ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. η΄, 26-39
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς παρουσιάζεται ὡς ἐλευθερωτὴς τῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις ποὺ τὸν κρατοῦν αἰχμάλωτο καὶ τὸν
καταδυναστεύουν. Σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῆς ἐλευθερίας βλέπουμε δύο
τρόπους ἀνταπόκρισης τῶν ἀνθρώπων· ἡ μία ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν
δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύτηκε, ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς
στὴν ὁποῖα ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὁ πρῶτος μετὰ τὴ θεραπεία καθόταν
«ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» δίπλα στὸ Χριστὸ κι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν
ἀκολουθήσει, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μόλις εἶδαν τὸ θεραπευμένο κι ἔμαθαν τὰ
σχετικὰ μὲ τὸ θαῦμα φοβήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ
ἀπὸ τὸν τόπο τους. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονός, ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ
ἔδειχνε τὴ δύναμή του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δημιούργησε
διαφορετικὰ ἀποτελέσματα. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ τῶν ἀντιδράσεων μᾶς ἐπισημαίνει
ὁρισμένες βασικὲς ἀλήθειες. Μᾶς δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ πιὸ
θαυμαστὸ ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἀντιφατικὸ, μέσα στὴν πτώση του, πλάσμα τοῦ
Θεοῦ. Δείχνει ἐπίσης ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδικὸς κι ἀνεπανάληπτος
κι ἐλεύθερος στὶς ἐπιλογές του.
Ἡ προσκόλληση στὸ Χριστὸ ἤ ἡ ἄρνησή του
εἶναι δυνατότητες ἐπιλογῆς ποὺ ἔχουμε χάρη στὴν ἐλευθερία μας, καὶ γιὰ
νὰ εἴμαστε πιὸ ἀκριβεῖς, αὐτὲς οἱ δυνατότητες συνιστοῦν τὴν ἐλευθερία
μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλης τῆς κτίσεως, γι αὐτὸ καὶ οἱ
πιὸ καθοριστικὲς ἐπιλογές μας συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπό του. Ἡ ἄρνηση τοῦ
Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν αἰτία ποὺ τὴν προκαλεῖ εἶναι μιὰ ἀρνητικὴ
ἐκδήλωση τῆς ἐλευθερίας μας. Αὐτοὶ ποὺ ἐπιλέγουν αὐτὴ τὴ στάση εἶναι οἱ
‘ψυχροί’, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἤδη ἔξω ἀπὸ τὸ Σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία, μὲ
τὴν ἄρνησή τους. Ἡ πορεία τους εἶναι καταστροφική, ὅμως ὁ
Χριστὸς δὲ θέλει δυναστικὰ νὰ ἀνατρέψει
τὴν ἐπιλογή τους, γιατὶ σέβεται καὶ δὲν ἐκβιάζει τὴν ἐλευθερία μας, ὅπως
κι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἐκβιάσουμε τὴ δική του.
Ἡ ἐλευθερία, βέβαια, ὡς δυνατότητα
ἐπιλογῆς δὲν εἶναι γνώρισμα τῆς τελειότητας, ἀλλὰ εἶναι ἀπόδειξη
ἀτέλειας. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἐλεύθερος
πραγματικὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ταύτισε τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ·
ἔχει γίνει κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἔχει ὑπερβεῖ μὲ τὴ ζωὴ τῆς
χάριτος τὰ ὅρια τῆς γέννησης καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ ἀποτελοῦν σκάνδαλο γιὰ
τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ δισταγμὸς ποὺ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν
ἐπιλογὴ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουμε ἀκόμη ἀποκτήσει σαφῆ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ.
Βέβαια, χωρὶς τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς δὲ φθάνουμε στὴν τελειότητα τῆς
ἐλευθερίας. Μὲ ἐλευθερία ποὺ ἔχει σὰν κίνητρο καὶ κριτήριο τὴν ἀγάπη
ἐπιλέγουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτιζόμαστε μαζί του. Ἡ ἐλευθερία
χωρὶς ἀγάπη εἶναι καταστροφή. Ἀγαποῦμε πρῶτα τὸ Χριστὸ κι ἔπειτα
ὑπακοῦμε στὸ λόγο του. Ἄν δὲν τὸν ἀγαπήσουμε πραγματικά, δὲν μποροῦμε νὰ
τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἄν κατανοοῦμε τὶς ἐντολές του μόνο σὰν ἀπειλὲς τῶν
σωματικῶν μας ἀναπαύσεων καὶ δὲν βλέπουμε μέσα σ᾿ αὐτὲς τὴ δωρεὰ τῆς
χάριτος καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, ἀποστρεφόμαστε
τὸ πρόσωπο καὶ τὸ λόγο του. Ζητᾶμε, σὰν τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῶν
Γαδαρηνῶν, «ἀπελθεῖν ἀφ᾿ ἡμῶν», διότι «φόβῳ μεγάλῳ_ συνεχόμεθα» ἀπέναντι
στὸν «ἐνεργῆ καὶ τομώτερον ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» λόγο του.
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ζητοῦν τὴν
ἀπομάκρυνση τοῦ εὐεργέτη, γιατὶ τοὺς κυρίεψε ὁ φόβος. Ὁ ‘φόβος’ τους,
γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς, δὲν εἶναι τὸ δέος καὶ ἡ συντριβὴ
μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ θείου, ποὺ εἶναι ἠ ἀρχὴ τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς
προσκύνησής του, ἀλλὰ ὁ τρόμος μήπως ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ τοὺς ὁδηγήσει
στὴ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν
θέλουν νὰ χάσουν. Τυφλοὶ ὡς πρὸς τὸ
πνευματικό τους συμφέρον, ἀπορρίπτουν τὴν ἐλευθερία, προτιμώντας νὰ
μείνουν δοῦλοι. Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν καθαρά, δὲν
διακρίνουν τὸ σωστό, χάνουν τὰ μεγάλα γιὰ νὰ κερδίσουν τὰ μικρά,
διώχνουν τὸ Σωτῆρα γιὰ νὰ ζήσουν πιὸ ἄνετα.
Ἡ κρίση τοῦ κόσμου βρίσκεται στὶς
ἐπιλογές του. Ἐπιλέγουμε μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας καὶ τὶς ἀντιλήψεις
τοῦ νοῦ μας τὸ αἰώνιο μέλλον μας, δηλ. ἤ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Φῶς ἤ τὴν
ἄρνησή του. Ὁ Χριστός, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, λέει ὅτι ἡ αἰτία τῆς
καταδίκης τῶν ἀρνητῶν βρίσκεται στὸ ὅτι τὸ Φῶς, ὁ Χριστός, ἦλθε στὸν
κόσμο, ἀλλὰ οἰ ἄνθρωποι ἀγάπησαν τὸ σκοτάδι κι ὄχι τὸ Φῶς, «ἦν γὰρ
πονηρὰ τὰ ἔργα αὐτῶν», γιατὶ τὰ ἔργα τους ἦταν πονηρά.
Κι ὅμως ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγικὴ
εἰρωνεία· παραμένουν κλεισμένοι στὰ δεσμὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα θέλει νὰ τοὺς
λυτρώσει ὁ Χριστὸς. Δὲν βλέπουν τὰ θαύματα τῆς θείας ἀγάπης μὲ τὰ ὁποῖα
εἶναι γεμᾶτος ὁ κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά, ἐγκεφαλικά, ἐγκοσμιοκρατικά.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μεταβάλλει ριζικὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ ψυχρὴ λογικὴ
καὶ τὸ στενὰ καὶ ὑλικὰ ἐννοούμενο συμφέρον, ἀλλὰ ἡ συνάντηση μὲ τὸ
Χριστὸ μέσα στὸ χῶρο τοῦ βιώματος, ὁ διάλογος μ᾿ Αὐτὸν, ἡ ἀναγνώρισή του
ὡς ἐλευθερωτῆ.
Ἡ πίστη εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ
ἀρετή. Σπέρνεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ καρπίσει χρειάζεται τὴ θετικὴ
ἀνταπόκριση τῆς ἐλευθερίας μας. Ἡ πίστη δὲν ἐκβιάζει, ἐλευθερώνει ὅμως
καὶ θεραπεύει, ἀπαλλάσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὸ διάβολο καὶ τὴν ὕλη. Ὁ
Θεὸς ἔσπειρε τὴν πίστη στὸν πρώην δαιμονισμένο μὲ τὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει
ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν δαιμόνων. Ἡ θεραπεία του ἦταν μιὰ κλήση ἀπὸ τὸ Θεὸ
ποὺ βρῆκε τὴν ὁλοπρόθυμη ἀνταπόκρισή του. Καθόταν «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ
Ἰησοῦ…ἐδέετο δὲ αὐτοῦ…εἶναι σὺν αὐτῷ». Ζητοῦσε ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ τὸν
ἀφήσει νὰ τὸν
ἀκολουθήσει. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν
ἐκμεταλεύτηκε τὴν εὐγνωμοσύνη του καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του γιὰ νὰ
προσθέσει ἕναν ἀκόμη ἀκόλουθο στὶς περιοδεῖες του. Τὸν ἔστειλε στὸ σπίτι
του, γιατὶ αὐτὸ ἦταν τὸ σωτήριο γι᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, γιὰ τοὺς συγγενεῖς
του καὶ γιὰ τοὺς συντοπίτες του. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολή «διηγοῦ ὅσα
ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Τὸν ἔκανε ἔτσι ἀπόστολό του καὶ κήρυκα τῆς ἀγάπης
του.
Εἶναι χρήσιμο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, νὰ
προσέξουμε λίγο καλύτερα τὴν ἐντολὴ «διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Δὲν
τὸν ἔστειλε ὁ Χριστὸς νὰ κηρύξει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία ἤ γιὰ τὴν
ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ γιὰ τὶς ἐντολές του. Τὸ κήρυγμά του θὰ ἦταν διήγημα,
θὰ ἐξιστοροῦσε τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴ συνάντησή του μὲ τὸ Θεό.
Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ θὰ τὴν κήρυττε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προηγουμένως
ἀποστράφηκαν τὸ Θεάνθρωπο Χριστό. Θὰ ἦταν δηλ. μιὰ νέα κλήση πρὸς τοὺς
κατοίκους τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν. Τὸν ἀφήνει μάρτυρα καὶ διαλαλητὴ
τῆς ἀλήθειας, τὸν ἕνα, τὸν ἄλλοτε δαιμονισμένο, καὶ τώρα ἀγαθὸ καὶ
ταπεινὸ δοῦλο τοῦ Κυρίου νὰ μαρτυρᾶ καὶ νὰ βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ
γιὰ τὴ σωτηρία. Τὸν ἀφήνει τεκμήριο ἀσάλευτο, αὐτὸν τὸν ὥς χτὲς τρελόν,
γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς σωφρονοῦντας.
Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κι ὅταν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀρνιέται,
Ἐκεῖνος δὲν τὸν ἐγκαταλείπει, δὲν παύει νὰ μᾶς δίνει ἀφορμὲς γιὰ νὰ
διανοιχθοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχής μας, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ
γνωρίσουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου