Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου

http://www.imkby.gr/
Ὁ ῞Αγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα ἀπό εὐσεβεῖς καί εὔπορους γονεῖς. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τά ὀνόματά τους, οὔτε περισσότερα στοιχεῖα γι’ αὐτούς. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι, ὡς συνειδητοί χριστιανοί, μεγάλωσαν τόν Γεώργιο μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Τοῦ ἐνέπνευσαν ἀκράδαντη πίστη στόν Σωτήρα Χριστό, ἀφοσίωση στή μοναδική χριστιανική διδασκαλία καί βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς. Φρόντισαν ἀκόμα νά λάβει σοβαρή μόρφωση στά ὀνομαστά σχολεῖα τῆς περιοχῆς.
῾Η ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του σέ συσχετισμό μέ τό κλασικό σωματικό του κάλλος συνέθεταν μιά σπάνια προσωπικότητα, φωτεινό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τούς νέους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Καππαδοκίας. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ἄλλωστε οἱ καλλίμαχοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Δημήτριος, ὁ Προκόπιος, οἱ Θεόδωροι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι, ὡς θεοφόροι, ξεχώριζαν ἀπό τούς ἐμπαθεῖς εἰδωλολάτρες.
῾Ως ἐπάγγελμα ὁ νεαρός Γεώργιος διάλεξε τή στρατιωτική σταδιοδρομία. Ἐντάχθηκε στόν ρωμαϊκό στρατό καί σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χάρις στά σπάνια προσόντα του, ἀνέβηκε τή στρατιωτική ἱεραρχία. ῎Εγινε χιλίαρχος. Τόσο οἱ ἀνώτεροι, ὅσο καί οἱ κατώτεροί του στρατιωτικοί τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν θαύμαζαν γιά τά ψυχικά, διανοητικά καί σωματικά του χαρίσματα.

Ὁ Γεώργιος δέν ἔκρυβε τήν χριστιανική του πίστη. Μέ τό παράδειγμά του ξεχώριζε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες συναδέλφους του. Τό ἦθος του καί τά σπάνια χαρίσματά του φανέρωναν τήν πίστη του στό Χριστό. Ἐπίσης δέν παρέλειπε νά κάνει ἱεραποστολή στό πολυπληθές στράτευμα μέ ἀποτέλεσμα πλῆθος ἀνδρῶν τοῦ στρατεύματος νά ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό.
῾Η ὕφεση τῶν διωγμῶν ἀνάμεσα στά ἔτη 258 μέχρι 284 εἶχε ὡς συνέπεια οἱ χριστιανοί νά ἀνασάνουν γιά λίγο. Αὐτό ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ. Τό 284 ἀνέβηκε στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ ἀπέραντου ρωμαϊκοῦ κράτους ὁ Διοκλητιανός (284-305), ὁ ὁποῖος μέ διάταγμά του ἀνανέωσε τούς διωγμούς ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα, ἐπειδή πίστεψε πώς ἡ χριστιανική πίστη ἦταν ἡ αἰτία τῆς κατάπτωσης τοῦ κράτους, κήρυξε τόν χειρότερο διωγμό πού γνώρισαν οἱ χριστιανοί ὥς τότε. Γκρεμίστηκαν οἱ ναοί, κάηκαν βιβλία καί μυριάδες πιστοί ὁδηγήθηκαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τό θάνατο.
Ὁ φανατικός εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας θέλησε ἐπίσης νά καθαρίσει τό στράτευμα ἀπό τούς χριστιανούς στρατιωτικούς. ῎Εδωσε σαφεῖς ἐντολές νά ἐντοπισθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί τοῦ στρατεύματος καί νά ἀναγκασθοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, διαφορετικά νά ἐκτελοῦνται χωρίς ἔλεος. Πλῆθος χριστιανῶν στρατιωτῶν συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο. Μεταξύ αὐτῶν συνελήφθη καί ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὁδηγήθηκε μπροστά στόν αὐτοκρατορικό ἀπεσταλμένο Μαγνέντιο γιά νά ἀπολογηθεῖ.
Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος θαύμασε τό παράστημα τοῦ Γεωργίου καί ἐκτίμησε τά σπάνια προσόντα του καί γι’ αὐτό μεταχειρίστηκε ὄμορφο τρόπο νά τόν μεταπείσει νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Γεώργιος μέ θάρρος καί εὐγένεια ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στίς προτροπές τοῦ Μαγνέντιου. Τό γεγονός αὐτό ἐξόργισε τόν ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο καί διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά. Φανατικοί εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ἔμπηγαν αἰχμηρά ἀντικείμενα στό κορμί τοῦ Γεωργίου. Ἐκεῖνος προσευχόταν, ὄχι γιά τή σωτηρία του, ἀλλά γιά τήν μεταστροφή τῶν βασανιστῶν του. Τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο. Οἱ βαθιές καί ἐπώδυνες πληγές του ἐπουλώνονταν πάραυτα θαυματουργικά. Τότε ὁ Μαγνέντιος ἔδωσε διαταγή νά τόν κλείσουν στή φυλακή.
῞Υστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἔκανε περιοδεία στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός, μαζί μέ τή σύζυγό του, τήν ἑλληνίδα Ἀλεξάνδρα. ῞Οταν ἐπισκέφτηκε τό στρατόπεδο τοῦ Γεωργίου πληροφορήθηκε τό γεγονός καί θέλησε νά τόν μεταπείσει ὁ ἴδιος. Τόν ὁδήγησε λοιπόν σέ παραπλήσιο ναό τοῦ Ἀπόλλωνα καί τόν παρότρυνε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως καί πάλι ἀρνήθηκε νά ἀσπασθεῖ τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἀναφέρεται πώς τήν ὥρα πού βρισκόταν μπροστά στό ἄγαλμα τοῦ ψευτοθεοῦ, ρώτησε ὁ Γεώργιος τό ἄγαλμα «θέλεις ἐσύ ἄψυχο εἴδωλο νά λάβεις ὡς Θεός ἀπό μένα θυσία;». Τό δαιμόνιο πού κατοικοῦσε μέσα σέ αὐτό ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι «δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός, οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπό μᾶς. Μόνο αὐτός πού κηρύττεις εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἐμεῖς ἤμασταν κάποτε ἄγγελοι καί ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Ἀπό τότε φθονοῦμε τούς ἀνθρώπους καί τούς κοροϊδεύουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ θεοί γιά νά μᾶς προσκυνοῦν». Ἀμέσως ἀκού-στηκε μέγας κλαυθμός μέσα ἀπό τά ἀγάλματα καί μέ μεγάλη βοή σωριάστηκαν μόνα τους στή γῆ καί ἔγιναν κομμάτια. Τότε ἡ αὐτοκράτειρα συγκλονίστηκε ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί ὁμολόγησε πίστη στό Χριστό, ἀντίθετα ὁ θηριώδης αὐτοκράτορας, ὄχι μόνο δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τό θαῦμα, ἀλλά τό θεώρησε μαγικό τέχνασμα τοῦ Γεωργίου. Οἱ φανατικοί εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἄρχισαν νά κτυποῦν ἀνελέητα τόν ἅγιο, ὥσπου τόν ἄφησαν λιπόθυμο. Τελικά ἔδωσε ὁ αὐτοκράτορας διαταγή νά τόν ἀποκεφαλίσουν καί ἐπίσης νά ρίξουν στή φυλακή τήν Ἀλεξάνδρα.
Τό πράσινο ἀνοιξιάτικο χορτάρι ποτίστηκε μέ τό τίμιο αἷμα τοῦ μάρτυρα καί ἡ ἁγία του ψυχή ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά λάβει τόν πολύτιμο καί ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης καί ἡ Ἀλεξάνδρα πέθανε λίγο ἀργότερα ἀπό τίς κακουχίες τῆς φυλακῆς, παίρνοντας καί αὐτή τό δικό της μαρτυρικό στέφανο.
Οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς παρέλαβαν μέ εὐλάβεια καί ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ μάρτυρα μέ τιμές. Ὁ τάφος του εἶχε γίνει κέν-τρο συνάθροισης τῶν πιστῶν ὅλης τῆς περιοχῆς, γιά νά χαιρετήσουν καί νά τιμήσουν τόν καλλιμάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Πλῆθος θαυμάτων γινόταν ἐκεῖ. Τυφλοί ἔβλεπαν τό φῶς τους, παράλυτοι σύσφιγγαν τά μέλη τους, βαριά ἀσθενεῖς ἔβρισκαν τήν ὑγεία τους, πένητες διασώζονταν, αἰχμάλωτοι ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους, χάρη στήν δύναμη τοῦ Γεωργίου. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα μεταφέρθηκε ἀργότερα στήν Παλαιστίνη καί θάφτηκε ἐκεῖ. Ὁ τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα καί ἐπιτελοῦνται ἐκεῖ θαύματα ἰάσεως σέ πονεμένους χριστιανούς καί ἀλλοθρήσκους.
Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος δέν ἄργησε νά ἁγιοποιηθεῖ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθύς μετά τό μαρτύριό του ἄρχισε νά τιμᾶται ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στήν πρωτοπορία τῆς χορείας τῶν ἁγίων. Πάμπολλοι ναοί εἶναι ἀφιερωμένοι στή χάρη του, πλῆθος χριστιανῶν φέρουν μέ καμάρι τό ἡρωικό καί σεπτό ὄνομά του, ἐπίσης τοπωνύμια, περιοχές, ἀκόμα καί πόλεις φέρουν τό ὄνομά του! Στίς μουσουλμανικές χῶρες καί ἰδιαίτερα στήν Αἴγυπτο καί στήν Παλαιστίνη ὁ ἅγιος Γεώργιος τιμᾶται καί ἀπό τούς μουσουλμάνους γιά τά ἄπειρα θαύματα πού ἐπιτελεῖ καί σέ αὐτούς!
῾Η μνήμη τοῦ μαρτυρίου του ἑορτάζεται στίς 23 Ἀπριλίου. ῞Ομως ἐπειδή ἁρμόζει σέ ἐκεῖνον νά ἑορτάζεται λαμπρά ἡ μνήμη του καί ἐπειδή συχνά συμπίπτει αὐτή μέ τήν Μ. Τεσσαρακοστή, μετατίθεται, στήν περίπτωση αὐτή, τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο παιδί» ΚΑΠΟΤΕ...



http://www.pefip.gr

«Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυ -
ροι μπαίνουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρ-
διές»! Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ.
Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο
παιδί»
ΚΑΠΟΤΕ...

ΣΗΜΕΡΑ

εἶναι ἡ Ἑλληνίδα ΠΡΥ-
ΤΑΝΙΣ τῶν Πρυτάνεων τῶν Πανεπι-
στημίων τῆς Γαλλίας, ἡ Βυζαντινολόγος
κα ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ!
Μιλάει στή δημοσιογράφο Μαρία
Καραβία καί ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ:
«Καλλιρρόη, παιδί μου, κράτησέ
το τό μωρό. Εἶναι ἁμαρτία. Μπορεῖ νά
βγεῖ τό καλύτερό σου παιδί αὐτό...»!
Ἡ μητέρα ἄκουσε τή συμβουλή τῆς
μαμμῆς, παρ᾽ ὅλο πού στήν αὐλή τοῦ
σπιτιοῦ της μεγάλωναν πέντε παιδιά.
Κι ἔτσι ἦρθε στή ζωή, σ᾽ ἕνα προσ-
φυγικό σπίτι τῆς Καισαριανῆς, στήν
Ἀθήνα, ἡ μικρή τότε καί μεγάλη σή-
μερα Ἑλένη... Πρύτανις...
ΕΡ. Ποιά ἦταν ἡ στιγμή πού εἴδατε
τή ζωή μέ ἄλλα μάτια;
ΑΠ. Ἡ στιγμή πού ἀπέκτησα τό
παιδί μου. Ἤμουνα ἐννέα μηνῶν
ἔγκυος καί πῆγα στή Σορβόννη νά
ὑποστηρίξω τή Διατριβή μου. Βγαίνον-
τας ἔξω κάθισα σ᾽ ἕνα καφενεῖο νά
φάω ἕνα παγωτό. Καί μ᾽ ἔπιασαν οἱ πό-
νοι. Τό ἑπόμενο πρωί εἶχα ἀποκτήσει
τή Μαρί- Ἑλέν, τήν κόρη μου.
ΕΡ. Δέν στάθηκε τό παιδί ἐμπόδιο
στήν καρριέρα σας;
ΑΠ. Μά τί εἶναι αὐτά πού λέτε!
Ποιά καρριέρα μπροστά στό παιδί;
Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυροι μπαί-
νουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρδιές».
(Ἀπό τίς «ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗ-
ΜΕΡΙΝΗΣ», 25 Σεπτεμβρίου 1988, σελ.
37 καί 42). Καί ἀπό τό ὑπ᾽ ἀρ. 41/1989
τεῦχος τῆς Π.Ε.ΦΙ.Π.).

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...