Πρωτ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου
τ. Ἐπικούρου Καθηγητοῦ Θεολογικῆς
Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
Πρόλογος
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει, φωτιζόμενος ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία,
ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄, 20). Ὁ λόγος του ἐπαληθεύεται γιὰ μία ἀκόμη
φορὰ καὶ κατὰ τὸν 20ὸν αἰῶνα, τὸν πολυδιαφημισμένο καὶ ἀντιφατικό, κατὰ τὴν
διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐσημειώθησαν μεγάλες ἐπιστημονικὲς καὶ τεχνολογικὲς
πρόοδοι, ἐνῷ συγχρόνως ἔρρευσαν ποταμοὶ αἵματος, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν εὐτελισμὸ τῆς
ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Σ’ αὐτὸν τὸν αἰῶνα ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀνέδειξε
φωτεινοὺς ἀστέρες πρώτου μεγέθους στὸ ἐκκλησιαστικὸ στερέωμα. Αὐθεντικοὺς ἀνθρώπους
«πλήρεις πίστεως καὶ δυνάμεως» (Πράξ.
στ΄, 8), οἱ ὁποῖοι ἐλευθέρως καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, ἔζησαν ἑδραῖοι
καὶ ἀμετακίνητοι «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθησαν»
(Β΄ Τιμ. γ΄, 14) καὶ ἐπορεύθησαν «δοκιμάζοντες
τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄, 10).
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακάμπτοντες
τὶς ψευδαισθήσεις καὶ τὶς αὐταπάτες τοῦ πεπτωκότος κόσμου, ποὺ «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰω. ε΄,
19), ἔζησε αὐθεντικὰ «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν
ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (πρβλ. Α΄ Πέτρ. β΄, 21) εἶναι καὶ ὁ
Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, στὸν ὁποῖον ἀναφέρεται ἡ παροῦσα ὁμιλία.
***
Τὸν ὅσιο Πορφύριο συνήντησα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ
1974 στὸ μονύδριο τοῦ Ἁγ. Νικολάου στὰ Καλλίσια, ὅπου ἐγκαταβιοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα,
μέχρι τὸ ἔτος 1978. Ἡ μορφή του καὶ οἱ λόγοι του μὲ συνεκλόνισαν καὶ ἔκτοτε ἐπὶ
σειρὰν ἐτῶν ἔγινε ὁ πνευματικός μου πατέρας. Ἀναπολῶ τὴν «χρυσῆν ἐποχὴν» τῆς
μετὰ τοῦ Γέροντος ἐπικοινωνίας εἰς τὰ Καλλίσια κατὰ τὰ χρόνια τῆς νεότητός μου,
ἡ ὁποία -Χάριτι Θεία- συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς προσωπικότητός
μου, εἰς τὸν Γάμον μου μετὰ πνευματικῆς του κόρης, εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν
τέκνων, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, εἰς τὴν Πανεπιστημιακήν μου διακονίαν καὶ
μάλιστα εἰς τὴν Ποιμαντικήν μου διακονίαν, ὅπου μετὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Ἰακώβου
Τσαλίκη καὶ Παϊσίου Ἁγιορείτου ἀποτελοῦν τὰ πρότυπα καὶ τοὺς ὁδηγούς μου μὲ τὶς
ὑπέροχες ὑποθῆκες, τὶς ὁποῖες μοῦ κατέλειπαν.
***
Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ ὁσίου Πατρός, τὰ
ὁποῖα προσήλκυαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὴ τοὺς νέους.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὑπῆρξε αὐθεντικὸς ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ. Ἐδέχθη παιδιόθεν τὴν θείαν κλῆσιν καὶ ἀνταπεκρίθη ἐλευθέρως εἰς αὐτὴν
«ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ …». Ἐπορεύθη διὰ βίου τὴν ἀσφαλῆ τρίβον, τὴν ὁποίαν
ἐβάδισαν ὅλοι οἱ αὐθεντικοὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἑπόμενοι
«τοῖς ἴχνεσιν» τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ ἀρρενωπὸν φρόνημα καὶ ἀταλάντευτον
σταθερότητα.
Ὡς διὰ βίου ἀσκητής, ἔτρεχεν «ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω
πυκτεύων, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ’ ὑποπιάζων τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶν, μήπως ἄλλοις
κηρύξας, αὐτὸς ἀδόκιμος γένηται» καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, χάριτι θείᾳ, ἀντεμάχετο
νικηφόρως τοὺς τρεῖς ἐχθροὺς τοῦ ἀνθρώπου, «τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν
διάβολον». Ἀνταπεκρίνετο εἰς τὴν προτροπὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «πρόσεχε σεαυτῷ,
ἵνα προσέχῃς τῷ Θεῷ» καὶ εἰς τὸν θεμελιώδη ὅρον ἐπιτυχοῦς ποιμαντικῆς
διακονίας, τὸν ὁποῖον θέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον,
εἶτα καθᾶραι˙ σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι˙ γενέσθαι φῶς καὶ φωτίσαι˙ ἐγγίσαι Θεῷ
καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους˙ ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι˙ χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεῦσαι
μετὰ συνέσεως».
Ἡ ἀγάπη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος πρὸς τὸν
Χριστόν, ὁ Ὁποῖος «εἶναι τὸ πᾶν», ἦτο αὐθεντική. Εἰς Αὐτὸν προσέφερε τὴν ζωήν
του «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων ἢ «ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ του καὶ
ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ του καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ του».
Ἐκ τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπης ἐξεπορεύετο ἡ ἀγάπη
του πρὸς τὸν «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον. Ἡ ἀγάπη αὐτή, ἡ ὁποία ἐνέπνεε
ὅλην τὴν ποιμαντικήν του διακονίαν, ἐξεδηλοῦτο πολυτρόπως καὶ ἦτο ἰδιαιτέρως αἰσθητὴ
εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν ὑπὲρ αὐτῶν ὁλοκάρδιον προσευχήν, εἰς τὴν
συμμετοχὴν εἰς τὰ προβλήματα αὐτῶν, εἰς τὴν τηλεφωνικὴν ἐπικοινωνίαν μαζί τους,
ὅταν τοὺς ἐκύκλωναν «περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ ἀνάγκαι».
Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ κάποια χαρακτηριστικὰ
τηλεφωνήματα –διότι … ἀσκοῦσε τὴν ποιμαντικὴ καὶ διὰ τοῦ τηλεφώνου– σὲ στιγμὲς
πραγματικὰ κρίσιμες καὶ πολὺ δύσκολες γιὰ ἐμένα. Τότε, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχω θέσει τὸ
πρόβλημα, μ’ ἔπαιρνε στὸ τηλέφωνο –καὶ μάλιστα σὲ ἀπίθανες ὧρες, ὅπως μιὰ φορὰ
πού, θυμᾶμαι, ἦταν ἕξι τὸ πρωί– μὲ ρωτοῦσε γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόβλημά μου καὶ
μοῦ ἔδινε μιὰ σημαντικὴ συμβουλή. Καὶ πραγματικά, ὁ λόγος του ἦτο βάλσαμο, ἐνῶ
συγχρόνως λειτουργοῦσε καὶ ὡς καταλύτης γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ συγκεκριμένου
προβλήματος».
Ἡ ταπείνωσις, ὡς παράγων ἰσορροπίας καὶ αὐτογνωσίας
τοῦ ἐν ἐπιγνώσει κατὰ Χριστὸν ζῶντος ἀνθρώπου, ἦτο πολύτιμον κόσμημα τοῦ
Γέροντος. Εἶχεν συνείδησιν τῆς ταυτότητος, τῶν ὁρίων του, τοῦ ὅτι «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ
καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι, καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων». Δι’ αὐτὸ
εἶχε διαρκῆ αὐτομεμψίαν καὶ ἔκαμε διακριτικὴν χρῆσιν τῶν θείων χαρισμάτων, τῆς
προοράσεως καὶ διοράσεως, μετὰ φόβου καὶ τρόμου οἰκονομῶν αὐτά, «ὡς λόγον ἀποδώσων».
Ὁ Γέρων εἶχε σαφῆ συνείδησιν ὅτι ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπισις
τοῦ ἀνθρώπου «τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Ἐπίσης, εἶχε
μάθει νὰ σέβεται τὸν κάθε ἄνθρωπον ὡς μοναδικὴν καὶ ἀνεπανάληπτον προσωπικότητα
ἀπείρου ἀξίας. Δι’ αὐτὸ εἰς τὴν ποιμαντικήν του διακονίαν ἐφήρμοζε τὴν ἀρχὴν τῆς
ἐξατομικεύσεως μετὰ διακρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι «μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν»,
προσφέρων κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον «ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
«Γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς σὲ δύο ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν
τὸ ἴδιο ἐκ πρώτης ὄψεως πρόβλημα ὁ ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε διαφορετικὰ πράγματα,
διότι ὑπῆρχαν διαφορετικὲς προϋποθέσεις καὶ ὁ κάθε ἕνας ἐχρειάζετο ἕνα
διαφορετικὸ φάρμακο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματός του. Ἔτσι, γιὰ τὸν
λόγο αὐτό, συχνὰ μᾶς ἔλεγε: «Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, νὰ μὴ τὰ λέτε καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους,
διότι αὐτὰ εἶναι τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ ἐσᾶς, γιὰ τὴν περίπτωσή σας. Τὰ ἴδια
πράγματα σ’ ἕνα ἄλλον ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν ἔχει ἐξωτερικῶς τὰ ἴδια μ’ ἐσᾶς
συμπτώματα, δὲν θὰ φέρουν τὰ ἴδια εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα».
«Πολλὲς φορὲς ἐθαύμασα γιὰ τὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἀγάμου,
πλὴν ἔχοντος τὴν ἄνωθεν σοφία, ὁσίου Πορφυρίου σὲ θέματα γάμου, συζυγικῶν
σχέσεων, τεκνογονίας κ.λπ. Δὲν ἦταν ἀπαντήσεις «κλισέ», ἄτεγκτες, σκληρές,
μονοκόμματες, «ἀντικειμενικές». Ἦταν ἀπαντήσεις μεστὲς ἀληθείας, ἀγάπης, στοργῆς
καὶ διακρίσεως, ἀνάλογες μὲ τὴν κατάσταση, τὴ χρεία καὶ τὴ δεκτικότητα τοῦ κάθε
ἀνθρώπου τὴ δεδομένη στιγμή. Ἀποβλέπων στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐπεδίωκε νὰ
βἀλει αὐτοὺς σ’ ἕνα «καλούπι» καὶ νὰ δημιουργήσῃ ὁμοιόμορφα ἄτομα, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος
πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἐχειραγώγει τὸν καθένα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ
δίδοντος «ἑκάστῳ … κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς», πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του».
«Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιθυμῶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα
περιστατικό, τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἐξατομικευμένη διακριτικὴ ποιμαντικὴ ποὺ
ἀσκοῦσε, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μιὰ
μέρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταβιοῦσε στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, εἶχε πάει μὲ
κάποιο πνευματικό του παιδὶ στὸ παρακείμενο δάσος καὶ συνομιλοῦσε μαζί του. Ἐν
τῷ μεταξύ, ἦλθαν καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσκυνήσουν ἕνας νέος καὶ μία
νέα ποὺ φοροῦσαν σόρτς. Καθὼς ὁ Γέροντας ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ δάσος, τοὺς συνήντησε
τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερένια πόρτα τῆς αὐλῆς, τοὺς χαιρέτησε καὶ
στάθηκε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα συνομιλῶν μαζί τους μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη. Δὲν ἄκουσα
τί τοὺς εἶπε, ἀλλὰ τὸ εὐλαβικὸ χειροφίλημά τους ἦταν πολὺ εὔγλωττο γιὰ τὴν ἐντύπωση
καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ τοὺς προκάλεσε ἡ στάση καὶ τὰ λόγια του».
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ὁ ὅσιος Γέρων προσείλκυε τοὺς
ἀνθρώπους μὲ τὴν ἁπλότητα, λιτότητα βίου καὶ καταδεκτικότητα, αἱ ὁποῖαι τὸν
διέκριναν. Ἐδέχετο τοὺς πάντας, οὐδένα ἀπωθοῦσε. Δημιουργοῦσε εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπλησίαζαν, ἀτμόσφαιραν ἀνέσεως καὶ ἐμπιστοσύνης, μὲ ἀποτέλεσμα
πολλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐδυσκολεύοντο νὰ ὁμολογήσουν ἐνώπιον ἄλλων Πνευματικῶν
διάφορα ἁμαρτήματα, ἐνώπιον τοῦ ὁσίου Γέροντος ᾐσθάνοντο ἄνετα καὶ ἐξωμολογοῦντο
αὐτά.
Ἐξ ὅσων λέγει ὁ ἴδιος περὶ μετανοίας, ἐξομολογήσεως
καὶ πνευματικοῦ πατρός, ἀντιλαμβανόμεθα τὴν στάσιν του κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ
μυστηρίου. Λέγει: «Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται μετάνοια καὶ
ἐξομολόγηση. Αὐτὸ τὸ μυστήριο εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Μ’ αὐτὸν τὸν τέλειο τρόπο ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ τὸ κακό. Πηγαίνομε, ἐξομολογούμαστε,
αἰσθανόμαστε τὴ συνδιαλλαγὴ μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ χαρὰ μέσα μας, φεύγει ἡ ἐνοχή.
Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, γιατὶ ὑπάρχει ὁ ἐξομολόγος,
ποὺ ἔχει τὴν χάρι νὰ συγχωρεῖ. Μεγάλο πράγμα ὁ πνευματικός».
Ὁ ὅσιος εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ποιμαντικῆς ἀκροάσεως.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, ἀφωσιοῦτο εἰς τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο ἐνώπιόν του. Τὸν ἤκουε μετὰ προσοχῆς καὶ κατόπιν ὡμίλει μὲ
λόγον λιτόν, εὐθύν, ἐπιγραμματικόν, βασισμένον εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν ἐν
γένει ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὸν ἁρμόζοντα εἰς τὴν χρείαν ἑκάστου.
Ἔχων βαθεῖαν συνείδησιν ὅτι ἐνήργει «ὡς ὑπηρέτης
Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ, οὐχὶ ὡς ἰδίαν τινὰ ἐπιστήμην ἐξ αὐθεντίας
οἰκονομῶν, ἀλλ’ ὡς Θεοῦ ὑπηρεσίαν ἐν ἐπιμελείᾳ ψυχῶν αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων»,
εἶχεν ὑψηλὸν αἴσθημα εὐθύνης καὶ προσηύχετο κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ μυστηρίου, ἐπιζητῶν
τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο, διότι τὸν συνεῖχεν ὁ λόγος: «Δεῖ τοὺς ἐξουσίας
λύειν καὶ δεσμεῖν παρὰ Θεοῦ λαβόντας σκοπεῖν τὴν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα καὶ τὴν
τοῦ ἡμαρτηκότος πρὸς ἐπιστροφὴν ἑτοιμότητα, καὶ οὕτω κατάλληλον τὴν θεραπείαν
προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι, ἵνα μὴ τῇ ἀμετρίᾳ καθ’ ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη
πρὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντος». Διὰ τὸν ἴδιον λόγον, δὲν ἔσπευδε νὰ κάμῃ
βεβιασμένας διαγνώσεις, διὰ νὰ κερδίσῃ ἐντυπώσεις. Μάλιστα, ὡρισμένες φορὲς ἔλεγε:
«Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴ στιγμὴ πληροφορία, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ». Καὶ ἐπανήρχοντο οἱ ἄνθρωποι
δευτέραν ἢ καὶ τρίτην φοράν, διὰ νὰ λάβουν τὴν ἀπάντησιν, καρπὸν τῶν ἀδιαλείπτων
προσευχῶν τοῦ ὁσίου Γέροντος ὑπὲρ τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Εἰς τὴν ποιμαντικὴν θεραπευτικήν του ἐνηλλάσσετο
ἡ ἀκρίβεια μὲ τὴν οἰκονομίαν καὶ ἡ αὐστηρότης μὲ τὴν ἐπιείκειαν κατὰ
περίπτωσιν, πάντοτε πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐδέποτε ἐξ ἀνθρωπαρεσκείας.
Ἠκολούθει καὶ ἐν προκειμένῳ τὴν ποιμαντικὴν θεραπευτικὴν τοῦ συνόλου τῶν αὐθεντικῶν
ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοψίζεται διὰ τῶν ἑξῆς: «Ἡ πᾶσα φροντὶς καὶ
σπουδὴ τῷ τε Θεῷ καὶ τῷ ψυχῶν ποιμένι, τοῦτό ἐστι˙ τὸ τὸ πλανώμενον πρόβατον ἐπαναγαγεῖν
καὶ τὸ φαρμαχθὲν ὑπὸ τοῦ ὄφεως ἐξιάσασθαι καὶ μήτε διὰ τῆς αὐστηρίας ὠθῆσαι κατὰ
κρημνοῦ τῆς ἀπογνώσεως, μήτε διὰ χαυνότητος καὶ τῶν ἁπαλωτέρων φαρμάκων ἐνδοῦναι
αὐτῷ τὸν χαλινόν, ὡς ἵππον, ὥστε σκιρτᾶν καὶ βίον ἔκλυτον ζῆν, ἀλλὰ σπεύδειν ἀντιστῆναι
τῷ πάθει, εἴτε δι’ αὐστηρίας, εἴτε διὰ πρᾳότητος, ὡς ἂν διαθέσεως ἔχῃ πρὸς αὐτὰ
ὁ θεραπευόμενος».
Ὁ ὅσιος ἀκόμη, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις
Πατράσιν», ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον ὡς ψυχοσωματικὴν ὀντότητα, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον
διδασκαλίαν ἅμα τῇ συλλήψει τοῦ ἐμβρύου ἔχομεν ψυχοσωματικὴν ὕπαρξιν, ἤτοι «ἅμα
τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ πέπλασται, οὐ τὸ μὲν πρότερον, τὸ δὲ ὕστερον». Ἑπομένως,
μακρὰν πάσης ἀποχρώσεως μανιχαϊσμοῦ, ἐβοήθει μὲ ἀγάπην καὶ στοργὴν εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν
τῶν ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἀσκοῦσε, δηλαδή, τὴν ποιμαντικὴν
θεραπευτικὴν τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας,
καταστάσεως, καταγωγῆς, γραμματικῶν γνώσεων κ.λπ., συμφώνως πρὸς τὴν προτροπὴν
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «τὸ πεπλανημένον ἐπίστρεφε, τὸ συντετριμμένον ἐπίδησον,
τὸ νοσοῦν ἴασαι», καὶ τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἔργου καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ποιμαντικῆς, κατὰ
τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, «τῇ δὲ (ποιμαντικῇ) τὸ προκείμενον πτερῶσαι
ψυχήν, ἁρπάσαι κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα ἢ μένον τηρῆσαι ἢ
κινδυνεῦον χειραγωγῆσαι ἢ διαρρυὲν ἀνασώσασθαι εἰσοικίσαι τε τὸν Χριστὸν ἐν ταῖς
καρδίαις διὰ τοῦ Πνεύματος˙ καὶ τὸ κεφάλαιον, Θεὸν ποιῆσαι καὶ τῆς ἄνω
μακαριότητος, τὸν τῆς ἄνω συντάξεως».
Ἐπιθυμῶ νὰ κατακλείσω τὴν παροῦσαν εἰσήγησιν
διὰ τῆς ἀναφορᾶς εἰς ποιμαντικὰς συμβουλὰς τοῦ θεοφωτίστου ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Πορφυρίου ἐπὶ καιρίων θεμάτων τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, αἱ ὁποῖαι, τελοῦσαι εἰς ἀπόλυτον
ἁρμονίαν πρὸς τὴν πατερικὴν-ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, πιστεύω ὅτι ἀποτελοῦν
πολύτιμον «παρακαταθήκην» δι’ ἕκαστον χριστιανόν, ὁ ὁποῖος «αἴρων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ
καὶ ἀκολουθῶν τὸν Χριστὸν» πορεύεται μεθ’ ὑπομονῆς πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Σεβόμενος ὁ ὅσιος Γέρων τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ καὶ
τὴν κλίσιν ἑκάστου ἀνθρώπου, μακρὰν πάσης ἰδεοληψίας ἢ προκαταλήψεως, ὑπεδείκνυε
εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα τὸν γάμον ἢ τὸν μοναχισμὸν ἀντιστοίχως ὡς ὁδοὺς ἁγιασμοῦ,
ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ἀξίως περιπατῆσαι ἕκαστον τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθη» μεθ’ ὑπομονῆς,
μέχρι τέλους.
Εἰς τὸ πρόβλημα τοῦ ψυχαναγκασμοῦ, τῆς
καταστάσεως δηλαδὴ ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ καταναγκασμὸν εἰς
τὸν ἑαυτόν του, προκειμένου νὰ κάμνῃ πράγματα τὰ ὁποῖα οὔτε πιστεύει οὔτε
θέλει, ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος συνεβούλευε τὸ πλῆθος τῶν δεσμίων αὐτοῦ τοῦ πάθους
νὰ τὸ θεραπεύουν μὲ τὴν ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν, τὴν καρδιακὴν προσευχήν, τὴν
προσφυγὴν εἰς διακριτικὸν πνευματικὸν καὶ τὴν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιαστικὴν
βιοτήν.
Εἰς τὸ κρίσιμον θέμα τῶν σχέσεων γονέων καὶ
παιδιῶν, παρώτρυνε τοὺς πρώτους νὰ μὴ παροργίζουν τὰ τέκνα αὐτῶν, νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουν
μετὰ διακρίσεως καὶ νὰ μὴ τὰ καταπιέζουν, δημιουργοῦντες εἰς αὐτὰ ψυχικὰς
στρεβλώσεις. Κατέληγε δὲ ἐπὶ λέξει διὰ τῆς συμβουλῆς: «Στὴν οἰκογένεια
βρίσκεται μεγάλο μέρος ἀπ’ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ διάφορα ἐσωτερικὰ προβλήματα, δὲν εἶναι ἀρκετὲς
οἱ συμβουλές, οἱ ἐξαναγκασμοί, ἡ λογικὴ κι οἱ ἀπειλές. Μᾶλλον γίνονται
χειρότερα. Ἡ διόρθωση γίνεται μὲ τὸν ἐξαγιασμὸ τῶν γονέων. Γίνετε ἅγιοι καὶ δὲν
θὰ ἔχετε κανένα πρόβλημα μὲ τὰ παιδιά σας».
Εἰς τοὺς διδασκάλους ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς ἐκπαιδεύσεως
συνιστοῦσε τὴν θεανθρωπίνην παιδαγωγικήν. Συνεβούλευε νὰ ἐπιζητοῦν τὸν θεῖον
φωτισμόν, νὰ φέρωνται εἰς τοὺς μαθητὰς μὲ ἀγάπην καὶ αὐστηρότητα, διότι «χαλεπὸν
ἡ νεότης, ὅτι εὐρίπιστον, εὐεξαπάτητον, εὐόλισθον καὶ σφοδροτέρου δεῖται τοῦ
χαλινοῦ», καὶ διὰ τοὺς ἔχοντας σοβαρὰ προβλήματα συμπεριφορᾶς ἢ μαθήσεως, νὰ
προστρέχουν καὶ νὰ ἐπιζητοῦν τὴν θείαν ἀρωγήν, δίδοντες τὰ ὀνόματα αὐτῶν εἰς τὴν
προσκομιδήν».
Ἔλεγε χαρακτηριστικῶςπρὸς νεοδιορισθεῖσαν
καθηγήτριαν: «Ὅταν θὰ πηγαίνεις πρὸς τὸ σχολεῖο, νὰ λέγεις τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅταν θὰ μπαίνεις στὴν τάξη, νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι μπαίνεις στὴν
ἐκκλησία. Νὰ ἀντιμετωπίζεις τὰ παιδιὰ μὲ ἀγάπη καὶ αὐστηρότητα. Αὐτὰ ἐπειδὴ θὰ
αἰσθάνονται τὴν ἀγάπη σου, θὰ κατανοοῦν τὴν αὐστηρότητά σου καὶ θὰ σὲ ἀγαποῦν.
Καὶ ἐὰν κάποιο παιδὶ παρουσιάζει ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ δημιουργεῖ δυσάρεστες
καταστάσεις, νὰ δίνεις τὸ ὄνομά του στὸν ἱερέα νὰ τὸ μνημονεύει στὴν προσκομιδή».
***
Ἐπίλογος
Στὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου Γέροντος παρατηροῦμε νὰ ὑπάρχουν
τὰ χαρακτηριστικὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας
μας. Καὶ συγχρόνως βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν κάποια εἰδικὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα ἀνακαλοῦν
στὴ μνήμη μας τὴ σταθερὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει
τὸν ἄνθρωπο, τὸν φωτίζει καὶ τὸν κατευθύνει, ἀλλὰ δὲν τὸν ἰσοπεδώνει. Ὁ κάθε ἅγιος,
δηλαδή, τῆς Ἐκκλησίας μας διατηρεῖ τὰ εἰδικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προσωπικότητός
του.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος εἶχε ὅλα ἐκεῖνα τὰ
χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν ἐράσμιο, ἐπιθυμητὸ καὶ ἱκανὸ νὰ ἑλκύει τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα τοὺς νέους, σὰν μαγνήτης. Κι αὐτὸ δὲν γινόταν κατὰ ἕνα
τρόπο μαγικό, ἀλλά, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶχε ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικά, ποὺ λαχταρᾶ
νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, διότι αὐτὰ ἀνακαλοῦν σὲ ὅλους μας τὴν ἀρχικὴ κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ πλάση καὶ τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο εἴμαστε πλασμένοι, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»,
δηλαδὴ τὸν ἁγιασμόν, τὴν κατὰ χάριν θέωσιν.