Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Ἡ Ἐξομολόγηση τοῦ Χαρίλαου Φλωράκη

http://www.youtube.com/user/enoriaAZ#p/u/1/uFwtB3d37OE

http://www.youtube.com/user/enoriaAZ#p/u/0/87PkH-czxjA

enoriaAZ

Η βοήθεια της Θεοτόκου το '40

Μαρτυρία του Γέροντα Αμβρόσιου Λάζαρη

Στον πόλεμο εκείνιο του '40 βρέθηκα κι εγώ μέσα εκεί, στα βουνά της Αλβανίας , απο Οκτώβριο μήνα, 28 Οκτωβρίου , μέχρι το τέλος Μαρτίου, που κράτησε ο πόλεμος εκείνος. Και δεν θα σας το κρύψω, παιδιά μου, ότι η μεγάλη προστασία της Παρθένου τότε εφύλαξε τα παιδιά και το ελληνικό Έθνος. Που όχι αυτά που γίνονται σήμερα, και πολυ τραγικότερα γίνονταν την εποχή εκείνη. Και θα σας πω, 2-3 φορές βρέθηκα μέσα στο κύκλωμα εκείνο της καταστροφής. Αλλά η Χάρις του Παντοδυνάμου Θεού εφύλαγε τον στρατό μας. Και ενώ εβομβάρδιζαν τας πόλεις και τα χωριά , τα θύματα ήταν τόσο λίγα. Και σε μία περίπτωση δική μου, ατομική, με 10 στρατιώτες που είχα, έπεσε η βόμβα σε 10 μέτρα απόσταση και σκάβει επά στον βράχο και- θα πιστέψετε; σε 10 μέτρα απόσταση  δεν επληγώθη κανένας στρατιώτης. Τόση ήτανε η δύναμη της Θεοτόκου που μας φύλαγε τότε.

Aνήμερα της 28ης Oκτωβρίου 1940

Tο απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου Θεοτοκά. Είναι μια αυθεντική μαρτυρία, γραμμένη εν θερμώ την ίδια μέρα που ξέσπασε ο Eλληνοϊταλικός πόλεμος. Ο συγγραφέας καταγράφει τα προσωπικά του αισθήματα αλλά και τις πρώτες αντιδράσεις των κατοίκων της Aθήνας, όταν μαθαίνουν το νέο.
                                                                                                                                                                    Kηφισιά, 28 Oκτωβρίου 1940
Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι τριγύρω μου, στο σπίτι, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: «Tο μεσημέρι το αργότερο θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν».
Ξεκινώ για την Aθήνα νωρίτερα από την συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω για τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γρια προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι όπως μου λέει, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνουνται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιούμαι. Απάθειά μου. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Aμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Aθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της έξω για να μην τη δουν.
Φτάνω στο γραφείο, συζητώ με τον Aλέκο για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ύστερα βγαίνω στην οδό Bουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του.
Στην γωνιά Bουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της Ala Litoria. Σπάζουν πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω κι εγώ και γελώ.
Σιγά, σιγά η Aθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Eκατόχρονα της Eλληνικής Eπανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων (…) έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους , με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. (…) O κόσμος συμμετέχει σ‘ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητοκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Aθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος  μες στον αέρα, ένα ενθουσιασμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Γ.Θεοτοκάς
Tετράδια Hμερολογίου 1939-1953
Bιβλιοπωλείον της Eστίας
Kείμενα Nεοελληνικής Λογοτεχνίας, A’ γυμνασίου
 
http://geokouk.blogspot.com

Ο θάνατος του Παύλου Μελά.


Άριχιζε να νυκτώνει. Σε λίγο βγήκε ο Στρατινάκης στην αυλή για να ιδεί το σκοτωμένο· επροχώρησαν στον περίβολο του σπιτιού και ο Παύλος με τον Ντίνα και τον Πέτρο. Ο Στρατινάκης κοίταζε να πάρει τ' όλπλο του Τούρκου. Ακούσθηκε τότε ένας πυροβολισμός μονάχα. Και γύρισε ο Παύλος πίσω, λέγονας:"Στη μέση με πήρε, παιδιά".

Μπήκε μέσα, κάθισε και φώναξε τον Πύρζα: "Νίκο, που είσαι;" Έβγαλε το σταυρό του απ' το λαιμό και είπε: "Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου· και το τουφέκι , όπως σου είπα, του Μίκη· και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα". Έβγαλε το προτοφόλι με τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε. Τότε φάνηκαν αίματα και έπεσαν λίρες καταγής, γιατί είχε τρυπήσει το κεμέρι του η σφαίρα. Άρχισε να πονεί ο Παύλος κι έλεγε: "Σκοτώστε με , παιδία· πως θα μ' αφήσετε στους Τούρκους;"

Όσο περνούσε η ώρα και πονούσε δυνατότερα, βογκούσε "πονώ". Ύστερα είπε με δυνατή φωνή: "Νίκο , εσύ πως θα με αφήσεις;" Ο Πύρζας γονάτισε και τον εφίλησε στο στόμα και του είπε: "Κοντά σου είμαι, καπετάνιε· δε σε αφήνομε". Και τα χείλη του Παύλου ήταν ψυχρά. "Πονώ" έλεγε ο Παύλος και ονόμαζε τα παδιά του. Και πάλι έλεγε: "Σκοτώστε με". Δεν μπορούσε πια να κουνηθεί απο τη θέση του. Και τα παιδά του δεν τα ονόμαζε πια. "Πονώ   είπε σιγά και ξεψυχησε.
    
(Απο τη βιογραφία Παύλος Μελάς). 

Πέρα στους πέρα κάμπους

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ

Ο Γέροντας Αμβρόσιος για τον Αντώνιο Σιατίστης

Ο Γέροντας Αμβρόσιος έλεγε κατά καιρούς σε πνευματικά παιδιά του Αντωνίου (πρώην Σιατίστης) γι' αυτόν:
-Να τον κρατάτε απο το ράσο του. Είναι κοντά στον Άγιο Νικόλαο.
-Εκεί επάνω στην Κοζάνη έχετε ένα λαμπερό αστέρι που φεγγοβολά σε όλη την περιοχή.
-Αυτός είναι Άγιος!
Και όταν κοιμήθηκε πρώτος ο φίλος του (17.12.2005), είπε ο Γέροντας, που ήδη το γνώριζε, γιατί είχε επίσης πληροφορία.
-Αχ, αυτός όταν έφτασε μποροστά στην πόρτα του Παραδείσου δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στο πόμολο. Άνοιξε ο Παράδεισος μόνος του.
Και ακόμη , σ' ένα άλλο παιδι του Αντωνίου:
-Ό,τι του ζητήσεις, για να πρεσβεύσει στον Κύριο , θα στο δώσει ο Θεός.

 Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης
Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου
Ιερά Μητρόπολις Φθιώτιδος
Εκδόσεις Π. Κυριακίδης

Η εξωμολόγηση της άρρωστης γυναίκας

Κάποια γυναίκα ήταν σοβαρά άρρωστη και βρισκόταν στο νοσοκομείο σε καταστολή. Δεν είχε εξομολογηθεί και δεν είχε κοινωνήσει ποτε στη ζωή της. Η νύφη της εκμυστηρεύτηκε την κατάσταση στον Γέροντα, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα , κι εκείνος της είπε τα εξής:
-Για να μη φύγει έτσι απ 'αυτή τη ζωή, θα την εξομολογήσεις εσύ. Θα πάς πάνω απ' το κεφάλι της, θα σκύψεις στο αυτί της και θα τη ρωτήσεις τρία πράγματα. Γιατί, ας μη σου μιλάει , η ψυχή της καταλαβαίνει και απαντάει. Θα τη ρωτήσεις αν έχει σκοτώσει κάποιον, αν έχει βλάψει κάποιον και αν έχει απατήσει τον άντρα της.
Η άλλη έκανε όπως της είπε. Κι όταν τελείως , έκανε το σταυρό της και ψιθύρισε:
-Με τις ευχές του γέροντος Αμβροσίου.


Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης
Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου
Ιερά Μητρόπολις Φθιώτιδος
Εκδόσεις Π. Κυριακίδης

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Προσευχή για τους Κεκοιμημένους

Όταν ο Γέροντας ήταν εφημεριος στον Ι.Ν. των Τριών Ιεραραχών της Άνω Καισαριανής, πήγαινε πολλές φορές τα Σάββατα να κάνει Τρισάγιο στο κοιμητήριο. Ένα Σάββατο, ενώ τελούσε το τελευταίο Τρισάγιο, είδα απο το διπλανό τάφο να βγαίνει ένα χέρι και να τον καλεί. (Η γυναία που ήταν δίπλα δεν το έβλεπε). Ήταν σαν να του έκανε νόημα: "Έλα".  Εκείνος πλησίασε και έκανε Τρισάγιο. Μετά είδε το χέρι να εκφράζει την ευχαριστία του και να χάνεται.  Μάλλον ήταν ψυχή νεκρού για την οποία δεν είχαν προσευχηθεί.


Κάποτε που ήταν στην Αιδηψό και έκανε μπάνια, ξυπνούσε απο τις 3 τα χαράματα και προσευχόταν. Ένα πρωι διηγήθηκε ότι την προηγούμενη βραδιά τον επισκέφθηκαν γνωστοί κεκοιμημένοι, οι οποίοι του έδωσαν τα ονόματα τους, για να προσευχήθεί. Ένας απο αυτούς κάθισε δίπλα του στο κερβάτι και ήταν τόσο παγωμένος, που μετά έκανε 5 ώρες να συνέλθει απο το ψύχος. Ήταν λές και τον είχαν βάλει στην κατάψυξη. Απο τότε έλεγε οτι θα προσευχηθεί στον Θεό, για να του δείξει πως ζούν οι δίκαιο και πως ζούν οι άνθρωποι οι οποίοι πάνε στην κόλαση δηλαδή εκείνοι που σώζονται και εκείνοι που βρίσκονται μακριά απο τη Χάρη του Θεού...

Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης
Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου
Ιερά Μητρόπολις Φθιώτιδος
Εκδόσεις Π. Κυριακίδης

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑΔιάβασα ένα συγκλονιστικό γεγονός και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας...

Κάποιο βράδυ ένας ιερέας, πήγε κάπως αργά στην εκκλησία, γιατί είχε ξεχάσει κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ήταν σκοτεινά. Από την Ωραία Πύλη, την οποία είχε ξεχάσει ανοιχτή (δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα), βλέπει έναν αστραφτερό Άγγελο με ξίφος πύρινο στο χέρι, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, που τράπηκε σε φυγή! Φοβήθηκε! Φτάνοντας στον Νάρθηκα (ο Ναός ήταν μεγάλος), ακούστηκε μία φωνή: "Στάσου!" Στάθηκε, λοιπόν, κοκκάλωσε, μαρμάρωσε!

Μη φοβάσαι, του είπε πολύ γλυκά η φωνή. Είμαι ο Άγγελος - φύλακας του Ναού. Όταν μία Τράπεζα σε έναν Ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, τοποθετεί έναν ακοίμητο Άγγελο - φύλακα δίπλα στην Αγία Τράπεζα.
Σε όλη αυτή τη διάρκεια που έλεγε ο Άγγελος αυτά στον ιερέα, αυτός ήταν ακίνητος στον Νάρθηκα και άκουγε έντρομος, με την πλάτη προς το Ιερό.
Και συνέχισε με ακόμη πιο γλυκιά φωνή ο Άγγελος:
Έλα, γύρισε, κλείσε σε παρακαλώ την Ωραία Πύλη, που ξέχασες ανοιχτή.
(Ο Άγγελος είπε στον ιερέα "σε παρακαλώ". Πόσοι από εμάς λέμε στον συνάνθρωπό μας "σε παρακαλώ;" Πόσοι;).
Γύρισε ο ιερέας, (του είχε φύγει ο φόβος, μέσα του βασίλευε γαλήνη) και δεν είδε πλέον τον Άγγελο. Προχώρησε διστακτικά, αλλά τώρα χωρίς φόβο, με σεβασμό. Με δέος έπιασε την κουρτίνα της Ωραίας Πύλης και σιγά - σιγά την έκλεισε.
Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται: "Μην ήταν φαντασία μου; Μήπως ονειρευόμουν; Μήπως έχω παραισθήσεις;".
Ως απάντηση, όμως, άκουσε μυριάδες Αγγελικές φωνές να ψάλλουν το "Άξιον εστί". Δεν άντεξε στο άκουσμα της γλυκιάς αυτής αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε! Έπεσε κάτω!
Όταν ύστερα από λίγο συνήλθε, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε σε κανέναν. Μετά από 15 χρόνια διηγήθηκε το συμβάν, λίγο πριν πεθάνει.

Έτσι, σε κάθε Ναό, δίπλα στην Αγία Τράπεζα, υπάρχει ένας Άγγελος, που εμέις δεν τον βλέπουμε, αλλά εκείνος μας παρακολουθεί σιωπηλά !!!

Το κείμενο επιμελήθηκε ο συνεργάτης του agioritikovima.gr Κυριάκος Διαμαντόπουλος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...