Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011
ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 1822
Στολή Αφθαρσίας
ΣΤΟΛΗ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ
του αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου
Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είνε σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα· οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογρηές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια.
Μια αγιωσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή, επειδή η πίστη του Χριστού δεν ταιριάζει σε ανθρώπους απίκραντους και καλοπερασμένους, κατά τα λόγια του Χριστού που λέγει: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε», και στενή και τεθλιμμένη η οδός».
Μα όσα χάνει ο άνθρωπος σε καλοπέραση, τα κερδίζει «εκατονταπλασίονα» σε βάθος πνευματικό. Και το έθνος μας που στάθηκε κακότυχο και βασανισμένο, από την άλλη μεριά στάθηκε ευλογημένο, κατά τον λόγο που λέγει ο Σολομών για όσους μαρτυρούνε για την αλήθεια: «και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης· και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Και ποια είνε αυτή η αντάμειψη; Η αντάμειψη ήτανε πως ντυθήκανε με κάποια στολή αφθαρσίας αυτοί που ζούσανε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».
Για τούτο, όποιος άνθρωπος έχει καρδιά καθαρή, και νιώσει την Ελληνική Επανάσταση, σαν να τραβιέται από κάποιον μαγνήτη, ας είνε κι άλλης φυλής άνθρωπος, χωρίς να γνωρίζει καλά- καλά από πού βγαίνει αυτή η γλυκύτητα και η κατανυκτική αγάπη, μ’ όλο που ακούει σκοτωμούς, μαρτύρια και μοιρολόγια, που σε άλλη περίσταση αγριεύουνε τον άνθρωπο. Θαρρεί πως δεν γινήκανε στ’ αληθινά αυτά που ακούει, αλλά πως είνε κάποιο έμορφο παραμύθι.
Τα πιο σκληρά πράγματα χάνουνε τη σκληρότητά τους, καν φονικά, καν αγωνίες κάθε λογής, φτώχια, κρύο, πείνα, αρρώστεια, ορφάνια. Κάποιος μυστικός πλούτος τα χρυσώνει όλα, ο της αφθαρσίας ο Παράκλητος (ο Παρηγορητής), το Πνεύμα το Άγιον. Αυτή είναι που λέγω στολή Αφθαρσίας κι ελπίδα Αθανασίας.
Η Ελληνική Επανάσταση είνε σαν το χάλκινο μοσχάρι που έκανε ένας τεχνίτης για τον τύραννο Φάλαρη και που το πύρωνε με φωτιά και σφαλούσε στην κοιλιά του όσους ήθελε να βασανίσει για να ψηθούνε ζωντανοί. Μα αντί ν’ ακούγονται βογκητά και φρικτοί θρήνοι από το στόμα του βοδιού, έβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, επειδή ο τεχνίτης είχε βάλει επιτήδεια στο λαρύγγι του βοδιού κάποιο όργανο που άλλαζε τους θρήνους σε χαρούμενη μουσική. Ο
Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα, κι οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμνό. Κι όλοι οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε σαν να ψέλνανε, όπως οι τρεις Παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας μέσα στη φωτιά σαν να δροσολογιότανε.
Απ’ όλη την αιματοβαμμένη Ελλάδα ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων», κι οι Έλληνες τρέχανε στον θάνατο «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον». Γι’ αυτό μαγεύθηκε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνο που τους μάγευε ήτανε η Ελπίδα της Αθανασίας που βγαίνει από την Ορθοδοξία και που τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της.
Η χαρά του Χριστού είνε ένα άνθος που φυτρώνει μοναχά στις καρδιές που πονούν. Για τούτο ο Δαυΐδ έλεγε: «Κύριε εν θλίψει επλάτυνάς με». Κι οι ασκηταί της Ορθοδοξίας τη λέγανε «Χαρμολύπη» ή «Χαροποιόν πένθος», αυτή τη χαρά που βγαίνει από τη συντριμμένη καρδιά. Η Ελληνική Επανάσταση ήτανε τα χαρούμενα ορμήματα του Ποταμού της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τη μισήσανε και την πολεμήσανε οι «ψευδάδελφοι», εκείνοι που ιδρύσανε στ’ όνομα του Χριστού ένα σύστημα εγκόσμιας ευδαιμονίας, κάποιον «αριστοκρατικό χριστιανισμό» που τραβά τις ματαιόδοξες ψυχές, και τις ξεραίνει από τη χαρά του Χριστού, από τη «χαρμολύπη»[1].
Οι Έλληνες του καιρού εκείνου ήτανε «πτωχοί τω πνεύματι», κατά τους έξυπνους του κόσμου. Ήτανε απλοί και φυσικοί, κι η όψη τους, τα λόγια τους, οι συνήθειές τους, τα φερσίματά τους ήτανε αληθινά, δηλαδή Ελληνικά. Η ψυχή τους ήτανε δεμένη με τη φύση και τη θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι άνδρες που βαστούσανε από αρχαία αίματα, ζούσανε στον ανοιχτόν αγέρα όπως τους έπλασε ο Θεός, με γένεια, με μουστάκια, με μακρυά μαλλιά σαν το Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρήσκοι, ταπεινοί μπροστά στους γεροντότερους και στους παπάδες, με ψυχή γεμάτη κρυφά πλούτη.
Απάνω απ’ όλα ήτανε η Θρησκεία, η Πίστις των Πατέρων μας. Κι οι λειτουργοί της ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους. Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.
Άλλοι τέτοιοι αγιασμένοι που αγωνισθήκανε για την Πίστη, είνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κυπριανός στην Κύπρο· τι λέγω; Νέφος ολόκληρο ρασοφορεμένοι, Ορθόδοξον Ιεράτευμα. Πριν να γίνει η Επανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε για την Πίστη, κι ύστερα ήρθανε οι αρματωλοί. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι οι καλόγεροι είχανε γίνει σαν τους προφήτες που οδηγούσανε τον νέον Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας.
Οι αρματωλοί γινήκανε σαν ασκητές και ψέλνανε απάνω στο μετερίζι, και ξεστηθίζανε το Ψαλτήρι για παρηγοριά, με τα χαϊμαλιά στο στήθος που παριστάνανε τον Χριστό, την Παναγία, τον άη Γιώργη, τον άη Δημήτρη. Για φυλαχτό είχανε ή τίμιο ξύλο, ή άγιο λείψανο, ή ένα κομμάτι από το παλιόρασο του άγιου Κοσμά. Πολλοί αρματωλοί ήτανε ζωγραφισμένοι στα ερημοκκλήσια μαζί με τους αγίους. Η ζωγραφιά του Μεϊντάνη βρισκότανε στην εκκλησιά της Κατούνας, του Ανδρούτσου στο Μεγάλο Μετέωρο, του Διαμαντή Σπατούλη στην εκκλησιά στ’ Αλεποχώρι Μπότσαρη. Και τους σκοτωμένους τους θάβανε κοντά στην εκκλησιά.
Λοιπόν, δεν είνε αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν είνε η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξη την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είνε πλούτος και ρίζα αθανασίας, είνε φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει.
Φώτης Κόντογλους
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15
[1] Πριν λίγες μέρες γράψανε οι εφημερίδες πως το καθολικό περιοδικό «Ecclesia», δημοσίευσε ένα άρθρο του Κλωντ Φαρρέρ που κατακρίνει την Ελληνική Επανάσταση… Μ’ όλο που αυτό το περιοδικό δημοσιεύει πολλά ορθόδοξα κείμενα και στην πρώτη όψη φαίνεται χριστιανικό, ωστόσο το δηλητήριο τόχει πάντα κρυμμένο κατεπάνω στην Ορθοδοξία.
Τρίτη 22 Μαρτίου 2011
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων
«Φώς Χριστού φαίνει πάσι» και «Κατενθυνθήτω»
στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων
Παναγιώτη Ι. Σκάλτση
Από τα ωραιότερα στοιχεία της Προηγιασμένης, χαρακτηριστικά της Λειτουργίας αυτής ως εσπερινής σύναξης, είναι ο σταυροειδής φωτισμός - ευλογία1 του λαού με τη σχετική εκφώνηση «φώς Χριστού φαίνει πάσι», και η ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...»2 μετά από τα αναγνώσματα.
Το πρώτο λέγεται από τον ιερέα μαζί με το «Σοφία ορθοί»3 μετά το Παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα από τη Γένεση, το δεύτερο προκείμενο πού ακολουθεί, και το Κέλευσον πού λέει ο αναγνώστης.4 Τότε ο ιερέας κρατώντας θυμιατό στο δεξί χέρι και λαμπάδα, μανουάλιον μετά κηρού, στο αριστερό, στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και φωτίζει σταυροειδώς το λαό, λέγοντας το «Σοφία-ορθοί». Κατόπιν σφραγίζει σταυροειδώς πάλι το λαό, λέγοντας το «φως Χριστού φαίνει πασι».5
Για τη λειτουργική και θεολογική σημασία αυτής της ευλογίας έχουν εκφρασθεί διάφορες απόψεις. Κατά μίαν ερμηνεία το «φως Χριστού»... αναφέρεται στα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, των οποίων οι συγγραφείς φωτίσθηκαν και εμπνεύσθηκαν από το φως του Χριστού. Επομένως, πρέπει να σχετισθούν με το αληθινό φως της θεογνωσίας πού πηγάζει από το Χριστό και να ερμηνευθούν στην προοπτική του ευαγγελικού φωτός.6
Ο Σμέμαν μιλά για την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού7, και ο άγιοςΣυμεών Θεσσαλονίκης δικαιολογεί την ένταξη της εν λόγω φράσης μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων ως εξής• "Η μεν Γένεσις τα απαρχής διηγείται, την δημιουργίαν των όντων και την έκπτωσιν τού Αδάμ. Η Παροιμία δε αινιγματωδώς τα περί τού Υιού τού Θεού εκδιδάσκει και τοις δι' αυτού υιοθετηθείσι παραινεί, ώσπερ υιοίς, και Σοφίαν αυτόν τον Υιόν ονομάζει και οίκον οικοδομήσαι εαυτή λέγει, το πανάγιον αυτού σώμα, ... και φώς εστί τα άνω και τα κάτω φωτίζων".8
Το αισθητό, λοιπόν, φώς πού ευλογείται και ανάπτεται την ώρα αυτή γίνεται τύπος του Χριστού, της Σοφίας του Θεού, για την οποίαν αινιγματωδώς κάνουν λόγο οι Παροιμίες•9 "τι δε τύπον του αληθινού φωτός Ιησού Χριστού σημαίνει τούτο το φώς".10
Ορισμένοι επίσης συνδέουν "το φώς Χριστού" με τους κατηχουμένους και κυρίως τους φωτιζόμενους, οι οποίοι από τα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προετοιμάζονταν για το βάπτισμα πού γινόταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το φώς του Χριστού φαίνει πάσι, και περισσότερο στους φωτιζόμενους,11 των οποίων μάλιστα σε μία ευχή ζητείται ο καταυγασμός της διάνοιάς των.12 Το φώς του βαπτίσματος, ενσωματώνοντας τους κατηχουμένους στο Χριστό, θα ανοίξει το νου τους στην κατανόηση των ρημάτων Του.13
Ο συσχετισμός αυτός όμως, σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, είναι εντελώς εξωτερικός• Στην εσπερινή σύναξι δεν παρίσταντο μόνον οι κατηχούμενοι και οι φωτιζόμενοι, αλλά και οι πιστοί. Το φώς Χριστού εξ άλλου λέγεται σ' όλες τις Προηγιασμένες και προ της Τετάρτης της Μεσονηστισίμου εβδομάδος ημέρες, κατά τις οποίες δεν παρίστατο η τάξις των φωτιζόμενων, γιατί δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί. Αλλά και κατά τον Γ αιώνα, οπότε για πρώτη φορά απαντά το «φώς Χριστού..» στην Προηγιασμένη14, οι διακρίσεις των τάξεων των κατηχουμένων είχαν πιά ατονήσει.15
Οι ρίζες επομένως της λειτουργικής αυτής πράξης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού, και οπωσδήποτε στο αρχαϊκότατο έθος, κατά το οποίο η υποδοχή του φωτός, το άναμμα των λύχνων στην εσπερινή σύναξη της Εκκλησίας συνοδευόταν με ύμνους, ευλογίες και επευφημίες.
Για τη συνήθεια αύτη μιλούν σαφέστατα ο Τερτυλλιανός,16 ο Ιππόλυτος Ρώμης17 κ.ά.18 Χαρακτηριστική βεβαίως είναι η μαρτυρία του Μεγάλου Βασιλείου, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες μας υποδέχονταν την χάριν τον εσπερινού φωτός όχι σιωπηλά, αλλά με ευχαριστία και με σχετικό ύμνο, την αρχαίαν φωνήν, το γνωστό δηλαδή τροπάριο του Εσπερινού, φως ιλαρόν, πού το έλεγε ο λαός.19
Ανάλογη επευφημία κατά την υποδοχή και ευλογία του εσπερινού φωτός είναι και το «φως Χριστού φαίνει πάσι», πού διασώθηκε στην Προηγιασμένη ως κατάλοιπο της αρχαίας εσπερινής λατρευτικής πράξης. Είναι ένα είδος αναδίπλωσης του επιλυχνίου ύμνου «φως ιλαρόν...»20
Κατά παλαιά συνήθεια το «φως Χριστού...», φράση πού τον τέταρτο-πέμπτο αιώνα τη βρίσκουμεχαραγμένη ολόκληρη ή συντετμημένη σε λυχνίες21, το έλεγε ο διάκονος, ο οποίος μετέφερε και την αναμμένη λυχνία στην εσπερινή σύναξη του Ναού.22 Ήταν κατά κάποιον τρόπο σύνθημα για το άναμμα των φώτων, τα οποία μέχρι την ανάγνωση των Παροιμιών στην Προηγιασμένη ήσαν κλειστά.23
Από το φως Χριστού... άρχιζε ουσιαστικά και το έργο του νεωκόρου. Αυτό φαίνεται και από ορισμένες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες το «Κέλευσον» δεν το έλεγε ο αναγνώστης, αλλά ο κανδηλάπτης, ζητώντας τρόπον τινά την άδεια να επιτελέσει το υπούργημά του.24
Τον αρχαίο τρόπο ανάμματος, μεταφοράς από το διάκονο και ευλογίας του εσπερινού φωτός στη λειτουργία των Προηγιασμένων, μας τον διασώζουν τόσο τα λειτουργικά χειρόγραφα, όσο και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Κατ αυτόν η σταυροειδής σφράγιση και ευλογία του λαού δε γινόταν από το ιερό βήμα, αλλα από το μέσον του Ναού.
Εκεί κατέληγε ο διάκονος εν πομπή, μετά την ευλογία του φωτός πού ζητούσε από τον ιερέα,25 κρατών την λαμπάδα και το θυμιατήριον και προπορευόμενων των αναγνωστών... Και πληρωθείσης της Γενέσεως, φαίνεται ευθύς μετά των φώτων, τας βασιλικάς πύλας εισιών, ανισταμένων απάντων. Ος και εις το μέσον στας του Ναού, ποιείται σταυρού τύπον τω θυμιατηρίω εκφώνως λέγων «Σοφία ορθοί. Φώς Χριστού φαίνει πάσι.» Και εις το άγιον βήμα εισέρχεται.26
Η εισόδευση του διακόνου στο μέσον του Ναού, κατά τη μαρτυρία του Τυπικού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του ιγ' αιώνα, δε γινόταν μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων, αλλα αμέσως μετά από αυτά. Και εις το τέλος των δύο αναγνωσμάτων λαμβάνει ο διάκονος το μανουάλιον και εισοδεύει λέγων το «φώς Χριστού φαίνει πάσι. Και ευθέως λέγει ο διάκονος Σοφία» και ο πρεσβύτερος «Ειρήνη πάσι» και ο ψάλτης το «Κατευθυνθήτω».27 Αυτή ήταν και η αρχική θέση του «φώς Χριστού...», πού σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με τα αναγνώσματα, αλλα με το «Κατευθυνθήτω». Η μετάθεσίς του μεταξύ των αναγνωσμάτων έγινε αργότερα, προφανώς για να δοθή χρόνος για το άναμμα των φώτων του Ναού, ώστε κατά το «Κατευθυνθήτω» να είναι ο Ναός φωταγωγημένος.28
Από το σημείο μάλιστα αυτό αλλάζει και το κλίμα της όλης ακολουθίας και εισερχόμαστε στο κύριο μέρος της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πού είναι η Θεία Κοινωνία. Το αξιοπαρατήρητο δε, πού εδώ μας ενδιαφέρει, είναι η επανάληψη του «Κατευθυνθήτω», δευτέρου στίχου του 140ου ψαλμού, και η κατανυκτική ψαλμωδία του έξι φορές από τον ιερέα και τους χορούς29, ενώ ο ιερέας θυμιά την Αγία Τράπεζα.30
Ο τρόπος ψαλμωδίας του, ως εφύμνιο δηλαδή μετά από κάθε στίχο και συγκεκριμένα τους 1, 3 και 4 του ψαλμού, με «Δόξα... Και νυν...» και με επανάληψη του μελωδικότερα στο τέλος ως περισσή31, μοιάζει με την ψαλμωδία των αντιφώνων του ασματικού τυπικού.32 Φαίνεται έτσι η σύνδεσή του με τον ασματικό εσπερινό, με τον οποιον αρχικά ήταν συνδεδεμένη η Προηγιασμένη στις ενορίες.33
Η όλη του επίσης δομή μοιάζει με αυτήν των προκειμένων. Ένας στίχος προτάσσεται του ψαλμού (πρόκειται) και προψάλλεται, ενώ υποψάλλεται ύστερα κατά τη στιχολογία του ψαλμού ολοκλήρου ή ορισμένων στίχων αυτού.34
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το «Κατευθυνθήτω» αντιστοιχεί προς το προ του Αποστόλου προκείμενο ή το προ του Ευαγγελίου Αλληλουϊάριο35 και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως «Κοινωνικό» πού ψαλλόταν σε μια εποχή πού η λειτουργία των Προηγιασμένων ήταν στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της.36 Άλλωστε αυτό δείχνει και το γεγονός ότι στα χειρόγραφα του «Κατευθυνθήτω» προηγείτο το «Σοφία» ή το «Πρόσχωμεν» ή το «Σοφία-ορθοί». «Πρόσχωμεν. Ειρήνη πάσι», όπως συμβαίνει ακριβώς και στα προκείμενα. Ευαγγελικό ανάγνωσμα έχουμε στις Προηγιασμένες της Μεγάλης Εβδομάδος, καθώς επίσης Απόστολο και Ευαγγέλιο έχουμε στις μνήμες των εορταζομένων αγίων.37
Από την εξέταση της ιστορικής εξέλιξης και της λειτουργικής σχέσης της αρχαίας επευφημίας «φως Χριστού φαίνει πάσι» και του ψαλμικού στίχου «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» με την Προηγιασμένη, είδαμε ότι είναι διπλά και συμπορεύονται στην ακολουθία αυτή.
Έχουμε έτσι μία ευλογία του εσπερινού φωτός στο «φως Ιλαρόν...» και μία στο «φως Χριστού...». Έχουμε επίσης προσφορά θυμιάματος στους ψαλμούς του λυχνικού (140 κλπ.) και στο «Κατευθυνθήτω», πού όπως αναφέραμε ψάλλεται ασματικά ως προκείμενο των αναγνωσμάτων.
Το φαινόμενο αυτό εκφράζει ασφαλώς μία πανάρχαια παράδοση. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι πολύ πιθανόν να προέρχονται από μία παμπάλαια λειτουργική παράδοση και υπήρχαν μαζί σε ένα τύπο παλαιού λυχνικού, πού δεν σώθηκε παρά μόνο μερικώς στην Προηγιασμένη.38
Μέσα στο κατανυκτικό πάντως κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πού είναι ενταγμένη και η Προηγιασμένη, το «φώς Χριστού φαίνει πάσι» ανυψώνει το νου μας από το κτιστό φώς του κόσμου στο ιλαρό και άκτιστο φώς του Σωτήρα μας, καθόσον μάλιστα «το φώς το αληθινόν ημίν τοίς εν σκότει καθημένοις διά σαρκός έλαμψεν Ιησούς Χριστός, και του φωτός της χάριτος αυτού την οικουμένην επλήρωσε».39
Το δε «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» απαλύνει και μεταμορφώνει τις καρδιές μας ως ένας από τους ωραιότερους ύμνους μετανοίας, πού μας εισάγει στο δεύτερο μέρος της Προηγιασμένης40, ως «τι φάρμακον σωτήριον και αμαρτημάτων καθάρσιον»41 κατά την περίοδο της πορείας και προετοιμασίας μας για το Άγιον Πάσχα και την Ανάσταση.
Σημειώσεις
1. Δ. Ν. Μωραΐτου, Η λειτουργία των Προηγιασμένων (Παράρτημα της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη 1955, σ. 80.
2. Ψαλμ. 140, 2.
3. Παλαιότερα λεγόταν από το διάκονο ή το Σοφία ορθοί από το διάκονο ως παρακέλευση για τον καθορισμό της στάσης του λαού, και το φώς Χριστού... από τον ιερέα. Βλ. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων (Κείμενα Λειτουργικής, 8). Θεσσαλονίκη 21978, σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήναι 1982, σ. 206.
4. Ί. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, π.π., σ. 197.
5. Ί. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 77.
6. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, τ. Β, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1989, σ. 217.
7. A. Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή πορεία προς το Πάσχα, Μετάφρ. από τα Αγγλικά: Ελένη Γκανούρη, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1984, σ. 87.
8. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 BC.
9. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
10. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155,
11. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95.
12. Ευχή υπέρ των προς το άγιον φώτισμα empeπιζομένων Έπίφανον, δέσποτα, το πρόσωπον σου έπί τους προς το φώτισμα βύτρβπιζομένους....
13. A. Schmemann, π.π, σ. 95.
14. Κώδικες Πάτμου 266, Τ. Σταύρου 40. Βλ. J. Mateos, Le Typicon de
15. Ί. Μ. Φουντούλη, Απάντησες..., τ. Β, σ. 217.
16. Απολογία 1, 39.
17. G. Dix, The Apostolic Tradition of St. Hippolytus of
18. Ν. Ουσπένσκυ, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Ιστορία και πράξη, Μετάφρ., Σχόλια Μ. Πρωτ/ρου Δημ. Βακάρου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 59-65.
19. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, PG 32, 205. Για τον ύμνο αυτό βλ. Άλ. Σ. Κορακίδου, Αρχαίοι ύμνοι: 1. Η Επιλύχνιος Ευχαριστία φως ιλαρόν αγίας δόξης..., Αθήναι 1979.
20. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
21. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 218-219. N. D. Uspensky, π.π., σ. 61-62.
22. Για τη συνήθεια να μεταφέρει ο διάκονος τη λυχνία στην εσπερινή σύναξη, βλ. I. E. Rahmani, Testamentum Domini nostri Jesu Christi, Mainz 1899, σ. 2, 11. Horner, The statutes of the Apostles of Canones Ecclesiastici,
23. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΒ. PG 155, 653Β: Ουδέ φώτα ανάπτονται άχρι και της παροιμίας εν τη Προηγιασμένη λειτουργία.
24. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220.
25. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 CD: Διακόνου συλλειτουργούντος ιερεί, προσέρχεται αυτώ ούτος η τω αρχιερεί λετουργούντι. Και λαμπάδα ανάπτων, προ του εξελθείν, φησίν Ευλόγησον, δέσποτα, το φως. Και ο αρχιερεύς ή ο ιερεύς, ευλογών το φως, φησίν Ότι συ ει ο φωτισμός ημών, Χριστέ ο Θεός ημών, πάντοτε. Και ούτω προ της Παροιμίας εξέρχεται ο διάκονος.
26. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ,PG 155,
27. J. Mateos, π.π., σ. 246.
28. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220-221.
29. Η συνήθεια αυτή είναι νεότερη και μαρτυρείται από το ΙΣΤ αιώνα. Μέχρι την εποχή εκείνη το Κατευθυνθήτω ψαλλόταν από το λαό. Γι αυτό και στις πηγές μαρτυρείται ότι ο ψάλτης κατήρχετο του Κατευθυνθήτω. Βλ. Π. Ν. Τρ6μπέλα, Αι τρείς Λειτουργίαι..., σ. 206. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 80.
30. Ί. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 21984, σ. 53. N. D. Uspensky, π.π σ. 56-57. Κατά την ψαλμωδία του Κατευθυνθήτω ... γίνονται τρεις μεγάλες μετάvοιες ή κατά μίαν άλλη παράδοση οι πιστοί γονατίζουν. Βλ. Π. Ρομπότου, Λειτουργική, εν Αθήναις 1869, σ. 257.
31. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 36.
32. V. Janeras, La partie vespérale de la liturgie byzantine des présanctifiés, Orientalia Christiana Periodica, 30 (1964) 207-209.
33. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης περιγράφει αυτήν ακριβώς την τάξη. Βλ. Διάλογος, ΤΝΓΤΝΕ, PG 155,
34. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 105-106.
35. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
36. A. Schmemann, π.π., σ. 67.
37. Ί. Μ. Φουντούλη, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, σ. 17. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
38. V. Janeras, π.π. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 108-109.
39. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 Β.
40. A. Schmemann, π.π, σ. 67.
41. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον ρμ ψαλμόν, ΕΠΕ 7, 274.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2003
ΠΗΓΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011
Λάδι ὄχι, ἐλιές ναί· γιατί;
«Γιατί σέ καιρό νηστείας νηστεύουμε τό λάδι καί τά ψάρια καί τρῶμε ἐλιές καί αὐγοτάραχο;»
Ἡ παλιά καί ἀληθινή νηστεία συνίσταται στήν πλήρη ἀποχή τροφῆς ἤ στήν ξηροφαγία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά τηρηθεῖ στίς μεγάλες περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λόγῳ δύσκολων συνθηκῶν ζωῆς ἤ ἔλλειψης ζήλου, ἔχουν στήν πράξη ἐπινοηθεῖ διάφορες διευκολύνσεις, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς νηστείας ἀπό ὅλους τούς πιστούς.
Στήν ἀρχαία ἐποχή οἱ χριστιανοί μετά τήν ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) τῶν νηστήσιμων ἡμερῶν κατέλυαν μόνο νερό καί ψωμί. Σιγά-σιγά ὅμως ὄχι μόνο ἡ διάρκεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποχῆς ἀπό τροφή περιορίστηκε στά συνηθισμένα καί στίς ἄλλες μέρες ὅρια γι᾿ αὐτό μετατέθηκαν καί οἱ Ἑσπερινοί τῆς Τεσσαρακοστῆς καί οἱ Προηγιασμένες τό πρωί ἀλλά καί ἄλλα εἴδη τροφῶν ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται, ὅπως οἱ καρποί, τά ὄσπρια, τά ὀστρακόδερμα, τά μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί τό ὅτι τρῶμε ἐλιές κατά τίς ἡμέρες πού δέν τρῶμε λάδι, καί αὐγοτάραχο κατά τίς ἡμέρες πού ἀπέχουμε ἀπό ψάρια. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τό λόγο ὅτι οἱ ἐλιές τρώγονται ὡς καρπός, ἐνῶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ λαδιοῦ ἀφορᾶ στά φαγητά πού παρασκευάζονται μέ λάδι. Γιά τό δεύτερο ἡ δικαιολογία εἶναι λιγότερο εὔλογη, ἀφοῦ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τό γάλα ἤ τά αὐγά, ἀλλά καί αὐτά ἀπαγορεύονται κατά τίς νηστεῖες μας ὡς «καρπός... καί γεννήματα ὧν ἀπεχόμεθα» κατά τόν 56ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωρίζω πάντως εὐλαβεῖς χριστιανούς πού κατανοοῦν ὅτι πρόκειται γιά «οἰκονομία», καί κατά τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων νηστειῶν, ὅπως καί τήν παραμονή πού θά κοινωνήσουν, ἀπέχουν καί ἀπό ἐλιές καί ἀπό αὐγοτάραχο.
Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτή τήν ἐρώτηση τήν ἀκοῦμε συχνά ἀπό καλοπροαίρετους πιστούς καί συχνότερα ἀπό μερικούς πού εἰρωνεύονται τίς νηστεῖες. Θά μποροῦσε καί στίς δύο περιπτώσεις νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἐλαστικότητα καί τό φιλάνθρωπο τῶν σχετικῶν ἐθίμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἐξοντώσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς βοηθήσουν νά ἀσκηθοῦν στήν ἐγκράτεια καί νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους. Ἄν τούς σκανδαλίζουν οἱ τροφές αὐτές, μποροῦν νά ἀπέχουν ἀπό αὐτές χωρίς κατά τόν ἀπόστολο νά ἐξουθενώνουν τούς «ἐσθίοντας» ἤ νά «κρίνουν» (Ρω 14,3) τήν Ἐκκλησία γιά τήν φιλάνθρωπη τακτική της. Τό νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία ἀγώνα γιά τήν ἐκκαθάριση τῶν σχετικῶν μέ τή νηστεία ἐθίμων καί τῶν τροφῶν πού τρώγονται ἤ ὄχι σ᾿ αὐτήν, οὔτε τοῦ παρόντος εἶναι οὔτε μπορεῖ νά μείνει πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς σοβαρότητος. Ἐκεῖνο πού πρωτεύει εἶναι ὁ τονισμός τῆς ἀνάγκης τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού προέρχεται ἀπ᾿ αὐτή, καθώς καί ἡ προσπάθεια γιά τήν κατά τό δυνατόν συμμόρφωση τῶν πιστῶν στίς σχετικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις, πού ἀρκετά ἔχουν ἀτονήσει στίς μέρες μας.
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
"Οι Αρχιερείς και η Επανάσταση του 1821"
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος