ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. η΄, 5-15
Ἡ παραβολή τοῦ σπορέα, πού ἀκούσαμε πρίν
ἀπό λίγο στήν εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ πρώτη
σέ μία σειρά παραβολῶν, πού ὅλες μαζί λέγονται παραβολές τῆς βασιλείας,
γιατί κεντρικό τους θέμα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παραβολή αὐτή
ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τό ἔργο τοῦ σπορέα – Χριστοῦ κι ἐπιπλέον θυμίζει
στούς πιστούς τήν ἀνάγκη τῆς καρποφορίας, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ
κηρυκτικοῦ ἀλλά καί τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου της.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μετά τό Βάπτισμά
του, τραβήχτηκε στήν ἔρημο καί νήστεψε σαράντα μέρες, ἦρθε μία στιγμή
πού πείνασε. Τότε ὁ διάβολος τοῦ εἶπε πώς, ἄν εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ,
μπορεῖ μέ μία λέξη νά κάνει τίς πέτρες ψωμιά καί νά φάει. Κι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, πού δέν ὑπέκυψε στόν πειρασμό, τοῦ ἀπάντησε: «οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω
ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένω διά στόματος
Θεοῦ». Τό ψωμί συντηρεῖ τό ὑλικό σῶμα, ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο
ὅ,τι φαίνεται˙ δέν εἶναι μόνο σῶμα· εἶναι καί ψυχή. Καί ἡ ψυχή γιά νά
ζήσει ἔχει κι ἐκείνη ἀνάγκη ἀπό τροφή, τροφή πνευματική, πού εἶναι ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ. Τό ψωμί, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη τροφή, στηρίζει τό
ἀνθρώπινο σῶμα. Κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ψωμί πού τρέφει καί
στηρίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ἀγαπητοί μου
ἀδελφοί, πώς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ἀναγκαῖος καί ἀπαραίτητος γιά
τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὅσο καί ἡ καθημερινή τροφή. Μᾶλλον δέ, ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ εἶναι πιό ἀναγκαῖος ἀπό τήν ὑλική τροφή.
Ἡ εὐθύνη τῶν κληρικῶν ἀπέναντι στόν λόγο
τοῦ Θεοῦ εἶναι τεράστια. Οἱ ἱερεῖς ὀφείλουμε νά κηρύττουμε τό εὐαγγέλιο
τῆς θείας ἀλήθειας ἀνελλιπῶς στή ζωή μας. Τό κήρυγμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ καί οἱ ἱερεῖς εἴμαστε ἁπλῶς διάκονοι, ὑπηρέτες τοῦ λόγου. Δέν
κηρύττουμε δικά μας λόγια καί δική μας σοφία. Μεταδίδουμε στούς πιστούς
τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς μεταδίδουμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ
Κυρίου, τή θεία Κοινωνία. Κι’ αὐτό γίνεται ὄχι μέ τή δική μας ἀνθρώπινη
δύναμη, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή συνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὑπάρχει, ὅμως, ἀδελφοί μου, καί ἡ εὐθύνη
τῶν πιστῶν ἀπέναντι στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἀθετεῖ τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ, τόν λόγο πού κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, περιφρονεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό. Οἱ
πιστοί δέν ἀρκεῖ νά εἶναι μόνο ἀκροατές τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί
ποιητές. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος γράφει πώς ἐκεῖνοι πού ἀρκοῦνται
στό νά ἀκοῦν μόνο τά κηρύγματα, χωρίς νά κάνουν πράξη ὅσα ἀκοῦν καί
διδάσκονται, παραλογίζονται καί ἐξαπατοῦν τόν ἑαυτό τους ὅτι τάχα κάτι
κάνουν.
Ἄς μήν ξεχνοῦμε, ἀγαπητοί μου, πώς ὅλοι,
κληρικοί καί λαϊκοί, εἴμαστε «διδακτοί Θεοῦ» καί ἑπομένως ὑπεύθυνοι
ἀπέναντι στόν θεῖο λόγο. Ὁ Μέγας Βασίλειος, γι’ αὐτή τήν κοινή εὐθύνη
καί ἐκείνων πού κηρύττουν καί ἐκείνων πού ἀκοῦν τόν θεῖο λόγο, λέει τά
ἑξῆς, σάν προσευχή, στήν ἀρχή μίας ὁμιλίας του: «Εὐξώμεθα, οὖν, ἐμοί τήν
οἰκονομίαν λόγου ἄμεμπτον καί ὑμῖν ἔγκαρπον τήν διδασκαλίαν γενέσθαι».
Ὅποιος κηρύττει, ὀφείλει νά κηρύττει ἀμέμπτως καί ὅσοι ἀκοῦν, ἔχουν
χρέος νά ἀκοῦν ἐγκάρπως, δηλαδή νά καρποφοροῦν, νά κάνουν πράξη στή ζωή
τούς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου