Τα πρώτα γράμματα
Η ΚΑΛΗ εκείνη γυναίκα τον άφησε λίγες μέρες να ξεκουραστεί, να συνέλθει από την ταλαιπωρία του ταξιδιού και να συνηθίσει τον τόπο. Γιατί από τη μια το μακρύ θαλασσινό ταξίδι κι από την άλλη η λύπη για το χωρισμό από τους γονείς, τον είχαν καταβάλει πολύ. Ύστερα αποφάσισε να τον αναθέσει σ’ έναν καλό κι ενάρετο δάσκαλο για να του μάθει τα ιερά γράμματα, όπως της είχε παραγγείλει ο σύζυγός της. Σαν πιο κατάλληλο σκέφτηκε τον πρεσβύτερο Πέτρο, που ήταν εφημέριος στο ναό του αρχοντικού της. Του πήγε λοιπόν το παιδί και τον παρακάλεσε να το διδάξει ό,τι έπρεπε, και πρώτα-πρώτα το Ψαλτήρι- αυτό συνηθιζόταν τότε.
Έτσι και έγινε. Μέρα με τη μέρα ο Νήφων πρόκοβε στα θεία μαθήματα, ενώ βοηθούσε και τον πρεσβύτερο στην εκκλησία, εκτελώντας πρόθυμα κάθε διακονία.
Ο ζήλος του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλος∙ τόσος, που και τις νύχτες συχνά τις περνούσε μελετώντας μέσα στην ησυχία, με το φως του κεριού ή του λυχναριού. Κι έτσι μέσα σε λίγο καιρό έμαθε πολλά.
Στο δάσκαλό του- μα και σ’ όλους- φερόταν με βαθύ σεβασμό , ευλάβεια και συστολή.
Για ένα πράγμα όμως λυπόταν πολύ ο Νήφων: Γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν μπορούσε να κατανοήσει πολλά χωρία της Γραφής, παρόλο που πήγαινε στους όρθρους και άκουγε το δάσκαλό του να διαβάζει. Καταλάβαινε πάντως τα πιο απλά και εύκολα. Τότε η ψυχή του φλογιζόταν και ποθούσε να μοιάσει στους αγίους.
Σύντομα έμαθε το Ψαλτήρι. Έπειτα έβαλε τα δυνατά του να μάθει και την τάξη των εκκλησιαστικών ακολουθιών.
Μια μέρα, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, του δίνει κάποιος ένα βιβλίο και του λέει:
- Πάρε, και μάθε να κανοναρχείς τους ψάλτες.
Ο Νήφων όμως, από επήρεια του δαίμονα, δεν έπαιρνε στα χέρια του το βιβλίο. Του λέει τότε ένας άλλος που στεκόταν δίπλα του:
- Γιατί, παιδί μου, κάνεις παρακοή; Πάρε και μάθε ό,τι σου λένε. Κι αν σου φαίνεται δύσκολο ακόμα να μάθεις, θα έρθει καιρός που θα ευγνωμονείς αυτούς που σε διδάσκουν τώρα.
Στα λόγια αυτά ο Νήφων πήρε αμέσως το βιβλίο. Από τότε του δόθηκε το χάρισμα να μελετάει με τόσο ζήλο, που, ό,τι διάβαζε το αποστήθιζε με ευκολία.
Πιο πολύ όμως τον έθελγαν οι βίοι των αγίων. Όταν άκουγε να διαβάζονται στις ιερές συνάξεις τα κατορθώματα και τα μαρτύριά τους, θαύμαζε τη φλογερή πίστη, την υπομονή και την γενναιοψυχία τους. Αν πάλι έβρισκε ο ίδιος κάπου σχετικά κείμενα, τα έπαιρνε και τα διάβαζε άπληστα.
Οι πρώτες αρετές
ΧΑΡΗ στον πνευματικό του ζήλο, έφτασε σε βαθειά ταπείνωση και πραότητα. Κι ήταν μόλις δώδεκα χρόνων! Ξεχώριζε επίσης για την ελεημοσύνη του. Όποτε έβλεπε φτωχό , τον σπλαχνιζόταν και του έδινε ψωμί ή χρήματα ή ό,τι άλλο είχε πρόχειρο.
Μια φορά, χειμώνα καιρό, είδε στο δρόμο έναν φτωχό ,γυμνό και πεινασμένο. Δεν είχε τίποτα να του δώσει … Πήγε τότε σε μιαν άκρη και ξέσπασε σε λυγμούς.
- Αλίμονο σ’ εμένα ,τον αμαρτωλό! έλεγε. Πώς υποφέρει γυμνός ο Χριστός μέσα στην παγωνιά! Και δεν του φτάνει αυτό∙ μα και πεινάει και διψάει και στέγη δεν έχει!...
Από τότε το ‘βαλε σκοπό να φροντίζει , όσο μπορούσε ,τους ανθρώπους της ανάγκης.
Κάποτε άκουσε στην εκκλησία κάποιον σεβάσμιο ιερέα να διδάσκει το λαό ότι όποιος δεν έχει ελεημοσύνη και αγνεία μάταια κοπιάζει, γιατί δεν πρόκειται να μπει στη βασιλεία των ουρανών.
Ταράχθηκε ο Νήφων απ’ αυτά τα λόγια. Στο τέλος πήγε και συνάντησε τον ιερέα.
- Γέροντα , τον ρώτησε ,τί είναι αυτή η αγνεία , για την οποία μίλησες;
- Αγνεία, παιδί μου, είναι η αποφυγή της πορνείας και του ρύπου της.
- Αγαπάει λοιπόν ο Θεός εκείνον που αποφεύγει μια τέτοια πράξη;
- Ναι, παιδί μου. Γιατί λέει ο απόστολος Παύλος: «πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός». Και αλλού: «το σώμα ου τη πορνεία ,αλλά τω Κυρίω».
Φεύγοντας από την εκκλησία ο Νήφων συλλογιζόταν :
“ Θα μπορέσω εγώ άραγε να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί χρειάζεται σκληρός αγώνας για να ξεφύγει κανείς από την πύρωση της σάρκας. Και γιατί οι δαίμονες γκρεμίζουν τους ανθρώπους στα βάραθρα της σαρκικής αμαρτίας ευκολότερα απ’ ό,τι σε άλλα παραπτώματα . Τί να κάνω, που είμαι αδύνατος;…
Αλλά με τη βοήθεια του Θεού , ποτέ δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα! Στα χέρια του Κυρίου αφήνομαι , κι ας γίνει το θέλημά Του…”.
Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σπίτι. Κι όλη εκείνη τη μέρα ήταν σιωπηλός και σκεφτικός- μάλλον ολότελα εκστατικός και σαν αλλοπαρμένος. Κουβέντα δεν έβγαζε από το στόμα του. Σε κανένα δεν μιλούσε.
Από τότε πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία και είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί από τη μελέτη των ιερών βιβλίων. Γι’ αυτό πάντα επιζητούσε τη μόνωση, τη σιωπή και την ησυχία . Τα γήινα τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο τα ουράνια στοχαζόταν . Όλοι όσοι τον έβλεπαν , απορούσαν κι έλεγαν:
- Τι συμβαίνει μ’ αυτόν το νεαρό; Σαν άγγελος ζει πάνω στη γη!...
(συνεχίζεται)
Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011