-
ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για κάθε ενέργεια;
-
ποιοι είναι οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι;
-
πως θα μπορούσε να ξέρει ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα να κάνει;
Το παραμύθι
αυτό του Λ. Τολστόι γράφτηκε το 1885, μα όπως και άλλα πιο γνωστά και
κορυφαία έργα του, συνεχίζει να προβληματίζει, να εμψυχώνει, να διδάσκει
με το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Το παραμύθι του Τολστόι, με το μήνυμα
που περιέχει, είναι πολύτιμος βοηθός για τους εκπαιδευτικούς κάθε
βαθμίδας, ενώ μπορεί να αξιοποιηθεί, μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο, στη
θεραπευτική σχέση αλλά και για την προσωπική ανάπτυξη κάθε ανθρώπου.
Ειδικά στις μέρες μας, ιστορίες σαν και αυτή που μιλούν για τη
δυνατότητα της αυτογνωσίας, για την επίγνωση, την ενσυναίσθηση, τη
συνειδητοποίηση «στο εδώ και τώρα», αλλά και για τη λυτρωτική δύναμη της
συγχώρεσης, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίες και επίκαιρες.
Χρήστος Τσαντής
Λ. Τολστόι-Τα τρία ερωτήματα
Μία φορά και έναν καιρό,
ένας βασιλιάς σκέφτηκε ότι αν ήξερε πάντοτε την κατάλληλη στιγμή για ν᾿
αρχίζει κάτι, εάν ήξερε ποιοι είναι οι κατάλληλοι άνθρωποι για ν᾿
ακούει και ποιοι είναι εκείνοι που θα έπρεπε ν᾿ αποφεύγει και, πάνω από
όλα, εάν ήξερε πάντοτε ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα να κάνει, δεν
θ’ αποτύγχανε σε ό,τι κι αν επιχειρούσε.
Και όταν του
ήρθε αυτή η σκέψη, φρόντισε να διακηρυχθεί σε ολόκληρο το βασίλειό του
ότι θα έδινε σπουδαία αμοιβή σ’ εκείνον που θα του μάθαινε:
- ποιά είναι η κατάλληλη στιγμή για κάθε ενέργεια;
- ποιοί είναι οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι;
- πώς θα μπορούσε να ξέρει ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα να κάνει;
Ήλθαν σοφοί άνθρωποι στο βασιλιά αλλά όλοι έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήματα.
Σ᾿ απάντηση του πρώτου ερωτήματος, μερικοί είπαν ότι «για
να ξέρει κανείς την κατάλληλη στιγμή για κάθε ενέργεια, πρέπει να
φτιάξει προκαταβολικά ένα πρόγραμμα ημερών, μηνών και ετών και να το
ακολουθήσει πιστά». «Μόνον έτσι», είπαν αυτοί, «θα μπορούσε να γίνει το καθετί στην κατάλληλη στιγμή».
Άλλοι δήλωσαν ότι: «θα
ήταν αδύνατο ν᾿ αποφασίσει κανείς εκ των προτέρων την κατάλληλη στιγμή
για κάθε ενέργεια, αλλά εάν δεν αφήσει τον εαυτό του να απορροφηθεί σε
μάταιες ενασχολήσεις, θα μπορούσε πάντοτε να προσέχει τι συμβαίνει και
τότε να κάνει ό,τι θα ήταν αναγκαίο».
Άλλοι πάλι είπαν ότι: «όσο
και να πρόσεχε ο βασιλιάς ό,τι συνέβαινε, θα ήταν αδύνατο σε έναν
άνθρωπο να αποφασίζει σωστά ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για κάθε
ενέργεια, γι’ αυτό θα έπρεπε να έχει ένα συμβούλιο από σοφούς ανθρώπους,
που θα τον βοηθούσαν να καθορίσει την κατάλληλη στιγμή για καθετί».
Αλλά πάλι,
άλλοι του είπαν ότι υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν θα μπορούσαν να
περιμένουν, ώστε να εξεταστούν από ένα συμβούλιο, και για τα οποία
πρέπει κανείς να αποφασίσει αμέσως αν θα τα επιχειρήσει ή όχι. Για να
μπορεί όμως κανείς να το αποφασίσει αυτό, πρέπει εκ των προτέρων να
γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί. Μόνο μάγοι μπορούν να το κάνουν αυτό
και γι’ αυτό, για να ξέρει κανείς την κατάλληλη στιγμή για κάθε
ενέργεια, πρέπει να συμβουλεύεται μάγους.
Εξίσου ποικίλες ήταν οι απαντήσεις και στο δεύτερο ερώτημα.
Μερικοί είπαν ότι οι άνθρωποι που χρειάζεται περισσότερο ο βασιλιάς
είναι οι σύμβουλοί του, άλλοι είπαν ότι χρειάζεται περισσότερο τους
ιερείς, άλλοι μίλησαν για τους γιατρούς, ενώ άλλοι είπαν ότι πιο
αναγκαίοι είναι οι πολεμιστές.
Στο τρίτο ερώτημα
για το ποια είναι πιο σπουδαία ενασχόληση, μερικοί απάντησαν ότι το πιο
σπουδαίο πράγμα στον κόσμο είναι οι επιστήμες. Άλλοι είπαν ότι είναι η
πολεμική επιδεξιότητα. Άλλοι μίλησαν για τη θρησκευτική λατρεία.
Όλες οι
απαντήσεις ήταν διαφορετικές και ο βασιλιάς δεν συμφώνησε σε καμιά απ’
αυτές και σε καμιά δεν έδωσε σημασία, αλλά θέλοντας ακόμη να βρει τις
σωστές απαντήσεις, αποφάσισε να συμβουλευτεί έναν ερημίτη πολύ γνωστό
για τη σοφία του.
Ο ερημίτης
ζούσε σ’ ένα δάσος απ’ το οποίο δεν απομακρυνόταν ποτέ και δε δεχόταν
παρά τους απλούς ανθρώπους. Έτσι, ο βασιλιάς ντύθηκε με απλά ρούχα και
πριν φτάσει στο κελί τού ερημίτη, κατέβηκε από το άλογό του. Άφησε πίσω
τη φρουρά του και πήγε μόνος του για να τον συναντήσει.
Όταν ο
βασιλιάς πλησίασε, είδε τον ερημίτη να σκάβει τη γη μπροστά από την
καλύβα του. Μόλις αντίκρυσε το βασιλιά, τον χαιρέτησε και συνέχισε να
σκάβει. Ο ερημίτης ήταν άνθρωπος ασθενικός και αδύνατος και κάθε φορά
που σφήνωνε την αξίνα του στη γη για να σηκώσει λίγο χώμα, αγκομαχούσε
για να πάρει ανάσα.
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε: «Ήρθα
σ’ εσένα σοφέ ερημίτη για να σε ρωτήσω τρία πράγματα: Πώς θα μάθω να
κάνω το κατάλληλο πράγμα στην κατάλληλη στιγμή; Δεύτερον, ποιοί είναι οι
άνθρωποι πού χρειάζομαι περισσότερο, επομένως ποιούς θα πρέπει να
προσέχω περισσότερο από τους άλλους, και τρίτον, ποιές υποθέσεις είναι
πιο σπουδαίες και χρειάζονται περισσότερη προσοχή;»
Ο ερημίτης άκουσε το βασιλιά, αλλά δεν έδωσε καμιά απάντηση. Μόνο έφτυσε στις παλάμες του και ξανάρχισε το σκάψιμο.
«Είσαι κουρασμένος», του είπε ο βασιλιάς, «άσε με να πάρω την αξίνα και να δουλέψω εγώ λίγο για σένα».
«Ευχαριστώ», είπε ο ερημίτης και δίνοντας την αξίνα στο βασιλιά κάθισε κάτω στο χώμα.
Όταν έσκαψε ο
βασιλιάς δύο αυλάκια, σταμάτησε και επανέλαβε τα ερωτήματά του. Ο
ερημίτης και πάλι δεν απάντησε, αλλά σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του για να
πάρει την αξίνα και είπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο και άσε εμένα να δουλέψω λιγάκι».
Ο βασιλιάς
όμως δεν του έδωσε την αξίνα και συνέχισε να σκάβει. Πέρασε μία ώρα και
άλλη μία. Ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω απ’ τα δέντρα και ο βασιλιάς στο
τέλος σφήνωσε την αξίνα στο χώμα και είπε: «Ήρθα σ’ εσένα σοφέ
άνθρωπε για μία απάντηση στα ερωτήματά μου. Αν δεν μπορείς να μου δώσεις
καμιά… πες το μου να γυρίσω στο σπίτι μου».
«Να… κάποιος έρχεται τρέχοντας», είπε ο ερημίτης. «Ας δούμε ποιος είναι».
Ο βασιλιάς
γύρισε και είδε ένα γενειοφόρο άνδρα να έρχεται τρέχοντας από το δάσος,
σφίγγοντας με τα χέρια του το στομάχι του, απ’ το οποίο έτρεχε ποτάμι το
αίμα. Όταν πλησίασε το βασιλιά, έπεσε λιπόθυμος στο χώμα βγάζοντας έναν
ελαφρύ αναστεναγμό.
Ο βασιλιάς
και ο ερημίτης ξεκούμπωσαν τα ρούχα του και είδαν ένα μεγάλο τραύμα στο
στομάχι του. Ο βασιλιάς το έπλυνε όσο καλύτερα μπορούσε. Έδεσε το τραύμα
με το μαντήλι του και με μία πετσέτα που του έδωσε ο ερημίτης, αλλά το
αίμα δεν σταματούσε. Ο βασιλιάς ξανά και ξανά άλλαζε τον επίδεσμο, τον
έπλενε και έδενε πάλι το τραύμα. Όταν σταμάτησε πλέον να τρέχει το αίμα,
ο πληγωμένος συνήλθε και ζήτησε κάτι να πιει.
Ο βασιλιάς
έφερε φρέσκο νερό και του το έδωσε. Στο μεταξύ ο ήλιος έδυσε και άρχισε
να κρυώνουν. Έτσι, ο βασιλιάς με τη βοήθεια του ερημίτη μετέφερε τον
πληγωμένο στην καλύβα και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Όταν ξάπλωσε
στο κρεβάτι ο πληγωμένος, έκλεισε τα μάτια του και ησύχασε, αλλά ο
βασιλιάς ήταν τόσο κουρασμένος από το περπάτημα και τη δουλειά που είχε
κάνει. Έτσι, κάθισε στο κατώφλι ώσπου τον πήρε και αυτόν ο ύπνος τόσο
βαθιά που κοιμήθηκε συνέχεια όλη την καλοκαιριάτικη νύχτα.
Το πρωί,
αφού ξύπνησε, πέρασε αρκετή ώρα πριν μπορέσει να θυμηθεί που βρισκόταν,
ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος γενειοφόρος άνδρας, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος
στο κρεβάτι και τον κοίταζε έντονα με φλογισμένα μάτια.
«Συγχώρα με», είπε ο γενειοφόρος άνδρας με αδύναμη φωνή, όταν είδε ότι ο βασιλιάς είχε ξυπνήσει και τον κοιτούσε απορημένος.
«Δεν σε ξέρω και δεν έχω τίποτε να σου συγχωρήσω», είπε ο βασιλιάς.
«Εσύ δεν
με ξέρεις, αλλά εγώ σε ξέρω. Είμαι αυτός ο εχθρός σου που ορκίστηκε να
πάρει εκδίκηση από εσένα, γιατί εκτέλεσες τον αδελφό του κι έκανες
κατάσχεση της περιουσίας του. Ήξερα πως είχες πάει μόνος σου να δες τον
ερημίτη και αποφάσισα να σε σκοτώσω στην επιστροφή. Αλλά πέρασε η μέρα
και δεν γύρισες. Έτσι, βγήκα απ’ την ενέδρα που σου είχα στήσει κι έπεσα
πάνω στους φρουρούς σου. Αυτοί με αναγνώρισαν και με τραυμάτισαν. Τους
ξέφυγα, αλλά θα είχα πεθάνει απ’ την αιμορραγία, εάν εσύ δεν είχες
φροντίσει το τραύμα μου. Εγώ ήθελα να σε σκοτώσω κι εσύ μου έσωσες τη
ζωή. Τώρα… αν ζήσω, και εάν το θέλεις εσύ, θα σε υπηρετήσω σαν ο πιο
πιστός σου σκλάβος… και θα ζητήσω απ’ τους γιούς μου να κάνουν το ίδιο.
Συγχώρα με!».
Ο βασιλιάς
ήταν πολύ ευχαριστημένος που είχε συμφιλιωθεί τόσο εύκολα με τον εχθρό
του και που είχε κάνει ένα φίλο και όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά είπε
ότι θα έστελνε τους υπηρέτες του και τον προσωπικό του γιατρό να τον
φροντίσουν και υποσχέθηκε να του επιστρέψει την περιουσία του.
Αφού έφυγε
απ’ τον πληγωμένο ο βασιλιάς, πήγε έξω στον εξώστη και κοίταξε τριγύρω
να βρει τον ερημίτη. Ήθελε πριν φύγει, να τον παρακαλέσει ακόμη μία φορά
να απαντήσει στα τρία ερωτήματα που του είχε κάνει.
Ο ερημίτης ήταν έξω γονατισμένος και φύτευε σπόρους στ’ αυλάκια που είχαν σκαφτεί την προηγούμενη μέρα.
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε: «Για τελευταία φορά σε παρακαλώ απάντησε στα ερωτήματα μου, σοφέ άνθρωπε».
«Μα έχουν ήδη απαντηθεί», είπε ο ερημίτης, σκύβοντας ακόμα στ’ αδύνατα πόδια του και κοιτάζοντας προς το βασιλιά που στεκόταν μπροστά του.
«Πώς απαντήθηκαν; Τί εννοείς;», είπε ο βασιλιάς.
«Δεν βλέπεις;» απάντησε ο ερημίτης. «Αν
δεν είχες λυπηθεί χθες την αδυναμία μου κι έφευγες χωρίς να σκάψει για
μένα τ’ αυλάκια, αυτός ο άνθρωπος θα σου είχε επιτεθεί και θα είχες
μετανιώσει που δεν έμεινες μαζί μου. Έτσι, η πιο σπουδαία στιγμή ήταν
όταν έσκαβες τ’ αυλάκια, κι εγώ ήμουν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και το να
μου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Ύστερα, όταν αυτός ο
άνθρωπος ήρθε σε μας, η πιο σπουδαία στιγμή ήταν όταν τον φρόντιζες,
γιατί αν δεν είχες δέσει το τραύμα του, θα πέθαινε χωρίς να συμφιλιωθεί
μαζί σου. Έτσι, αυτός ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες
γι’ αυτόν ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Να θυμάσαι λοιπόν: Υπάρχει μόνο
μία στιγμή που είναι η πιο σπουδαία, το παρόν. Είναι η πιο σπουδαία
στιγμή, γιατί είναι η μόνη πάνω στην οποία έχεις κάποια δύναμη. Ο πιο
αναγκαίος άνθρωπος είναι αυτός μαζί με τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί
κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αν θα έχει ποτέ πάρε-δώσε με κάποιον άλλο.
Και το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να του κάνεις καλό, γιατί μόνο γι’ αυτό
το σκοπό έχεις έλθει σ’ αυτόν τον κόσμο!».
Τώρα λοιπόν
βλέπεις ότι πρέπει να τρέχεις συνεχώς για να παραμένεις στην ίδια θέση.
Αν θέλεις να πας κάπου αλλού θα πρέπει να τρέχεις τουλάχιστον δύο φορές
περισσότερο…
https://christostsantis.com