Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν:
– Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;
–Ἦρθα νὰ σὲ δῶ, τοῦ λέγει ὁ ἰατρός.
– Νὰ ἡσυχάσης, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ ᾽ρθῆς ἐσύ…
Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση.
– Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω! ἔλεγεν.
Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε τοῦ ἀπενεμήθη τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, εἶπεν
:– Ἀνάψτε ἕνα κηρί, εἶπε, φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον.
Τὸ κηρίο ἀνήφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμὼν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν:
– Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω.
Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ. «Τὴν χεῖρα σου τὴν ἁψαμένην*…» .
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ψάλσιμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου,παρέδωκεν τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου…»
έγεται ότι κατά την εξόδιο μεταφορά του ξεσκέπαστου φέρετρου, τον κάλυψε το χιόνι που έπεφτε πυκνό εκείνη τη μέρα -ακριβώς όπως είχε καλύψει αποθνήσκοντα τον μπαρμπα-Γιαννιό στο διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια».
Αντιγραφή από Λεξικά Γ. Μπαμπινιώτη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου