Κάποιος έμπορος, χήρος μ΄ένα μικρό γιο, άρχισε από τη στενοχώρια του να πίνει πολύ. Ακολούθησαν εμπορικές ζημιές και χωρίς να το πάρει είδηση κατάντησε μέθυσος. Κάποια φορά τον συνάντησε ο π.Ιωάννης της Κροστάνδης, του είπε ότι ερχόταν γι'αυτόν και άρχισε να τον συμβουλεύει να σταματήσει το πιοτό:
-Φθάνει πια να γυρνάς στους δρόμους άπρακτος.Ήσουν άνθρωπος πριν. Άνθρωπος να ξαναγίνεις.
Μετά σηκώθηκε , φόρεσε το επιτραχήλιο του και του είπε:
-Για να γίνει μια καλή αρχή στη νέα σου ζωή πρέπει να προσευχηθούμε.
Και άρχισε να προσεύχεται...
"Με δάκρυα προσευχόταν για μένα τον αμαρτωλό , διηγείται ο έμπορος. Έπειτα μας ευλόγησε, εμένα και τον γι΄οου, υποσχέθηκε ότι θα μας επισκέπτεται και θα προσεύχεται για μας, και έφυγε...Αισθανόμουν σαν να ξύπνησα από μεγάλο και βαθύ ύπνο. Το δωμάτιο μας έγινε πιο αγαπητό σε μένα. Με δάκρυα μετάνοιας αγκάλιασα το παιδί μου...Το εμπόριο αποκαταστάθηκε και εγώ ξανάγινα πάλι άνθρωπος."
Μια φορά , διηγείται ένας επαγγελματίας , γύρισα στο σπίτι μου κάπως λιγότερο μεθυσμένος. Βλέπω μέσα ένα νέο παππούλη, που κρατούσε τον γιο μου στα χέρια του και του έλεγε τρυφερά κάτι. Πήγα να ξεσπάσω σε ύβρεις...Τα μάτια όμως του μπάτουσκα(πατερούλη) , μάτια γεμάτα αγάπη και σοβαρότητα, με καθήλωσαν. Ένιωθα ντροπή. Έσκυψα το πρόσωπο καθώς εκείνος κοίταζε κατ'ευθείαν μέσα στην ψυχή μου. Άρχισε να ομιλεί. Δεν θα μπορέσω να τα μεταδώσω όλα όσα έλεγε. Μου έλεγε ότι εδώ στην κάμαρά μου έχω τον παράδεισο, γιατί όπου υπάρχουν παιδιά εκεί υπάρχει παράδεισος, και δεν πρέπει αυτόν τον παράδεισο να τον ανταλλάσσω με την κνίσα της ταβέρνας. Δεν με κατηγορούσε, αντίθετα με διακαιολογούσε, για τη ζωή που έκανα. Μόνο που εγώ καταλάβαινα ότι ήμουν αδικαιολόγητος...'Έφυγε έπειτα και εγώ κάθησα σιωπηλός. Δεν έκλαιγα. Η ψυχή μου όμως ήταν σαν να κλαίει... Η σύζυγός μου με κοίταζε με απορία. Και να , από τότε έγινα άνθρωπος.
Μια κοπέλα θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο λόγω πολλών αιτιών από τα παιδικά της ήδη χρόνια. Όταν ποια έχασε και τη μητέρα της, ένιωσε τον εαυτό της τόσο θλιμμένο και απογοητευμένο, που άρχισε να σκέπτεται την αυτοκτονία. Κάποτε βρέθηκε στην Κροσντάνδη και βυθισμένη στις μαύρες της σκέψεις κάθισε σ' ένα παγκάκι κάποιου πάρκου. Τότε ένας άγνωστος της ιερέας πλησίασε και κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου.
"Εγώ σηκώθηκα και θέλησα να απομακρυνθώ, διηγήθηκε η κοπέλα, αλλά ο άγνωστος παππούλης με σταμάτησε και είπε:
-Με συγχωρείτε ...δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τη βαριά κατάσταση της ψυχής σας και σαν ιερέας αποφάσισα να σας πλησιάσω... Αποκαλύψετε μου τη θλίψη σας. Ίσως ο Κύριος δια μέσου εμού του αμαρτωλού , να σας καταπραΰνει και να σας παρηγορήσει...
Εγώ έκλαψα τότε πικρά, πολύ πικρά , αλλά τίποτε δεν μπόρεσα να πω παρά μόνο:
-Είμαι δυστυχισμένη, άχρηστη στον κόσμο.
-Ο μεγάλος νους του Πλάστη δεν μπορεί να κάνει τίποτε το άχρηστο στον κόσμο, μου απάντησε αμέσως ο μπάτουσκα."
Έπειτα από την απάντηση αυτή η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και άρχισε τη συζήτηση. Με ειλικρινή πατρική αγάπη ο ιερέας την ενθάρρυνε. το όνομά του δεν το αποκάλυψε. Όταν όμως αυτή διηγήθηκε το περιστατικό στους οικείους της ,δεν τους έμεινε αμφιβολία ότι ήταν ο π.Ιωάννης.