Αυτή η φράση που είναι ευρύτερα γνωστή καθώς και η σημασία της, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που πιστεύουν στο Θεό. Ένας όμως φιλόσοφος σκέφτηκε να κάνει το αντίθετο, δηλαδή να ξεκινήσει τη φιλοσοφική του έρευνα για το Θεό, όχι από το Θεό αλλά από τον εαυτό του. Πρόκειται για τον Καρτέσιο ο οποίος ξεκίνησε από το να αμφιβάλλει για τα πάντα και αναζητούσε αυτό για το οποίο δε μπορούσε να αμφιβάλλει. Έτσι δέχτηκε ότι δε μπορεί να αμφιβάλει για το ότι αμφιβάλει. Το ότι όμως αμφιβάλει σημαίνει ότι σκέπτεται. Άρα δεν αμφιβάλει και για το ότι σκέπτεται. Αφού όμως σκέπτεται σημαίνει ότι ο ίδιος υπάρχει. Άρα δεν αμφιβάλει και για το ότι υπάρχει. Είναι το γνωστό σκέπτομαι, άρα υπάρχω (cogito ergo sum).
Στη συνέχεια δέχτηκε ότι αφού αμφιβάλει η ύπαρξή του δεν είναι τελεία, γιατί τελειότερο είναι να μη αμφιβάλει. Από πού όμως είχε μάθει να σκέπτεται κάτι που ήταν τελειότερο από αυτόν; Έτσι δέχτηκε ότι αυτό το όφειλε σε μία φύση που είναι τελειότερη από αυτόν. Αυτή την ιδέα για την ύπαρξη ενός όντος τελειότερου από αυτόν δεν ήταν δυνατόν να την έχει από τον εαυτό του που είναι ατελής, γιατί δε μπορεί το τελειότερο να προέρχεται από το ατελέστερο. Έτσι δέχτηκε ότι αυτή η ιδέα έχει τοποθετηθεί μέσα του από μία φύση απείρως τελειότερη από αυτόν, δηλαδή με μία λέξη από το Θεό. Σύμφωνα λοιπόν και με τα παραπάνω, είναι ευκολότερο και λογικότερο να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχει ο Θεός από το να πει ότι δεν υπάρχει πράγμα παράλογο. Για τον παραλογισμό αυτόν η Αγία Γραφή λέει, « Είπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός »( Ψ. 52,2).
Ιωάννης Χ. Δήμος πτχ. Θεολ. & Φιλοσ. Πανεπιστημίου Αθηνών