ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιστ΄, 19-31
«Τοῦ Πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου»
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί,
Γιὰ νὰ διδάξει ὁ Χριστὸς αὐτὴ τὴν
παραβολὴ πῆρε ἀφορμὴ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων.
Οἱ Φαρισαῖοι δίδασκαν ὅτι ὁ πλοῦτος καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι ἀπόδειξη
ὅτι εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ μέρος μας. Ἔτσι
δικαίωναν τὸν ἑαυτό τους μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὸ
τί λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτούς.
Αὐτὴ τὴν ἀντίληψη δυστυχῶς συντηροῦμε
πολλοὶ ἀπό μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ σήμερα. Ἡ ἐγωιστικὴ καλοπέραση σ’
αὐτὸ τὸν κόσμο μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ νὰ χάσουμε τὴν κοινωνία, τὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν Παράδεισο. Καὶ ἀντίθετα, ἡ κακοπέραση καὶ οἱ
δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Παράδεισο, ἀρκεῖ
νὰ τὶς ἀποδεχθοῦμε ἐλεύθερα καὶ μὲ ὑπομονή. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κινδύνους
μᾶς προφυλάσσει ὁ Κύριος μὲ τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Ὁ πλούσιος της παραβολῆς μάζευε ὅλα τὰ
ἀγαθὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Παγιδευμένος στὸν ἐγωισμό του περιφρονοῦσε
τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει ἀόριστα
καὶ γενικὰ γιὰ “κάποιον” πλούσιο, ἐνῶ μᾶς προβάλλει τὴν προσωπικότητα
τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἐκφράζει τὴν ἐποχή μας.
Ἔχουμε ἕναν πολιτισμό, ποὺ θεοποιεῖ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὸν ἀτομισμὸ τοῦ
ἀνθρώπου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπερισχύει ἡ ἀλληλοπεριφρόνηση
καὶ ὁ παραγκωνισμός. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα
στερεῖται προσωπικῆς ταυτότητας καὶ ἔτσι χάνει τὴν ἀξία του
ὑποτασσόμενος στὰ διάφορα συστήματα (πολιτικά, κοινωνικά, οἰκονομικά,
ἰδεολογικὰ κ.ἄ.). Ὁ ἄνθρωπος – πρόσωπο μετατρέπεται σὲ ἀνώνυμη μᾶζα.
Ὁ πλούσιος ἤθελε ὅλοι οἱ ἄλλοι να τὸν
ὑπηρετοῦν καὶ νὰ τὸν φροντίζουν καὶ ἀπόδειξη ἡ ἀπαράδεκτη συμπεριφορά
του στὸ φτωχὸ καὶ ἄρρωστο Λάζαρο. Βλέπουμε τόση καλόπεραση ἀπὸ τὴ μεριὰ
τοῦ πλουσίου καὶ τόση ἐξαθλίωση ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Λαζάρου. Δηλαδὴ, στὸ
βίο τῶν ἀνθρώπων σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ πλοῦτος
καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ φτώχεια.
Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Λαζάρου εἶναι πολὺ
χαρακτηριστικὴ καὶ διδακτική. Τὸ ὄνομά του σημαίνει: “Ὁ Θεὸς βοηθὸς
μου”. Αὐτὸ τὸ πίστευε ὁ Λάζαρος παρόλη τὴ φτώχεια καὶ τὴ βαρειὰ
ἀρρώστειά του. Προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει μὲ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ
τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Ἐπίσης, ὁ Λάζαρος δὲν παραπονεῖται γιὰ
τίποτε. Δὲν διαμαρτύρεται ἀπὸ τὰ ὅσα ὑποφέρει. Γιὰ ὅλους μας εἶναι ὁ
τύπος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν λυπόμαστε ὄχι μόνο γιὰ τὶς συμφορές του, ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὴν ἀρρωστημένη νοοτροπία του. Ἐμεῖς μάθαμε νὰ διαμαρτυρόμαστε
συνεχῶς καὶ νὰ παλεύουμε ἐναντίον ὅλων γιὰ νὰ λείψει ἡ ἀδικία καὶ ἡ
φτώχεια ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἐπιτρέψτε μου νὰ θεωρήσουμε
λανθασμένη τὴν πορεία μας αὐτὴ, γιατί μετατρέπει τὴν κοινωνία μας σὲ
ζοῦγκλα ἀλληλοσπαρασσόμενων θηρίων.
Ἐνῶ ξεχνᾶμε τελείως τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ βίο
μας, ποὺ ὅμως εἶναι τὸ πλεὸν βέβαιον ὅτι θὰ συμβεῖ σὲ ὅλους μας, στὴ
συγκεκριμένη περικοπὴ ὁ θάνατος ἐπισκέφτηκε πρῶτο τὸν Λάζαρο καὶ μετὰ
ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ πλουσίου. Ἀναμφίβολα
σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Ἡ ζωὴ τοῦ
πλουσίου μετὰ τὸ θάνατο εἶναι γεμάτη βάσανα καὶ πόνους, ποὺ μεγάλωναν
ὅταν ἔβλεπε τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι εὐτυχισμένος κοντὰ στὸν Πατριάρχη
Ἀβραὰμ.
Καὶ βέβαια μόνος του διάλεξε τὴν
αὐτοτιμωρία (κόλαση). Ὑποφέρει στὴν κόλαση καὶ αὐτὸ τὸ δείχνει ἡ
παραβολὴ μὲ τὴν ὀδύνη τῆς φωτιᾶς καὶ τὴν ἀφόρητη δίψα του. Ζητάει
βοήθεια ἀπὸ τὸν πατέρα Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο νὰ τὸν δροσίσει. Ὁ
πατέρας Ἀβραὰμ ἀρνεῖται γιατί “χάσμα μεγάλο ὑπάρχει” ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς
καὶ τὸν Πλούσιο καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ἀπόλαυσε τὰ ἀγαθὰ στὸ βίο του,
ἐνῶ ὁ Λάζαρος ὑπέφερε.
Εἶναι, ἀδελφοί μου, ἕνα πολὺ λεπτὸ καὶ
δύσκολο σημεῖο τῆς παραβολῆς. Γιατί μπορεῖ κάποιοι ἀπὸ μᾶς νὰ
διερωτηθοῦν: Γιατί ὁ Θεὸς δὲν βοηθάει τὸν κολασμένο πλούσιο; Δὲν τὸν
λυπᾶται πού ὑποφέρει; Ὅμως, ἂν προσέξουμε, ὁ πλούσιος ζητάει ἐξωτερικὴ
καὶ ἰδιοτελῆ βοήθεια. Οὔτε στὴν ἐπίγεια ζωή του, οὔτε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὴν
κατάλαβε ὅτι ὑποφέρει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία του.
Ἐξακολουθεῖ νὰ βλέπει τὸν Λάζαρο, ὅπως
καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ὡς ὑπηρέτες του. Δὲν μετανιώνει -ἄν καὶ μετὰ
θάνατον “οὐκ ἔστι μετάνοια”- δηλαδὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτία του καὶ
τὴν ἀνάγκη νὰ ξαναβρεθεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κρατάει
ἀντίθετα τὸν ἑαυτὸ του φυλακισμένο στὸν ἐγωισμό, καὶ ἀσυναίσθητα ζητάει
νὰ ζήσει τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀρνεῖται νὰ τὸν
βοηθήσει, γιατί ὁ ἴδιος δὲν θέλει νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ πλούσιος παρεμένει, ὅπως εἴδαμε, στὴν
ἀμετανοησία του. Ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ θαῦμα. Νὰ ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος, ὥστε
νὰ ἐξαναγκασθοῦν τὰ πέντε ἀδέλφια του νὰ πιστέψουν. Ἐνῶ ἐπιφανειακὰ
φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία τους, στὸ βάθος ὅμως θέλει νὰ
ρίξει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν τυχὸν μὴ σωτηρία τοὺς στὸ Θεό. Αὐτὸ ποὺ λένει
καὶ πολλοὶ ἀδελφοί μας σήμερα: Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν κάνει “θαύματα” γιὰ νὰ
μᾶς ἐξαναγκάσει νὰ τὸν πιστέψουμε, τότε δὲ φταῖμε ἐμεῖς ποὺ πᾶμε στὴν
Κόλαση.
Ὁ Ἀβραὰμ ἀρνεῖται τὸ θαῦμα, γιατί ὁ Θεὸς
δὲν θέλει νὰ μᾶς σώσει παραμερίζοντας τὴν ἐλευθερία μας. Οἱ ἄνθρωποι
στὸ βίο τους ἔχουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες στὴν Παλαιὰ
Διαθήκη, τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ καθένας μας, ἂν θέλει,
μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀγάπη
Του. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει μετάνοια καὶ ταπείνωση, ποὺ ἡ ἀμετανοησία τοῦ
πλουσίου της σημερινῆς περικοπῆς δὲν τὸν ἄφησε νὰ τὴν ἀποκτήσει. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως