Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο
επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν
σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές
ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και
αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ'
έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω
εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του,
αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά
κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του
χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το
μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς
στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς
ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται
φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου,
καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα
ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων
ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα,
οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα
εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας
λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.
Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω
να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με
τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά
πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους
του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ.
τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας
ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα,
λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον
χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα
και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να
γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε
και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί.
Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ.
Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας
αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν
φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα
σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία
να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος;
Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι
ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων,
κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα
περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να
δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά
Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας
εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων
πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας,
αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να
δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να
κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των - και πόσον αφελώς
το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις
τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του
οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου
τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ'
εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα
Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις
μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ
αυτόν - ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι
υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι
κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν,
δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων.
Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή
πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου
γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν
απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους
οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον
όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της
Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των
εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και
απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης "ενθυμούνται" τους οικείους των,
ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό
φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι
παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις
λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων
των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή
στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον
εις όλα ταύτα;
Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων
έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν,
είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν
δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να
περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις
εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και
πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των
πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των
κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν
του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων - χωρίς μήτε ο
αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν
-, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών.
Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα
εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα
δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως.
Μη "θρησκευτικά, προς θεού". Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε
Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν
διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί.
Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο
Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός
ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το
εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς
μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν
διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.
Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου,
καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου,
τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....»
Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών
ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε "χυδαία" αληθώς προλεγόμενα,
δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του - τότε ουδείς
λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά
συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του
Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου - η
θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν
ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί·
απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν
ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν
αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου)
παρέλκει όλως.
Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο
λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός
όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον,
είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη
αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται,
φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη
ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή
πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το
ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα
βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται
να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το
πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος
να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την
απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη
δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον
ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και
φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν
ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της
θρησκείας του.
Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω
πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ
μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν
και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. "Εάν
επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η
γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.
***
Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός
Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......,
όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται
(εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα
πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν,
εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός,
μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε,
μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να
συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το
παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο
τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος
είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε
την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά
να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.
και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα
ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα.
Βλέπε, ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής,
ίνα μη τω θανάτω παραδοθής και της Βασιλείας έξω κλεισθής
αλλά ανάνηψον κράζουσα
Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών.