Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καὶ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια
π. Γεώργιος Μεταλληνός
Ἡ στάση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἔναντι τῆς εἰδωλολατρείας
Ποιὰ ἦταν ἡ στάση τώρα τοῦ Κωνσταντίνου ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας τὸ 326, ὁ Κωνσταντῖνος ἔρχεται στὴ Ρώμη γιὰ νὰ γιορτάσει τὰ εἰκοσάχρονα τῆς Βασιλείας του, τὰ δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στὸ Καπιτώλιο νὰ συμμετάσχει σὲ μία στρατιωτική, εἰδωλολατρικὴ γιορτὴ καὶ νὰ προσφέρει τὶς νενομισμένες θυσίες.
Ἀρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, ἔπεσε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ ἡ ἄρνηση τοῦ αὐτοκράτορος νὰ τελέσει τὰ καθήκοντά του ὡς ἐθνικός, ὡς εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας.
Μάλιστα πρέπει νὰ ξέρουμε, θὰ τὸ πῶ παρενθετικά, γιατί ἐδιώκετο ὁ Χριστιανισμός, κυρίως τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες; Ἀλλὰ δὲν σταμάτησαν ποτὲ οἱ διωγμοὶ αὐτοί, μέχρι σήμερα. Ἐδιώκετο διότι δὲν ἀπεδέχετο ἄλλες θεότητες. Ἡ φράσις τῆς λειτουργίας: «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός», κατὰ τοὺς μεγάλους λειτουργιολόγους, εἰσῆλθε εἰς τὴν θεία λειτουργία ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα...
«Εἷς Ἅγιος», ἦταν ἀπάντηση στοὺς Ἐβραίους· ἕνας εἶναι ὁ Ἅγιος ποὺ ἁγιάζει, ὁ Τριαδικὸς Θεός. «Εἷς Κύριος», ἕνας βασιλιάς, ἕνας αὐτοκράτορας, ἀπευθύνεται στοὺς Ῥωμαίους. Ἕνας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ βασιλιὰς ὁ δικός μας. Κι αὐτὸ τὸ ἐπαναλαμβάνει τὸ 160 περίπου στὴ δίκη του, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης. Τί τοῦ εἶπε ὁ Στάτιος ὁ Κονδράτιος, ὁ διοικητὴς τῆς Σμύρνης; «Ὤμοσον τοῦ Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στὸ ἄγαλμα τοῦ Καίσαρα. Διότι ὁ Καίσαρ ἦταν Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς.
Τιμοῦσαν τὸ πνεῦμα τοῦ Καίσαρος καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ῥώμης, μὲ ἀγάλματα μὲ θυσίες, ἐτιμῶντο ὡς θεότητα. Ἄρα δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση ἡ Ρώμη οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἰσαγάγουν μία νέα θεότητα εἰς τὴν πανσπερμία τῶν θεοτήτων – ὁ Ὀράτιος ἔλεγε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ «ὑπάρχουν περισσότεροι θεοὶ ἀπ᾿ ὅσον ἄνθρωποι» - ὁπότε δὲ θὰ ἠρνεῖτο ἡ Ῥώμη ἐὰν πρῶτα ἐδέχοντο τὴ θεότητα τοῦ Καίσαρος καὶ τῆς Ρώμης. Γι᾿ αὐτὸ ἐδιώκοντο οἱ Χριστιανοί.
Ἦταν ἀπηγορευμένη ἑταιρεία – ὁμάδα διότι δὲν ἐδέχετο «οὓς ἡ πόλις», γιὰ νὰ ἐπαναλάβω τὸ Σωκράτη, «οὓς ἡ πόλις ἐνόμιζε θεούς», κατὰ νόμον ἐδέχετο ὡς θεότητες. Αὐτὸ λοιπὸν λειτουργεῖ μ᾿ ἕναν τρόπο περίεργο στὴ συνείδηση τῶν εἰδωλολατρῶν ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ποὺ ἐτιμᾶτο ὡς θεὸς – καὶ ὁ Κωνσταντῖνος μέχρι τότε ἐτιμᾶτο – ἀρνεῖται νὰ προσφέρει τὰ νενομισμένα ὅπως ἐπέβαλε ἡ θρησκεία τῆς Ρώμης.
Ὕστερα ἀπ᾿ ὅσα εἶχε βιώσει εἰς τὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ὅλα αὐτά.
Ἐπίσης κατὰ τὸν Ζώσιμο, προκάλεσε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν καὶ νὰ τὸν προσβάλουν, ἐβεβήλωσαν τὰ ἀγάλματά του.
Δηλαδὴ χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατὰ τοῦ προσώπου στὰ ἀγάλματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀλλὰ ἐκεῖνος, εἰρηνικότατα, ὅταν τοῦ εἶπαν τί εἶχε γίνει, ἔπιασε τὸ πρόσωπό του καὶ εἶπε «εὐτυχῶς ἐγὼ δὲ βλέπω κανένα τραῦμα στὸ πρόσωπό μου».
Δὲν καταδίωξε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ οὔτε καὶ τήρησε ἰδιαίτερα φιλικὴ στάση ἀπέναντί τους. Μὲ ἐπιστολὲς τοῦ συμβούλευε τοὺς κατοίκους τῆς χώρας καὶ τῶν περιοχῶν ποὺ ὑπῆρχαν εἰδωλολάτρες νὰ στραφοῦν πρὸς τὴ χριστιανικὴ πίστη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἀγαπήσουν οἱ ἐθνικοί; Αὐστηρότητα ἔδειξε μόνον πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Γι᾿ αὐτὸ πότε ἐξόριζε τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, πότε ἐξόριζε τὸν Ἄρειο. Διότι ἕνας ἄρχοντας, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν οἱ διοικοῦντες, ἐνδιαφέρεται σὲ κάθε ἐποχὴ γι᾿ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λαϊκὴ φράση: ἡσυχία, τάξη καὶ ἀσφάλεια. Ἤθελε δηλαδὴ νὰ ἀποφύγει τὶς ἄκαιρες διενέξεις καὶ τὶς συγκρούσεις.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ κατὰ πολλοὺς ἱστορικούς, ἐπειδὴ τὸν ἀπειλοῦσαν μὲ δολοφονία οἱ Ἀρειανοί, ἐστάλη εἰς τὴν Δύση. Ἐξόριστος στὴ Ρώμη, 335-336, καὶ στὰ Ρέμιδα τὸ σημερινὸ Πρίρ, τὴ γενέτειρα τοῦ Μάρξ. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἐστάλη ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ μετέφερε τὸ μοναχισμὸ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου καὶ τοῦ ἁγίου Παχωμίου, τὸ κοινοβιακὸ μοναστήρι. Δὲν ἀδίκησε τὴν ἐθνικὴ θρησκεία. Κατὰ τὸν Ζώσιμο ἐπέβλεψε τὴν ἀνοικοδόμηση ἐθνικῶν ναῶν.
Ἡ συνάδελφος στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στὴ Φιλοσοφική, ἡ κυρία Πολύμνια Ἀθανασιάδη, ἔχει μία σπουδαία ἐργασία, εἰς τὴν ὁποία λέει ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴ Νίκαια ὁ Κωνσταντῖνος χρηματοδότησε, ὡς ἀρχηγὸς τοῦ κράτους, τέσσερις ναούς. Δυὸ εἰδωλολατρικοὺς καὶ δυὸ χριστιανικούς.
Δηλαδὴ προσπαθοῦσε νὰ τηρήσει τὴν ἰσορροπία καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἰσότητα καὶ ἑνότητα τῶν πολιτῶν. Ἐπίσης χρηματοδότησε τοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας Ἑλένης, τὴν Ἐκατονταπυλιανὴ τῆς Πάρου, τοὺς ναοὺς ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται καὶ σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴ Βηθλεέμ, στὸ Σταυροβούνι, στὴ σκήτη ποὺ μετέφερε ἡ ἁγία Ἑλένη μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ οὕτω καθεξῆς. Συγχωρῆστε με, βλέπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄρθρο, καὶ δὲ θὰ τὸ διαβάσω ὁλόκληρο, καὶ πολλοὶ νεοπαγανιστὲς μᾶς κατηγοροῦν λέγοντας «δὲν εἶναι Τίμιος Σταυρὸς αὐτό, ἀλλὰ δάσος ὁλόκληρο». Μὴ νομίσητε ὅτι ὅποιος ἔχει Τίμιο Ξύλο εἶναι ἀπευθείας ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχουμε τὰ λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων καὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ξύλο ἁγιάζεται καὶ λέγεται καὶ αὐτὸ Τίμιο Ξύλο ἀλλὰ δὲν ἀνήκει στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Προσέξτε τώρα. Ἄλλο στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου καὶ στὴ Μονὴ Σταυροβουνίου στὴν Κύπρο ποὺ ὑπάρχει μεγάλο τμῆμα τοῦ Σταυροῦ.
Δὲν εἶναι λοιπὸν πολλοὶ σταυροὶ ποὺ κόπτονται, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παράγονται φυλαχτὰ ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση ἐξ ἐπαφῆς μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντίνου εἶχε εὐνοήσει τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἐφήρμοζε τὰ διωκτικὰ διατάγματα τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀπέναντί τους. Τὴν ἴδια πολιτικὴ ἀκολούθησε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος.
Ὁ Κωνσταντῖνος συνέβαλε στὴ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἕνα τεράστιο ἐγκληματικὸ λάθος – μακάρι νὰ ὀφείλεται σὲ ἄγνοια – εἶναι τὸ διαθρυλούμενο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο πολλάκις ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνεκήρυξε ἐπίσημη θρησκεία τὸ Χριστιανισμὸ – ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Αὐτὸ θὰ γίνει στὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 380 ἀπὸ τὸν Ἱσπανικῆς προελεύσεως καὶ θερμόαιμο αὐτοκράτορα, τὸν Θεοδόσιο τὸν Α´, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐξησφάλισε ἐλευθερία σὲ κάθε θρήσκευμα, ὁπότε καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀπέκτησαν τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύουν ἐλεύθερα τὸ Θεό τους.
Ὄχι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους. Αὐτὸ εἶναι τεράστιο ἱστορικὸ λάθος καὶ ψέμα συγχρόνως.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παπαρηγόπουλος λέγει ὅτι «πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ ὁ Κωνσταντῖνος ἠδύνατο νὰ πολιτευτεῖ καὶ ἄλλως, ἢ ὅπως ἐπολιτεύθη, ἠδύνατο νὰ μὴν προστατεύσει καὶ νὰ τὸν καταδιώξει». Ἄρα μόνο σὲ μεταφυσικές, κυρίως ὑπερφυσικὲς παρεμβάσεις μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Κωνσταντίνου βλέπει ὁ Παπαρηγόπουλος τὴν στάση του ἔναντι τῶν Χριστιανῶν. Καὶ κάτι σημαντικό. Κανεὶς πολιτικὸς δὲν στηρίζεται ποτὲ εἰς τὴν μειοψηφία ἀλλὰ πάντα στὴν πλειοψηφία. Εἴτε γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὶς ἐκλογὲς εἴτε γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοὺς δικούς του στόχους.
Καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέχρι τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ δείχνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸν Χριστιανισμό, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Χριστιανῶν στὴν Αὐτοκρατορία; Ὀκτὼ μὲ δέκα τοῖς ἑκατό. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ σὲ μία σπουδαιότατη ἐργασία του ὁ Ἄντολφ φὸν Χάρμερ, ἕνας μεγάλος ἱστορικὸς φιλευθέρας ἰδεολογίας εἰς τὴν Εὐρώπη, εἰς τὴν Γερμανία «Ἡ ἐξάπλωσις τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες». Ὀκτὼ μὲ δέκα τοῖς ἑκατό. Μειοψηφία ἦσαν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ οἱ Χριστιανοί.
Ἐπίσης ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, γιὰ μένα, καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶναι Μέγας καὶ ἅγιος τῆς ἐκκλησίας.
Ἅγιος σημαίνει ὅτι ἔχει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του, αὐτὸ σημαίνει, ὄχι ἀλάθητος. Ἔχει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ζωντανὴ καὶ αἰσθητή.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος αὐτοκαταργήθηκε σὲ κάποια στιγμὴ ὡς αὐτοκράτωρ, δεχόμενος τὸν δημοκρατικότερο θεσμὸ τῆς Ἱστορίας ποὺ εἶναι ἡ Σύνοδος, τὸ Συνοδικὸ σύστημα.
Τὸ 311 καὶ ἐν συνεχείᾳ 313-314 ξέσπασε μία μεγάλη διένεξις, γιὰ τὸ σχίσμα τῶν Δονατιστῶν. Μάλωναν μεταξὺ τοὺς οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀνῆκαν στὸν Δονᾶτο καὶ οἱ ἄλλοι στὸν νόμιμο ἐπίσκοπο, σὲ ποιὸν ἀνήκουν οἱ ναοὶ καὶ οἱ περὶ τοὺς ναοὺς τίτλοι καὶ τὰ ἀγροτεμάχια. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ποὺ ἔπρεπε νὰ δικάσει τὴν ὑπόθεση, αὐτοκαταργεῖται ἀπὸ «Ὕψιστος Δικαστὴς» καὶ λέγει εἰς τὸν Μιλτιάδη, Ἕλληνα ἐπίσκοπο Ρώμης, τῆς Παλαιᾶς Ρώμης: «ἔχετε σύλλογο, δικάστε μὲ τὸν συνοδικὸ σύλλογο».
Ἔτσι φθάσαμε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὅταν λέμε δὲ ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν πρόεδρος τῆς Συνόδου – μὲ συγχωρεῖτε ἀλλὰ δὲν ξέρω γράμματα, νὰ διαβάσω τὰ κείμενα – ὁ καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς, συνάδελφός μας ἔχει δημοσιεύσει ἕνα βιβλίο γιὰ τὴν προεδρία τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ πηγὲς μᾶς λένε, ἀναλυόμενες κριτικὰ ἀπὸ τὸν κύριο Φειδᾶ καὶ ἀπὸ ἄλλους ἐπιστήμονες, τελευταῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ γράφει ὁ κύριος Φειδᾶς, ὅτι πρόεδρος ὑπῆρξε ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος.
Ἄλλο ὁ πρόεδρος ποὺ συντονίζει τὶς συζητήσεις καὶ ἄλλο ὁ συγκαλέσας τὴ Σύνοδο. Μόνο ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε δικαίωμα νὰ δώσει ἄδεια στοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς αὐτοκρατορίας νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν πρωτεύουσα καὶ μάλιστα ἐδῶ πρὸς τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ξέρετε αὐτὸ καὶ ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ ἰσχύει καὶ ἐπὶ Παλαιᾶς Ρώμης· ἴσχυε καὶ ἐπὶ Κατοχῆς. Μποροῦσε νὰ κυκλοφορήσει κανεὶς ἂν δὲν εἶχε ἄδεια τῆς γερμανικῆς διοικήσεως καὶ στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς «πετάγομαι μέχρι τὴ Ρώμη γιὰ ψώνια» ἂν δὲν εἶχε ἄδεια τῆς ἀστυνομίας; Διότι ἐφοβοῦντο στάση, ἐξεγέρσεις. Αὐτὸ ἴσχυε πολὺ περισσότερο στὴν ἀχανῆ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως καὶ οἱ μετέπειτα αὐτοκράτορες δίνει τὴν ἄδεια νὰ συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος.
Προσφωνεῖ τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου σὲ ἄπταιστα ἑλληνικά, ἦταν ἐγκρατέστατος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀποσύρεται καὶ τὸ ἔργο τῆς Συνόδου διεξάγεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, διάκονος ἀκόμη ὁ Μέγας Ἀθανάσιος – καταλαβαίνετε γιὰ ποιὰ πρόσωπα μιλοῦμε.
Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε πρόεδρος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως θὰ συμβεῖ καὶ στὴ μετέπειτα ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ μοῦ πεῖ κανείς, συζητήσεις, ἐπηρεασμοὶ εἰς τὰ μετόπισθεν μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν πάντοτε.
Ἀλλὰ ὅταν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν ἅγιοι, ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ, οὐδεμία ἐπιρροὴ εἶναι δυνατή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα σήμερα. Μπορεῖ νὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος;
Ἂν δὲν ἔχουμε θεουμένους, δὲ μποροῦμε νὰ ἔχουμε Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἤ, ἂν δὲν ἔχουμε ἐπισκόπους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς ἁγίους τοὺς θεουμένους·
διαφορετικά, ὅποια Σύνοδος ποὺ θὰ γίνει στὸ μέλλον ποὺ θὰ διεκδικήσει τὸν τίτλο Πανορθοδόξου καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου... καὶ θὰ ἐναντιώνεται εἰς τὸν λόγο καὶ τὴν πολιτεία καὶ τὴν πράξη τῶν θεουμένων, δηλαδὴ τῶν ἁγίων,
θὰ ἀποδειχθεῖ καὶ εὔχομαι νὰ μὴ γίνει αὐτό, ψευδοσύνοδος, λῃστρικὴ σύνοδος.
Ἀπὸ ἑλληνολάτρης ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε πραγματικὰ πιστὸς εἰς τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ὅπως ἀποδεικνύει ἤδη τὸ ἔτος 313 μὲ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, χωρίς, ὅπως εἶπα, νὰ διακηρύξει ἐπίσημη καὶ μοναδικὴ θρησκεία τὸν Χριστιανισμό.
π. Γεώργιος Μεταλληνός - Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καὶ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια
http://pneumatoskoinwnia.blogspot.gr/2015/05/blog-post_14.html