Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΠΑΠΑ-ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (1913-2010+).



ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΧΡΟΝΕΣ ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ
ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ
ΠΡΩΤ. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ:
ΠΑΠΑ-ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
(1913-2010+).


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ, 23 ΜΑΙΟΥ 2016

         
παπα-Φώτης Λαυριώτης ποτέλεσε ναμφισβήτητα μι ξέχουσα κα διάζουσα προσωπικότητα, χι μόνον γι τ νησί του, τν Λέσβο, λλ κα γι λον τν ρθόδοξο χριστιανικ κα μ κόσμο.
          παπα-Φώτης πρξε νας ταπεινς παραδοσιακς παπς, μλλον καλόγηρος, μ λη τ σημασία τς λέξεως. ζησε περίπου ναν αἰῶνα (1913-2010). π μικρς φιερώθηκε στ διακονία τς κκλησίας. Ξεκίνησε π τ νησί του τ Λέσβο, φθασε κα σκήτευσε στ γιώνυμον ρος, που γινε μοναχός, διάκονος κα πρεσβύτερος. Γνωρίσθηκε κα λθε σ παφ κα πνευματικ σχέση μ τος γιασμένους Γέροντες: τν ρσο παπα-Τύχωνα, π’ τν ποο λαβε τν μεγαλοσχημία, τν σιο Σιλουαν τν θωνίτη, τν Σωφρόνιο το σσεξ, τν Γέροντα Παλο Παυλίδη τν Λαυριώτη κα ατρ κα φτασμένο πνευματικ κα πολλος λλους. πέστρεψε στν Λέσβο μετ π μι εκοσαετία αστηρς σκησης στ γιον ρος κα φημέρευσε, π μισν κα πλέον αἰῶνα, στ γαπημένο του χωρι τν Τρίγωνα Πλωμαρίου. πρξε νθρωπος φιλήσυχος γι τος πιστος συνανθρώπους του, μως γρίευε ταν κάποιοι νεωτερίζοντες, κληρικο κα λαϊκοί, προσπαθοσαν ν λλοιώσουν μάλλον ν λώσουν τν ρθόδοξη Παράδοση. ταν π τος τελευταίους «κολλυβάδες» τς σειρς τν μεγάλων κολλυβάδων Πατέρων, πως τς σειρς το γίου Νικοδήμου το γιορείτου κα λλων.
          ταν πρόσωπο, πο σ πολλος προκαλοσε τν ποστροφή, λόγ το κοντο ναστήματός του λλ κα το τημέλητου τς νδύσεώς του. Ο τρόποι του θ χαρακτηρίζονταν κρως καλογερικοί. Δν θελε τερτίπια κα διπλωματίες κατ τν πικοινωνία. Πιστς τηρητς τν Παραδόσεων, διαιτέρως σ’ ,τι φοροσε  τς νηστεες κα τς προσευχές, τς τυπικς διατάξεις κα τν εταξία τς λατρείας, ντιστέκονταν χι μ εγένειες κα ποχωρήσεις, λλ μ δυναμικς πεμβάσεις κα πολλς φορς μ σκληρς κφράσεις, κόμη κα χειρονομίες.
          Τν πίστη του δν τν ντάλλασσε μ λα τ καλ το κόσμου. Δν συσχηματιζόταν μ τ το κόσμου, δν φοβόταν, οτε σκιαζόταν τος πολιτικος κα τος ρχοντες, δν εχε λλη συμπεριφορ γι τος μν κα λλη γι λλους. ταν πηγαος κφραστς τς ρθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δν τ βαζε κάτω γι κάτι πο θελε ν πετύχει. ργιζόταν ταν βλεπε κληρικος ν μν τιμον τ ράσο τους. Κάποιες φορς λεγχε τος συναδέλφους του κληρικος μ λόγια σκληρά. Κι μως κείνη φαινομενικ καλογερικ σκληρότητα δν εχε μέσα της κακία. λους τος γαποσε, τν μαρτία τν πολλν μάλλον μισοσε. Στηλίτευε γρια, πως καναν ο προφτες τς Παλαις Διαθήκης. πιτιμοσε κα ταυτόχρονα γαποσε. Μάλωνε κα φώναζε κα συγχρόνως συγχωροσε. Ἐὰν βλεπε μετανοησία κα δαιμονικ πεσμα, ποχωροσε κι φευγε μακρυά. Δν το ρεσαν ο τυπικότητες στ μοναστήρια, οτε τ κλείσιμο τν ερν μονν γι κάποιες π τς μέρες τς βδομάδος. Κάποτε πο πισκέφθηκε να γυναικεο γιορείτικο μετόχι-μοναστήρι στ Χαλκιδικ κα βρκε μέρα Τετάρτη τ μοναστήρι κλειστό, ρχισε ν κτυπάει μ κλωτσις τς σιδερένιες πόρτες κα ναστάτωσε λόκληρη τν δελφότητα. Τ τί κολούθησε δν περιγράφεται. ς κρατήσουμε μόνον τν φράση του τι τ μοναστήρια εναι καταφύγια γι λους τος πονεμένους. θελε μοναχος κα μοναχς ν ζον μέσα στν νεπιτήδευτη πλότητα κα ρχοντιά. κανε πολλ πράγματα τραβηγμένα γι τν καθωσπρεπισμό, τν τρόπο τς καλς, στόσο δυτικς-ξενόφερτης συμπεριφορς.
        Δ
ν πρόσεχε τ ντύσιμό του. Κάποιες φορς περπατοσε ξυπόλητος χι μόνο στ χωριό του, λλ κα στν πόλη. Δν τ κανε γι ν τν λυπονται, λλ γιατ τσι ασθανόταν νετα κα ξεκούραστα. Κάποτε τν εδα ν φοράει μι κίτρινη παντόφλα στ να πόδι κα μι ρόζ στ λλο. Ατ βρκε, ατ κα φόρεσε. Τ ροχα του μως μπορε ν ταν χιλιομπαλωμένα κα ξεσκισμένα, ποτέ του μως δν μύριζε σχημα.
          Εχε φίλους παντο, που πήγαινε. Μέσα στ ταγάρι του εχε ,τι μπορε ν ποψιασθε νος νθρώπου. π πετραχήλι κα κουκούλιο μέχρι κονσέρβες. π κεριά, καρβουνάκι κα θυμίαμα μέχρι ψυχοχάρτια, κομμάτια πρόσφορα, κρεμμύδια, σκόρδα, φρυγανιές, λις κα πολλ λλα. Χαιρόταν ν σο δώσει κάτι, σο πλ κι πέριττο κι ν ταν. Συνήθιζε ν χαρίζει στος εεργέτες του κα σ’ σους το παρεχαν φιλοξενία να καλλιγραφικ χειρόγραφό του, συνήθως τ πρτο κεφάλαιο π τ κατ ωάννην Εαγγέλιο· «ν ρχ ν λόγος...». Το ρκοσε ν το πες τν εχή σου κι να εχαριστ μ γάπη. Φυσικ δν σχολιάζουμε τν ποιότητα τν χαρτιν πο χρησιμοποιοσε. λλα ταν κομμάτια π πακέτα τσιγάρων κα λλα π χαρτοκούτες πορρυπαντικν!
          Δν θελε πολλ πολλ μ τς γυνακες πο τν πλησιάζαν. ρκονταν στ πι ναγκαία κατ τς παφές του. Δάνειζε χωρς ν περιμένει τν πιστροφή. Ποτέ του δν λαβε στ χέρια του τν μισθό του ς φημέριος. Τν φηνε στν γαπημένο του ρχιερατικ πίτροπο το Πλωμαρίου τν π. Εστράτιο, κι κενος τν διαχειριζόταν καταλλήλως μ βάση κάτι ραβασάκια πο το στελνε κατ καιρος μ τος χοντας νάγκη. ταν τόσο ληθινς κα ποτ δν κρυβε στ βάθος τς σκέψεώς του καμι πολύτως πονηρι δόλο. ταν στ χαρακτήρα σν να μικρ παιδάκι. Πολλς φορς συνέβη ν τν χτυπήσουν ατοκίνητα, πργμα πο γνωρίζουν πολλο κάτοικοι τς Λέσβου κα ίδιαιτέρως το χωριο Τρίγωνα, κα ν τν γκαταλείψουν βοήθητο. Κάποιοι λλοι περαστικο τν περιμάζευαν κα τν φρόντιζαν. Πολλς φορς μως πήγαινε μετ τ χτύπημα ξω π τ σπίτια κείνων πο τν χτύπησαν κα τν γκατέλειψαν κα κοιμόταν ξω π τ σπίτια τους στ πεζοδρόμια στς ξώπορτές τους!
          κανε κα πολλς θ λέγαμε «τρέλλες». Κάποιες φορς συνήθιζε ν κάνει τ μπάνιο του μέσα σ’ να βαρέλι κρύο νερό. λλοτε πάλι πήγαινε σ πηγς κα ρεματιές. Κάποιοι περαστικο τν περνοσαν γι ξωτικό, λλοι πάλι πο τν ναγνώριζαν τν ποκαλοσαν τρελλό. Κάποια φορ μι γυναίκα στ χωριό τους πήγαινε μεσάνυκτα φαγητ στν σύζυγό της πο δούλευε σ λαιοτριβεο. Περνώντας δίπλα π τ ρεματι εδε μι σκι ν κινεται μέσα στ τρεχούμενο νερ κα π τν φόβο της τρεχε μέσα στ χωριό, παρότι ταν μεσάνυκτα, φωνάζοντας: «διάβολος διάβολος»! Τ θέαμα γινόταν κόμα πι τραγικ ν τρέχει παπα-Φώτης ξωπίσω της ντελς γυμνς φωνάζοντας δν εμαι διάβολος, εμαι παπα-Φώτης!
          Κύριο ργο του θεωροσε τν νακαίνιση το ναο το χωριο, πο π πολλς δεκαετίες πηρέτησε ς φημέριος. Καμάρωνε ταν κάτι τ φτιαχνε κα δεχόταν κόμη κα τος παίνους, χι γωιστικ λλ πρς δόξαν Θεο. Χαιρόταν ταν συμμάζεψε τ κοιμητήριο το χωριο, ταν κατασκεύασε τ στεοφυλάκιο, ταν φτιαχνε καινούργιες γιογραφημένες εκόνες, ταν βάπτιζε, ταν πάντρευε, ταν κήδευε, ταν μνημόνευε, ταν κανε τ εχέλαιο, κα τόσα λλα. Μ πι πολ χαιρόταν ταν κάποιος τν καλοσε στ χαρά του. Πάντοτε ταν πρόθυμος κα τ θεωροσε μεγάλη του τιμ ν παρευρίσκεται σ λπες κα χαρές. Δν νοιαζόταν ἐὰν λλοι παπάδες φοροσαν πι μορφα μφια, ἐὰν εχαν καλύτερη φων π’ ατόν. κενο πο τν νδιέφερε ταν λη εροπραξία ν τελεσθε μ τ δέουσα προσοχ πάνω στς γραμμς το τυπικο κα τν διατάξεων μ προσευχή. Στενοχωριόταν ν κανένας παπς τρωγε πηδοσε καμμι εχή. Σ τέτοιες περιπτώσεις φευγε , ταν παρέμενε, ξανάρχιζε τ μυστήριο!!!. Δν νοιαζόταν τί θ πονε ο λλοι, κενο πο τν πασχολοσε ταν τί θέλει κα πς ναπαύεται Θες π μς. Βάπτιζε ρωμιος θιγγάνους, γύφτους καί, πειδ κανες δν καταδεχόταν ν ναλάβει ς νάδοχος, γινόταν κενος. διδε νόματα Παλαιοδιαθηκικ πίτηδες, μ τ δικαιολογητικ ν μν γιορτάζουν κα μεθον κα κάνουν κραιπάλες.
          Κοιμόταν καταγς. Δν τν νδιέφερε καλοπέραση το σώματος. Κοιμόταν που ερισκε τόπο, στ δρόμο, στ σοκάκια, μέσα σ θάμνους, μέσα στ σαλόνια τν μεγαλουπόλεων, μέσα σ πλοα. μπαινε που τν καλοσαν. τρωγε ,τι το δινες. Δν κατέλυσε ποτέ του τ νηστεία. Κάποια φορ πο μερικο ζητοσαν τν εχή του γιατ εχαν κάποιο πρόβλημα γείας κενος τος παντοσε κοφτ κα σταράτα: «Τίποτα δν χ΄ς. Δαιμόνιο πύθωνος χ’ς. Κάνε νηστεία, λαδο, Τετάρτες κα Παρασκευές,  κα θ γίν’ς καλά». Εχε τόση πίστη στ Θε κα τν Παναγία μας λλ κα στς μεσιτεες τν γίων μας στε λη σχέση μαζί τους ταν σχέση πατέρα πρς παιδί. Κάποτε επε σ κάποιον ερέα πο τν παρακάλεσε κετευτικ ν προσευχηθε γι τ λύση κάποιου προβλήματός του, τι χει τ λύση κα τν δήγησε πλ μπροστ στν φέστια εκόνα το γίου στν ποο τιμτο ναός. Μπροστ λοιπν στν εκόνα το γίου επε: «πειδ παπά μου πηρετες τν γιο, ν το ζητς ,τι θέλεις κι κενος θ σο τ κάνει". Μάλιστα το πέδειξε: «χι μόνον θ τ ζητς λλ κα θ τ παιτες, γιατ φόσον κάθε μέρα το νάβεις τ κανδήλι του κα το ψάλλεις τ τροπάριό του, δν μπορε ν κάνει λλις, παρ ν σ βοηθάει στς ποιες ποιμαντικς κα οκογενειακς νάγκες σου». Τέτοια παρρησία εχε παπα-Φώτης μ τος γίους τς κκλησίας μας.
          Τ κκλησιαστικ πρόσωπα τ σεβόταν κα τ κτιμοσε. διαίτερα τιμοσε τν πίσκοπό του. Χαιρόταν πο κάθε χρόνο, νν Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. άκωβος, τν πισκεπτόταν κατ τν νομαστικ γιορτή του στν Τρίγωνα. παπα-Φωτέλλης κόμα κα μετ π πολλ χρόνια ποχώρησης π τν νεργό του δράση, τ γιορτή του τν τελοσε κάθε χρόνο στν Τρίγωνα. κανε μ χρήματά του πλούσιο τραπέζι γι λο τν κόσμο. θελε ν κεραστον λοι ο νθρωποι κα χαιρόταν ταν το λεγε κόσμος εχές. Μ τν δια στιγμ πο εχόταν, ν κάτι δν πήγαινε καλά, μποροσε ν κάνει σκηνς κα ν νατρέψει τ πανηγύρι σ κυνηγητ κα φωνές. Μπροστ στ λάθος, χίλια καλ ν το καμνες, πρεπε ν τ κούσεις. Κι ατ χι σ κατώτερους π’ ατν νθρώπους, λλ κα σ κείνους πο τος φιλοξενοσε, σ κείνους πο τν στήριζαν στω κα οκονομικά. Δ λογάριασε τίποτα γι τν λήθεια. πεχθανόταν τ διαστροφ κα τν ναλήθεια. Εχε διαίτερες σχέσεις μ τν είμνηστο ρχιεπίσκοπο Σεραφεμ Τίκα. ταν ρχόταν παπα-Φώτης στν θήνα δν παρέλειπε ν περνάει κα π τν γίας Φιλοθέης, που βρίσκεται ρχιεπισκοπικ δρα. Τν νθυμομαι ν πίνει τν καφέ του μ τν μακαριστ ρχιεπίσκοπο. Μάλιστα κάποτε συνέβη κατ τν χειροτονία το νν Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης ν λάβει μέρος κατ’ ατν κα παπα-Φώτης. Στ θωρι τς πλότητάς του μακαριστς ρχιεπίσκοπος κυρς Σεραφεμ επε τν χαρακτηριστικ λόγο του: «λοι μες, νν. ο ρχιερες κα ερες, δν κάνουμε σο ατ τ κούτσικο παπαδάκι» (λόγ το κοντο ναστήματός του). Κάποια φορά, τν ρα πο μιλοσε μ τν μακαριστ ρχιεπίσκοπο κυρ Σεραφεμ τν ρα το κεράσματος τν κουσα ν το λέει: «Μακαριώτατε ν κδώσετε μι γκύκλιο κατ τν κτρώσεων. Φονιάδες εναι ο γιατρο πο κάνουν τέτοια πράγματα»!
            νηστεία του ταν π τς πι γαπημένες ρετές του. Ποτέ του σ λη του τν ζω δν κατέλυσε μέρες Δευτέρα, Τετάρτη κα Παρασκευ λάδι κόμα κα μέχρι τν μέρα τς κοιμήσεώς του.
            προσευχή του μι κατάπαυστη δοξολογία κα εχαριστία. Συνήθιζε ν λέει π στήθους τος γαπημένους του Χαιρετισμος πρς τ πρόσωπο τς Παναγίας μας πο τν περαγαποσε. ξερε π στήθους λο τ ψαλτήρι κα τν Καιν Διαθήκη. Εχε πομνημονεύσει πολλ πατερικ κείμενα τν γίων τς κκλησίας μας.
          Μ τ πολλ χρόνια τς αστηρς γκράτειας, τς λεημοσύνης, τς νυποκρίτου γάπης του λαβε π τ Θεό μας τ χαρίσματα τς προοράσεως κα διοράσεως. νώτερος ξιωματικς το στρατο πο τύγχανε κα πνευματικό του τέκνο μς μαρτυρε τι κάποτε πο σύζυγός του δν θελε τν μητέρα του, δηλ. τν πεθερά της, κα στενοχωριόταν πολύ, συνέβη κατ τν πίσκεψή του στ σπίτι τους ν τς πε τι χει μεγάλο λαχεο τ ποο κληρώνεται σ λίγες μέρες κα κερδίζει τν πρτο λαχνό. Σ τρες μέρες κοιμήθη πεθερά της! Σ κάποια λλη περίπτωση, ζήτησε ξαφνικ ν τν δηγήσουν σ κάποια περιοχή. ταν φθασαν κα σταμάτησαν ξω π να σπίτι,  βγκε π τ ατοκίνητο παπα-Φώτης κα ρχισε ν φωνάζει ν βγε κυρία πο διέμενε κε. κυρία βγκε κα ρχισε ν διαμοίβεται νας διάλογος τρομερός. παπα-Φώτης πέμενε ν κατεβε κυρία γι ν ξομολογηθε να μεγάλο μάρτημά της. κείνη κνευρισμένη κα κτεθειμένη στ γειτονιά της φώναζε στν παπα-Φώτη μ σχημα λόγια ν φύγει π τ σπίτι της. Τελικ φυγε παπα-Φώτης, λλ σ λίγη ρα πληροφορήθηκαν τι κυρία πέθανε ξαφνικά. Εχε προσχωρήσει στος Πεντηκοστιανούς κι πειδ κενος προαισθάνθηκε τν θάνατό της, τρεξε γι ν τν σώσει μ τ μυστήριο τς ξομολογήσεως. Κάποιος λλος κληρικς γνωστός του ρρώστησε ξαφνικ κι ν δν θ μποροσε ν λειτουργήσει κα θ φηνε τος πιστος λειτούργητους, τοιμάσθηκε ν πάει στ ναό του γι ν νημερώσει τος πιτρόπους τι δν δύναται ν λειτουργήσει. ταν πγε μως στ ναό του, εδε πρς κπληξή του τι παπα-Φώτης ταν δη ντυμένος τ ερ μφιά του κα προσκόμιζε ναμένοντας τν ψάλτη γι ν ξεκινήσει. ντελς ξαφνιασμένος παπς τν ρώτησε: «μ καλά, παπα-Φώτη, πς λθες δ σήμερα»; Κι παπα-Φώτης φοπλιστικ το πάντησε: «Μ καλ δν εσαι ρρωστος; Πς θ φήναμε τν κόσμο λειτούργητο;». λλ κα μιλν εχε παρόμοιο περιστατικό. Κάποτε, τ τος 1999 ποφάσισα ν καταγράψω λα σα εχα κούσει γι τν περίεργο κα παράξενο παπα-Φώτη. Τ περισσότερα φυσικ τ εχα κούσει ς φοιτητς τς Θεολογικς Σχολς Θεσσαλονίκης π τν είμνηστο καθηγητ κα δάσκαλό μας τν κύρ ωάννη Φουντούλη. ταν μετ π περίπου πέντε ρες ργασίας κατέγραψα λα τ το βίου το παπα-Φώτη, χτύπησε τν πόρτα το γραφείου μου στ να που φημερεύω κα μπκε παπα-Φώτης. Τότε το επα ξαφνιασμένος: «Παπα-Φώτη, καλς ρισες. Ξέρεις τί καμνα π τ πρωί;». Κι κενος μ τρόπο φυσικ κα συνάμα φοπλιστικ μο επε: «Διάβαζε γρήγορα σα γραψες ν τ διορθώσω, γιατ βιάζομαι ν φύγω μ τ πλοο στ Μυτιλήνη». φο το διάβασα λα σα γραψα μο επε: «Πρόσεξε μ τυχν κα τ κδώσεις ν ζω μου». φο το δωσα τν διαβεβαίωση, λαβα σ δύο μέρες να γράμμα του, στ ποο σ τρία χαρτι διαφορετικν μεγεθν μο γραφε χειρογράφως λη τ ζωή του γι ν τ χω ς πειστήρια κα μ τν πέννα του!!!
          Τ σα επώθηκαν δ σήμερα ποτελον μόνον μι μικρ πιτομ π τ τέσσερα μέχρι τς σήμερον κυκλοφορηθέντα βιβλία πο γράφθηκαν γι τν προσωπικότητά του κα τ πάμπολλα κείμενα πο ναφέρονται στν γνήσια κα γιασμένη προσωπικότητά του πο ντοπίζονται σ διάφορες στοσελίδες το διαδυκτίου κα στς δύο πίσημες μερίδες πο πραγματοποιήθηκαν γι τ πρόσωπό του. κύριος σκοπς τς μιλίας μας ατς εναι ν προβάλει ναν γνήσιο κα ληθιν νθρωπο πέρα π σχήματα κα τυποποιημένες συμπεριφορές. Τύποι νθρώπων τέτοιοι σν τν παπα-Φώτη σπανίζουν σήμερα στν κοινωνία μας. νθρωπος ατς φησε μέσα στς ψυχς λων κείνων πο τν γνώρισαν κα τν γνωρίζουν κόμη κα σήμερα τν ασθηση μις παράξενης καλογερικς παρουσίας. παπα-Φώτης μπόρεσε κα πέτυχε ν μπερδέψει τος συνανθρώπους του. Δν κανε παδούς. Ποτέ του δν κανε συνοδεία. Δν το ρεσαν ο κολακεες κα ο εφημες μνεῖἶες. Το ρεσε καλς λόγος, νεπιτήδευτος. Μόλις ασθανόταν τι ο λλοι τν κολάκευαν, κανε μπροστά τους σν τρελλός. Εχε τν τρόπο του ν θολώνει τ νερ τν γεροντολόγων. Μισοσε τν πιτήδευση κα στ λόγο κα στην μφάνιση. Γι τν λόγο ατ κα σ κυρίες κα δεσποινίδες φερόταν σκληρά. κείνους πο ζητοσαν ν εναι κοντά του, τος περνοσε π δέκα κόσκινα. διαιτέρως σ’ ατ τ πρόσωπα φερόταν πολ σκληρά,  σχεδν πάνθρωπα. κτς τν σκληρν του λόγων, τος καθύβριζε μ λη τ σημασία τς λέξεως. Κα λα ατ τ κανε, γιατ δν θελε συνοδεία. θελε τν γάπη, μως βίωνε τν ξενητεία σ λες τς κφάνσεις τς ζως του. Χαρακτηριστικά, κάποτε πο νοσηλευόταν στ νοσοκομεο «Γεννηματς» στν θήνα, τν κυρία πο τν ξυπηρετοσε νυχθημερν τ στόλιζε μ λα τ «κοσμητικ πίθετα». Κα σο πι πολλ γάπη λάμβανε, τόσο κενος κανε τν βίο βίωτο σ’ ατος πο τν γαποσαν. Λιγοστο νθρωποι μπκαν στ διαδικασία ν τν καταλάβουν κα ν πομείνουν τς πολλς διοτροπίες του.
            λη μορφ κα πολιτεία το παπα-Φώτη ντάσσεται κκλησιαστικ στν κραία μορφ το μοναχισμο πο φέρει τν νομασία σαλότητα. «Σαλς εναι κενος πού, γι ν κατακτήσει τν κορυφ τς γιότητας, κάνει τν τρελλό. Ο δι Χριστν σαλο δν θέλουν ν χουν καμμι πόληψη, καμμι τιμή, κανένα παινο μέσα στν κόσμο ατόν. Θέλουν κα ποθον τν νυποληψία, τν περιφρόνηση, τν κατηγορία τν συκοφαντία, πράγματα πο τόσο ντιπαθομε μες ο λλοι, ο τάχα λογικο κα ξιοπρεπες. π τ μι πλευρ ρνονται τς τιμές, τς πίσημες θέσεις, τς καλς συστάσεις γι τν αυτό τους, τς δόξες κα τος παίνους ν π τν λλη πιθυμον διακας κα ζητον πιμόνως τν περιφρόνηση το κόσμου, τν κάθοδο ως τ κατώτατα μέρη τς γς, τ βίωμα το ψαλμικο κείνου πο λέει: «γ εμι σκώληξ κα οκ νθρωπος, νειδος νθρώπων κα ξουθένημα λαο». δι Χριστν σαλς πετυχαίνει τν κύριο στόχο τς ληθινς ζως πο εναι ταπείνωση. Μι ταπείνωση πραγματικ κα χι φανταστική. Γι ν λθει μως λοκληρωμένη ταπείνωση χρειάζεται κα λοκληρωτικ ξουδένωση το γώ. Στος δι Χριστν σαλος παρατηρομε ατ τν ξουδένωση στ μάτια λου το κόσμου, μ προσποιητς τρέλλες κα λλοπρόσαλλες νέργειες. Θέλουν ν κρύβωνται, ν κρύβουν τν ρετ κα γιότητά τους κάτω π τν πίπλαστο μανδύα τς σαλότητας κα τς τρέλλας των. Ο γιοι δι Χριστν σαλο παίζουν να ερ παιχνίδι. μπαίζουν τ κοσμικ σχήματα, τν δθεν ξιοπρέπεια κα κοσμικ εγένεια, τν διπλωματία κα τν ποκρισία, τν πολιτικ κα τν πιτήδευση κα τν φαρισαϊσμό. μπαίζουν ατ τ γελοο κοσμικ δόγμα ρισμένων, πο κφράζεται μ τ «τί θ πε κόσμος», μ τ «πς θ φαν στν κόσμο». Τελικ μπαίζουν τος διους τος δαίμονες, ο ποοι στ πρόσωπο τν γίων σαλν βρκαν τος σχυρότερους ντιπάλους ( σιος νδρέας δι Χριστν σαλός, κδ. . Μ. Παρακλήτου, σ. 16-17).
          Τέτοιου μεγέθους σαλς ταν κα παπα-Φώτης Λαυριώτης. ς χουμε τν εχή του


Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Πικράθηκες; Έχει ο Θεός!
Χτύπησες; Έχει ο Θεός!
Προσβλήθηκες; Έχει ο Θεός!
Αδικήθηκες; Έχει ο Θεός!
Έχασες; Έχει ο Θεός!
Αρρώστησες ; Έχει ο Θεός!
Αμάρτησες; Έχει ο Θεός!
Για όλα έχει ο Θεός ! Αρκεί να τον εμπιστεύεσαι ...

Ο Απόστολος της Κυριακής 5 Ιουνίου 2016

a2Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
εἶναι δοῦλοι
τοῦ ὕψιστου Θεοῦ,
ποὺ σᾶς κηρύττουν
τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας!


(Β´ Κορ. δ´ 6-1)
Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῾Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ῎Αφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ῎Εξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ. 

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, καθὼς πηγαίναμε ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι στὸν τόπο τῆς προσευχῆς, συνέβη νὰ συναντήσουμε μιὰ δούλη ποὺ εἶχε μαντικὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὶς μαντεῖες της ἀπέφερε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της. Αὐτὴ ἀκολουθοῦσε τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ φώναζε· «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ ὕψιστου Θεοῦ, ποὺ σᾶς κηρύττουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας!» Αὐτὸ τὸ ἔκανε πολλὲς μέρες. ῾Ο Παῦλος ἀγανάκτησε· γύρισε πίσω καὶ εἶπε στὸ πνεῦμα· «Σὲ διατάζω στὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ νὰ βγεῖς ἀπ’ αὐτήν». Τὴν ἴδια στιγμὴ βγῆκε τὸ πνεῦμα. ῞Οταν εἶδαν τ’ ἀφεντικά της ὅτι μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα χάθηκε κι ἡ ἐλπίδα τοῦ κέρδους ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴν ἐργασία της, ἔπιασαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ τοὺς παρουσιάσουν στὶς ἀρχές. Τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ στοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ εἶπαν· «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ᾿Ιουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη. Θέλουν νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς, ποὺ εἴμαστε Ρωμαῖοι, νὰ τὰ δεχτοῦμε ἢ νὰ τὰ τηρήσουμε». Τότε ὁ λαὸς ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους. Οἱ ἄρχοντες τοὺς ἔσκισαν τὰ ροῦχα καὶ ἔδωσαν διαταγὴ νὰ τοὺς ραβδίσουν. Τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυπήματα καὶ μετά τοὺς ἔβαλαν στὴ φυλακὴ κι ἔδωσαν ἐντολὴ στὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάει ἀσφαλισμένους καλά. Αὐτός, ἐφόσον πῆρε μιὰ τέτοια ἐντολή, τοὺς ἔβαλε στὸ πιὸ ἐσωτερικὸ κελὶ καὶ γιὰ λόγους ἀσφάλειας ἔσφιξε τὰ πόδια τους στὴν ξυλοπέδη. Γύρω στὰ μεσάνυχτα, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας προσεύχονταν καὶ ἔψελναν ὕμνους στὸν Θεό· καὶ τοὺς ἄκουγαν οἱ φυλακισμένοι. Ξαφνικὰ ἔγινε σεισμὸς τόσο δυνατός, ποὺ σαλεύτηκαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς. ᾿Αμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες, καὶ τὰ δεσμὰ τῶν φυλακισμένων λύθηκαν.῾Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι ὅταν εἶδε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς ἀνοιχτές, ἔβγαλε τὸ σπαθί του κι ἤθελε νὰ σκοτωθεῖ, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν δραπετεύσει. Τότε ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε· «Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου! Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ». ῾Ο δεσμοφύλακας ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν φῶτα, πήδηξε μέσα στὸ κελί, καὶ τρομαγμένος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. ῞Υστερα τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς ρώτησε· «Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;» Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· «Πίστεψε στὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ θὰ σωθεῖς κι ἐσὺ καὶ τὸ σπίτι σου». Καὶ κήρυξαν σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅσους ἦταν στὸ σπίτι του τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. ῾Ο δεσμοφύλακας τοὺς πῆρε τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα μέσα στὴ νύχτα κι ἔπλυνε τὶς πληγές τους· ὕστερα βαφτίστηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Κατόπιν τοὺς ἀνέβασε στὸ σπίτι του καὶ τοὺς ἔστρωσε τραπέζι. ῏Ηταν πανευτυχὴς ποὺ κι αὐτὸς καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του εἶχαν βρεῖ τὴν πίστη στὸν Θεό. 

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 5 Ιουνίου 2016 - Του Τυφλού

a1Διδάσκαλε,
ποιος αμάρτησε
και γεννήθηκε
αυτός τυφλός,
ο ίδιος
ή οι γονείς του;


(᾿Ιω. θ´ 1-38)
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῾Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ᾿Εμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ῞Οταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῞Υπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ᾿Απῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ῎Αλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ᾿Εκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ῎Ελεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ῎Ανθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα. ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ῏Ην δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ῎Ελεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ῎Αλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ῾Ο δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ᾿Απεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ,  ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ᾿Εφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ᾿Απεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· Τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ᾿Ελοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ῾Ημεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ᾿Απεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Εν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ͺᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ᾿Εκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ᾿Απεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ᾿Εν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ῾Ο δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. 

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για  τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε  ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».  Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν  είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί  θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...