Νέο Μαρτυρολόγιο Αγίου Νικοδήμου
Άγιος Αγγελής , μαρτύρησε την πρώτη Σεπτεμβρίου του έτους 1680 στην Κωνσταντινούπολη
Άγιος Αγγελής , μαρτύρησε την πρώτη Σεπτεμβρίου του έτους 1680 στην Κωνσταντινούπολη
Αυτός ο ευλογημένος άνδρας και μάρτυρας θερμότατος του Χριστού ήταν από την ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου της Καρμανίας που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, στην τέχνη χρυσοχόος, , έχοντας γυναίκα και έξι παιδιά και ζώντας ζωή χριστιανική και τιμημένη χωρίς να στερείται κανενός αναγκαίου, έχοντας εισοδήματα από την τέχνη του. Συνέβη λοιπόν μια ημέρα, στην οποία γιορταζόταν η απόδοσις της κοιμήσεως της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, η επονομαζόμενη εννιάμερα, στην οποία γίνεται πανηγύρι έξω απο την πόλη, κοντά στο χωριό του Αγίου Στεφάνου στα Φλωρία. Συνέβη και πήγε στο πανηγύρι ο ευλογημένος Αγγελής, με άλλους Χριστιανούς μαζί με τους οποίους ήταν και μερικοί Τούρκοι γυρισμένοι στην θρησκεία απο χριστιανούς, οι οποίοι έτρωγαν και έπιναν και χαίρονταν μαζί με τους Χριστιανούς, άρχισαν να παίζουν και οι εξωμότες εκείνοι Τούρκοι πήραν τα σκουφιά των Χριστιανών και τα φορούσαν , και τα δικά τους άσπρα φακιόλια τα έδιναν στους Χριστιανούς να τα φορούν, και ξεφαντώνοντας όλοι μαζί χόρευαν και χειροκροτούσαν. Μετά αφού σταμάτησαν το χορό, σηκώθηκαν και πήγε ο καθένας στο σπίτι του. Και το πρωί ήλθαν οι εξωμότες εκείνοι Τούρκοι στο σπίτι του ευλογημένου Αγγελή και του λένε. Γιατί φοράς σήμερα ρωμαϊκό σκούφο στο κεφάλι σου; και ο Μάρτυρας αποκρίθηκε, Σαν χριστιανός το φορώ. Και του λένε , εσύ έγινες Μουσουλμάνος, και σου πρέπει να φοράς άσπρο σαρίκι όπως το φόρεσες χθες. Ο Μακάριος ξαφνιάστηκε , και νόμιζε ότι χορατεύουν, αυτοί όμως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο δικαστήριο μαρτυρώντας ότι μπροστά τους χθες έγινε μουσουλμάνος και έκανε το λεγόμενο από αυτούς σαλβάτι, ( αυτό είναι η ομολογία πίστεως τους), και ότι φόρεσε και άσπρο σαρίκι. Ρώτησε και τον Άγιο ο κριτής, αν το έκανε αυτό. Και ο Μάρτυρας αποκρίθηκε λέγοντας, ούτε είπα ούτε έκανα τέτοιο πράγμα , αλλά μόνο μαζί τους διασκέδασα και έπειτα πήγε ο καθένας στο σπίτι του. Και ο κριτής βλέποντας την σταθερότητα της γνώμης του, τον έστειλε στον βεζύρη. Πήγαν και αυτοί μαζί, και μαρτυρούσαν πάλι τα ίδια εναντίον του. Και ο Μάρτυρας τα αρνιόταν λέγοντας ότι ποτέ δεν έπραξα τέτοιο πράγμα ή είπα κάτι. Βλέποντας τον ευπρεπή και σεμνό ο βεζύρης άρχισε με καλό τρόπο να τον κολακεύει λέγοντας του να αφήσει αυτή την γνώμη και να γίνει Τούρκος, και εγώ θα σε τιμήσω και θα σε πλουτίσω και θα σε κάνω μεγάλο άρχοντα. Και ο Μάρτυρας με μεγάλη φωνή βοούσε , αφέντη , εγώ είμαι γέννημα Χριστιανών γονιών , Χριστιανός λοιπόν γεννήθηκα, Χριστιανός πεθαίνω και δεν θα μπορέσει κανένα πράγμα να με χωρίσει από την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού , του όντος αληθινού Θεού. Όχι τον πλούτο και τις τιμές και τις δόξες που μου τάζεις αλλά και αυτό το Βασίλειο σας όλο να μου το δώσετε δεν θα μπορέσετε να παρασαλεύσετε την καρδιά μου από την πίστη μου ,και από τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό. Αυτά και άλλα πολλά έλεγε ο Μάρτυρας, και ο Βεζύρης γέμισε με θυμό και φώναξε. Αν δεν γίνεις τούρκος κακήν κακώς θα σε εξολοθρεύσω και θα σου δώσω τόσα βασανιστήρια , που θα αφανίσω όλες τις σάρκες σου ώσπου να πεθάνεις μέσα σε αυτές τις τιμωρίες. Και ο Μάρτυρας αντιστεκόταν γενναία, λέγοντας, κάνε με ότι θέλεις, δείρε, κόψε, σφάξε ,κάψε με στην φωτιά, ρίξε με στα θηρία , καταπόντισέ με στη θάλασσα. Και ότι άλλο μπορείς έχεις τη δύναμη κάνε το σε αυτό το πήλινο σώμα , εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνιέμαι, εγώ την πίστη μου δεν αλλάζω, εγώ τούρκος δεν γίνομαι. Και ο Βεζύρης με φοβερή φωνή πρόσταξε να τον βάλουν στην φυλακή των φονιάδων. Και εκεί να τον τιμωρούν ανηλεώς. Και ενώ ο Μακάριος ήταν στην φυλακή και τιμωρούταν φοβερά από τους αιμοβόρους αγαρηνούς, πήγε εκεί στην φυλακή , ένας γείτονας του αγαρηνός άνθρωπος μεγάλος, μπέης στην αξία, και συλλυπούνταν τον Μάρτυρα για το πράγμα που τον βρήκε , και άρχισε να τον παρακινεί και να τον συμβουλεύει λέγοντας , τι πεθαίνεις άνθρωπε; και κάνεις τους εχθρούς σου να χαίροντα; τούρκευσε για να ελευθερωθείς, έπειτα μάζεψε τα υπόλοιπά σου , πάρε τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου και σύρε σε άλλο τόπο να ζήσεις ως Χριστιανός. Ο Μάρτυρας αποκρίθηκε λέγοντας. Να μη γίνει ποτέ να έλθω σε τόση μανία και αγνωσία ώστε να βγει τέτοιος ασεβέστατος λόγος από το στόμα μου και τι μεγάλο πράγμα είναι αν πεθάνω και εγώ για την αγάπη του; εγώ από ανάγκη ή σήμερα ή αύριο, ή μετά από αυτά θα πεθάνω. Λοιπόν καλλίτερα είναι να πεθάνω για τον Χριστό μου σήμερα για να απολαύσω και την βασιλεία του την ουράνια. Αυτά άκουσε εκείνος και αναχώρησε άπρακτος. Και οι αγαρηνοί αφού επινοούσαν κάθε τρόπο ώστε να χωρίσουν τον Άγιο από τον Χριστό, έστειλαν την γυναίκα του μέσα στη φυλακή για να τον παρακινήσει και αυτή , νομίζοντας ότι ίσως από τα δάκρυα της και από τους λυπηρούς θρήνους της πάθει κάτι το ανθρώπινο ο Μάρτυρας, και καμφθεί σε συμπάθεια και έτσι αρνηθεί τον Χριστό. Ήλθε λοιπόν και αυτή και τόσες ελεεινές φωνές έβαλε, και τόσα δάκρυα έχυσε και τόσα παρακινητικά λόγια του είπε, όσα μπορούσαν να μαλακώσουν και την πλέον σκληρή καρδιά. Αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού , υπερέβη τη σάρκα, και ανεβαίνοντας πνευματικά, σε όλα αυτά έμεινε άκαμπτος. Αυτή μόνο την απόκριση , ή μάλλον συμβουλή και νουθεσία της έδωσε, λέγοντας , ω γυναίκα , ας είναι σε σένα και σε μένα , αντί για όλα ο Χριστός. Σε αυτόν παραδίδω σήμερα εσένα και τα παιδιά, για τον οποίο υπομένω με χαρά τον μαρτυρικό αυτό θάνατο. Υπέμενε λοιπόν και εσύ γυναίκα για τον Χριστό, την στέρηση μου, ώστε στη φρικτή και ένδοξη παρουσία Του, να βρεθούμε και να ευφρανθούμε αιώνια. Τι όφελος θα έχουμε από την προσωρινή αυτή ένωση και ζωή; από την οποία σε λίγο έχουμε να χωρίσουμε πάλι; ή τι κέρδος έχουμε να λάβουμε από τα ευχάριστα του Κόσμου τούτου, αν ζημιώσουμε τις ψυχές μας, για τις οποίες όλος ο κόσμος δεν είναι άξιος. Φύγε λοιπόν αγαπημένη μου και φίλτατη ψυχή με ειρήνη. Και εγώ όσο είναι γρηγορότερα , πηγαίνω προς τον ποθούμενο μου Χριστό. Και σε λίγο έρχεσαι και εσύ, για να απολαύσουμε μαζί την αιώνια Μακαριότητα. Αυτά άκουσε η μακαρία γυναίκα του και αφού πείστηκε περισσότερο από αυτόν παρά αυτή να πείσει εκείνο βγήκε από την φυλακή , στερεωμένη στην ελπίδα και αγάπη του Χριστού με τους λόγους του Μάρτυρα. Την αυριανή ημέρα αμέσως έβαλε μπροστά του ο βεζύρης τον Άγιο και πάλι να τον εξετάσει και βρίσκοντας τον σε ίδια σταθερότητα, του είπε πολλά και τον φοβέρισε πολύ. Τέλος σαν είδε πως τίποτα δεν κατορθώνει έδωσε την τελική απόφαση του να τον θανατώσουν . Τον πήραν οι δήμιοι τον γενναίο αγωνιστή και προθυμότερα έτρεχε αυτός στην σφαγή , παρά εκείνοι. Και περισσότερο χαιρόταν αυτός που έμελλε να θανατωθεί , παρά εκείνοι που έμελλαν να τον θανατώσου. Και φέροντας τον μπροστά στο βασιλικό παλάτι , κοντά στην Αγία Σοφία, όπου και τον Μακάριο Σταμάτιο αποκεφάλισαν, όπως προείπαμε, εκεί και του Μακαρίου Αγγελή , την Άγια κάρα έκοψαν. Και οι μαθητές του και άλλοι γνώριμοι και συγγενείς παραμόνευαν και μακρυά, και παρατηρούσαν να δουν τι θα γίνει. Και τα μεσάνυχτα βλέπουν , ω του θαύματος! Ένα φως θεϊκό, σαν στύλος πύρινος που κατέβηκε από τον ουρανό επάνω στο Μαρτυρικό και αγιότατο λείψανο, και στεκόταν ώρα αρκετή. Και αυτό το είδαν όχι μόνο Χριστιανοί αλλά και πολλοί αγαρηνοί , ώστε αυτοί έδωσαν την είδηση για αυτό το θαύμα, και αμέσως έγινε προσταγή από την πόρτα να ριφθεί στην θάλασσα το Άγιο λείψανο. Αυτό το έμαθαν οι Χριστιανοί και πρόλαβε το ρουφέτι των γουναράδων και έδωσαν διακόσια γρόσια στο Μουσούρ αγά, και αγόρασαν το Άγιο λείψανο. Για να μη καταλάβει κανένας το πράγμα, πρόσταξε ο προηγούμενος αγάς και ετοίμασαν οι γουναράδες ένα δικό τους καΐκι. Πηγαίνοντας οι Τούρκοι με άλλο καΐκι τάχα για να ρίξουν το λείψανο στην θάλασσα, με τρόπο κρυφό, το έριξαν μέσα στο καΐκι των Χριστιανών. Το οποίο παρέλαβαν οι γουναράδες και το πήγαν και το ενταφίασαν με κάθε τιμή και ευλάβεια απέναντι από το μοναστήρι , που βρίσκεται στο νησί της Πρώτης. Έτυχε τότε στην Κωνσταντινούπολη ο πανιερώτατος Άγιο Δρύστρας κυρ Παρθένιος, άνθρωπος αρετής και μαθήσεως και με ευλάβεια κοσμημένος και ζηλωτής της Ορθόδοξης πίστης, ο οποίος άκουσε για τον Άγιο αυτό Αγγελή , και εξέτασε ακριβώς για την στερεά του ομολογία, και για τ Μαρτύρια του και για το Άγιο φως που κατέβηκε από τον ουρανό επάνω στο θείο του λείψανο και για όλα τα άλλα ώστε τίμησε τον Άγιο με εγκώμια καθώς του έπρεπε. Αυτός βεβαίωσε με μαρτυρίες όσα παραπάνω σημειώσαμε. Βεβαίωσε εν τούτοις και τα εξής λεχθέντα, δηλαδή, ότι μετά τον θάνατο του Αγίου τρεις ονομαστοί μεγιστάνες της Βασιλεία των Τούρκων , οι οποίοι μάλιστα στάθηκαν αίτιοι του θανάτου του Μάρτυρα, ο Σαρί Αμπτουλάχογλους γετί κουλέ αγάσης, ο Βασιλικός μεζίνης και ο γιακούτ αγανούνογλους, ασθένησαν βαριά , και κινδύνεψαν σε θάνατο, και δεν μπορούσαν να ξεψυχήσουν αλλά έγιναν έξω φρενών και συνέχεια φώναζαν το όνομα του Μάρτυρα με τέτοιες ελεεινές και μεγάλες φωνές. Αγγελή, ω Αγγελή , και έτσι βασανίζονταν πολλές ημέρες και δεν μπορούσαν να απορρίψουν την μιαρά ψυχή τους, έως που φώναξαν την γυναίκα του Μάρτυρα , και πήραν συγχώρεση από αυτήν για τον άδικο φόνο, που προξένησαν στον άνδρα της και τότε ξεψύχησαν. Αυτή η φήμη διαδόθηκε σε όλους τους πρώτους της Βασιλείας. Έτσι και συγκροτήθηκε από αυτούς μεγάλο συμβούλιο για αυτό, και έγινε προσταγή μεγάλη στο εξής να μην βιάσουν κανένα Χριστιανό , ή να τον τιμωρήσουν για να γίνει Τούρκος. Αλλά όποιος με την θέλησή του θέλει να γίνει , ας γίνεται. Η προσταγή αυτή ίσχυσε έως που ήταν ζωντανοί εκείνοι οι αγάδες, που την έκαναν. Αυτόν τον καιρό ηγουμένευε στο Μοναστήρι της Πρώτης ένας ιεροπρεπής, και ενάρετος άνθρωπος, Αθανάσιος στο όνομα, ο οποίος ενταφίασε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα στον ίδιο τάφο, που ενταφιάστηκε ο προηγούμενος ηγούμενος. Σε εκείνη λοιπόν τη νύχτα φάνηκε ο προηγούμενος εκείνος στον ύπνο του αναφερόμενου ηγούμενου Αθανασίου και του λέγει. Τι έκανες ω καθηγούμενε; και ενταφίασες το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα στον δικό μου τάφο; Και είμαι εγώ άξιος να συγκατοικήσω σε ένα τόπο με τέτοιο Μάρτυρα; έτσι σε παρακαλώ ή εκείνον μετατόπισε, ή τα δικά μου λείψανα. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που τον αντιδόξασαν. Και τα παιδιά του Μάρτυρα με τις πρεσβείες του ελευθερώθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, και πήγαν στην Βλαχία, και εκεί τα δέχτηκαν οι άρχοντες και πέρασαν με ειρήνη και ευτυχία όλη τους τη ζωή. Αλλά είθε με τις θεάρεστες πρεσβείες του Αγίου Μάρτυρα να περάσουμε και εμείς με ειρήνη την ζωή μας και να αξιωθούμε μετά τον θάνατο την ουράνια Βασιλεία. Αμήν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου