Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Η μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου.

῾Η μεταστροφὴ τοῦ Σαύλου

Θ´\Ο δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ 2 ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 3 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, 4 καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; 5 εἶπε δέ· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ διώκεις· 6 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν. 7 οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες. 8 ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν. 9 καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν.

῾Ο Σαῦλος εἰς Δαμασκὸν

10 ῏Ην δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι ᾿Ανανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· ᾿Ανανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε· 11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ρύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ ᾿Ιούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, 12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι ᾿Ανανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. 13 ἀπεκρίθη δὲ ᾿Ανανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. 15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ· 16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. 17 ᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ῾Αγίου. 18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν. 19 ᾿Εγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ὄντων ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς, 20 καὶ εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσε τὸν ᾿Ιησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 21 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ πορθήσας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ ὧδε εἰς τοῦτο ἐλήλυθεν, ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς; 22 Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Δαμασκῷ, συμβιβάζων ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός. 23 ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν· 24 ἐγνώσθη δὲ τῷ Σαύλῳ ἡ ἐπιβουλὴ αὐτῶν. παρετήρουν τε τὰς πύλας ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ὅπως αὐτὸν ἀνέλωσι· 25 λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι.

Απόδοση στην Νεοελληνικη


Ο Σαύλος, ο οποίος εξακολουθούσε να πνέει απειλή και φόνο εναντίον των μαθητών του Κυρίου, ήλθε στον αρχιερέα, και του ζήτησε επιστολές προς τις συναγωγές της Δαμασκού, ώστε, εάν βρει ανθρώπους που ακολουθούσαν τον δρόμο αυτό, άνδρες ή γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. Αλλά ενώ, κατά την πορεία του , πλησίαζε στην Δαμασκό, ξαφνικά άστραψε γύρω του φώς από τον ουρανό. Έπεσε στη γη και άκουσε φωνή αν του λέει, ‘’Σαουλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;’’. και είπε, ‘’ Ποιος είσαι , Κύριε;’’. Και Κύριος είπε, ‘’Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις, αλλά σήκω και μπες στην πόλη και θα σου δηλωθεί τι πρέπει να κάνεις’’. Οι άνδρες, που τον συνόδευαν , στάθηκαν βουβοί, διότι άκουγαν την φωνή , αλλά δεν έβλεπαν κανένα. Ο Σαύλος σηκώθηκε από το έδαφος, αλλά αν και τα μάτια του ήσαν ανοικτά, δεν έβλεπε κανένα∙ γι’ αυτό τον κρατούσαν από το χέρι και τον έφεραν στην Δαμασκό. Επί τρείς ημέρες δεν έβλεπε και δεν έφαγε ούτε ήπιε.

Στην Δαμασκό υπήρχε κάποιας μαθητής, ονομαζόμενος Ανανίας, και είπε σ’ αυτόν ο Κύριε σε όραμα, ‘’ Ανανία’’, και αυτός είπε, ‘’Εδώ είμαι Κύριε’’. Τότε ο Κύριος του είπε, ‘’Σήκω και πήγαινε στην οδό που ονομάζεται Ευθεία, στο σπίτι του Ιούδα, και ζήτησε ένα ονομαζόμενο Σαύλο από την Ταρσό∙ διότι αυτός τώρα προσεύχεται και είδε σε όραμα άνδρα ονομαζόμενο Ανανία να μπαίνει και να βάζει το χέρι επάνω του για να ξαναδεί''. Και ο Ανανίας αποκρίθηκε, ‘’Κύριε, έχω ακούσει από πολλοόυς πόσο κακό έκανε ο άνρωπος αυτός στους πιστούς σου στην Ιερουσαλήμ. Και είναι εδώ με εξουσία από τους αρχιερείς να συλλάβει όλους που επικαλούνται το όνομά σου’’. Αλλά ο Κύριε του είπε, ‘’Πήγαινε γιατί αυτός είναι όργανο εκλογής μου, για να φέρει το όνομα μου ενώπιον εθνών και βασιλιάδων και των Ισραηλιτών. Εγώ θα του δείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου.

Ο Ανανίας έφυγε και πήγε στο σπίτι και, αφου έβαλε τα χέρια του σ’ αυτόν , είπε, ‘’Σαούλ αδερφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που σου εμφανίστηκε στον δρόμο από τον ποίο ήρθες, με έστειλε για να ξαναδείς και να γεμίσεις από Πνεύμα Άγιο’’. Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια το κάτι σαν λέπια και ξαναείδε∙ ύστερα σηκώθηκε και βαπτίσθηκε. Και αφου έφαγε δυνάμωσε. Έμεινε ο Σύλος μερικές ημέρες με τους μαθητές που ήταν στη Δαμασκό και αμέσως στις συναγωγές κήρυττε τον Ιησού , ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεου. Και ήταν κατάπληκτοι όλοι όσοι τον άκουγαν και έλεγαν, ‘’Δεν είναι αυτός που εξόντωσε στην Ιερουσαλήμ εκείνους που επικαλούνταν το όνομα αυτό και ήλθε εδώ με σκοποί να τους οδηγήσει δεμένους στους αρχιερείς;’’ Αλλά ο Σαύλος γινόταν ακόμη δυνατότερος και έφερνε σε σύγχυση τους Ιουδαίους που κατοικούσαν δεν Δαμασκό, με τις αποδείξεις του ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Μετά από παρέλευση πολλών ημερών συνωμότησαν οι Ιουδαίοι να τον σκοτώσουν. Έγινα όμως γνωστά στον Σαύλο τα σχέδια τους. Οι Ιουδαίοι παραφύλαγαν και τις πύλες ημέρα και νύχτα για να τον σκοτώσουν. Αλλά οι μαθητές τον πήραν την νύχτα και τον κατέβασαν από το τείχος μέσα σ’ ένα καλάθι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου