π. Βασιλείου Θερμοῦ *
Α΄
Η πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς παραμένει ἴδια σέ ὅλες τίς ἐποχές. Εἶναι ἡ πρόσκληση νά ὑλοποιήσουμε τήν ὕψιστη δωρεά νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καί νά συμμετέχουμε στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τήν Ἁγ. Γραφήκαί τούς Πατέρες, εἶναι τό Βασιλικό, τό Ἱερατικό καί τό Προφητικό. Ὁ Χριστιανός καλεῖται νά συμμετέχει σέ αὐτό, μέ τήν ἔννοια ὅτι γίνεται βασιλιάς τῆς κτίσης καί βασιλιάς τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδή, κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, πού δέν ἄγεται καί φέρεται ἀπό τά πάθη του. Ἐπίσης γίνεται ἱερέας τῆς δημιουργίας τῆς κτίσης καί τῆς ζωῆς, δηλαδή προσφέρει τόν ἑαυτό του στό Θεό ὡς Θεία Λει- τουργία μέσα ἀπό εὐχαριστιακό φρόνημα καί μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Καί ἐπίσης προφήτης, μέ τήν ἔννοια ὅτι μετέχει στή
βίωση καί στή μετάδοση τῆς ἀλήθειας.
Αὐτή εἶναι ἡ διαχρονική πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ἐπειδή ἄνθρωπος ἀπό ἄνθρωπο διαφέρει πολύ κατά τό χάρισμα καί τόν χαρακτήρα καί τίς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί στόν κάθε ἄνθρωπο διαφέρει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὑλοποιεῖται αὐτός ὁ κοινός σκοπός. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί ἁγίους οἱ ὁποῖοι διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους στό χαρακτήρα καί στή ζωή. Ἔχουμε ἁγίους μορφωμένους καί ἁγίους ἀγραμμάτους, ἔχουμε ἁγίους πού ἔζησαν σέ ἐρημιές καί ἄλλους πού ἔζησαν σέ μεγαλουπόλεις, ἔχουμε ἁγίους ἐξωστρεφεῖς καί ἁγίους μέ κλειστή ζωή.
Τόν ἴδιο σκοπό τῆς ζωῆς ἐπιτελοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Δηλαδή μετέχουν στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, φανερώνουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Θά λέγαμε, μέ μία λίγο πιό τολμηρή ἔκφραση, πώς οἱ Ἅγιοι φανερώνουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Καί ὑπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι νά γίνει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό τῆς πίστης μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅπως διαφέρουν οἱ χαρακτῆρες, λοιπόν, διαφέρουν καί οἱ ἐποχές. Ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἴδια στούς χριστιανούς τοῦ 1ου καί στούς χριστιανούς τοῦ 21ου αἰώνα. Ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά διαφοροποιηθεῖ αὐτή ἡ πρόσκληση μπορεῖ νά διαφέρει σέ πολλά. Οἱ χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων ἀντιμετώπιζαν τούς διωγμούς. Εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἄθλημα νά τά βγάλει κανείς πέρα μέ τούς διωγμούς. Οἱ χριστιανοί τῶν Βυζαντινῶν χρόνων ὄχι μόνο δέν ἦταν ὑπό διωγμό ἀλλά ἡ πίστη τούς εἶχε γίνει καί ἡ κυρίαρχη πίστη τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ χριστιανοί βρίσκονταν, θά λέγαμε, σέ θέση ὑπεροχῆς καί ἐξουσίας. Ἄλλο ἄθλημα αὐτό ὅπου θά πρέπει νά προσέξουμε τότε προκειμένου νά μήν προδώσουμε τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἄνεσης καί τῆς ὑπεροχῆς.
Ἀπότομα ἀπό αὐτή τήν κατά-σταση πέρασε τό γένος μας στήν Τουρκοκρατία. Ἄλλα ἀθλήματα ἐκεῖ χρειάσθηκαν μέσα στίς τόσες δοκιμασίες. Μετά πέρασε στή φάση τῆς ἐλεύθερης ζωῆς, μετά στήν τεχνολογική ἐποχή, τώρα στήν ψηφιακή ἐποχή. Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν νέες προκλήσεις. Ἡ ἔμφασή μου δηλαδή σήμερα δέν θά εἶναι νά πῶ τά γενικά στοιχεῖα τά ὁποῖα θεωρῶ δεδομένο ὅτι τά ξέρετε (τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, νά ἔχει πνευματική ζωή, καί νά ἀντα- ποκρίνεται στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά θά προσπαθήσω νά μιλήσω γιά τό πῶς καλεῖται νά εἶναι στή σύγχρονη ἐποχή, στόν 21ο αἰώνα, ὁ χριστιανός. Νά δοῦμε τί ἰδιαιτερότητες ὑπάρχουν σέ αὐτήν τήν ἐποχή καί πῶς ἐπηρεάζουν τήν προσπάθειά μας νά εἴμαστε ἀληθινοί μαθητές τοῦ
Χριστοῦ.
Νομίζω ὅτι ἕνα πρῶτο θέμα στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἐποχή πού ζοῦμε εἶναι ἡ τιμή καί ἡ ἀγάπη πρός τή φύση, τήν κτίση. Αὐτό πάντοτε ὀφείλαμε νά τό ἔχουμε, νά τιμοῦμε τήν κτίση πού ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἀλλά εἶναι ἡ πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας πού ἄρχισε νά «κτυπᾶ τό καμπανάκι» γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ἕνα ξεχασμένο καθῆκον. Ἡ κτίση ἄρχισε νά ὑποφέρει ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ἀφροσύνης, ἀπληστίας, ἐπιπολαιότητας. Μιλάω γιά τό οἰκολογικό πρόβλημα τό ὁποῖο μᾶς φέρνει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ὄχι ἁπλά καί μόνο νά σώσουμε μέ τήν συμπεριφορά μας τή γῆ, ὑπό τήν ἔννοια τή χρηστική, δηλαδή ὅτι «χρειαζόμαστε τό περιβάλλον, ἄς μήν τό χαλάσουμε», ἀλλά στή βάση ὅτι τό περιβάλλον εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καταστροφή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ εἶναι προσβολή, ἀχαριστία, περιφρόνηση πρός τόν ἴδιο τό Θεό.
Στό θέμα αὐτό θά τολμοῦσα νά συμπεριλάβω καί κάτι γενικώτερο, τό ὁποῖο ἐκ πρώτης ὄψεως δέν φαίνεται νά ἔχει σχέση μέ τή φύση, ἔχει ὅμως σχέση μέ τή δημιουργία. Δηλαδή, ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε τό φυσικό περιβάλλον, δημιούργησε καί τίς προϋποθέσεις γιά τό ἀνθρώπινο περιβάλλον. Καί ὅπως τό φυσικό περιβάλλον, διακρίνεται ἀπό θαυμαστή ποικιλία ζώων καί φυτῶν ἔτσι καί τό ἀνθρώπινο περιβάλλον διακρίνεται γιά τήν ποικιλία τῶν πολιτισμῶν. Τά τελευταῖα χρόνια οἱ ἐξελίξεις τῆς ζωῆς μᾶς καλοῦν νά στραφοῦμε καί πρός τό ἀνθρώπινο περιβάλλον τῆς ποικιλίας τῶν πολιτισμῶν. Γιατί; Δέν ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ πολιτισμοί; Πάντοτε ὑπῆρχαν. Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴχαμε ἔρθει σέ τόση ἐπαφή ὅση σήμερα. Μέ τίς μεταναστεύσεις καί ἐμεῖς ταξιδεύουμε σέ ἄλλες χῶρες καί ἄλλοι ἔρχονται σέ μᾶς, μέ τά μέσα ἐπικοινωνίας πού ὑπάρχουν μαθαίνουμε ἐπίσης πολλά πράγματα.
Τί θέλω νά πῶ μέ αὐτά τά δύο θέματα τά ὁποῖα φάνηκαν λίγο ἀσύνδετα μεταξύ τους, ἀλλά κατ’ ἐμέ ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία; Θέλω νά ὑπογραμμίσω τήν πρόσκληση νά δοῦμε τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ στόν 21ο αἰώνα ὡς τιμή πρός τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, εἴτε πρόκειται γιά τό φυσικό περιβάλλον, εἴτε γιά τό ἀνθρώπινο.
Νά προσθέσω ἐδῶ ἕνα θεολογικό σχόλιο, ὅτι ἡ δίψα μας γιάτή σωτηρία καί τή μεταμόρφωση
τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τό γεγονός τῆς δημιουργίας. Ὁ Χριστός ἦρθε ὡς Σωτήρας μέ δεδομένο τό γεγονός τῆς δημιουρ- γίας. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει κατάφαση, ἀποδοχή τῆς δημιουργίας, καί μετά ἀπό ἐκεῖ θά προχωρήσει στό ἔργο τῆς σωτηρίας, νά τό διακονήσει. Δέν μποροῦμε γιά παράδειγμα, νά ποῦμε στόν ἀλλοδαπό, στόν ἀλλοεθνῆ ἤ τόν ἀλλόθρησκο, «εἶσαι χαμένος ἄν δέν γίνεις χριστιανός». Πρῶτα θά ἀναγνωρίσουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει, ὅτι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό στή συνέχεια θά ἀνοίξει τό δρόμο γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ σωτηρία περνάει πρῶτα ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς δημιουργίας, γατί αὐτή ἦταν καί ἡ χρονολογική σειρά. Τό ἴδιο ἀντίστοιχα ἰσχύει καί γιά τή φύση. Δέν μπορεῖ νά λέει ἕνας πιστός «ἐγώ κοιτάζω τή σωτηρία μου» καί τήν ἴδια ὥρα νά ρυπαίνει τό περιβάλλον. Ἡ σωτηρία μας περνάει μέσα ἀπό τή δημιουργία, τή δική μας καί τῶν ἄλλων.
Μόνο ἄν ἀναγνωρίσουμε τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία, εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τῆς φύσης, μποροῦμε νά ὑπηρετήσουμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Στό παρελθόν ὁ χριστιανικός κόσμος ἀντέστρεψε τή σειρά καί θεώρησε ὅτι κάποιοι θά σωθοῦν ἄν τούς περάσει ἀπό βασανιστήρια ἤ τούς σκοτώσει. Ἔγιναν τέτοια πράγματα σέ ἰθαγενεῖς πληθυσμούς. Ἤ θεώρησε ὅτι μπορεῖ νά λεη- λατεῖ τή φύση καί ἡ σωτηρία νά προχωρᾶ ἀπό μόνη της χωρίς σεβασμό στή δημιουργία. Ἡ προστασία τῆς φύσης, γιά νά εἶναι στάση συνεπής θεολογικά, πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό καταπολέμηση τοῦ ρατσισμοῦ καί τοῦἐθνικισμοῦ.
Δεύτερον, ζοῦμε στή λεγόμενη κοινωνία τοῦ θεάματος. Θά ἔλεγα ὅτι αὐτό κατ’ ἐξοχήν ἀγγίζει τούς νέους. Ὅσο πιό μικρός εἶναι κάποιος τόσο πιό εὔκολα χειρίζεται τίς συσκευές τοῦ θεάματος. Ζοῦμεσέ μία ἐποχή ἡ ὁποία μᾶς βομβαρδίζει μέ ὀπτικές παραστάσεις καί πληροφορίες. Πρέπει νά καταλάβουμε ποιά εἶναι ἡ πρόσκληση πού αὐτή μᾶς ἀπευθύνει ὡς χριστιανούς.
Γιά νά καταλάβουμε τί καινούργιο ἔφερε ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος (ἡ ὁποία συμβαδίζει μέ αὐτό πού λέμε «μετανεωτερικότητα») στόν κόσμο πρέπει νά τή συγκρίνουμε μέ τήν νεωτερικότητα. Ἡ νεωτερικότητα, ἡ ἰδεολογική κατάσταση πού ἐπικράτησε στή Δύση ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἔγκειται στήν ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, τῆς ἐπιστήμης, τῆς διάνοιας, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἰδεολογίας. Στή νεωτερικότητα τό κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διάνοια, γι’ αὐτό καί ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ἀπογειώθηκε ἐκρηκτικά μέ τά ἐπιστημονικά προϊόντα της. Στήν μετανεωτερικότητα ὅμως τό κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶνα ἡ διάνοια ἀλλά τό θυμικό καί ο αἰσθήσεις μέ ἐπίκεντρο τήν ὅραση Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἡ ὅραση εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει περισσότερα ἀπ’ ὅλες τίς αἰσθήσεις. Γι᾽ αὐτό τήν ἀγαπάει πιό πολύ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν νεωτερικότητα, ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν διάλογο τῶν ἐπιχειρημάτων. Στή μετανεωτερικότητα δέν ὑπάρχει κα- μία πρόθεση νά πεισθεῖ κανείς. Ἡ πρόθεση εἶναι νά ἀποπλανηθεῖ, νά σαγηνευτεῖ. Γι’ αὐτό καί τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο λειτουργοῦσε ἡ νεωτερικότητα ἦταν ὁ λόγος, ἐνῶ τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ μετανε ωτερικότητα εἶναι ἡ διαφήμιση Ἡ διαφήμιση δέν ἐνδιαφέρετα νά πείθει, ἀλλά νά σαγηνεύει ὥστε τελικά νά καταλήξουμε σέ κάποιο προϊόν εἴτε ἐπειδή μᾶς κέρδισαν οἱ ὑποσχέσεις ὅτι θά ἀπολαύσουμε- μετρῆστε καμιά φορὰ πόσο συχνά ἀκούγεται ἡ λέξη «ἀπόλαυση»-, εἴτε ἐπειδή κολακεύει τόν ναρκισσισμό μας. Ἡ διαφήμιση χαϊδεύει στόν ἄνθρωπο εἴτε τίς αἰσθήσεις του, εἴτε τόν ναρκισσισμό του. «Τό ἀξίζετε αὐτό τό προϊόν»! Δέν ὑπάρχε διαφήμιση πού δέν ἀπευθύνετα σέ ἕνα ἀπό τά δύο. Ἀκόμα καί ἄν τά λόγια της διαφήμισης δέν πε ριέχουν τή λέξη «ἀπόλαυση», τό σκηνικό της εἶναι ἔτσι ὀργανωμένο καί τόσο σκηνοθετημένο ὥστε νά σαγηνεύει.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ διαφήμιση δέν λειτουργεῖ μέ ἐπιχειρήματα ἀλλά μέ τή φαντασίωση. Βλέπεις ἕνα ἐκπληκτικό αὐτοκίνητο νά κινεῖται σ’ ἕνα ἐρημικό δρόμο, νά στρίβει ἀπότομα, νά φρενάρει ὅπως θέλει κλπ, δηλαδή μέ διάφορα ψηφιακά τεχνάσματα, γιά νά σέ προσελκύσουν νά ἀγοράσεις τό αὐτοκί νητο. Αὐτό δέν ἔχει νά κάνει μέ τή λογική, δηλαδή τό πῶς θά συμ- περιφερθεῖ τό αὐτοκίνητο στό δρόμο, ἀλλά μέ τή φαντασίωσή σου ὅτι θά ἤθελες νά βρίσκεσαι μέσα σέ ἕνα τέτοιο κατασκεύασμα τό ὁποῖο θά πραγματοποιήσει τά ὄνειρά σου, ἤ θά σοῦ δώσει ἀξία.
Συνεπῶς, ἀντιμετωπίζοντας τήν πρόκληση τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος, (καί ἄς ἀφήσουμε προσωρινά τό ἄν εἶναι κάποιος χριστιανός ἤ ὄχι, ἀλλά ἄς πάρουμε ἁπλά ἕνα ἄνθρωπο πού θέλει νά εἶναι ἀξιοπρεπής καί φυσιολογικός), χρειάζεται νά μάθει κάποιος νά ἀντιστέκεται μπροστά στή σαγήνη. Ἄν δέν τό κάνει, θά φθάσει σέ σημεῖο νά ἀναπτύξει κάποιου εἴδους ἐξάρτηση. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχή τῶν ἐξαρτήσεων, ὄχι μόνο ἀπό παράνομες οὐσίες, πού ὑπῆρχαν πάντα, ἀλλά καί ἀπό νόμιμες ἐξαρτήσεις, ὅπως τό κάπνισμα τό ἀλκοόλ, τό φαγητό, τήν τηλεθέαση, τά ἠλεκτρονικά παιγνίδια, τόν ὑπολογιστή, τό διαδίκτυο. Περνοῦμε ὧρες μπροστά ἀπό τήν τηλεόραση κάθε μέρα μόνο καί μόνο γιά νά χαλαρώνουμε, νά ἠρεμοῦμε, νά μᾶς φεύγει τό ἄγχος. Ἐάν δέν ἀντισταθεῖ κάποιος, ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος γίνεται ἐξαρτησιογόνος. Ἔτσι λοιπόν, καί νά μήν εἶναι κάποιος χριστιανός, ἁπλῶς νά θέλει νά εἶναι συγ- κροτημένος καί ὥριμος, χρειάζεται νά ἀντισταθεῖ ἀπέναντι στή σα γήνη γιά νά μήν πάθει ἐξάρτηση.
Τί περισσότερο ἔχει ὁ χριστια νός νά κάνει ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος; Δέν ἐννοοῦμε κατ’ ἀνάγκη νά σταματήσει νά βλέπει τηλεόραση, σοβαρές ται νίες ἤ ἀξιόλογες ἐκπομπές. Μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἕνα πρόγραμμα, νά ἐπιβληθεῖ στόν ἑαυτό του καί νά πεῖ: «τώρα τελείωσε, τό κλείνω».
Ὁ Χριστιανός χρειάζεται ἐπί σης κάτι παραπάνω ἐδῶ νά προ σέξει. Ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος, στήν προσπάθειά της νά μᾶς σαγηνεύει, χρησιμοποιεῖ τόν πιό γνώριμο τρόπο σαγήνης πού ξέρει ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἀρχή της: τόν ἐρωτισμό. Δηλαδή προκειμένου νά πετύχει τό σκοπό της, χρησιμοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τά ἀνθρώπινα συναισθήματα. Εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα μέ τή γυμνότητά του, καί στηρίζει διαφημίσεις πάνω σ’ αὐτή, εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τόν ἔρωτα δημιουργώντας ρομαντικές ἱστορίες. Ἐδῶ ὁ χριστιανός ἔχει πολύ μεγάλο ἀγώνα.
Στό παρελθόν εἴχαμε ἀκούσει πάρα πολλές συμβουλές, νά ἀποφεύγουμε τά τολμηρά θεάματα, ἐπειδή ἐξάπτουν τά πάθη, ἀλλά αἰσθάνομαι ὅτι δέν εἴχαμε ἀκούσει πειστικές ἐξηγήσεις γιατί εἶναι ἁμαρτία, γιατί δέν ταιριάζει μέ ἕνα χριστιανό νά τό κάνει αὐτό. Τώρα τό καταλάβαμε καλύτερα στήν ἐποχή πού ζοῦμε, ὅταν ἡ κατάχρηση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτισμοῦ, ἡ ὑπερβολή τοῦ ἐρωτισμοῦ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θεάματος, ἔφερε τά πράγματα σέ τέτοιο σημεῖο πού νά ἐπιφέρει δομικές ἀλλοιώσεις στόν ψυχισμό. Ἡ ἐξάρτηση πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάθειἀπό τήν ἐμπορικοποίηση τοῦ σώματος εἶναι δυνατόν νά τόν κάνει ἀνίκανο ν’ ἀγαπήσει. Διότι ἡ ἔμφαση πού δίνεται στήν ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, καταλήγει στό ναρκισσισμό, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ ἄλλες ἱκανότητες. Μερικές φορές μάλιστα γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε πρέπει νά μειώσουμε τήν ἀπόλαυση. Μέ τή νηστεία καί κάθε εἴδους ἄσκηση μειώνουμε τίς ἀπολαύσεις γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε περισσότερο τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Σήμερα, ἄν προσέξετε τήν ὁρολογία πού χρησιμοποιεῖται, γιά τούς περισσότερους ταυτίζεται ἡ ἀπόλαυση μέ τή χαρά. Θέλουν νά μιλήσουν γιά ἀπόλαυση καί λένε «χαρά». Αὐτό εἶναι σοβαρότατο λάθος. Διότι τήν ἀπόλαυση τήν δίνει ἡ ἱκανοποίηση τῶν ὁρμῶν τῶν αἰσθήσεων ἤ τῶν ἐγωιστικῶν ὁρμῶν στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ τή χαρά τή δίνει ἡ ἀγάπη. Ἄν τό φιλοσοφήσετε λίγο θά δεῖτε ὅτι χαρά νιώσατε σέ καταστάσεις πού ὀφείλονται σέ διαπροσωπικές σχέσεις, π.χ. σέ μία ὄμορφη στιγμή μέ τούς γονεῖς σας, ἤ μέ τ’ ἀδέλφια σας, μέ φίλες καί μέ φίλους, ἤ μέσα στό γάμο σας μέ τόν/τήν σύζυγο, ἤ μέ τά παιδιά. Ἡ ἀγάπη μέσα στή διαπροσωπική σχέση εἶναι πού δημιουργεῖ χαρά.
Ἐνῶ ἀπολαύσεις ἔχουμε πολύ περισσότερες, ἀλλά σχετίζονται μέ τά ἐπιφανειακά, δηλαδή μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τόν ἐγωισμό. Ὑπάρχει βέβαια καί κάτι ἐνδιάμεσο σέ αὐτά τά δύο. Ἄν ἡ χαρά εἶναι ἡ ὑψηλότερη μορφή τῶν εὐχάριστων αἰσθημάτων καί ἡ ἀπόλαυση ἡ κατώτερη, ὑπάρχει καί ἡ ἐνδιάμεση πού εἶναι ἡ ἱκανοποίηση. Ἱκανοποίηση παίρνουμε ὅταν ἐπιτυγχάνουμε στόχους. Κα- τάφερα π.χ. καί πῆρα ἕνα καλό βαθμό στίς ἐξετάσεις: δέν εἶναι χαρά αὐτό πού νιώθω, εἶναι ἱκανοποίηση, κι ἄς λέω «εἶμαι χαρούμενος».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει αὐτή τή διάκριση μεταξύ χαρᾶς καί ἀπόλαυσης, πέφτει στήν παγίδα τῶν ἀπολαύσεων (φαγητοῦ, καταναλωτισμοῦ, ἀνέσεων, ἐρωτισμοῦ, δηλαδή σεξουαλικοποιημένης ἀπόλαυσης χωρίς συναισθήματα), ὅποτε κινεῖται μόνο στό ἐπίπεδο τῆς ἀπόλαυσης, τή χαρά δέν τήν φτάνει. Ἐάν δέ αὐτό τοῦ γίνει καί συνήθεια μέ τόν καιρό, δηλαδή ἐάν ὑποταχτεῖ στήν κοινωνία τοῦ θεάματος, καί μέσα του ἐγκατασταθεῖ ἡ συνήθεια τῆς ἀπόλαυσης, εἶναι δυνατόν νά χάσει τήν ἱκανότητά του νά φτάσει τή χαρά, νά ἀνέβει πιό πάνω. Κινδυνεύει νά γίνει ἄνθρωπος πού δέν θά εἶναι ἱκανός νά χαίρεται καί νά ἀγαπᾶ. Ἅμα χάσει τήν ἱκανότητα γιά ἀγάπη ἔχει χαθεῖ τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, χάθηκε ἡ χριστιανική ἰδιότητα ἐντελῶς. Διότι αὐτή βασίζεται στήν ἀγάπη: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Μόλις ὑποβαθμιστῆ ἡ ἱκανότητα γιά ἀγάπη, ὄχι μόνο χάνεται ὁ χριστιανός, ἀλλά ξεπέφτει καί ὁ ἄνθρωπος. Ἄρα ζοῦμε σέ μία κοινωνία ἡ ὁποία μέσα ἀπό τό θέαμα κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά χάσουμε τήν ἱκανότητα νά ἀγαπᾶμε. Ἑπομένως πρέπει νά τό λάβουμε σοβαρά αὐτό ὑπ’ ὄψη στήν στάση μας ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος, στήν ἀσκητική τήν ὁποία θά ἐφαρμόσουμε ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος καί ἀπέναντι στήν κοινωνία τῆς κατανάλωσης, ἡ ὁποία πορεύεται μαζί μέ τήν κοινωνία τοῦ θεάματος. Θέαμα καί κατανάλωση πᾶνε μαζί.
*Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε γιὰ τοὺς κατηχητές τὸ Γραφεῖο Νεόητος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης στὶς 13-3-2010.