζες τῶν μεγάλων παθῶν, θὰ ξεραίνωνται καὶ οἱ λεπτὲς ρίζες ἀπὸ τὰ μικρότερα πάθη. Ἑπομένως, ὅταν ξερριζώσης ἕνα μεγάλο πάθος, μαζὶ μὲ αὐτὸ θὰ ξερριζωθοῦν καὶ ἄλλα μικρότερα.- Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ παίρνω πολλὲς ἀποφάσεις νὰ ἀγωνισθῶ μὲ ζῆλο κατὰ τῶν παθῶν μου, τελικὰ δὲν τὶς πραγματοποιῶ;- Γιατί παίρνεις πολλὲς ἀποφάσεις μαζί. Τὰ πάθη, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές, ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα. Τὸ ἕνα πάθος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἡ μία ἀρετὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως τὰ βαγόνια τοῦ τραίνου εἶναι ἑνωμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ὅλα ἀκολουθοῦν τὸ πρῶτο. Ἂν λοιπὸν ἀποφασίσης νὰ ἀγωνισθῆς γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, γιὰ νὰ κόψης ἕνα συγκεκριμένο πάθος καὶ νὰ καλλιεργήσης τὴν ἀντίστοιχη ἀρετή, θὰ τὸ πετύχης. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὸ τὸ πάθος πού θὰ κόψης, θὰ ἀπαλλαγῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ θὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἀρετές. Ἂς ποῦμε ὅτι ζηλεύεις• ἂν ἀγωνισθῆς νὰ μὴ ζηλεύης, θὰ καλλιεργήσης τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη, καὶ συγχρόνως θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν θυμό, ἀπὸ τὴν κατάκριση, ἀπὸ τὴν κακία, ἀπὸ τὴν λύπη.- Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ-σιγά;- Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατί διαφορετικὰ ἀφήνουν... δέκατα. Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση. Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατί θὰ παγώση. Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι. Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.- Γέροντα, ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ λέει: «Ἀπάθεια εἶναι, ὄχι τὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ δέχεται αὐτά». Μπορεῖ καὶ ὁ ἀπαθὴς νὰ ἔχη προσβολὴ ἀπὸ πάθη;- Μπορεῖ• ἀλλά, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πετάξη ὁ διάβολος, καίγεται ἀπὸ τὴν θεία φλόγα πού ἔχει ἀνάψει μέσα του. Ὁ διάβολος δὲν παύει νὰ προσβάλλη τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, τότε καθαρίζει ἡ καρδιά του καὶ κατοικεῖ πιὰ μέσα τοῦ ὁ Χριστός. Ἡ καρδιὰ τοῦ μετατρέπεται σὲ καμίνι, σὲ «βάτο καιομένη», καί, ὅ,τι καὶ ἂν πέση μετὰ μέσα, καίγεται.---------------------------------:
Γέροντος Παϊσίου !!! ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΗ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ !!!!
Ἁγιορείτου "Λόγοι", τόμ. E΄ - Πάθη καί Άρετές
Σάββατο 10 Μαρτίου 2012
Η κατάνυξη είναι πάθος ιερό·
Η κατάνυξη είναι πάθος ιερό· υποφέρεις χωρίς να σφίγγεσαι. Εγώ
όλα τα εξηγώ με την Αγία Γραφή: «Αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την
πλευράς ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ». Κέντησε με το βέλος , με τη
λόγχη , κι έκανε πληγή. Αυτή τη ρίζα έχει η λέξη «κατάνυξη», από το ρήμα «νύττω,
κατανύττω». Ακούστε με: «Κατανύττω» με μαχαίρι σημαίνει «πληγώνω πολλές φορές».
Κι όταν πρόκειται για την ψυχή , το «κατανύττομαι» σημαίνει ότι καταπληγώνομαι απ’ την αγάπη του Θεού. «Κατατιτρώσκω»,
τι πάει να πει; «Τέτρωμαι της σης αγάπης εγώ». «Ώρκισα υμάς, θυγατέρες
Ιερουσαλήμ, εν ταις δυνάμεσι και εν ταις ισχύσεσι του αγρού. Εάν εύρητε τον
αδελφιδόν μου, τι απαγγείλητε αυτώ; Ότι τετρωμένη
αγάπης εγώ ειμί». Δηλαδή λέει η νύμφη , που ψάχνει να εύρει τον Νυμφίο Χριστό: «Είμαι
καταπληγωμένη απ’ την αγάπη μου γι’ Αυτόν. Πώς να Τον ξεχάσω; Πώς να ζήσω δίχως
Αυτόν; Υποφέρω βαθιά , όταν Εκείνος είναι μακριά». Άρα κατάνυξη είναι ένας
βαθύς πόνος. Πάθος ιερό.
Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Γέροντα, μερικοί λένε ότι, όταν ένα ελάττωμα είναι στην δομή του ανθρώπου, δεν διορθώνεται
Γέροντα, εγώ, όταν πέφτω συνέχεια σε κάποιο πάθος, λέω: «Έτσι γεννήθηκα, τέτοια είμαι».
- Ακόμη αυτό έλειψε, να μας πης ότι οι γονείς σου σου έδωσαν όλα τα ελαττώματα που έχεις. Από πάππον προς πάππον όλα τα ελαττώματα σ΄ εσένα δόθηκαν και... όλα τα χαρίσματα στους άλλους;…Μήπως τα βάζεις και με τον Θεό; Όποιος λέει: « εγώ αυτόν τον χαρακτήρα έχω, έτσι γεννήθηκα, έχω άσχημες κληρονομικές καταβολές, μ’ αυτές τις συνθήκες μεγάλωσα, άρα δεν μπορώ να διορθωθώ…» είναι σαν να λέη: «Φταίει όχι μόνον ο πατέρας μου αλλά και η μάνα μου, αλλά και ο Θεός»! Όταν ακούω κάτι τέτοια, ξέρετε πως στενοχωριέμαι; Έτσι βρίζει κανείς και τους γονείς του και τον Θεό. Από την στιγμή που σκέφτεται έτσι, παύει να ενεργή η Χάρις του Θεού.
- Γέροντα, μερικοί λένε ότι, όταν ένα ελάττωμα είναι στην δομή του ανθρώπου, δεν διορθώνεται.
- Ξέρεις τι γίνεται; Μερικούς τους συμφέρει να λένε ότι κάποιο ελάττωμα οφείλεται στη δομή τους, γιατί έτσι δικαιολογούν τον εαυτό τους και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτό. «Εμένα ,λένε, δεν μου έδωσε χαρίσματα ο θεός! Τι φταίω εγώ; Γιατί μου ζητούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις μου;»Οπότε αραλίκι μετά. Δικαιολογούν τον εαυτό τους, αναπαύουν τον λογισμό τους και βαδίζουν με τον χαβά τους. Αν πούμε : «αυτά είναι κληρονομικά ,τα άλλα είναι του χαρακτήρα μου», πώς θα διορθωθούμε; Αυτή η αντιμετώπιση διώχνει την πνευματική λεβεντιά.
- Ναι, Γέροντα, αλλά…
- Πάλι «αλλά»; Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου; Σαν χέλι ξεγλιστράς. Συνέχεια δικαιολογείσαι.
- Γέροντα, εσκεμμένα το κάνω;
- Δεν λέω ότι το κάνεις εσκεμμένα ,αλλά, ενώ ο Θεός σε προίκισε με τόσο μυαλό και είσαι σπίρτο, πανέξυπνη, δεν καταλαβαίνεις πόσο κακό είναι η δικαιολογία! Ένα τόσο δα κεφαλάκι να έχη τόσο μυαλό, και να μην το καταλαβαίνη!
- Ακόμη αυτό έλειψε, να μας πης ότι οι γονείς σου σου έδωσαν όλα τα ελαττώματα που έχεις. Από πάππον προς πάππον όλα τα ελαττώματα σ΄ εσένα δόθηκαν και... όλα τα χαρίσματα στους άλλους;…Μήπως τα βάζεις και με τον Θεό; Όποιος λέει: « εγώ αυτόν τον χαρακτήρα έχω, έτσι γεννήθηκα, έχω άσχημες κληρονομικές καταβολές, μ’ αυτές τις συνθήκες μεγάλωσα, άρα δεν μπορώ να διορθωθώ…» είναι σαν να λέη: «Φταίει όχι μόνον ο πατέρας μου αλλά και η μάνα μου, αλλά και ο Θεός»! Όταν ακούω κάτι τέτοια, ξέρετε πως στενοχωριέμαι; Έτσι βρίζει κανείς και τους γονείς του και τον Θεό. Από την στιγμή που σκέφτεται έτσι, παύει να ενεργή η Χάρις του Θεού.
- Γέροντα, μερικοί λένε ότι, όταν ένα ελάττωμα είναι στην δομή του ανθρώπου, δεν διορθώνεται.
- Ξέρεις τι γίνεται; Μερικούς τους συμφέρει να λένε ότι κάποιο ελάττωμα οφείλεται στη δομή τους, γιατί έτσι δικαιολογούν τον εαυτό τους και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτό. «Εμένα ,λένε, δεν μου έδωσε χαρίσματα ο θεός! Τι φταίω εγώ; Γιατί μου ζητούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις μου;»Οπότε αραλίκι μετά. Δικαιολογούν τον εαυτό τους, αναπαύουν τον λογισμό τους και βαδίζουν με τον χαβά τους. Αν πούμε : «αυτά είναι κληρονομικά ,τα άλλα είναι του χαρακτήρα μου», πώς θα διορθωθούμε; Αυτή η αντιμετώπιση διώχνει την πνευματική λεβεντιά.
- Ναι, Γέροντα, αλλά…
- Πάλι «αλλά»; Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου; Σαν χέλι ξεγλιστράς. Συνέχεια δικαιολογείσαι.
- Γέροντα, εσκεμμένα το κάνω;
- Δεν λέω ότι το κάνεις εσκεμμένα ,αλλά, ενώ ο Θεός σε προίκισε με τόσο μυαλό και είσαι σπίρτο, πανέξυπνη, δεν καταλαβαίνεις πόσο κακό είναι η δικαιολογία! Ένα τόσο δα κεφαλάκι να έχη τόσο μυαλό, και να μην το καταλαβαίνη!
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ !!! ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΗ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ!!!!!
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 10 ΜΑΡ 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)