Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Καθήκοντα ποιμένων και ποιμαινομένων

126. γ’)Καθήκοντα των ποιμένων.
Πνευματικοί ποιμένες της Εκκλησίας λέγονται πρώτα μεν οι επίσκοποι, έπειτα δε και οι πρεσβύτεροι. Οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι αναδεικνύονται με το μυστήριο της Ιεροσύνης. Παρόμοια και οι διάκονοι, οι οποίοι δεν μπορούν μεν να τελέσουν τα Μυστήρια, βοηθούν όμως τον επίσκοπο και τον ιερέα στην τέλεσή τους. Στο μυστήριο της Ιεροσύνης, με την επίθεση των χειρών των επισκόπων και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, παίρνουν αυτοί που χειροτονούνται το χάρισμα της Ιεροσύνης, του οποίου το έργο και η διακονία είναι τριπλή: Το κήρυγμα του θείου λόγου, η τέλεση των Μυστηρίων και η διοίκηση της Εκκλησίας.
Για τα καθήκοντα των ποιμένων, που έχουν απέναντι στο ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός, μας μιλάει σχετικά πρώτα μεν ο Κύριος, έπειτα δε και ο θείος Παύλος.
Και ο μεν Κύριος, διακρίνοντας τον αληθινό ποιμένα από τους ψευδοποιμένες, που τους ονομάζει κλέφτες και ληστές, ονομάζει τον Εαυτό Του Καλόν Ποιμένα, που θυσιάζει τη ζωή Του για τη σωτηρία των προβάτων. Υποδεικνύει έτσι ο Κύριος, με το ίδιο το παράδειγμά Του, ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός πνευματικός ποιμένας της Εκκλησίας Του. Αυτός που θα ποιμάνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τους οποίους ονομάζει πρόβατα. Υποδεικνύει ακόμη, με το ίδιο Του το παράδειγμα, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, που πρέπει να έχει ο πνευματικός ποιμένας για τη σωτηρία του ποιμνίου του, θυσιάζοντας και την ίδια τη ζωή του. Ιδού και τα λόγια του Κυρίου: “Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί… Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ο ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ιω. ι’ 8, 11). Σε άλλο μέρος ο Χριστός, δείχνοντας την τέλεια χριστιανική ζωή και την τέλεια αρετή, στην οποία πρέπει να υπερέχουν κυρίως οι ποιμένες -διδάσκαλοι της Εκκλησίας- λέει: “Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 16).
Ο δε θείος Παύλος υποδεικνύει τα καθήκοντα των ποιμένων στις επιστολές Α’ και Β’ προς Τιμόθεον, καθώς και στην επιστολή του προς Τίτον, οι οποίες και γι’ αυτό λέγονται ποιμαντικές. Υποδεικνύονται ακόμη με σαφήνεια, καθαρά, τα καθήκοντα των ποιμένων και στην ομιλία που έκανε ο ίδιος ο θείος Απόστολος στους πρεσβύτερους της Εφέσου, τους οποίους κάλεσε στη Μίλητο. Η ομιλία αυτή περιλαμβάνεται στο εικοστό κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων (κ’ 17-36). Στην ομιλία αυτή, καθώς και στις τρεις ποιμαντικές επιστολές του, βλέπουμε ποιος πρέπει να είναι ο επίσκοπος και ο πρεσβύτερος. Πόσο πρέπει να επαγρυπνεί. Ποια έργα και καθήκοντα πρέπει να εκτελεί και πόσο μεγάλη και βαριά ευθύνη φέρει απέναντι στο Θεό, αν αμελήσει τα καθήκοντά του.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του θείου Παύλου, ο ποιμένας πρέπει να έχει πίστη και άμεμπτη διαγωγή. Να είναι τύπος και υπογραμμός κάθε αρετής. Να είναι ταπεινός, πράος, ανεξίκακος και ειρηνικός. Να είναι εγκρατής. Να γνωρίζει με ακρίβεια το νόμο και το θέλημα του Θεού. Να είναι ζηλωτής, πρόθυμος και ακούραστος στην εκτέλεση των πνευματικών του καθηκόντων, που αποβλέπουν στον καταρτισμό και τη σωτηρία των Χριστιανών.
Πρέπει να είναι επίσης κατάλληλος να διδάσκει, διδάσκοντας ακούραστα το ποίμνιό του. Αλλά, για να φέρει αποτελέσματα και καρπούς η διδασκαλία του, πρέπει αυτά που διδάσκει να τα τηρεί με ακρίβεια πρώτος αυτός. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, αντί να ωφελούνται οι Χριστιανοί από τη διδασκαλία του, θα βλάπτονται πνευματικά, σκανδαλιζόμενοι από αυτόν.
Πρέπει να είναι άγρυπνος φύλακας των Χριστιανών του ποιμνίου του, ώστε να μην τους παρασύρει η αμαρτία και τους εξαπατήσει ο πονηρός. Να επαγρυπνεί ώστε να μην παρασύρουν τους Χριστιανούς εκείνοι που διδάσκουν ή δημοσιεύουν στον τύπο εναντίον της πίστεως και της αλήθειας, ούτε εκείνοι που έχουν ζωή παράνομη και αντιχριστιανική, οπότε μπορεί παραδειγματιζόμενοι από αυτούς να βλαφθούν.
Μεγάλη και βαριά θα είναι η ευθύνη του ποιμένα για κάθε ψυχή, που θα χαθεί εξαιτίας της δικής του αμέλειας. Μαρτυρεί γι’ αυτό ο Ίδιος ο Θεός με το μεγάλο προφήτη Ιεζεκιήλ, λέγοντας ότι θα ζητήσει την ψυχή που χάθηκε από αμέλεια του πνευματικού ποιμένα, από τον ίδιο τον ποιμένα: “και το αἷμα αυτού, λέει (δηλαδή την ψυχή που πέθανε πνευματικά από αμέλειά σου) ἐκ της χειρὸς σου ἐκζητήσω” (Ιεζ. γ’ 18).
Πρέπει να είναι ανώτερος χρημάτων. Αφιλοκερδής και ελεήμονας. Πρέπει όχι μόνο να μη λυπάται κόπους και μόχθους και σωματικές κακουχίες, αλλά ούτε αυτή τη ζωή του, όπως είπε ο Κύριος και να είναι έτοιμος να τη θυσιάσει για τους Χριστιανούς.
Τέτοιον γενικά θέλει ο Κύριος τον πνευματικό ποιμένα. Διότι, αν δεν είναι τέτοιος, πώς είναι δυνατό να σώσει ψυχές; Πώς είναι δυνατό να καθοδηγήσει και να καταρτίσει πνευματικά και να οδηγήσει στην αιώνια ζωή τους Χριστιανούς, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός;
Για τον επίσκοπο δε, απαιτείται εκτός από την εκτέλεση των άλλων ιερών του καθηκόντων και μεγάλη προσοχή, όταν πρόκειται να προχωρήσει σε χειροτονία. Πρέπει σ’ αυτό να επαγρυπνεί και να καταβάλλει πάντοτε κάθε προσπάθεια, στο να μη μπει στην Εκκλησία, με τη χειροτονία, διάκονος ή ιερέας, ασύγκριτα δε περισσότερο, να μη μπει αρχιερέας, ο οποίος δεν έχει ορθή πίστη, διαγωγή και βίο άμεμπτο. Ακόμη δε να μη μπει στην Εκκλησία κάποιος λειτουργός του Υψίστου, που να μην έχει την ικανότητα, την προθυμία και το ζήλο στο να αναδειχθεί αληθινός πνευματικός πατέρας. Κατάλληλος να διδάσκει, να οικοδομεί, αλλά και να είναι ωφέλιμος για τη μόρφωση και τη σωτηρία των Χριστιανών. Διαφορετικά, αν αμελήσει, θα έχει βαριά ενοχή μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και κρίμα αιώνιο, αν μπει στην Εκκλησία του Χριστού ως διάκονος, ιερέας ή αρχιερέας άνθρωπος ανάξιος, που θα σκανδαλίζει και θα βλάπτει τις ψυχές των Χριστιανών, αντί να τις οικοδομεί.
Εάν δε συμβεί να γίνει χειροτονία εξαγορασμένη με χρήματα, τότε το έγκλημα και η ενοχή τόσον αυτού που χειροτονεί, όσο και αυτού που χειροτονείται, θα είναι πολύ βαρύτερη και μεγαλύτερη, γιατί πουλήθηκε με χρήματα η ατίμητη χάρη και δωρεά του Θεού, που ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
Επίσης βαριά, πολύ βαριά, είναι η ενοχή αυτού που χειροτονείται, αν χρησιμοποιήσει κοσμικούς άρχοντες ή ισχυρούς της γης, στο να πάρει οποιοδήποτε βαθμό Ιεροσύνης.
Έχοντας λοιπόν ο επίσκοπος άγρυπνη προσοχή στις χειροτονίες, είναι υποχρεωμένος όχι μόνο ο ίδιος να εργάζεται, μη λογαριάζοντας την κούραση για την κατάρτιση και τη σωτηρία του ποιμνίου του, αλλά να φροντίζει με πολλή επιμέλεια να καταρτίζει με τη διδασκαλία του και άλλα πρόσωπα από τον κλήρο και τον λαό, γι’ αυτό το σκοπό. Είναι υποχρεωμένος δηλαδή να καταρτίζει πρόσωπα με θείο ζήλο, που να συνεργάζονται μαζί του ως διάκονοι, ιερείς, πνευματικοί, κήρυκες και διδάσκαλοι στο χριστιανικό λαό, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Όταν εργάζεται έτσι ο επίσκοπος, θα αποδειχθεί στην πράξη αληθινός και πιστός λειτουργός του Κυρίου, άξιος της αιώνιας δόξας και μακαριότητας.

127. δ’)Καθήκοντα των ποιμαινομένων.
Οι ποιμαινόμενοι έχουν καθήκον να σέβονται και να τιμούν τους ποιμένες τους σαν πατέρες τους και να υπακούουν σε όλα όσα αυτοί τους παραγγέλνουν και είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Αν βλέπουν σ’ αυτούς καμιά έλλειψη, να την αποδίδουν στην ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, χωρίς να τους κατηγορούν. Βέβαια μπορεί ο ποιμαινόμενος, από αγάπη και αγνό ελατήριο, αποβλέποντας σε πνευματική ωφέλεια και οικοδομή να υποδείξει, με τον πρέποντα σεβασμό, στον ίδιο τον ποιμένα το τυχόν ελάττωμά του. Δεν έχει το δικαίωμα όμως να κακολογεί και να τον δυσφημεί, ιδίως που με την κακολογία και δυσφημία έρχεται στο λαό πνευματική βλάβη και όχι ωφέλεια.
Είναι υποχρεωμένοι ακόμη οι πιστοί να εισφέρουν και αυτοί για την κάλυψη των υλικών αναγκών των ποιμένων τους. Διότι όπως αυτοί επαγρυπνούν και προσεύχονται για τους ποιμαινόμενους και φροντίζουν για την πνευματική τους μόρφωση και σωτηρία και αγιάζουν αυτούς με τα Μυστήρια, έτσι είναι δίκαιο οι ποιμαινόμενοι να τους βοηθούν στις τυχόν υλικές τους ανάγκες.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο προορισμός του ανθρώπου”
του Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Ματθόπουλου

Η συνεχής Θεία Κοινωνία

Μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια έρχεται και ένας άλλος γλυκύς και ειρηνικός τρόπος κάθαρσης του νού κι αυτός είναι η συνεχής Θεία Κοινωνία. Είναι αυτό που λέγει έναν τροπάριο της ακολουθίας της Θείας Μεταλήψεως.

«Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει,
Θεοί το πνεύμα τον δε νούν τρέφει ξένως»

Αυτός ο λόγος, «τρέφει ξένως», σημαίνει πως το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που κοινωνούμε είναι η τροφή που καθαρίζει τους ακάθαρτους λογισμούς και αλλοιώνει αγαθώς τα φρονήματα προς ευσέβειαν. Ο λόγος αυτός μας λέγει ότι η μετοχή στα Άγια Μυστήρια φέρει κατά μυστικό τρόπο την υγεία της ψυχής και του σώματος.

Η συνεχής παρουσία της Θείας Κοινωνίας προσδίδει μυστικά δύο ευλογίες για την αντιμετώπιση των λογισμών, το ένα είναι η δύναμη της αντίστασης και το άλλο είναι ο θείος έρωτας.

Η παρουσία του Χριστού μέσα μας με την συνεχή Θεία Κοινωνία ντύνει τον πιστό με μια αγγελική πανοπλία για να μπορεί να αντέχει στα δόλια βέλη του πονηρού. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στην ύπαρξη του χριστιανού κατά μυστικό τρόπο , όπως το λέγει η προσευχή αυτή της Θείας Μεταλήψεως: «Είναι το Σώμα του Θεού που τον θεώνει και τον τρέφει, τους θεώνει το πνεύμα και τρέφει το νού με θεϊκό τρόπο». Ο νούς και η καρδιά του αγιάζονται και δυναμώνουν και αποκτούν την δύναμη να αντιστέκονται. Και λέγει ο Ιερός Χρυστόστομος:
«Η Θεία Κοινωνία είναι ένας ποταμός πιο δυνατός και πιο σφοδρός απ’ τη φωτιά, που όμως δεν κατακαίει, αλλά περιλούει και πυρπολεί αφλέκτως αυτόν που παίρνει αυτή την τροφή των αγγέλων μέσα του. Να! όπως παίρνεις το χρυσό και καθώς λειώνει στη φωτιά, αν ήταν δυνατόν να γίνει και να βουτούσες μέσα στο χέρι σου ή τη γλώσσα σου σ’ αυτόν ,τότε αμέσως θα γινόταν χρυσή , έτσι κι εδώ κι ακόμη πιο πολύ χρυσώνει την ψυχή σου το αίμα του Χριστού».

Με τη συνεχή θεία κοινωνία δυναμώνει η θέληση του πιστού και στηρίζεται από τον Χριστό με «πνεύμα ηγεμονικό» μπροστά στην ολισθηρότητα των λογισμών. Αντιστέκεται στον πειρασμό με μια δύναμη που ξεπηδά μόνη της από την καρδιά του. Μάλλον πρέπει να πούμε καλύτερα πως ο Χριστός είναι Αυτός που πολεμά και κάνει τον αγώνα και σώζεται ο πιστός εφ’ όσον είναι εντός του. Αφήνει σ’ αυτόν να πολέμα και να υπερασπίζεται. Στην πνευματική πρακτική διαπιστώνει κανείς ότι πολλές περιπτώσεις ανθρώπων μέσα από την συνεχή Θεία Κοινωνία έχουν θεραπευθεί από διάφορα ψυχικά νοσήματα.

Πολύ όμορφα και πάλι ο ίδιος ο Ιερός Πατήρ μιλά για το αίμα του αμνού που άλειψαν το Πάσχα οι Εβραίοι στις πόρτες τους και σώθηκαν από τον ολοθρευτή άγγελο και το αντιπαραβάλλει με το Αίμα του Χριστού, που κοινωνούμε στην Θεία Ευχαριστία

«Βλέπεις πως το αίμα εκείνο το αναίσθητο, το άψυχο, έσωσε τους ανθρώπους που έχουν ψυχές όχι επειδή ήταν αίμα, αλλά επειδή συμβόλιζε και προφήτευε την θυσία και το αίμα του Χριστού και όταν είδε ο ολοθρευτής το αίμα επιχρισμένο τις πόρτες, δεν τόλμησε να μπει μέσα. Έτσι λοιπόν και τώρα, όταν βλέπει ο διάβολος όχι πια το αίμα εκείνο το συμβολικό χρισμένο στις πόρτες, αλλά το αληθινό Αίμα του Χριστού χρισμένο στο στόμα των πιστών , στην πόρτα του χριστοφόρου ναού, δεν θα διστάσει πολύ περισσότερο; Διότι , αν άγγελος είδε τον συμβολικό αυτόν τύπο και ντράπηκε, πολύ περισσότερο ο διάβολος δεν θα φύγει βλέποντας αυτό το Σώμα και το Αίμα του Χριστού;».

Ο διάβολος φοβάται την Θεία Κοινωνία. Είναι αυτό που τον πονά και τον διαλύει και αδυνατεί και υποχωρεί, όταν βρίσκεται μπροστά στους συνεχώς κοινωνούντας των Αγίων Μυστηρίων. Είναι όντως το μυστικό φάρμακο που θεραπεύει τον ποικίλο λογισμό που κολλάει σαν πειρασμός μέσα στην σκέψη και καταναγκαστικά τον εμπαίζει.

Πολύ πρακτικά μας μιλάει για το θέμα αυτό ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων:
«Αν το δηλητήριο του εγωισμού σε κάνει να υποφέρεις τρομερά όπως πάντα, λάβε το μυστήριο και ο ταπεινός άρτος θα σου δώσει τη γαλήνη. Αν η ζήλια μαραίνει με τον καυτερό της άνεμο την καρδιά σου , λάβε τον άρτο των αγγέλων και η πραγματική αγάπη θα φουντώσει μέσα σου. Αν η τεμπελιά σ’ έχει κυριεύσει και νοιώθεις πως δεν έχεις κέφι για προσευχή και γα άσκηση της αγάπης στο διπλανό σου, δυναμώσου με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ασφαλώς η καρδιά σου θα γεμίσει από αγάπη. Επιτέλους αν νιώθεις να σε πιέζει ο πειρασμός για να κάνεις μια ανήθικη πράξη, ω! τότε, προπαντός τότε! λάβε το μεγαλύτερο από τα μυστήρια, και το πανάγιο σώμα του Χριστού θα σε κάνει κ’ εσένα αγνό και ολόλευκο σαν κρίνο».
Με τη συνεχή παρουσία Του κυρίου μαραίνει τον πειρασμό και ειρηνεύει την καρδιά του ανθρώπου. Είναι προτιμότερο πάνω στον πειρασμό , αντί να ξεριζώνει κάποιος με τα χέρια του το δένδρο αυτό και να πονά χωρίς αποτέλεσμα, καλύτερα να τον μαραίνει με την αγάπη στον Χριστό και την διαρκή παρουσία Του. « Η αγάπη του Χριστού νικά την αγάπη του κόσμου, «έρως έρωτι νικάται». Χριστιανός είναι αυτός που την ζωή του την συμπλέκει σε έναν μεγάλο έρωτα με τον Θεό και όχι σε έναν φόβο και άγχος για την αμαρτία και την ενοχικότητα. Δεν παλεύει τόσο με τους πειρασμούς και τον διάβολο, γιατί τους περιφρονεί και αδιαφορεί για τον πόλεμο τους, αλλά παλεύει με έναν σκοπό, να αγαπήσει πιο πολύ τον Χριστό. Αυτός ο θείος έρωτας έρχεται κατά κύριο λόγο με τη συνεχή Θεία Κοινωνία του τιμίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Αυτός ο Χριστός , εντός ημών, έχει μόνο την δύναμη να μαράνει εξ ολοκλήρου τους πειρασμούς.

Οι Εβραίοι , κάθε φορά που ατένιζαν το πρόσωπο του Μωϋσή όταν κατέβαινε απ’ το Σινά, θαμπώνονταν και δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν , διότι έλαμπε σαν ήλιος. Έτσι ακριβώς , λέει ο Ι. Χρυσόστομος, «και οι δαίμονες εκθαμβούνται , τρέμουν και αποφεύγουν να βλέπου το πρόσωπο ενός που μεταλαμβάνει, διότι εκείνη την ώρα μία θεϊκή φωτιά ξεπετάγεται από το στόμα , θέμα θαυμαστό στους αγγέλους , φοβερό στον διάβολο».

Η συνεχής Θεία Κοινωνία με τα χρόνια που περνούν γίνεται το ουράνιο φάρμακο της ψυχικής ηρεμίας και της αγγελικής αλλαγής του ανθρώπου. Εγκαθίσταται μέσα στην καρδιά του ο θείος έρωτας. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνεται το εμβόλιο της ψυχής του. Και όπως ένα άγριο δένδρο δεν μπορεί να αλλάξει όσο και να το σκαλίζουμε, όσο και να το ποτίζουμε, παρά μονάχα εάν το εμβολιάσουμε, έτσι και ο άνθρωπος, άγριο δένδρο με πάθη και αδυναμίες,, εμβολιάζεται και μεταμορφώνεται με το ουράνιο μπόλι, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γίνεται από «αγριαέλαιος» «καλιέλαιος». Η καλλιέργεια τα ψυχής και η ειρήνευσή της από τους πειρασμούς του νου και της καρδίας γίνεται με μυστικό τρόπο και μέσα στον χρόνο από τον γεωργό Χριστό. Έλεγε: «Αυτομάτη γάρ η γη καρποφορεί». Η συνεχής Θείας Κοινωνία φέρει τον αληθινό αγιασμό και την απάθεια στους πειρασμούς. Εξάλλου , χριστιανός είναι μόνο εκείνος που ζει συνεχώς εν μετανοία και εγκεντρισμένος στο σώμα του Χριστού με την συνεχή Θεία Κοινωνία.

Όμως η συνεχής Θεία Κοινωνία δεν μπορεί να εφαρμοστεί με ωφελιμιστικό τρόπο , ούτε και με καταναγκαστικό, διότι δεν πρόκειται ποτέ να ωφελήσει. Η Θεία Κοινωνία δεν είναι ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο, που το παίρνει κανείς δι’ επιβολής και εξ ανάγκης στην δυσκολία, περιμένοντας μαγικά το θαύμα, αλλά είναι η εξ όλης καρδίας ένωση μας με τον ίδιο τον Θεό, που ζει μέσα μας και εμείς εγκεντρισμένοι στο Σώμα Του. Ο πιστός που ζει στην Εκκλησία με την συνεχή Θεία είναι Θεοφόρος και Χριστοφόρος, όμαιμος και σύναιμος του Χριστού, κι αυτό μέσα στον χρόνο φέρει τον καρπό του, την κάθαρση του νου και της καρδιάς. Όπου κατοικεί ο Χριστός βασιλεύει η πηγαία χαρά και ειρήνη. Η συμμετοχή στο Ιερό Μυστήριο με την προετοιμασία των ευχών της Θείας Μεταλήψεως οδηγούν σε μία συναίσθηση των αμαρτιών και σε έναν θείο έρωτα και εκζήτηση του ελέους του Θεού. Ο φόβος Θεού και ο πόθος Θεού είναι ο άριστος της καρδιάς τρόπος προετοιμασίας για την Κοινωνία του Θεού. Και εδώ όταν λέμε φόβο Θεού δεν σημαίνει τον τρόμο του ανθρώπου σαν να βρίσκεται ενώπιον ενός αδυσώπητου άρχοντος που πρόκειται να τον τιμωρήσει και να τον κατακόψει και ως καταναγκασμένος δούλος τον φοβάται, αλλά σημαίνει την εν μετανοία και μετά δακρύων συναίσθηση των αμαρτιών του, καθώς και την γλυκεία αγάπη και συγχώρηση του Θεού. Όταν ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του διεργάζεται το μυστήριο της μετανοίας καθώς και το μυστήριο του θείου πόθου και έρωτος, τότε τα άχραντα Μυστήριο και ο Άρτος της Ζωής είναι καθαρτικός του νου τρόπος.

Αρχ. Σεβαστιανός Τοπάλης

Μετάνοια και ψυχική υγεία κατά τον Ιερό Χρυσόστομο

Γ΄. Η άμεση και πρακτική αντιμετώπιση των ψυχικών νοσημάτων από πνευματικής σκοπιάς
4.Η συνεχής Θεία Κοινωνία.

Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ή διαβολή είναι πολύ κακό. Γι’ αυτό καί ό πειρασµός λέγεται διάβολος. ∆ιαβάλλει- άλλα λέει στον έναν, άλλα στον άλλον καί δηµιουργεί σκάνδαλα

Τι σκανδαλοποιοί είναι µερικοί!
Ήταν δυό φίλοι στην Κόνιτσα πολύ αγαπηµένοι. Τις γιορτές και τις Κυριακές δέν γύριζαν µέσα στην πόλη· έρχοντανστό µοναστήρι, στό Στόµιο· έψελναν κιόλας. Ύστερα ανέβαιναν στό βουνό,
Μιά µέρα
ένας διεστραµµένος τύπος τους έβαλε σκάνδαλα. Πάε ιστον έναν καί τοϋ λέει: «Ξέρεις τί είπε για σένα αυτός; Αυτό καί αυτό». Πάει µετά καί στον άλλον καί τοϋ λέει: «Ξέρεις τί είπε γιά σένα αυτός πού τον έχεις φίλο;
Αυτό καί αυτό». Αµέσως έγιναν καί οι δυό θηρία καί πιάνουν έναν καυγά µέσα στό µοναστήρι! Έν τω µεταξύ εκείνος πού έβαλε τό φυτίλι έφυγε, καί αυτοί δώσ'του νά µαλώνουν. Ό µικρότερος ήταν καί λίγο νευρικός καί έβριζε τον µεγαλύτερο.
«Τώρα, λέω, τί νά κάνω; Βρέ τον πειρασµό, τί κάνει!». Πάω καί λέωστον µεγάλο:
«Κοίταξε, µικρός είναι· άφοϋ είναι καί λίγο νευρικός, µην τόνπαρεξηγής- ζήτησε του συγγνώµη». «Πάτερ, τί συγγνώµη νά ζητήσω, µού λέει,δέν βλέπεις πώς µέ βρίζει; Έγώ ούτε καν έχω ιδέα από αυτά πού λέει». Πάω καί στον µικρό καί τοϋ λέω: «Κοίταξε, µεγάλος είναι· δέν ειναι έτσι πού τά βλέπεις τά πράγµατα· πήγαινε, ζήτησε του συγγνώµη». Αρπάχθηκε εκείνος· έβαλε τις φωνές: «Θά µαλώσουµε καί µαζί, Πάτερ!». «Έ, νά µαλώσουµε, ρέ Παντελή! Άφησεµε όµως νά ετοιµασθώ λίγο...», τοϋ είπα καί έφυγα. Έξω άπό τό µοναστήρι είχακάτι ξύλα µακριά, γιά νά φράξω τόν κήπο. Πάω, παίρνω άπό τετρακόσια µέτρα µακριά ένα ξύλο κοντά πέντε µέτρα καί τό σβάρνιζα σιγά-σιγά, γιά νά τόν κάνω νά γελάση. Εκείνος άκουγε πού τό σβάρνιζα, άλλα πού νά φαντασθή τί τό ήθελα! Μπήκα µέσα στην αυλή σβαρνίζοντας τό ξύλο, µέχρι πού έφθασα κάτω άπό τόν νάρθηκα. «Σταµάτα, ρέ Παντελή, νά µαλώσουµε!», λέω. Έσκασαν στά γέλιακαί οι δυό, µόλις κατάλαβαν τί τό ήθελα τό ξύλο! Αυτό ήταν. Έσπασε ό πάγος. Έσκασε ό διάβολος. «Είστε στά καλά σας; τους λέω· τί εΐναι αυτά;». Και αγαπήθηκαν πάλι.-
Ή διαβολή τήν ίδια µέρα έγινε;-
Ναί, και βρίζονταν άσχηµα! Βλέπεις ό διάβολος τί κάνει;
Ό άλλος ίσως τους ζήλευε πού ήταν τόσο αγαπηµένοι σάν αδέλφια, διέβαλε τον έναν στον άλλον καί έφυγε.
Ή διαβολή είναι πολύ κακό. Γι’ αυτό καί ό πειρασµός λέγεται διάβολος.
∆ιαβάλλει- άλλα λέει στον έναν, άλλα στον άλλον καί δηµιουργεί σκάνδαλα. Καί ειδές, τά πίστεψαν οι καηµένοι καί πιάστηκαν!- Επίτηδες τά είπε εκείνος;- Ναί, γιά νά τους χωρίση από... αγάπη, ήγουν από φθόνο...

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ   ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΗΣΗ 


ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ    25 ΝΟΕ 2012

Λειψανοθήκη της Ιεράς Μονής Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Αγίας Αικατερίνης, με το άφθαρτο χέρι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης.

Λειψανοθήκη της Ιεράς Μονής Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Αγίας Αικατερίνης,
με το άφθαρτο χέρι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης.

Ι.Μ. ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΙΝΑ


Ένα οδοιπορικό στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά. Της δημοφιλούς περιηγήτριας Μάγιας Τσόκλη στην τηλεοπτική εκπομπή της ΝΕΤ, Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με την Μάγια Τσόκλη.
A pilgrimage to the Holy Monastery of Saint Catherine at Mount Sinai. The popular pilgrim Tsokli Maya in the television broadcast of NET Travel to Greece with Maya Tsokli.

Πως πρέπει να παίρνουμε το αντίδωρο και τι πρέπει να ξέρουμε για αυτό;


Ο Ιερός Καβάσιλας μας λέει: «Ο άρτος που διανέμεται ως αντίδωρο, έχει από πριν αγιασθεί,
επειδή προσφέρθηκε στον Θεό. Όλοι οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί τον δέχονται με ευλάβεια μέσα στην δεξιά κυρτή τους παλάμη και ασπάζονται το δεξί χέρι του Ιερέως που πριν από λίγο ακούμπησε και κομμάτιασε το πανάγιο Σώμα του Σωτήρος Χριστού. Επειδή αγιάσθηκε ολόκληρο, γιαυτό πιστεύεται από την Εκκλησία μας ότι το χέρι του λειτουργού μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό σε όσους το αγγίζουν και το ασπάζονται»



Βασικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για το αντίδωρο:

Πρέπει να μοιράζεται μέσα σε ησυχία και τάξη

Το παίρνουμε από το χέρι του Ιερέα και όχι από το παγκάρι

Τοποθετούμε το δεξί μας χέρι πάνω στο αριστερό και με ανοιχτή την παλάμη

Οι ιεροψάλτες ψάλλουν ύμνους κατά την διάρκεια της διανομής

Πρέπει να είμαστε νηστικοί για να το φάμε.

Το καταναλώνουμε όλο και δεν το πετάμε πουθενά.

Μην ξεχνάμε ότι δίνεται αντί-δώρου δηλαδή αντί για το μεγάλο δώρο που είναι η Θεία Κοινωνία, αλλά και ως επιπλέον δώρο για αυτούς που κοινώνησαν. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι ουδεμία σύγκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ του αντιδώρου και της Θ. Κοινωνίας ή να θεωρηθεί το αντίδωρο ως “ισάξιο” της Θ.Κοινωνίας.



Πιο αναλυτικά (του π.Θεολόγου) :

α. Το αντίδωρο βγαίνει από τα πρόσφορα, που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θ.Λειτουργία. (γι’αυτό και η ονομασία “πρόσφορο”, από το ρήμα προσφέρω). Το πρόσφορο ζυμώνεται με προσευχές και θυμιάματα και σφραγίζεται με τα σύμβολα του Χριστού μας ΙC XC ΝΙΚΑ. Γι’αυτό ήδη από την παρασκευή του ενέχει ευλογία, δεν είναι κοινός άρτος. Με το που προσφέρεται στο Αγιο Βήμα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερο αγιασμό. Τελικά, αμέσως μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, όπου το τμήμα του προσφόρου, που προσκομίσθηκε στο Αγιο Δισκάριο και την Αγία Τράπεζα, έγινε Σώμα και Αίμα Χριστού, παίρνει ο Λειτουργός τα κάνιστρα με το Αντίδωρο ένα-ένα και τα υψώνει εμπρός από την Αγία Τράπεζα λέγοντας “Μέγα το Όνομα της Αγίας Τριάδος”. Αυτό είναι μιά προσομοίωση της πράξεως που προηγήθηκε στο “τα σα εκ των σων”, όπου ο Λειτουργός ύψωσε και σχημάτισε στον αιθέρα το σχήμα του Τιμίου Σταυρού, δοξολογώντας ευγνωμονικά τον Πλαστουργό μας. Έτσι το Αντίδωρο αποκτά και μιά ακόμη ευλογία. Επίσης ωρισμένοι Ιερείς λέγουν και μιά άλλη σύντομη ευχή (όχι απαραίτητη – η ευλογία κατέρχεται με τη Δοξολόγηση του εν Τριάδι Προσκυνητού και Λατρευτού Θεού μας): “ευλόγησον, Κύριε, τους άρτους τούτους και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας αγίασον”. Ομοίως, άλλοι Λειτουργοί προσθέτουν έναν Θεομητορικό Ύμνο: “η το Χαίρε δι’Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε σώζε τους σε μεγαλύνοντας”. Και κάπου συνάντησα έναν ευσεβέστατο Εφημέριο (σε χωριό των Καλαβρύτων) που λειτουργεί καθημερινώς! να λέει “η το Χαιρε δι’Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε Υπερένδοξε, Απειρόγαμε, Υπερευλογημένη, σώζε τους σε μεγαλύνοντας”. Τούτο, πραγματικά, έχει τη θέση του, διότι το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου. Είναι τμήμα του προσφόρου, απ’όπου προήλθε ο Αμνός του Θεού. Και άκουσα κάποτε ένα παιδάκι που κοινώνησε να προσέρχεται στο Αντίδωρο και να λέει, “μαμά, να πάρουμε τώρα και την Παναγία μας”.



β. Καλό είναι το Αντίδωρο να υπάρχει σε ένα κάνιστρο κοντά σε όσους κοινωνούν, ώστε αμέσως μετά τη Θ.Μετάληψη να λαμβάνουν ένα κομμάτι και να σπογγίζουν τα χείλη και το στόμα τους.

γ. Μερικοί αποζητούν το λεγόμενο “Ύψωμα”. Αυτό είναι Αντίδωρο, αλλά τέτοιο κομμάτι που να διατηρεί τη σφραγίδα του Κυρίου (IC XC ΝΙΚΑ) πάνω του. Και το θεωρούμε πιό τιμητικό. Το προσφέρει ο Ιερεύς σε όσους ήδη είχαν προσκομίσει πρόσφορο γιά την τέλεση της Θ.Λειτουργίας, ή σε όσους τιμώνται (πχ Δήμαρχος του τόπου) ή σε συγγενείς ανθρώπου, του οποίου τελούμε Μνημόσυνο, προς παρηγορίαν τους μεγαλυτέρα. Τούτο όμως δεν πρέπει να καταλήγει να γίνεται αφορμή ξεσυνέργιας ή παρεξηγήσεων. Ίδια είναι η ευλογία που παίρνουμε. Ακόμη και με τα ψίχουλα που απέμειναν στο κάνιστρο!! Κι’όσο πιό ευλαβική και κατανυκτική και ανώτερη και εύτακτη είναι η ψυχή μας, τόσο πιό πολύ ωφελούμεθα..

δ. Παίρνοντας το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, συγχρόνως και επικοινωνούμε μαζί του. Τον προσεγγίζουμε. Έκείνος λουσμένος στην ιερότητα και τη θεΪκή Χάρη (και στον ιδρώτα συχνά, έναν ξεχωριστό ιδρώτα κατανύξεως) κι’οι εκκλησιαζόμενοι, που μέχρι τώρα ήταν απέναντι, κάπως απόμακροι, να έρχονται και να τον εγγίζουν, σα να εγγίζουν τον ίδιο το Χριστό μας. Εκείνη τη στιγμή και ο Ιερέας θα δείξει μιά διακριτική οικειότητα προς κάθε ψυχή της Ενορίας του, θα τους χαιρετήσει με το όνομά τους, θα τους ευχηθεί, θα στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον κατάκοιτο της οικογενείας κοκ. Λιτά όμως. Και χωρίς διαχύσεις ή πληθωρικά χαμόγελα ή άσχετα θέματα και καθυστερήσεις. Μέσα στο κλίμα της Λειτουργίας!.

ε. Αρκετές φορές από τα πρόσφορα που έφεραν οι πιστοί περίσσεψαν πολλά. Είναι ευλογία αυτό. Δείχνει πόσο οι πιστοί συμμετέχουν στο μεγάλο γεγονός της Θ.Λειτουργίας. Οι Ιερείς κρατούν ωρισμένα, γιά να λειτουργήσουν ενδιαμέσως της εβδομάδος, και τα υπόλοιπα είναι επιτρεπτό να τα διοχετεύσουν σε σπίτια ευσεβών χριστιανών. Σκεφθείτε μάλιστα όταν υπάρχει πανηγύρι, πόσα περισσεύουν!.. Δεν είναι άτοπο να τα παραλάβουν οι πιστοί, αλλά πρέπει να παρατεθούν στο τραπέζι, όπου καθόμαστε κανονικα΄και κάνουμε προσευχή, τραπέζι οικογενείας, όπου όλα είναι ευλογημένα και ιερά, και έτσι το πρόσφορο, που το λαμβάνουμε ως ψωμί, προσθέτει στην ιερότητα του τραπεζιού μας. Υπάρχει και η περίπτωση να το φρυγανίσουμε λίγο, ώστε να διατηρηθεί και να το λαμβάνουμε με το τσάϊ μας. Ομοίως και ευλογημένο τμήμα Αντιδώρου μπορούμε να φρυγανίζουμε (γιά να διατηρηθεί πολλές μέρες), ώστε να λαμβάνουμε το πρωϊ κατά την προσευχή μας..

Πηγή:orthodox-answers.blogspot.gr

Η Αγία Αικατερίνα Πολιούχος της Ιεράς Μονής Σινά



Αξιοζήλευτο δώρο του Θεού στη Μονή αποτελούν τα Ιερά Λείψανα της αγίας Αικατερίνης, τα οποία βρέθηκαν στο Παρεκκλήσιο της κορυφής του όρους που φέρει σήμερα το όνομά της. Γεννήθηκε στη Αλεξάνδρεια το 294 μ.Χ. από αριστοκρατική ειδωλολατρική οικογένεια και πήρε το όνομα Δωροθέα. Σπούδασε στις εθνικές σχολές της εποχής φιλοσοφία, ρητορική, ποίηση, μουσική, μαθηματικά, αστρονομία και ιατρική. Το απαράμιλλο σωματικό της κάλλος, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή με τη οποία ήταν στολισμένη, την έκαναν περιζήτητη νύφη. Αυτή όμως αρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος Μοναχός της γνώρισε το αληθινό Νυμφίο των ψυχών, τον Ιησού Χριστό. Βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Αικατερίνα, που κατά μία εκδοχή σημαίνει Στεφανία ή Πολυστεφανία.

Κατά τη διάρκεια των διωγμών του Αυτοκράτορα Μαξιμίνου, στις αρχές του 4ου αιώνα, ομολόγησε την πίστη της στον Ιησού Χριστό και δημοσίως κατηγόρησε τον Αυτοκράτορα για τις θυσίες του προς τα είδωλα. Εκείνος διέταξε πενήντα ρήτορες από όλη τη αυτοκρατορία να τη μεταπείσουν, αλλά αντιθέτως αυτοί πείσθηκαν από εκείνη, από τα ρητά των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, τα σχετικά με το αληθινό Θεό, και επίστευσαν στο Ιησού Χριστό. Μετά από αυτό η Αγία βασανίσθηκε σκληρά, αλλά αντί να καμφθεί το ηθικό της κατόρθωσε με το ένθεο παράδειγμά της να προσελκύσει στη Χριστιανική πίστη τη σύζυγο του Αυτοκράτορα και άλλα μέλη της Αυτοκρατορικής Αυλής.

Κατά την παράδοση, μετά από το αποκεφαλισμό της, άγγελοι παρέλαβαν το σώμα της και το μετέφεραν στην κορυφή του υψηλότερου όρους του Σινά, το οποίο σήμερα φέρει και το όνομά της. Ανάμεσα στον 8ο με 9ο αιώνα η ύπαρξη του αγίου λειψάνου αποκαλύφθηκε σε όνειρο Μοναχών της Μονής, οπότε και έγινε η ανακομιδή και η τοποθέτησή του στο Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής, μέσα σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Το μύρο που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα της αγίας είναι ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς τη αγία Αικατερίνα και το όνομά της διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά η Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή της αγίας Αικατερίνης . 
 
Η Αγία Αικατερίνα, Εικόνα, 13ος αι.
Η Αγία Αικατερίνα, Εικόνα, 13ος αι.

Η Αγία Αικατερίνα, Εικόνα, 17ος αι. Η Αγία Αικατερίνα, Εικόνα, 16ος αι.
Η Αγία Αικατερίνα μεταφερόμενη από τους Αγγέλους, Χρυσοκέντημα.Ποδέα, 1763 Η Αγία Αικατερίνα μεταφερόμενη από τους Αγγέλους, μεταλλική επένδυση από Λάρνακα Αγίας Αικατερίνης, 1860
Η Αγία Αικατερίνα με Σκηνές από τον Βίο της, Χρυσοκεντημα, Πύλη, 1770  
Επιλέξτε τις εικόνες για μεγένθυνση

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΚΑΜΑΡΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 633-639

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΚΑΜΑΡΑ

― Σχώρα με, Ἀρετώ, σχώρα με!
― Θεὸς σχωρέσ᾽, Θεὸς σχωρέσ᾽, πατέρα!
― Μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή σ᾽, κορίτσι μ᾽ Ἀρετώ!
― Μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή μ᾽, πατέρα· σχωρεμένος νά ᾽σαι!
Κ᾽ ἐψυχομάχει ἐπὶ ἡμέρας κ᾽ ἑβδομάδας ὁ γερο-Κουμενής, κ᾽ ἐβασανίζετο φρικτὰ εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ἄλλου, πρὶν πατήσῃ εἰς τοῦ ζοφεροῦ ᾍδου τὸν οὐδόν. Καὶ τυραννούμενος, ἀφανισμένος καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἐξαφανισθῇ, πνιγόμενος καὶ μὴ δυνάμενος ν᾽ ἀποπνιγῇ, ἐπεκαλεῖτο τὴν εὐχήν, τὴν συγγνώμην τοῦ ἰδίου τέκνου του, τῆς κόρης του Ἀρετῆς, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀπὸ τὸν πρῶτον γάμον. Τὴν ἐπεκαλεῖτο ὄχι πλέον μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐγίνετο ὑγιής, νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν κλίνην, νὰ ζήσῃ, ἀλλὰ διὰ νὰ βαραθρωθῇ, νὰ πέσῃ εἰς τὴν μαύρην ἄβυσσον.
Ὕστερον ἀπὸ χρόνους πολλούς, ὁμῆλιξ σχεδὸν τῆς μητρός μου, ὅταν ἤμην παιδίον, διηγεῖτο ὅλα ταῦτα, ἡ Ἀρετή, ἡ σύζυγος τοῦ Μπόζα, εἰς τὴν μητέρα μου. Καὶ τὴν ἤκουσα ν᾽ ἀπαγγέλλῃ, μὲ πάθος καὶ μὲ ἁπλότητα ἓν ᾆσμα τοῦ λαοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον εὕρισκεν, ὡς φαίνεται, ἐμφαντικὴν ἀλληγορίαν καὶ ἔμμεσον σχέσιν μὲ τὴν ἰδίαν τύχην της.
*
* *
Καμάρα χτίζαν στὸ γιαλό, καμάρα δὲ στεριώνει
ἀποβραδὺ τὴ χτίζανε, καὶ τὸ πρωὶ γκρεμ᾽ζόταν.
Πουλάκι πῆγε κ᾽ ἔκατσε δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα·
δὲν κελαηδοῦσε σὰν πουλί, δὲ λέει πῶς λέει τ᾽ ἀηδόνι
μόν᾽ κελαηδοῦσε κ᾽ ἔλεε ἀνθρωπινὴ λαλίτσα:
«Ἂ δὲ στοιχειῶστε ἄνθρωπο, καμάρα δὲ στεριώνει·
»οὔτε φτωχόν, οὔτ᾽ ὀρφανό, ᾽δὲ ξένο, ᾽δὲ διαβάτη,
»μόνο τοῦ πρωτομάστορη τὴν πρώτη του γυναῖκα».
Ὁ μάστορης σὰν τ᾽ ἄκουσε, στέλνει τὸ μαθητή του·
«Ἔλα, ἔλα, κυρ᾽ Ἀρετή, ἔλα, σὲ θέλει ἀφέντης»·
«―Ἄνε μὲ θέλῃ γιὰ καλό, νὰ στολιστῶ νὰ ἔρθω·
κι ἄνε μὲ θέλῃ γιὰ κακό, νὰ ἔρθω ὅπως εἶμαι».
«―Ἔλα, ἔλα, κυρ᾽ Ἀρετή, ἔλα καὶ σὲ προσμένει»…
Τρεῖς ἀδερφάδες ἤμαστε, κ᾽ οἱ τρεῖς στοιχειὸν ἐμπῆκαν·
τὴν Εὐδοκιὰ στὸν Τύρναβο, τὴ Μάρω στὸ γεφύρι,
κ᾽ ἐμένα, τὴν κυρ᾽ Ἀρετή, δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα.
*
* *
Καὶ ἡ ταλαίπωρος Ἀρετὴ ἡ Μπόζαινα, ἴσως ἕνεκα τῆς ταυτότητος τοῦ βαπτιστικοῦ ὀνόματος, εὕρισκε μυστηριώδη ὁμοιότητα μεταξὺ τῆς τύχης τῆς ἡρωίδος τοῦ ᾄσματος τούτου, καὶ τῆς ἰδίας πικρᾶς μοίρας της, ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τὴν ὀλιγωρίαν τοῦ συζύγου της τοῦ καλουμένου Πατσοστάθη ἢ Μπόζα, ὅστις, καίτοι γεωργὸς μὲ ἀγροὺς καὶ κτήματα, δὲν ἠγάπα πολὺ τὴν ἐργασίαν, ἀλλ᾽ ἐπροτίμα νὰ μετέρχεται εἰς τὴν ἀγορὰν τὸ ἔργον τοῦ μακελλάρη, θητεύων πλησίον ἄλλων ζῳεμπόρων. Τοῦ ἤρεσκε νὰ κυλίεται εἰς τὰ σφαγεῖα, ὡς ἀληθινὸν «χασαπόσκυλο», νὰ τρώγῃ καθημερινὰ γιουβέτσια, καὶ χορταίνῃ τὸν οἶνον καὶ τὸν ὕπνον, ἀφήνων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νηστικὴν κατ᾽ οἶκον τὴν συμβίαν ὁμοῦ μὲ τὰ πέντε παιδία της. Ἡ Ἀρετή, χρηστή καὶ φρόνιμη, ὑπέφερε μὲ «μαρτυρικὴν ὑπομονήν», κ᾽ ἐζοῦσεν, ὅπως τόσαι ἄλλαι, οἰκονομοῦσα καὶ ξενοδουλεύουσα.
Καὶ μαζὶ μὲ τὸ ᾆσμα τῆς Στοιχειωμένης Καμάρας, διηγεῖτο εἰς τὴν μητέρα μου τὴν ἁπλῆν καὶ σύντομον ἱστορίαν τῆς ἀσήμου ζωῆς της.
*
* *
Πέντε χρόνων ἦτον ὅταν ἡ μάννα της τὴν ἄφησεν ὀρφανὴν εἰς τὸν κόσμον. Ὁ πατήρ της, ὕστερον ἀπὸ ἔτος, ἐξαναπανδρεύθη. Ἡ μητρυιά της ἦτον «ἀπὸ τὸ σόι τοῦ Καραμουσαλῆ». Ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐμίσησεν, ἀλλὰ τὴν ὑπέφερεν ἐπ᾽ ὀλίγον καιρόν. Ὅταν μετὰ ἔτος ἄρχισε νὰ γεννοβολᾷ καὶ νὰ σπαργανίζῃ*, τότε ὁ φθόνος της πρὸς τὴν προγονὴν ἐτριπλασιάσθη. Κατ᾽ ἀτυχίαν αὐτῆς τῆς μικρᾶς, εἶχε γεννήσει θῆλυ. Ὤ, βεβαίως αὐτὴ ἡ μικρὴ κουρούνα, ἡ κουκουβάια, ἔπταιεν. Ἐὰν εἶχε καλὸ ποδαρικό, θὰ ἔφερνεν ἀγόρι κατόπιν της. Τότε καὶ ἡ θέσις τῆς προγονῆς θὰ ἐγίνετο πολὺ ἀνεκτοτέρα εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλὰ διὰ νὰ εἶναι τέτοια «γουρνοπόδαρη»* ἔφερεν ἄλλην κόρην ὄπισθέν της. Ἑπόμενον ἦτο νὰ μὴ προξενήσῃ καλὸν οἰωνὸν εἰς τὴν μητρυιάν της. Ἀφοῦ ἡ Καραμουσαλίνα ἀνέθρεψεν ἐπὶ ἔτος μὲ πολλὰς φροντίδας τὴν κόρην της, ὑβρίζουσα, βλασφημοῦσα, δέρνουσα, πότε μὲ τὸ τσόκαρο καὶ μὲ τὸ πέλμα τῆς κουντούρας*, πότε μὲ τετραπλοῦν τὸ σχοινί, ὅπου ἅπλωνε καθημερινῶς τὰ σπάργανα τῆς μικρᾶς, γύρω, εἰς τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας (ἐπειδὴ ὅλον τὸν χειμῶνα δὲν ἔπαυσε νὰ βρέχῃ καὶ νὰ χιονίζῃ) τὴν δυστυχῆ προγονήν της, πάλιν εὑρέθη ἔγκυος, πρὶν ἀπογαλακτίσῃ ἀκόμη τὴν μικρὰν Μαριώ της. Ὅταν αὕτη ἦτον 19 μηνῶν, ἐβγῆκεν εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἡ Λενιώ, ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός της. Ὤ, τότε ἡ θέσις τῆς Ἀρετῶς κατήντησεν ἀφόρητος. Ἰδοὺ εἰς διάστημα ὀλιγώτερον τῶν τριῶν ἐτῶν δύο ἀδελφὰς ἀπὸ τὸν ἴδιον πατέρα της, αὐτὴ ἡ γρουσούζα, ἔφερε κατόπιν της!
*
* *
Ἦτο μίαν πρωίαν, φθινοπωρινὴν πρωίαν σχεδὸν τόσον ὡραίαν, ὡς νὰ ἦτο ἐαρινή, ὅταν ὁ Κουμενὴς ἐπῆρε μίαν βάρκαν τοῦ γείτονος κ᾽ ἐβαρκαρίσθη χωρὶς ἄλλον σύντροφον, ναύτην ἢ κωπηλάτην, μὲ σκοπὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα γιαλὸν ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, στὴν Καναπίτσα, ἐντὸς τοῦ μεγάλου μεσημβρινοῦ λιμένος. Ἐπῆρε κ᾽ ἕνα μπαλτὰν μαζί του, καὶ μίαν ἀπόχην, κ᾽ ἕνα γάντζον. Ἴσως εἶχε σκοπὸν νὰ κόψῃ ξύλα, νὰ γεμίσῃ τὴν βάρκαν, περισσότερον, παρὰ νὰ γιαλέψῃ*. Ἐπῆρε μαζί του καὶ τὴν μικρὰν ὀκταετῆ Ἀρετώ· ἴσως, διὰ νὰ τοῦ κουβαλᾷ ξύλα, ὅσον ἠμποροῦσε νὰ σηκώσῃ ἀπὸ τὸν λόγγον τὸν πλησιέστερον εἰς τὴν ἄμμον τοῦ γιαλοῦ.
Ὁ Κουμενὴς ἔβαλε τὴν κόρην του νὰ καθίσῃ παρὰ τὴν πρῷραν, καὶ ἤρχισε νὰ κωπηλατῇ. Ἡ βάρκα ἔπλευσε μακράν, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ χωρίον, ὥστε τὰ σπίτια ἐφαίνοντο πλέον ὡς κοτέτσια μικρά, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐφαίνοντο πλέον ὡς ποντίκια πηδῶντα, ὅσοι ἐβάδιζον ἐπάνω εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιάν, εἰς τ᾽ ὀροπέδιον· κ᾽ αἱ γυναῖκες ἐφαίνοντο ὡς σεισουρίδες, ὅσαι ἔπλυνον ροῦχα κάτω εἰς τὴν Φτελιά, εἰς τὸν αἰγιαλόν, κάτω ἀπὸ τὰ Μνημούρια.
Ἐπλησίαζεν ἡ βάρκα νὰ φθάσῃ πέρα, εἰς τὴν Καναπίτσαν, καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν τὰ νερὰ τὰ βαθυκύανα κι ἄπατα, ἔφθασαν εἰς ρηχά, γαλανὰ κ᾽ αἰθέρια νερά, ὅπου γοργόνες καὶ νεράιδες θὰ ἐχαίροντο νὰ κολυμβοῦν, καὶ νὰ βουτοῦν κάτω εἰς τὸν μαγικὸν πυθμένα, μὲ τὰ ἄντρα καὶ τὰ βρύα, καὶ τὰ μαργαρώδη κογχύλια, καὶ μὲ τ᾽ ἀπειράριθμα ὡραῖα ψαράκια ποὺ ἔπαιζαν κοπαδιαστὰ κάτω.
Ὁ Νικόλας ὁ Κουμενὴς ἐθώπευε λίαν τρυφερῶς τὴν μικρὰν κόρην του, καὶ τῆς ἔδειχνε τὰς καλλονὰς τοῦ πυθμένος καὶ τοῦ γιαλοῦ.
― Κοίταξε, Ἀρετάκι μ᾽, κοίταξε κάτω, βλέπεις τὰ ψαράκια, πῶς γυαλίζουν κοκκινωπὰ καὶ γαλαζούτσικα;
― Τὰ βλέπω, πατέρα.
― Κοίταξε τὰ μούσκλια τὰ πρασινούτσικα, κοίταξε τὰ φύκια! ἰδὲ τὰ στρειδάκια, τὰ χαλίκια· τί ὄμορφα ποῦ ᾽ν᾽, Ἀρετάκι!
―Ὄμορφα, πατέρα.
― Κοίταξ᾽ ἕνα πραματάκι ἐκεῖ κάτω!… Τὸ βλέπεις, Ἀρετούλα μου;… Σκῦψε νὰ ἰδῇς, σκῦψε!
Ὁ Κουμενὴς εἶχε κλίνει πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκάθητο ἡ Ἀρετούλα, κ᾽ ἔγερνε φοβερὰ ἡ βάρκα πρὸς ἐκείνην τὴν πλευράν. Ἐβίαζε τὴν παιδίσκην μὲ προτροπὰς καὶ μὲ χειρονομίας νὰ σκύψῃ νὰ ἰδῇ κάτω. Ἡ Ἀρετούλα ἐκρατεῖτο σφιχτὰ καὶ μὲ τὰ δύο χέρια ἀπὸ τὴν κωπαστήν. Ἤρχισεν ἀορίστως πως νὰ φοβῆται. Ὁ πατήρ της ἐξηκολούθει νὰ τὴν βιάζῃ συντόνως νὰ σκύψῃ, διὰ νὰ ἰδῇ τὰ «ὄμορφα πραματάκια», ὁποὺ ἦσαν εἰς τὸν πάτον κάτω.
Ἐπὶ μίαν στιγμήν, μὲ τὴν χεῖρά του τὴν δεξιάν, καθὼς προένευεν ἐμπρὸς βλέπων πρὸς τὴν πρῷραν, ἄφησε τὴν μίαν κώπην, κ᾽ ἔδραξεν ἀπὸ τὸν ὦμον τὴν Ἀρετούλαν. Ἀλλὰ μόλις τὴν ἔθιξε, κ᾽ εὐθὺς πάλιν τὴν ἀφῆκεν· ἀπέσυρε τὴν χεῖρα, ὡς νὰ ἐτρόμαξεν εἰς τὴν ἰδίαν σκέψιν του.
―Ἄ! κακὸ κορίτσι, δὲν θέλεις νὰ σκύψῃς νὰ ἰδῇς τί ὄμορφα εἶναι κάτω!
Ἡ Ἀρετούλα ἄρχισε τὰ κλαύματα.
Μετ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἀφοῦ ὁ πατήρ της ἐκωπηλάτησε μετὰ μεγάλης βίας καὶ ὁρμῆς, ὡς νὰ μὴν ἤξευρε τί ἔκαμνεν, ἢ νὰ ἦτο θυμωμένος μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἡ πτωχὴ παιδίσκη, μὲ τὰ ὄμματα θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυά της, παύσασα πλέον νὰ κοιτάζῃ ὁπουδήποτε, καὶ κλαίουσα χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ διατί, ᾐσθάνθη ἐλαφρὸν τιναγμόν. Ἡ βάρκα ἔφθασεν εἰς τὴν Καναπίτσα, τὴν μικρὰν ἀγκάλην τοῦ γιαλοῦ, καὶ ἡ πρῷρά της προσώκειλε μαλακὰ εἰς τὴν ἄμμον. Ἀνεσήκωσε τὴν ξανθόμαλλον, ἀκτένιστον μικρὰν κεφαλήν της, εἶδεν ὅτι ἔφθασαν, ἠθέλησε νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ πηδήσῃ ἔξω.
Ὁ πατήρ της τὴν ἐπρόλαβε. Τὴν ἥρπασε βαναύσως ἀπὸ τὴν μασχάλην, τὴν ἐταλάντευσεν ἐπὶ μίαν στιγμήν, καὶ τὴν ἔρριψεν ἔξω εἰς τὴν ἄμμον, ὡς μικρὸν σάκκον μὲ φρύγανα. Τὸν δοῦπον τῆς πτώσεώς της αὐτὸς μόνος τὸν ἤκουσε ν᾽ ἀντηχήσῃ εἰς τὰ σπλάγχνα του.
Εἶτα ἐσήκωσε τὴν μίαν κώπην, ἀβαράρισε* τὴν ἄμμον, καὶ ἀπεμακρύνθη, ὡς νὰ ἤλλαξε σχέδιον. Ἴσως δὲν ἤθελε πλέον νὰ κόψῃ ξύλα. Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη πολλὰς ὀργυιάς, ἔλαβε τὸν κάμακα ἢ τὴν ἀπόχην, κ᾽ ἐστάθη ὄρθιος, κύπτων ἐπὶ τῆς πρῴρας, διὰ νὰ ζητήσῃ ἄγραν.
*
* *
Ἡ Ἀρετούλα ἔπαυσε νὰ κλαίῃ. Δὲν ἐφώναξε τὸν πατέρα της νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ἐπάρῃ στὴν βάρκαν πίσω. Ὁρμεμφύτως ᾐσθάνετο ὅτι δὲν ἦτο καλὰ ἐκεῖ. Ἐβάδισεν ὀλίγα βήματα, κ᾽ ἐκάθισεν ὄπισθεν ὑψηλῶν θάμνων, πλησίον ἐρειπίου τινὸς παλαιᾶς καλύβης, ὁποὺ ἐκρύπτετο ἀπὸ τὸ βουνόν. Εἰς κανένα ἐκ τῶν σπανίων διαβατῶν ὅσοι ἐβάδιζον πρὸς τοὺς ἀγρούς, ἢ ἐπέστρεφον, δὲν ἔδωκε σημεῖον ζωῆς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν ἀνεκάλυψε. Πλησίον τοῦ ἐρειπίου ὑπῆρχε μικρὰ χαράδρα, ὅπου ἵδρωνεν ὀλίγον νερόν. Ἐκεῖ ἔσκυψεν ἡ Ἀρετούλα κ᾽ ἔπιεν, ἔφαγε τρέφλα, εἶδος τριφυλλίων ἢ ἀγρίας ἀντράκλας, τὰ ὁποῖα ἐφύτρωναν σιμὰ εἰς τὴν μικρὰν φλέβα τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ ἔμεινε κρυπτομένη ὅλην τὴν ἡμέραν.
Ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ ἤδη. Μικρά, πτωχή, πειναλέα, ἐγύρισε πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἔβλεπε τὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ, ηὗρε τὸν δρόμον, καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ, νὰ σύρεται μᾶλλον πρὸς τὰ ἐκεῖ. Δύο καλοὶ ζευγηλάται, πατὴρ καὶ υἱός, ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγρούς των, οἱ τελευταῖοι νυκτώσαντες ἐξωμερῖται, τὴν εἶδαν νὰ μαυρίζῃ καὶ νὰ ἕρπῃ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρόμου, καὶ τὴν ἐπῆραν μαζί των εἰς τὸ μικρὸν δυτικὸν προάστιον, τὰ Γελαδάδικα. εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης. Εἰς τὰς ἐρωτήσεις των ἀπήντησεν ὅτι ὁ πατήρ της τὴν εἶχε πάρει τὸ πρωὶ μὲ τὴν βάρκαν, καὶ τὴν ἄφησε πρὸς ὥραν εἰς τὴν ἀμμουδιάν, καὶ αὐτὴ ἤλπιζεν ὅτι θὰ γυρίσῃ νὰ τὴν ἐπάρῃ, ἀλλὰ δὲν ἐγύρισε. Τόσον μόνον εἶπε.
*
* *
Ἡ Ἀρετούλα δὲν ἠθέλησε πλέον νὰ ξαναπατήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρυιᾶς της. Εἰς τὰς ἐπιπλήξεις τῶν ἐκ μητρὸς συγγενῶν της ἀπήντησεν ὅτι «ἡ μάννα της ἡ Καραμσαλίνα» δὲν τὴν θέλει, καὶ ὅτι δασκαλεύει τὴν μικρὰν Μαριὼ πῶς νὰ τὴν τσιμπᾷ καὶ νὰ τῆς τραβᾷ τὰ μαλλιά. Αἱ συγγενεῖς τῆς μητρός της, πτωχαὶ ὅπως αὐτή, θέλουσαι μὴ θέλουσαι, τὴν ἐκράτησαν πλησίον των, τὴν ἔμαθαν καθ᾽ ὅσον ἐμεγάλωνε, νὰ πλύνῃ, νὰ σφουγγαρίζῃ, ν᾽ ἀσβεστώνῃ εἰς ξένα σπίτια, προσέτι νὰ βοτανίζῃ, νὰ θερίζῃ, νὰ συλλέγῃ ἐλαίας, κατ᾽ ἐποχάς, καὶ νὰ τρέφῃ «καματερό», δηλ. μεταξοσκώληκας, τὸ θέρος. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν χρόνων, τὴν ὑπάνδρευσαν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον αἱ κόραι τοῦ πτωχοῦ λαοῦ ὑπανδρεύοντο ταχύτερον καὶ εὐκολώτερον παρ᾽ ὅσον εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Καὶ ὅμως ἡ μητρυιά της τὴν ἐκατάτρεχεν ἀκόμη. Ἐνῷ ἐπρόκειτο νὰ νυμφευθῇ ἡ κόρη, ὁ πατήρ της μίαν ἡμέραν τῆς «ἔρριξεν ἀβανιά», ὅσον ἀπίστευτον καὶ ἂν φανῇ τοῦτο. Προφανῶς, «τὸν εἶχε βάλει καὶ πάλιν στὰ λόγια, ἡ Καραμσαλίνα ἡ μάννα της».
Πῶς ἔγινε τοῦτο, ἀκριβῶς δὲν ἠξεύρομεν. Φαίνεται ὅτι ἡ μητρυιὰ ἐλογάριαζεν ὅτι, ἐὰν εἶχε λείψει ἐγκαίρως ἀπὸ τὴν μέσην ἡ προγονή της, τὸ σπιτάκι καὶ τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸν μικρὸν ἐλαιῶνα τῆς μακαρίτισσας θὰ τὰ ἐκληρονόμει αὐτοδικαίως ὁ Κουμενής, καὶ εἶτα μὲ τὸν καιρόν, θὰ τ᾽ ἀπέκτων τὸ Μαριὼ καὶ τὸ Λενιώ, αἱ δύο θυγατέρες της, αἵτινες ἄλλως δὲν εἶχον νὰ πάρουν μεγάλην προῖκα.
Ὁ πατήρ της, φεῦ! τὴν διέβαλε μὲ ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἦτο ἁπλῶς διαβάτης καὶ ξένος γυρολόγος, καὶ τυχαίως διήρχετο ἀπὸ τὴν γειτονιάν. Αἱ γειτόνισσαι πρὸς καιρὸν τὸ ἐπίστευσαν. Ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον ἐβγῆκεν «ὡς φῶς καὶ ὡς μεσημβρία τὸ κρῖμά της», τῆς Ἀρετῶς, καὶ ἀπεδείχθη ἡ ἀθῳότης της. Καὶ ὁ γάμος δὲν ἐματαιώθη.
*
* *
Εἶχαν περάσει εἴκοσι χρόνια καὶ παραπάνω ἀπὸ τότε. Ὁ γερο-Νικόλας ὁ Κουμενὴς ἐψυχομάχει, κ᾽ ἐσκυλογαύγιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
― Σχώρα με, Ἀρετώ, σχώρα με!
― Σχωρεμένος νά ᾽σαι, πατέρα μου! ἀπήντα δακρυρροοῦσα ἡ Ἀρετώ.
― Μὲ ὅλην τὴν καρδιά σ᾽, Ἀρετώ!
― Μὲ ὅλην τὴν καρδιά μ᾽, πατέρα! ἐφώναζεν ἡ μαρτυρικὴ καὶ πραεῖα γυνή.
Καὶ τέλος, μετὰ πολλὰς ἡμέρας καὶ νύκτας φρικώδους βασάνου, ἐξεψύχησεν ὁ ἄθλιος πατήρ ― ὅστις εἶχε θελήσει ποτὲ νὰ ρίψῃ τὴν μικρὰν κόρην του εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης, ὡς διὰ νὰ τὴν στοιχειώσῃ.
Κ᾽ ἐμένα, τὴν κυρ᾽ Ἀρετή, δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα.
(1904)

 http://papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=346:03-55-h-stoixeiwmenh-kamara-1904&catid=58:narration&Itemid=54

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Γέροντα, σκαλώνω σέ µερικά ασήµαντα πράγµατα και δέν έχω µετά διάθεση νά αγωνισθώ γιά κάτι ανώτερο.

Η ευχή των γονέων (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου)

Φωτογραφία: Η ευχή των γονέων (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου) 
Η ευχή της μάνας
Η ευχή των γονέων είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά. Για αυτό φροντίζουν να έχουν την ευχή των γονέων. Δεν είδες ο Ιακώβ, μέχρι πού έφθασε, για να πάρη την ευλογία του πατέρα του; Και προβιά φόρεσε!
Ειδικά η ευχή της μάνας είναι μεγάλο πράγμα! Κάποιος έλεγε: «Κάθε λόγος της μητέρας μου είναι και μια λίρα χρυσή». Να, και πριν από καιρό πόση εντύπωση μου έκανε κάποιος από το Γιοχάνεσμπουργκ! Ήρθε στο Καλύβι το φθινόπωρο. «Γέροντα, η μάνα μου αδιαθέτησε, μου λέει, και ήρθα να την δω». Τρεις μήνες δεν πέρασαν, τα Χριστούγεννα ξαναήρθε. «Πώς πάλι εδώ;», τον ρωτάω. «Έμαθα, μου λέει, πως πάλι αδιαθέτησε η μάνα μου και ήρθα να φιλήσω το χέρι της, γιατί είναι ηλικιωμένη και μπορεί να πεθάνει. Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία είναι η ευχή της μάνας μου».
Εξήντα χρονών άνθρωπος ξεκίνησε από το Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθε στην Ελλάδα, για να φιλήση το χέρι της μάνας του! Και τώρα τέτοια ευλογία έχει, που σκέφτεται να κάνει ένα γηροκομείο μεγάλο για τους κληρικούς και να το χαρίση στην εκκλησία. Δηλαδή τις ευλογίες δεν έχει που να τις βάλη κατά κάποιον τρόπο. Για μένα είναι φάρμακο μια τέτοια ψυχή.
Είναι σαν να είμαι στην έρημο Σαχάρα και να βρίσκω ξαφνικά λίγο νερό. Αυτά χάνονται σιγά-σιγά.
Ένας άλλος ήρθε μια μέρα με κλάματα στο Καλύβι. « Πάτερ, με καταράστηκε η μάνα μου. Στο σπίτι έχουμε όλο αρρώστιες, στεναχώριες, η δουλειά μου δεν πάει καλά», μου είπε. «Κι εσύ δεν θα ήσουν εντάξει» του λέω. Δεν μπορεί η μάνα σου άδικα να σε καταράστηκε». « Ναι, μου λέει. Ήμουν κι εγώ». «Να πας να ζητήσης συγχώρηση από την μάνα σου», του λέω. «Θα πάω, Πάτερ, μου λέει. Δώσε μου την ευχή σου». «Την ευχή μου την έχεις, του είπα, αλλά να πάρης και την ευχή της μάνας σου».
«Δύσκολο να μου δώση την ευχή της», μου λέει. «Να πας, κι αν δεν σου την δώση, να της πης: "Μου είπε ένας Γέροντας πως κι εσύ θα παραδώσης ψυχή". Πήγε, και η μάνα του του ευχήθηκε: "Παιδί μου, να έχης την ευλογία του Αβραάμ!". Ήρθε μετά από λίγο καιρό στο Όρος με βυσσινάδες, με λουκούμια. Ήταν γεμάτος χαρά. Τα παιδιά του ήταν καλά, η δουλειά του πήγαινε καλά. Συνέχεια βούρκωνε και μου έλεγε: «δόξα τω Θεώ».
Άλλαξε η ζωή του και μιλούσε όλο πνευματικά. Πόσο μάλλον όταν κανείς έχη εξ αρχής σεβασμό προς τους γονείς! Πώς να μην έχει την ευλογία του Θεού;




Από το βιβλίο «Οικογενειακή ζωή»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΗ ευχή των γονέων (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου)
Η ευχή της μάνας
Η ευχή των γονέων είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά. Για αυτό φροντίζουν να έχουν την ευχή των γονέων. Δεν είδες ο Ιακώβ, μέχρι πού έφθασε, για να πάρη την ευλογία
του πατέρα του; Και προβιά φόρεσε!
Ειδικά η ευχή της μάνας είναι μεγάλο πράγμα! Κάποιος έλεγε: «Κάθε λόγος της μητέρας μου είναι και μια λίρα χρυσή». Να, και πριν από καιρό πόση εντύπωση μου έκανε κάποιος από το Γιοχάνεσμπουργκ! Ήρθε στο Καλύβι το φθινόπωρο. «Γέροντα, η μάνα μου αδιαθέτησε, μου λέει, και ήρθα να την δω». Τρεις μήνες δεν πέρασαν, τα Χριστούγεννα ξαναήρθε. «Πώς πάλι εδώ;», τον ρωτάω. «Έμαθα, μου λέει, πως πάλι αδιαθέτησε η μάνα μου και ήρθα να φιλήσω το χέρι της, γιατί είναι ηλικιωμένη και μπορεί να πεθάνει. Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία είναι η ευχή της μάνας μου».
Εξήντα χρονών άνθρωπος ξεκίνησε από το Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθε στην Ελλάδα, για να φιλήση το χέρι της μάνας του! Και τώρα τέτοια ευλογία έχει, που σκέφτεται να κάνει ένα γηροκομείο μεγάλο για τους κληρικούς και να το χαρίση στην εκκλησία. Δηλαδή τις ευλογίες δεν έχει που να τις βάλη κατά κάποιον τρόπο. Για μένα είναι φάρμακο μια τέτοια ψυχή.
Είναι σαν να είμαι στην έρημο Σαχάρα και να βρίσκω ξαφνικά λίγο νερό. Αυτά χάνονται σιγά-σιγά.
Ένας άλλος ήρθε μια μέρα με κλάματα στο Καλύβι. « Πάτερ, με καταράστηκε η μάνα μου. Στο σπίτι έχουμε όλο αρρώστιες, στεναχώριες, η δουλειά μου δεν πάει καλά», μου είπε. «Κι εσύ δεν θα ήσουν εντάξει» του λέω. Δεν μπορεί η μάνα σου άδικα να σε καταράστηκε». « Ναι, μου λέει. Ήμουν κι εγώ». «Να πας να ζητήσης συγχώρηση από την μάνα σου», του λέω. «Θα πάω, Πάτερ, μου λέει. Δώσε μου την ευχή σου». «Την ευχή μου την έχεις, του είπα, αλλά να πάρης και την ευχή της μάνας σου».
«Δύσκολο να μου δώση την ευχή της», μου λέει. «Να πας, κι αν δεν σου την δώση, να της πης: "Μου είπε ένας Γέροντας πως κι εσύ θα παραδώσης ψυχή". Πήγε, και η μάνα του του ευχήθηκε: "Παιδί μου, να έχης την ευλογία του Αβραάμ!". Ήρθε μετά από λίγο καιρό στο Όρος με βυσσινάδες, με λουκούμια. Ήταν γεμάτος χαρά. Τα παιδιά του ήταν καλά, η δουλειά του πήγαινε καλά. Συνέχεια βούρκωνε και μου έλεγε: «δόξα τω Θεώ».
Άλλαξε η ζωή του και μιλούσε όλο πνευματικά. Πόσο μάλλον όταν κανείς έχη εξ αρχής σεβασμό προς τους γονείς! Πώς να μην έχει την ευλογία του Θεού;

Από το βιβλίο «Οικογενειακή ζωή»

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  25 ΝΟΕ  2012

Οι Προστάτες Άγιοι των Επαγγελματιών

Στο πέρασμα των αιώνων οι Άγιοι δεν είναι λίγοι. Αναρίθμητες είναι οι στρατιές των Αγίων. Ο Απ. Παύλος ομιλεί για «νέφος» Αγίων (Εβρ.12.1). Μορφές από κάθε κοινωνική τάξη, μορφωμένοι και αγράμματοι, άνθρωποι και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών κατατάσσονται στη χορεία των Αγίων, των εκλεκτών του Θεού. Και φυσικά όλα τα επαγγέλματα ανέδειξαν Αγίους και πολλές επαγγελματικές τάξεις επεδίωξαν να βρουν και να έχουν έναν Άγιο προστάτη τους.
Ως συνέχεια της ωραίας αυτής ευλαβούς συνήθειας, και σήμερα πολλά επαγγέλματα και λειτουργήματα έχουν τον Άγιο προστάτη τους:
1. Αγιογράφων (Ζωγράφων): Απ. Λουκάς 6 Ευαγγελιστής (18 Οκτωβρίου).
2. Αεροπόρων (πιλότων): Αρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ (8 Νοεμβρίου).
3. Αθλητών (Γυμναστών): Άγιος Δημήτριος καί ο Αγ. Νέστωρ (26 καί 27 Οκτωβρίου)…
4. Αλιέων: Άγιοι Απόστολοι (30 Ιουνίου).
5. Ανθοπωλών: Άγιος Μιχαήλ (Πακνανάς), ο Αθηναίος Νεομάρτυς ο καί κηπουρός (9 Ιουλίου).
6. Αρτοποιών: Άγιος Παντελεήμων (27 Ιουλίου).
7. Αρωματοπωλών: Αγία Μυροφόρος Μαρία η Μαγδαληνή (22 Ιουλίου).
8. Αυτοκινητιστών (Οδηγών & Μεταφορέων): Άγιος Χριστόφορος (9 Μαΐου).
9. Βιβλιοπωλών (Βιβλιοθηκονόμων): Μέγας Φώτιος (6 Φεβρουαρίου).
10. Βοσκών: Άγιος Σώζων (7 Σεπτεμβρίου).
11. Βουλευτών: Άγιος 1ωσήφ (ο από Αριμαθαίας, ο ευσχήμων βουλευτής.
12. Γεωργών (Αμπελουργών): Άγιος Τρύφων (1 Φεβρουαρίου).
13. Γουναράδων: Προφήτης Ηλίας (20 Ιουλίου).
14. Δημοσιογράφων: Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος (10 Δεκεμβρίου).
15. Δικαστών: Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (3 Οκτωβρίου).
16. Δικηγόρων: Άγιος Φιλογόνιος Επίσκοπος Αντιοχείας: (20 Δεκεμβρίου).
17. Εκπαιδευτικών (καί των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών): Οι Τρεις Ιεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος καί Ιωάννης ο Χρυσόστομος (30 Ιανουαρίου).
Εκπαιδευτικών Πληροφορικής: Αρχάγγελος Γαβριήλ (11 Ιουνίου).
18. Επιπλοποιών (Ξυλουργών): Άγιος Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου Μαρίας. Η εορτή του είναι την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα.
19. Θεολόγων: Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (8 Μαΐου).
20. Ηθοποιών: Άγιος Πορφύριος ο από μίμων (15 Σεπτεμβρίου).
21. Ιατρών: Άγιοι Ανάργυροι (1 Νοεμβρίου). Σημειώνουμε ότι: « Ως προστάτες, γενικώς της Ιατρικής (νοσολογίας, παθολογίας) θεωρούνται οι Λουκάς, Κοσμάς καί Δαμιανός, Παντελεήμων, καί οι Ζηναΐς, Φιλονίλλα καί Ερμιόνη.
22. Ιεροψαλτών: Άγιοι Ρωμανός ο Μελωδός καί Ιωάννης ο Κουκουζέλης (1 Οκτωβρίου), καί Ιωάννης ο Δαμασκηνός (4 Δεκεμβρίου).
23. Κεραμοποιών: Άγιος Σπυρίδων (12 Δεκεμβρίου). Επειδή στήν Α’ Οικ. Σύνοδο (εν Νικαία) μίλησε για το δόγμα της Αγίας Τριάδος με θαυμαστό τρόπο, χρησιμοποιώντας ένα κεραμίδι.
24. Κηπουρών: Άγιος Κόνων ο κηπουρός (5 Μαρτίου).
25. Κουρέων (Κομμωτών): Άγιος Ηλίας ο Άρδούνη, Νεομάρτυς, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα (31 Ιανουαρίου).
26. Ξυλογλύπτων: Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης, Νεομάρτυς (26 Νοεμβρίου), εξασκήσας την τέχνη του ξυλόγλυπτη.
27. Μαγείρων (και Εστιατόρων): Άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρος (11 Σεπτεμβρίου).
28. Μεταφραστών: Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής (9 Νοεμβρίου).
29. Μετεωρολόγων: Προφήτης Ηλίας (20 Ιουλίου).
30. Ναυαγοσωστών: Προφήτης Ιωνάς (21 Σεπτεμβρίου).
31. Ναυτικών: Άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου).
32. Ξενοδόχων: Άγιος Σαμψών ο ξενοδόχος (27 Ιουνίου).
33.Οδοντιάτρων: Άγιος Αντίπας (11 Απριλίου).
34. Οφθαλμιάτρων: Αγία Παρασκευή (26 Ιουλίου).
35. Παιδιάτρων: Άγιος Στυλιανός (26 Νοεμβρίου).
36. Παντοπωλών: (super market) Άγιος Νικόλαος ο παντοπώλης, Νεομάρτυς (23 Σεπτεμβρίου).
37. Ποιητών: Αγία Κασσιανή η ποιήτρια (7 Σεπτεμβρίου).
38. Πυροσβεστών: Οι Τρεις Παίδες (17 Δεκεμβρίου).
39. Ραπτών: Άγιος Δούκας ο ράπτης, Νεομάρτυς (24 Απριλίου).
40. Σιδηροδρομικών: Απόστολος και Διάκονος Φίλιππος (11 Οκτωβρίου).
41. Σιδηρουργών: Αγία Ελένη (6 Μαρτίου – Εύρεση Τιμίου Σταυρού και των Ήλων).
42. Συμβολαιογράφων: Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος, οι νοτάριοι (25 Οκτωβρίου).
43. Ταχυδρομικών: Άγιος Ζήνων ο ταχυδρόμος (10 Φεβρουαρίου).
44. Τελωνιακών: Απόστολος καί Ευαγγελιστής Ματθαίος (16 Νοεμβρίου).
45. Υδραυλικών; Ο δίκαιος Εζεκίας (28 Αύγουστου), ο όποιος κατασκεύασε σύστημα υδραγωγείου καί έφερε νερό στα Ιεροσόλυμα.
46. Υποδηματοποιών (καί καταστημάτων υποδημάτων): Άγιος Ιωάννης ο κάλφας, Νεομάρτυς (26 Φεβρουαρίου).
47. Υφασματοπωλών: Αγία Λυδία η Φιλιππησία, η πορφυροπώλις (20 Μαΐου).
48. Φαρμακοποιών: Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια (22 Δεκεμβρίου).
49. Φιλοσόφων: Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος καί μάρτυς (1 Ιουνίου).
50. Χημικών: Άγιος Μένιγνος ο κναφεύς (22 Νοεμβρίου).
51. Χρυσοχόων: Άγιος Συμεών ο Τραπεζούντιος ο χρυσοχόος, ο Νεομάρτυς (14 Αυγούστου).
Επίσης έχουμε προστάτες:
Των Μητέρων των Κληρικών: Οι Αγίες Εμμέλεια, Νόνα καί Ανθούσα (μητέρες των Τριών Ιεραρχών), τίς οποίες εορτάζουμε την Κυριακή μετά την Υπαπαντή του Κυρίου.
Των Ιεροκηρύκων: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου).
Των Κατηχητών; Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (18 Μαρτίου).
Των Ομαδαρχών: Άγιος Δημήτριος (26 Οκτωβρίου).
Των Ιεροπαίδων: Άγιος Ταρσίζιος, ο δωδεκάχρονος μάρτυρας του 3ου αι. στη Ρώμη.
(Προτείνεται να τελείται η εορτή την τελευταία Κυριακή του Σεπτεμβρίου),
Της Οικογένειας: Άγιοι Απόστολοι Ακύλας καί Πρίσκιλλα (13 Φεβρουαρίου).
Των Πολυτέκνων: Άγιοι Τερέντιος καί Νεονίλλα με τα επτά τέκνα τους (28 Οκτωβρίου).
Των Κωφαλάλων: Προφήτης Ζαχαρίας (5 Σεπτεμβρίου).
Των Κρατουμένων: Απόστολος Ονήσιμος (15 Φεβρουαρίου).
Του Στρατού Ξηράς (Πεζικοί): Άγιος Γεώργιος (23 Απριλίου).
Του Πυροβολικού: Αγία Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου).
Του Ναυτικού (καί Λιμενικοί): Άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου).
Της Αεροπορίας: Αρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ (8 Νοεμβρίου).
Της Αστυνομίας: Άγιος Αρτέμιος (20 Οκτωβρίου).
«Άγιοι και Επαγγέλματα» (Έκδοση Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών)
πηγή:stratisandriotis.blogspot.com – imverias
 -blogs.sch.gr/kantonopou

Η Τιμία Κάρα του Αγίου Παρθενίου, προστάτου των καρκινοπαθών, στο Μητροπολιτικό Ναό του Βόλου


Μεγάλη ευλογία για την τοπική μας Εκκλησία αποτελεί η φιλοξενία στο Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου της Τιμίας Κάρας του Αγίου Παρθενίου, Επισκόπου Λαμψάκου, προστάτου και θεραπευτού των καρκινοπαθών. Η έλευση της Τιμίας Κάρας εντάσσεται στο Λατρευτικό Δωδεκαήμερο της Ιεράς Πανηγύρεως του Καθεδρικού μας Ναού, το οποίο θα πραγματοποιηθεί από την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου έως την Κυριακή 9 Δεκεμβρίου.

Την Τιμία Κάρα, προερχομένη από την Ιερά Μονή Μακρυμάλλης Ευβοίας, θα υποδεχθεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ιγνάτιος , την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου στις 5.30 το απόγευμα.Θα παραμείνει για προσκύνηση και ευλογία των πιστών στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου έως τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου. Στις ημέρες αυτές θα τελούνται έκτακτες ιερές ακολουθίες με αποκορύφωμα την ιερά αγρυπνία - ικεσία για την υπέρβαση της κρίσεως, που θα τελέσει την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου από τις 8 το βράδυ έως τις 12.30 τα μεσάνυχτα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΙΓΝΑΤΙΟΣ.
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...