Βεβαίως, και μάλιστα η
αληθινή νηστεία. Είναι γνωστά τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, « Νηστεία αληθής
η των κακών αλλοτρίωσις». Στην περίπτωση των Πρωτοπλάστων
προφανώς δεν πρόκειται για την
αλλοτρίωση των κακών, αφού δεν είχαν αμαρτήσει ακόμη, αλλά για να μη
αμαρτήσουν. Η εντολή του Θεού
ήταν συγκεκριμένη, «από δε του ξύλου του
γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού·
η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β΄,17),
Το κακό που κλήθηκαν
να αποφύγουν και να απορρίψουν οι πρωτόπλαστοι ήταν η ανυπακοή στη εντολή του
Θεού, αφού αυτό συνιστά αμαρτία. Ο
Ιωάννης γράφει, «
……καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία »( Α’ Ιω.
γ’, 4
Ύστερα από αυτά τα
διευκρινιστικά, είναι ανάγκη να γίνουν
οι παρακάτω διευκρινήσεις για να μη θεωρηθεί ότι ο Θεός απαγόρευσε στους
πρωτόπλαστους να τρώνε.
Αυτό
θυμίζει τα πονηρά
λόγια του διαβόλου
που είπε στην Εύα, «τι ότι είπεν ο Θεός, ου μη φάγητε από
παντός ξύλου του παραδείσου;» (Γεν. γ΄,1). Με άλλα λόγια, γιατί σας είπε ο Θεός
να μη τρώτε τίποτα, δηλαδή σας επέβαλε αυστηρή νηστεία.
Ο Θεός τους είπε,
«ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο εστιν επάνω πάσης της γης, και παν ξύλον, ο έχει εν
εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου,
υμίν έσται εις βρώσιν·» (Γεν. α΄,29). Τους λέει με τα λόγια αυτά να μη
τρώνε; Προφανώς, όχι.
Σχέση με το θέμα έχει και το τι απάντησε η Εύα στον όφι, «και είπεν η γυνή τω όφει· από καρπού του ξύλου του παραδείσου φαγούμεθα,
από δε του καρπού του ξύλου, ο έστιν
εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φάγεσθε
απ’ αυτού, ου δε μη άψησθε αυτού, ίνα μη αποθάνητε» (Γεν. γ΄,2-3). Με τα λόγια
αυτά η Εύα φανερώνει ότι είχε καταλάβει
τι τους είχε πει ο Θεός και λέει «από
καρπού του ξύλου του παραδείσου
φαγούμεθα», δηλαδή και η Εύα μαρτυρεί ότι ο Θεός δεν τους είπε να μη
τ
Ιωάννης Χ. Δήμος πτχ. Θεολ. &
Φιλοσ. Πανεπιστημίου Αθηνών.