Δεν αποκλείεται, κάποιος που διαβάζει επιλεκτικά την Αποκάλυψη του Ιωάννη, να δίνει μεγαλύτερη σημασία σε κάποια λόγια της, και άλλα να τα παραβλέπει ή και να τα αγνοεί. Για παράδειγμα, μπορεί να παίρνει στα σοβαρά, και πολύ καλά κάνει, τον αριθμό χξς’, αλλά να μη δίνει σημασία στα εξής λόγια, « Λέγει ο μαρτυρών ταύτα· ναι έρχομαι ταχύ. αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού » (Απ. κβ’, 20).
Αυτά τα λόγια που βρίσκονται στο τέλος της Αποκάλυψης, ίσως κάποιος και να τα αγνοεί τελείως. Έτσι, ενώ ο Χριστός λέει, «ναι έρχομαι ταχύ», αυτός να μη του λέει «έρχου, Κύριε Ιησού », αλλά να τον αφήνει έξω να χτυπάει την πόρτα, σύμφωνα με το, «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ᾿ αυτού και αυτός μετ᾿ εμού »( Απ. γ’, 20). Πώς θα γλυτώσει ο άνθρωπος από τον αριθμό του θηρίου, αν δεν καλέσει το Χριστό μέσα του, αλλά τον κρατάει σε απόσταση;
Είναι πολύ καλό να προφέρει κανείς το Όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά, γιατί από το «έρχου, Κύριε Ιησού », να αφαιρεί το «έρχου», και να αναφέρει μόνο το Όνομά Του, με όποια άλλα, ασφαλώς σωστά και θεμιτά, συμπληρώματα δικά του; Αυτή η αφαίρεση του «έρχου», δηλαδή του έλα, δεν έρχεται σε αντίθεση, κατά κάποιο τρόπο, με τα λόγια της Αποκάλυψης, « και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης……»( Απ. γ’, 19); Μήπως έχει άλλον στην καρδιά του και δε θέλει το Χριστό κοντά του; Μήπως θέλει να υποδεικνύει αυτός στο Χριστό τι να κάνει, και έτσι δεν του λέει, έλα Κύριε Ιησού Χριστέ και κάνε ό, τι θέλεις; Μήπως ακούει άλλους διδασκάλους και όχι, « τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις » ( Απ. γ’, 22);
Όταν στην Αποκάλυψη αναφέρεται, « Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· έρχου. και ο ακούων ειπάτω· έρχου »( Απ. κβ’, 17), ποιος θα τολμήσει να πει ότι δε χρειάζεται το «έρχου»; Ποιος θα διδάξει τους άλλους να μη καλούν το Χριστό να έρθει στην καρδιά τους για να ακούσουν τα λόγια Του, αλλά να του λένε μόνο τα λόγια τα δικά τους; Τα λόγια τα δικά τους βεβαίως και πρέπει να τα λένε, γιατί είναι λόγια προσευχής, το «έρχου» όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια Του, « Εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις »( Απ. κβ’, 16). Το «έρχου», όπως γράφεται εδώ στην Αποκάλυψη, δεν είναι μόνο πρόσκληση και προσευχή προς το Χριστό για να έρθει, αφού ούτως ή άλλως έρχεται, σύμφωνα με τα λόγια Του, «έρχομαι ταχύ», αλλά είναι κυρίως αποδοχή του ερχομού του και υποδοχή του Ιδίου, αφού λέει, «έρχομαι ταχύ».
Έτσι το «έρχου», δεν είναι καθόλου ασήμαντο και περιττό ώστε να το παραβλέπει κανείς και να μη το λέει, όταν προσεύχεται στο Χριστό. Μπορεί βέβαια να ζητάει, με πολλά ή λίγα λόγια, ό, τι έχει ανάγκη, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μη λέει το «έρχου». Το «έρχου» δεν αρέσει στο διάβολο, όπως φαίνεται από τα λόγια των δύο δαιμονισμένων της χώρας των Γεργεσηνών οι οποίοι, όταν συνάντησαν το Χριστό, « έκραξαν λέγοντες· τι ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού;» ( Ματ. η’, 29). Το «έρχου» δεν αρέσει στον ασεβή που λέει στο Θεό, « απόστα απ᾿ εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι » ( Ιωβ. κα’, 14). Το «έρχου» όμως, με όλη τη σημασία της λέξεως και μάλιστα ως υποδοχή του Χριστού, άρεσε στο Ζακχαίο και το είπε έμπρακτα, αφού « υπεδέξατο αυτόν χαίρων», όταν ο Κύριος του είπε, « σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι » ( Λουκ. ιθ’, 5-6). Ύστερα από αυτά, αφού ποτέ δεν είναι αργά, όποιος θέλει το Χριστό κοντά του, ας λέει μέσα απ’ την καρδιά του, έλα, Κύριε Ιησού Χριστέ. Αμήν.
Ιωάννης Χ. Δήμος πτχ. Θεολ. & Φιλοσ. Πανεπιστημίου Αθηνών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου