Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

" Πλούσιοι Επτώχευσαν και Επείνασαν "



Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού

Θετικοί επιστήμονες στο Βυζάντιο

O Σείρητος καλλιεργεί ιδιαίτερα την Γεωμετρία και παρουσιάζεται προτότυπος στις αποδείξεις του

Ο Θέων ο Αλεξανδρεύς (330-395μ.Χ) γράφει στην "Μαθηματικήν Σύνταξιν" του Πτολεμαίου και μας δίνει αστονομικές πληροφορίες για τον Ιππαρχο,καταγράφει και δύο ηλιακές εκλείψεις, τα έτη 365 και 372. Ασχολείται επι πλέον με τη γεωμετρία και Αριθμητική και εκδίδει με στόνια τα "Στοιχεία του Ευκελίδη"

Ο Συνέσιος Επίσκοπος Κυρήνης (370-414)- μαθητής και θαυμαστής της Υπατίας- παρουσίασε επίδοση στην Αστρονομία και Φυσική , κατηγόρησε του αστρολόγους και κατασκεύασε ο ίδιος αστρολάβο.

. Ο ΜΑRIN (τέλης 5ο) και

Ο Συμπλίκιος (αρχές 6ου αιώνα) , γράφουν υπόμνημα σε Ευκλείδη και Αριστοτέλη.

Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης στα 547 δημοσιεύσει την "Χριστιανική Τοπογραφία". Αυτή περιέχει πολλές ιδέες για την Κοσμογραφία, όμως πολύ απλοϊκές.

Ο Πρόκλος ο Λύκιος (410-485) διακρίνεται στην Αθήνα ως γεωμέτρης και αστρονόμος.

Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Αποστάτης(336-363) ασχολήθηκε με την αστρονομία και ήταν υποστηρικτής του ηλιοκεντρικού συτήματος. Στο έργο του : "Εις τον Βασιλέα Ήλιον", γράφει ότι οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω απο τον ήλιο, "ώσπερ βασιλέα χορεύοντες".

Ιωάννης ο Φιλόπονος (6ος αιώνας)-μαθητής του Αμμωνίου- και

Στέφανος ο Αλεξανδρεύς. Ο Φιλόπονος υπήρξε υπέρχη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια. Βαθύς μελετητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη , παρουσίασε προτότυπες ιδέες, οι οποίες θεωρούνται ίσως ανώτερες του Κοπέρνικου και Γαλιλαίου. Σημειώνουμε τις ιδέες του για την κίνηση των σωμάτων και τις θεωρίες του για την ορμή και αδράνεια.

Ο αρχιτέκτωνας Ισίδωρος ο Μιλήσιος ασχολήθηκε συστηματικά με τα Μαθηματικά, δημοσίευσε πραγμάτεια "περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων", επινοεί όργανο με το οποία γράφεται "υπερβολή" και ιδρεύει σχολή Μηχανικών. Σε συνεργασία με τον Ανθέμιο εκ Τράλλεων οικοδομούν τα θαύμα των αιώνων , την Αγία Σοφία.

Ο Ανθέμιος ασχολήθηκε με την Γεωμετρία και την Οπτική (παραβοικά κάτοπτρα, ιδιότητες παραβολής κλπ.)

Ο Δομίνιος Φιλόσοφος, δείχνει κριτική και δημιουργική ικανότητα σε έργα του για την Αριθμητική.

Ο Ευτόκιος εξ Ασκάλωνος. δημοσίευσε σχόλια σε έργα του Αρχιμήδη, πραγμάτεια στο "κωνικόν του Απολλωνίου" και παρέχει πλήθος αυθεντικών πληροφοριών για μαθηματικά θέματα, όπως π.χ "περί Δηλίου προβλήματος".


Ο Αυτοκράτορας Ηράκελιος (610-641) δημοσίευσε υπόμνημα στον Πτολεμαίο και έργο "περί κατασκευής της σφαίρας του Αράτου"

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ( πρώτο μισό του 8ου αιώνα) ασχολείται με την Αστρονομία και γενικότερα με την Φύση, και πολεμά την αστρολογία και την μαντική τέχνη.

Ο Πατριάρχης Φώτιος (820-891) δικρίνεται γαι τις πλούσιες φιλοσοφικές και μαθηματικές του γνώσεις , έμεινε ονομαστός και απο το έργο του "Μυριόβιλβος".

Λέων ο Μαθηματικός επι Θεόφιλου ( 829-842) ανοίγει πάλι το πανεπιστήμιο , στο οποίο διακρίνεται ως πρύτανις του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Εκτός απο Φιλοσοφία, δίδασκει το Quatrivium-Αριθμητική , Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική.

Καθηγητής της Αστρονομίας ήταν ο Θεοδήγιος

Της Γεωμετρίας καθηγητής υπήρξε ο Θεόδωρος

Επί Λέοντος σημειώθηκε αναγέννηση των μαθηκατικών σπουδών. Ο Λέωντας απέκτησε μεγάλη φήμη , εργάστηκε για να συλλεγούν και να εκδοθούν τα έργα του Αρχιμήδη , και απο αυτή τη δημοσίευση περιήλθαν στα χέρια των νεωτερων. Τότε εξεδόθησαν και τα αστρονομικά έργα του Πτολεμαίου.

Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096) θεωρείται ο "υπατος των φιλοσόφων και η "ψυχή του Πανεπιστημίου". Σπούδασε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με κάθε είδους γνώση.

Ο Θεόδωρος πρόδρομος (12ος αιώνας) ασχολείται με τα Μαθηματικά και την Αστρονομία.

Ο Ιωάννης Τζέτζες( 1110-1180) γράφει αστρονομικά

Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1141-1180) ευνοεί τις αστρονομικές σπουδές βοηθάει όμως και την αστρολογία. Απόδειση σ' αυτό αποτελεί και το ότι ο Ιωάννης Καματερός συνέταξε εκτενές αστρολογικό ποίημα απευθυνόμενος στον Αυτοκράτορα.

Νικηφόρος Βλεμμίδης (1197-1272) κατά τον Brehier υπήρξε "ο διασημότερος σοφός ης εποχής". Έγραψε έργο Επίτομης Φυσικής, αξιόλογο για την σαφήνεια , ακριβολογία και συτηματικότητα του. Σε 31 κεφάλαι αναπτύσει θέματα γενικής Φυσικής , Μαθηματικών , Αστρονομίας, και Μετεωρολογίας. Άφησε ανέκδοτο το έργο"περί Ουρανού και Γής, Ήλιου, Σελίνης , Χρόνου και Ημερών". Επίσης απήυθυνε αστρονομικά ποιήματα προς τον Βασιλιά Βατάτζη(1241). Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα.

Γεώργιος Παχυμέρης(1242-1310) κατά τον krumbacher είναι ο "αξιολογότατος αντιπρόσωπος της συγγραφικής πολυμερίας" κατά τον 13ο αιώνα. Στην δίτομη ιστορία του δίνει πολλές φυσιογνωστικές πληροφορίες, και περισσότερο και αξιόλογο είναι το έργο του :"Quatrinium de Greorges Pachymerew, Roma 1940 , σ.CI+457", το οποίο είναι πρωτοποριακό έργο για την εποχή του. Ο ίδιος ασχολήθηκε και με τον Διόφαντο και έλυσε προβλήματα εξισώσεων β΄βαθμού.

Μάξιμος Πλανούδης (1260-1332) διακρίθηκε ως ΜΑθηματικός.Έγραψε έγρο με τον τίτλο: Ψηφοφορία κατ' Ινδούς, η λεγόμενη μεγάλη (1303), και με αυτή εισάγει στο Βυζάντιο για πρώτη φορά τα αραβικά αριθμητικά ψηφία.

Θεόδωρος Μετοχίτης (1260-1332) υπήρξε εξαιρετική επιστημονική προσωπικότητα και ο μεγαλύτερος πρόδρομος της ανθρωπιστικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα,και ακόμη θεωρείται ως πρόδρομος της Αναγέννησης των αστρονομικών σπουδών στο Βυζάντιο. Και κατά τον Η.Beck είναι η κυριότερη αντιπροσωπευτική μορφή του κοσμοειδώλου του 15ου αιώνα.

Θεόδωρος Μελιτηνιώτης(1361) υπήρξε μετά τον Γρηγορά ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου και χρημάτισε πρύτανης της Πατριαρχικής Σχολης γύρω στα (1360-1388).Το έργο του "Αστρονομική Τρίβιβλος" (1361)είναι κλασσικό. Στους δύο τόμους χρησιμοποιεί απο το πρωτότυπο τις εργασίες προ παντός του Πτολεμαίου, αλλά και των Πάππου , Θέωνος και Φιλοπόνου.

Νικηφόρος Γρηγοράς(1295-1356), υπήρξε εξαιρετική μορφή του Βυζαντίου. Με όλη την επιστημονική και πολύπλευρη δράση αναδείχθηκε μεγάλη αστρονιμική φυσιοργνωμία, πρωτοπορειακή για την εποχή του. Υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του Ήλιου της τελευταίας χιλιετίας και προέβλεψε πολλές ηλιακές και σεληνιακές. Κατασκεύασε πρωτότυπο αστρολάβο και μελέτησε το ζήτημα του ημερολογίου και του καθορισμού της εορτής του Πάσχα.

Ισαάκ Αργυρός ήταν μαθητής του Γρηγορά, μαθηματικός , αστρονόμος και θεολόγος. Συνέχισε τους αγώνες του δασκάλου του για την διόρθωση του Πασχάλιου. Το σχέδιο μεταρρύθμισης του Ημερολογίου το υπέβαλε προηγουμένως σε επιτροπή εκπροσώπων της Εκκλησίας, οι οποίοι και το παίνεψαν και διατύπωσαν τη γνώμη να εισαχθεί σε κοινή χρήση. Δυστιχώς όμως η αλλάγη δεν έγινε το 1324, αλλλά το 1587, απο τον Πάπα Γρηγόριο τον 13ο. Αν γινόταν τότε , θα ονομαζόταν ίσως πάλι Γρηγοριανό Ημερολόγιο , αλλά προς τιμή του Νικηφόρου Γρηγορά.

Ως αστρονόμοι διέπρεψαν στην Τραπεζούντα ο Γρηγόριος Χιονιάδης, ο Μανουήλ , ο Κ. Λουκίτης και ο Γ. Χρυσοκόκκης(γύρω στα 1335-1336). Ακόμη στο Βυζάντιο έχουμε τον Γ. Ακροπολίτη(1220-1282), τον Μ. Μοσχόπουλο και τον Νικ. Ράβδαν, ο οποόιος γύρω στα 1341 έγραψε δύα μαθηματικές πραγμάτειες , η μία απο τις οοπίες , σύμφωνα με τον M. Cantor, "αποτελεί την πρώτη γνωστή σε εμας Πολιτική Αριθμητική".

Ο Νικόλαος Καβάσιλας, ακολουθώντας τον Γρηγορά, γράφει υπόμνημα στην "Σύνταξη" του Πτολεμαίου , και όπως σημειώνει ο Cantor, με αυτό ναρχίζει μια νέα γενιά, "η οποία προετοιμάζει την αναγέννηση της κλασσικής επιστήμης στην Ευρώπη"

Με σπουδαίοι τρόπο συνέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση και οι

ανθρωπιστές Γ.Σχολάριος ( μέσο του 15ου αιώνα) και

ο Γ. Γεμιστός ή Πλήθων (1355-1452)Ο Γεμιστός έργαψε πραγμάτεια για το ημερολόγιο στην οποία προτείνει την εισαγωγή ενός σεληνοηλιακού ημερολογίου. Πίστευε στην σφαιρικότητα της Γής, συνέβαλε πολύ στην διάδοση των έργων του Στράβωνα στη Δύση , τα οποία πρίν του 15ου αιώνα ήταν παντελώς άγνωστα. Έτσι επι πλέον ενένπευσε στον ηγεμόνα Κοσμά να ιδρύσει Πλατωνική Ακαδημία στην Φλωρεντία της Ιταλίας.

Μερική αντιγραφή και απόδοση στην Νεοελληνική απο
Πανδέκτης Φυσικής
Εκδόσεις ΚΟΝΤΕΟΥ
1975

Ο Θούρειος του Ρήγα Φεραίου

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Στην εκκλησία









Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Εκκλησιαστική περιουσία. Ιστορική αναδρομή. Νέα πρόταση

http://www.parembasis.gr/2009/09_10_13.htm

Εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Δημοσιεύουμε αποσπάσματα της εισηγήσεως του Μακαριωτάτου στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας σχετικά με το θέμα της Εκκλησιαστικής περιουσίας, για την ενημέρωση των αναγνωστών μας.
Στην εισαγωγή της εισηγήσεώς του ο Μακαριώτατος μίλησε για «μία άλλη θέαση του θέματος, τέτοια, που μακρυά από λαϊκισμούς, ιδιοτέλειες και προπαγάνδα, να συντελέση σε μια ειδική ανάπτυξη προς ωφέλεια της κοινωνίας μας και ιδιαίτερα των δοκιμαζομένων συνανθρώπων μας».
Και αφού, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην πρώτη προσπάθεια από την Κυβέρνηση Καποδίστρια δημιουργίας «γαζοφυλακίου» από τις εισφορές των Μοναστηριών για την βελτίωση και συντήρηση των Εκκλησιών και της Παιδείας (ιερατικές σχολές, σχολεία, ορφανοτροφεία, τυπογραφεία κλπ.), συνέχισε:
* * *
... Στίς δεκαοκτώ Ιανουαρίου 1833 φθάνει στην Ελλάδα ο Βασιλεύς Όθων και η μετ’ αυτού τριανδρία της Αντιβασιλείας. Ένας άλλος άνεμος πνέει πλέον επηρεασμένος από τα εκκλησιαστικά γεγονότα της Βαυαρίας του 1803 και με τάση η μέχρι τώρα περιέχουσα το γένος Εκκλησία να γίνη μια ασήμαντη κρατική υπηρεσία του κρατικού οργανισμού.
Στις 23 Ιουλίου (4 Αυγούστου) 1833 δημοσιεύθηκε η ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας, στις 25 του ιδίου μηνός διορίσθηκε το «προσωπικόν της Ιεράς Συνόδου» και στις 19 Δεκεμβρίου 1833 υλοποιείται η σχεδιασμένη των Μοναστηρίων καταστροφή. Έτσι ορίσθηκαν τα εξής:
α. «Όλα τα εγκαταλελειμμένα και έρημα μοναστήρια, όσα δηλαδή δεν έχουν κανένα μοναχόν, τον αριθμόν εκατόν δέκα εξ, ήτοι 116, και μοναστηριακά κτήματα θέλουν εισοδεύεσθαι από του νυν δια των γενικών Εφόρων εις λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας».
β. Υπό την αυτήν κατηγορίαν υπάγονται και 119 μοναστήρια, εν οις ολίγοι τινες μονάζουν ακόμη και νυν, όχι πλέον των 6 μοναχών, αφ' ου ούτοι μετατεθώσιν εις άλλα μοναστήρια.
γ. Τα υποβαλλόμενα εις φόρον μοναστήρια διακόσια είκοσι εξ, ήτοι 226, καθυποβάλλονται εις έρανον τακτόν συμποσουμένου του όλου κεφαλαίου τούτου εις δραχμάς τετρακοσίας και πέντε χιλιάδας και εξακοσίας πεντήκοντα, ήτοι 405.650.
......
Κατά το άρθρον 9 «Η διαχείρισις των προς βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και των σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εισοδημάτων ανήκει αποκλειστικώς εις την Υμετέραν επί των Εκκλησιαστικών και την Παιδείαν Γραμματείαν» (25/Σεπτεμβρίου 1833).
...
Ο επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεύς Σπ. Τρικούπης στέλνει προς την Σύνοδον σχέδιον του Διατάγματος για το Εκκλησιαστικόν Ταμείον, εις το οποίον είναι σαφέστατος:
«Η ανάγκη συστάσεως του Ταμείου τούτου» γράφει «κρίνεται τοσούτω μάλλον κατεπείγουσα, καθ’ όσον, εκτός της εις αυτό αποκειμένης καταλλήλου των Επισκόπων προικοδοτήσεως και της μισθοδοσίας του κλήρου, τα σχολεία του Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ήδη μήνας δι ?λλειψιν χορηγίας διαρκούς, κινδυνεύουν να παραλύσουν».
Στις 13 Δεκεμβρίου 1838 δημοσιεύεται το Διάταγμα συστάσεως του Εκκλησιαστικού Ταμείου, το οποίον χαρακτηρίζεται ανεξάρτητον και ειδικόν.
...
Στο θέμα αυτό αναφερόμενος ο Charles A. Frazee γράφει:
Την 1η Δεκεμβρίου 1834 η Κυβέρνηση ίδρυσε ένα εκκλησιαστικό ταμείο, που προοριζόταν να συλλέξη τα εισοδήματα από την ενοικίαση των κτημάτων των μοναστηριών που κλείστηκαν, τα χρήματα από την πώληση εκκλησιαστικών γαιών και από όλα τα κληροδοτήματα και τις δωρεές προς την Εκκλησία. Επίσης θα φρόντιζε να βρίσκονται υπό τον αυστηρό έλεγχο της πολιτείας τα εκκλησιαστικά έξοδα. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε, ότι ο προϋπολογισμός της Κυβέρνησης το 1833 έδειχνε, ότι τα συνολικά έξοδα του Υπουργείου Εκκλησιαστικών ήταν 114.836 δραχμές. Το Εκκλησιαστικό ταμείο, όταν ιδρύθηκε (13 Δεκεμβρίου 1834) εισέπραττε κάτι λιγότερο από 190.000 δρχ. τον χρόνο.
....
Δύο προσπάθειες των Συνόδων των ετών 1836 και 1839 που ζητούν «παρά της Κυβερνήσεως Σχολεία Εκκλησιαστικά εις Εκπαίδευσιν του Κλήρου» δεν βρήκαν ανταπόκριση.
...
Ο Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης πολύ αργότερα θα ζητήση εξηγήσεις για την τύχη της εκκλησιασιαστικής αυτής περιουσίας, για την αξιοποίηση και εκδαπάνηση των συλλεγέντων χρημάτων ως και στοιχεία για την εξέλιξη του Εκκλησιαστικού Ταμείου, για να πάρη την απάντηση: «Η προ τινων ετών εκσπάσασα πυρκαϊά εις το Υπουργείον Παιδείας κατέστρεψε τα αρχεία αυτού και ως εκ τούτου δεν δυνάμεθα να σας πληροφορήσωμεν».
Όσοι προσδοκούσαν την βελτίωσιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων μετά την χορήγηση του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ελλάδος απογοητεύθηκαν με την έκδοσιν των σχετικών Νόμων Ξ καί ΞΑ . Η διοικούσα Εκκλησία συνέχισε να ζη την Βαβυλώνεια αιχμαλωσία και ομηρεία της. Επί εβδομήντα τρία χρόνια τα μέλη της Ιεραρχίας της δεν είχαν το δικαίωμα να συνέρχονται εις σώμα και ο βασιλικός η Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ήταν καθοριστικός παράγων στην λειτουργία της Συνόδου αφού τα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου άνευ της υπογραφής του καθίσταντο άκυρα.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922) άρχισε η ληστρική απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων από το ελληνικό κράτος χωρίς να λαμβάνεται αντίστοιχη φροντίδα για τα οικονομικά προβλήματα της Εκκλησίας. Από το 1917 έως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος αντ’ αυτών κατέβαλε τότε στο «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο» μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια δραχμές οφείλονται ακόμη.
Με το Ν. 4684/1931 η Μοναστηριακή περιουσία διαιρέθηκε σε διατηρητέα και εκποιητέα. Τα έσοδα της εκποιηθείσης περιουσίας κατατέθηκαν ως κεφάλαιο, από τους τόκους του οποίου θα λαμβάνονταν οι πόροι για την διοίκηση, τις οικονομικές ανάγκες της Εκκλησίας και την μισθοδοσίαν του εφημεριακού Κλήρου. Τα έσοδα αυτά βάσει του νόμου 18/1944 τοποθετήθηκαν σε «εθνικά χρεόγραφα και χρηματόγραφα» τα οποία εξανεμίσθηκαν στο σύνολό τους, όταν καταποντίσθηκε η εθνική μας οικονομία εξ αιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και των γεγονότων που ακολούθησαν.
Η επομένη επίθεση κατά της Εκκλησιαστικής περιουσίας θα γίνει με την σύμβαση του 1952 «περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων…».
Σύμφωνα με την σύμβαση, η Εκκλησία παραχωρεί στο Δημόσιο 750.000 στρέμματα καλλιεργούμενης γης και βοσκοτόπων στο 1/3 της αξίας των και έπρεπε να λάβη έναντι αυτών 626 ακίνητα και 45.000.000 δρχ. νέας τότε εκδόσεως, τα οποία δεν της εδόθησαν.
Επειδή υπήρξαν διαφορές από τα δύο μέρη Εκκλησίας και Πολιτείας στην εφαρμογή της συμβάσεως αυτής, συνεστήθη ειδική επιτροπή δια της υπ’ αριθμ. 312/23-9-1972 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς ρύθμισιν των διαφορών αυτών. Πέρασαν από τότε 37 χρόνια χωρίς η επιτροπή να λύση ένα θέμα, η δε ρύθμισίς των ακόμη εκκρεμεί.
Μετά την υπ’ αριθμ. 10/1993/405/483/484/9-12-1994 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εξ αφορμής των νόμων 1700/1987 και 1811/1988, με την οποία διαπιστώθηκε, ότι παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα των Ιερών Μονών σε ο,τι αφορά στα περιουσιακά τους κεκτημένα, ανετράπη η μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων και επεβλήθη εις αυτά πλήρης συμμόρφωσις προς την Σύμβασιν της Ρώμης. Ως εκ τούτου η Πολιτεία δεν έχει πλέον την παλαιότερη άνεση αυθαιρέτων επεμβάσεων σε ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σήμερα πέρα από την περιουσία εκείνη της Εκκλησίας, τα έσοδα από την αξιοποίηση της οποίας καλύπτουν τα τεράστια έξοδα της λειτουργίας της, υπάρχει και άλλη σημαντική περιουσία που αδρανεί η βρίσκεται σε αιχμαλωσία. Μία σοβαρή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στο θέμα αυτό με ειλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια, συνέπεια και δεσμευτικές εγγυήσεις της Πολιτείας για την αξιοποίηση αυτής θα ήταν επωφελής και η ενδεδειγμένη μπροστά στην σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Στόχος της συνεργασίας αυτής θα τεθεί εξ αρχής όχι η μονομερής ωφέλεια του Οικονομικού Οργανισμού της Εκκλησίας ούτε η αύξησις των εσόδων των ταμείων του Κράτους, αλλά η σύστασις του ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. Σκοπός η δημιουργία ενός δικτύου προνοιακών έργων με σύγχρονες προδιαγραφές, που λείπουν εμφανέστατα από την κοινωνία μας, προς διακονίαν των συνανθρώπων μας.
Με όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα επισημάνθηκαν τα εξής:
1. Η περιουσία της Εκκλησίας μας στην πορεία του Γένους μας και ιδιαίτερα στις αμέτρητες εθνικές περιπέτειες στάθηκε πέρα απ' όλα τα άλλα και οικονομικός αιμοδότης του Έθνους.
2. Ελάχιστη ανταπόδοσις και ένδειξις των αυθαιρέτων η συμβατικών απαλλοτριώσεων η συμπεφωνημένων αποφάσεων είναι η μισθοδοσία του Κλήρου και η λειτουργία των Εκκλησιαστικών Σχολείων για την σπουδήν, εκπαίδευσιν των υποψηφίων και την επιμόρφωσιν των Κληρικών της Εκκλησίας μας.
3. Τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος, οι αστοχίες, η ασυνέπεια και η ιδιοτέλεια στην πορεία των δύο αιώνων που πέρασαν δεν πρέπει να επαναληφθούν αλλά να γίνουν μάθημα.
4. Τα έξοδα των λειτουργικών αναγκών του Διοικητικού και Ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας είναι τεράστια και είναι φυσικό να αυξάνουν μπροστά στις σύγχρονες απαιτήσεις.
5. Η έντιμη συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στο κεφάλαιο αυτό γεννά μία ελπίδα στην κοινωνία μας για καλύτερες μέρες σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα. …
… Η αποστολή της Εκκλησίας μας ιδιαίτερα στην εποχή μας είναι «όχι μόνο να λειτουργή την Αγία Τράπεζα, αλλά και να την προεκτείνη μέσα στον κόσμο»…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...