Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ, Π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ


 

Το προοίμιο του Σταυρού.
 
«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …» Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου .
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού». Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά . Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πως είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ · Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της oι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…») · στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
 
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990.

Τα κάλαντα του Λαζάρου ΠΕΣΚ 2021

Τα κάλαντα του Λαζάρου από τους μαθητές της Πατριαρχικής Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης (Λύκειο – Γυμνάσιο Χανίων)

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Η Εκκλησία τω θεραπευτήριο

 Υπάρχει μια κατηγορία πνευματικότητας που λέει "πάω στην Εκκλησία για να θεραπευτώ". Είναι μια άποψη που ακούγεται συχνά και έχουν γραφτεί και βιβλία γύρω απ' αυτή. Όμως στον πυρήνα της υπάρχει και πάλι η μετατροπή της Εκκλησίας σε μέσο, αφού στόχος της είναι η θεραπεία και οχι η εκκλησιοποίηση. Ο άνθρωπος που έχει στο νου του αυτή την άποψη εισέρχεται στην Εκκλησία για να θεραπευτεί ατομικά και οχι για να αποζητήσει " τους αδελφούς μου και τες αδελφές μου ",όπως έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αν εισέλθει κανείς στην Εκκλησία αποζητώντας τους αδελφούς, θα θεραπευτεί. Αν εισέλθει αποζητώντας τη θεραπεία, θα χρησιμοποιήσει τους άλλους ως μέσα για μια θεραπεία αμφίβολη. Συνεπώς, αυτό που πρωτεύει μέσα στην Εκκλησία είναι η σχέση μας με τα αδέρφια μας. Και δεν είναι τυχαίο πως ένας νηπτικός πατέρας, ο άγιος Βαρσανούφιος λέει κάπου: " Κύριε, ή βάλε και τα πνευματικά μου παιδιά στη Βασιλεία σου ή μη βάλεις ούτε εμένα " . Μα θα πει κάποιος: "Τρελός είναι ο άνθρωπος; Δεν τον απασχολεί μια αιωνιότητα στην κόλαση;" . Κι όμως, δεν τον απασχολεί, γιατί έχει πυρετό αγάπης, θέλει να είναι μαζί με τους αδελφούς του. Αυτή είναι η ορθόδοξη εκκλησιολογία και οι νηπτικοί πατέρες είναι κατά βάθος εκκλησιολογικοί ,δίνουν προτεραιότητα στην Εκκλησία, αντίθετα με μας σήμερα που έχουμε αναγάγει σε ύψιστο κριτήριο την αυτονομημένη από την Εκκλησία νηπτικότητα. Η Εκκλησία μας σώζει όχι ως ένα αφηρημένο σώμα ή μια ατομική προσπάθεια ,αλλά ως ομάδα αδελφών που κοινωνούν μεταξύ τους ουσιαστικά. Και ποια είναι η κοντινότερή μας Εκκλησία; Δεν είναι η ενορία του καθενός ,αλλά η οικογένειά του! Εαν δεν μπορέσουμε μέσα στην οικογένειά μας να δούμε τον άλλο ως ευλογία, τότε δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε ούτε μέσα στην ενορία. 

 

* * Από το βιβλίο " Περάσματα στην απέναντι όχθη"

Βασίλειος Θερμός

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

ΧΩΡΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ;

 Μη διαμαρτύρεσαι λέγοντας: Πού είσαι Θεέ μου; Προσεύχομαι και δεν μου αποκάλυψες ποτέ τον εαυτό σου, δεν μου έδωσες ούτε μία χαρά, δεν μου πραγματοποίησες κανένα από τα όνειρά μου. Σου ζητάω υγεία, μου δίνεις αρρώστια. Σου ζητάω βοήθεια, μου δίνεις θάνατο. Σου ζητάω αρετή, μου δίνεις πόνο. Τι Θεός είσαι; Όχι! Μη σκεφθείς ποτέ έτσι. Ο Θεός ξέρει πότε η καρδιά σου θα είναι χωρητική. Εάν ακόμη δεν πήρες κάτι, σημαίνει ότι δεν χωράει η καρδιά σου. Η καρδιά σου είναι στουμπωμένη, όπως όταν βάζεις πολλά πράγματα μαζί και τα πιέζεις, για να μη μείνει καθόλου κενό αέρος. Ούτε αέρας δεν μπορεί να χωρέσει στην καρδιά σου, και θέλεις να χωρέσει ο Θεός, τον οποίο δεν χωρούν ολόκληροι οι ουρανοί; "Μόλις δώ, παιδί μου, την κατάλληλη στιγμή, σε βεβαιώ ότι δεν θα καθυστερήσω ούτε ένα δευτερόλεπτο να σου πραγματώσω τους πόθους σου, τις λαχτάρες σου, τα θεϊκά σου όνειρα. Αμέσως θα το κάνω." Ο οδοντίατρος σου κάνει ένεση και περιμένει να μουδιάσεις για να σε εγχειρήσει. Εάν σου κάνει αμέσως την εγχείρηση, θα πεταχτείς από τον πόνο και μπορεί να σπάσει και το δόντι σου. Έτσι και ο Θεός περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να έρθει να σου φωτίσει την διάνοια, να σου χαρίσει όλο τον παράδεισο. Αυτό που νοσταλγούσες ένα, δύο, τρία, πέντε, είκοσι, πενήντα χρόνια, θα το πάρεις σε μια στιγμή. Η μετάνοια δεν πάει ποτέ χαμένη, και δεν χάνεις τίποτε όταν την ασκείς. 

 

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Τὸ συγχώριο του [τοῦ Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη]

 

Κάποτε πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὸν Κο­λο­κο­τρώ­νη κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε τὴν ἀ­νάγ­κη του. Νό­μι­σε πὼς δὲ θὰ τὸ θυ­μη­θῇ ὁ Στρα­τη­γός, καὶ φο­ροῦ­σε τὸν ὁ­λό­χρυ­σο ντου­λα­μᾶ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τοῦ Στρα­τη­γοῦ, ποὺ τὸν εἶ­χε σκο­τώ­σει πρὶν ἀ­πὸ τὸ Εἰ­κο­σι­έ­να βαλ­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους. Ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης γνώ­ρι­σε ἀ­μέ­σως τὸ φό­ρε­μα, κι’ ἀ­να­στέ­να­ξε ἥ­συ­χα, ἐ­νῷ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἔ­δι­νε τὸ λό­γο του στὸ φο­νιᾶ νὰ κά­μῃ τὸ ζή­τη­μά του. Ἔ­τυ­χε ὅ­μως ὁ Γέ­ρος νἆ­ναι στὸ τρα­πέ­ζι, καὶ τὸν κρά­τη­σε νὰ φᾶ­νε. Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἐρ­χό­τα­νε στὸ σπί­τι του τὸν κα­λο­δε­χό­τα­νε καὶ το­νὲ δει­πνοῦ­σε.

       Ἡ μάν­να ὅ­μως τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη δὲ βα­στοῦ­σε βλέ­πον­τας τὸ φό­ρε­μα τοῦ παι­διοῦ της, κ’ εἶ­πε στὸ Στρα­τη­γὸ μὲ πό­νο βα­θύ:

       — Παι­δί μου, καὶ στὸ τρα­πέ­ζι μας θὰ το­νὲ βά­νῃς τὸ φο­νιᾶ τοῦ παι­διοῦ μου;

       — Σώ­πα, μάν­να! εἶ­πε ὁ Στρα­τη­γός. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο μνη­μό­συ­νο ποὺ κά­νου­με τοῦ σκο­τω­μέ­νου…

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021


 

Θεοδώρα: Η Αγία της Άρτας

Η Οσία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Πετραλειφών. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που κατείχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και ήταν διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά -περί το 1210- γεννήθηκε και η Θεοδώρα. 

Από τα παιδικά της χρόνια ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» από τους γονείς της, οι οποίοι με την Ορθόδοξη πίστη τους, το ταπεινό τους φρόνημα και τη μεγάλη φιλανθρωπία τους αποτέλεσαν για τη Θεοδώρα παράδειγμα προς μίμηση.

Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντάς τη σε μικρή ηλικία. Την προστασία της ανέλαβε ο δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος, ο οποίος στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του. Πολεμώντας τους Βουλγάρους, νικήθηκε και τυφλώθηκε από τον βασιλιά τους, Ασάν. Εκείνος, κάλεσε από τον Μοριά τον νεαρό Μιχαήλ (ανιψιό του Θεόδωρου) ως νόμιμο διάδοχο, για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους που του άφησε ο πατέρας του, Μιχαήλ Α’ Άγγελος Κομνηνός.

Ο Μιχαήλ, πηγαίνοντας για την Άρτα, πέρασε από τα Σέρβια της Κοζάνης, που ήταν τότε ισχυρό φρούριο και σημαντική στρατηγική θέση. Εκεί είδε τη νεαρή Θεοδώρα, εντυπωσιάστηκε από την ωραιότητα του σώματός της και την ευγένεια της ψυχής και θέλησε να την παντρευτεί. Έτσι οι δύο νέοι τέλεσαν τον γάμο τους με κάθε μεγαλοπρέπεια στα Σέρβια περί το 1230. Μετά από λίγο καιρό, με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία πήγαν στην Άρτα, την οποία ο Μιχαήλ έκανε πρωτεύουσα του κράτους του και την οχύρωσε.

Στην Άρτα

Μια νέα ζωή και νέα πορεία ξεκίνησε για το νεαρό ζευγάρι στην Άρτα. Ο μεν Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, άρχισε να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η δε νεαρή Θεοδώρα αναδείχθηκε πρώτη κυρία του Δεσποτάτου της Ηπείρου. 

Στη μεγάλη όμως και ένδοξη αυτή θέση, όπως μας λέγει ο βιογράφος της, μοναχός Ιώβ, «ου παρεσύρη τη δόξη, ουχ εάλω τη νεότητι, ούτε μην προς τρυφάς οίδε κατασπαταλάν, αλλ’ ουδέ τω της αρχής όγκω επήρθη. Τω Θεώ δε μάλλον έγνω προσκείσθαι και αρετής επιμελείσθαι, σωφρόνως ζήσαι, ταπεινοφροσύνην ασπαζομένη, αοργησίαν, αγάπην, πραότητα, συμπάθειάν τε και ελεημοσύνην, ως άλλος, ουδείς κατορθούσα και τον Θεόν ολοψύχως διά παντός θεραπεύουσα».

Οι ευτυχισμένες, όμως στιγμές του ζευγαριού έμελλαν να είναι λίγες. Ο Μιχαήλ παρασύρθηκε στην πορνεία και την ακολασία από την αρχόντισσα της Άρτας που ονομαζόταν Γαγγρινή. Η Θεοδώρα, «τούτοις γενναία τοις δεινοίς εμπεσούσα, ουκ εσαλεύθη όλως τον λογισμόν, ουδέ παρεκτράπη της αγαθής πολιτείας. Αλλ’ όλη ως αδάμας ην καρτερούσα και τον Θεόν θεραπεύουσα». Χωρίς καμιά βοήθεια, η Θεοδώρα εγκατέλειψε τα ανάκτορα. 

Πέντε χρόνια μαζί με το πρωτότοκο παιδί της, τον Νικηφόρο (τον γέννησε στην εξορία), ταλαιπωρήθηκε στο κρύο και τους καύσωνες, στην πείνα και τη δίψα. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη, περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας τη μανία του άνδρα της. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, ποτέ δεν εκφράστηκε με μίσος και κακία για κανέναν. 

Αντίθετα, προσευχόταν και στήριζε όλες της τις ελπίδες στον Θεό. Στη δοκιμασία της αυτή βρήκε λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα, που μάζευε λάχανα για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, τη συνάντησε ο ιερέας και αφού επέμεινε πολύ να μάθει ποια είναι, του φανερώθηκε και έτσι για λίγο διάστημα βρήκε προστασία στο σπίτι του.

Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας, αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του δούκα και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής, την έδιωξαν από τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ, δε, «εν τω νω γενόμενος ενεσείσθη, την μακαρίαν αύθις ηγάγετο». Κάποια στιγμή, αποφάσισε να επανέλθει στην προηγούμενη ζωή του, αποστράφηκε πλέον την αμαρτία και, αφού έστειλε έμπιστους ανθρώπους να βρουν τη νόμιμη γυναίκα του, την υποδέχθηκε στα ανάκτορα και στη ζωή του με λαμπρότητα, μετάνοια και αγάπη.
Νέα ζωή ξανάρχισε, με έργα μετάνοιας για τον Μιχαήλ και με απόφαση αγιότητας και για τους δύο. Η πόλη λαμπρύνθηκε με έργα πίστης, ναούς και μοναστήρια, και έργα φιλανθρωπίας για τον αγαπητό λαό της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά ήρθαν στη ζωή, ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα. Όλη η ζωή κυλούσε μέσα στη χάρη του Θεού.

Όταν αργότερα, μετά από περίπου σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, ο δεσπότης Μιχαήλ ο Β’, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», εκοιμήθη εν Κυρίω, «η Θεοδώρα το των μοναχών και αυτή περιβάλλεται σχήμα. Και χρόνοις επιβιούσα, τον ναόν μεν παντοίως κατεκόσμει και αναθήμασι και σκεύεσι και πέπλοις κατεκάλλυνε». Δέκα περίπου χρόνια έζησε ως μοναχή στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά την παράδοση ίδρυσε η ίδια. Εκεί δόθηκε ακόμη πιο πολύ, «ψυχή τε και σώματι», Σε Αυτόν που από μικρή αγάπησε με όλη της την καρδιά.

Γι’ αυτό το διάστημα της ζωής της, γράφει ακόμη ο βιογράφος της, μοναχός Ιώβ, τα εξής: «Προσετίθει δε και τω βίω, τοις πόνοις εαυτήν εκγυμνάζουσα και τον των αρετών καρπόν επαύξουσα, αγρυπνίαις και στάσεσι παννύχοις σχολάζουσα, ψαλμοίς και ύμνοις προσομιλούσα, το σώμα νηστείαις κατατήκουσα και πάσαις ταις αδελφαίς αρραθύμως δουλεύουσα, αδικουμένων προϊσταμένη, ορφανών και χηρών αντιλαμβανομένη, πτωχοίς επικυρούσα, θλιβομένους παραμυθουμένη και πάσι γενομένη τα πάντα εν ταπεινώσει καρδίας».

Όταν έφθασε η τελευταία της ώρα επί της Γης, αφού για τελευταία φορά συμβούλεψε τις αδελφές για το πώς πρέπει να ζουν και να αγωνίζονται «εν αγίω πνεύματι» «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» πιθανόν κατά το 1280, σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών. Ετάφη στον νάρθηκα του Ναού του Αγίου Γεωργίου (σήμερα Αγίας Θεοδώρας), όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο σεπτός της τάφος.

Πολλά τα θαύματα της Αγίας από τότε μέχρι σήμερα και μεγάλη η δόξα της «επί γης και εν ουρανώ». Δεν έπαψε ούτε μία στιγμή να προσφέρει τη βοήθειά της με κάθε τρόπο στον αγαπητό της λαό, που ήταν και πνευματικά της παιδιά.

Χρονικό Ανακομιδής των ιερών λειψάνων

Επειδή πολλοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των λειψάνων της Αγίας Θεοδώρας και υποστήριζαν ότι κλάπηκαν από τους Φράγκους (όπως συνέβη με πολλά ιερά λείψανα), ο τότε Μητροπολίτης Άρτης, Σεραφείμ ο Βυζάντιος, έδωσε εντολή να ανοιχθεί ο τάφος της. 

Έτσι, στις 20 Μαρτίου 1873, ημέρα Τρίτη και ώρα 1.30 πρωινή, αφού έψαλαν την παράκληση της Αγίας ο ιερός κλήρος, ο ευσεβής λαός, οι επίτροποι του ναού, οι πρόκριτοι της Άρτας και οι πρόξενοι της Ρωσίας και της ελεύθερης Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κλεόμβροτο (ο Μητροπολίτης Σεραφείμ απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξαν τον τάφο και με πολλή ευλάβεια συνέλεξαν τα ιερά και ευωδιάζοντα λείψανα της Αγίας. Αφού τα τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα, τα άφησαν για προσκύνημα στην ωραία πύλη του ναού και συνέχισαν ολονύκτια αγρυπνία προς τιμήν της Αγίας και δοξολογία για τη μεγάλη δωρεά των λειψάνων της. 

Τα σεπτά λείψανα της Αγίας ανεδείχθησαν σε πηγή πολλών και μεγίστων θαυμάτων μέχρι σήμερα.

Η λαμπρότερη ημέρα της πόλης της Άρτας είναι η γιορτή της Αγίας Θεοδώρας, η 11η Μαρτίου. Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων εορτάζει κατά παράδοση η μνήμη της Ανακομιδής των Λειψάνων της Αγίας. Όλοι οι Αρτινοί, αλλά και πολλοί Ηπειρώτες και Ακαρνάνες κατακλύζουν τον ναό και την πόλη για να προσκυνήσουν. Κεντρικό σημείο του εορτασμού αποτελεί η λιτάνευση των ιερών λειψάνων και της εικόνας της Αγίας.

Θεοδώρα: Η Αγία της Άρτας

Η Οσία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Πετραλειφών. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που κατείχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και ήταν διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά -περί το 1210- γεννήθηκε και η Θεοδώρα. 

Από τα παιδικά της χρόνια ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» από τους γονείς της, οι οποίοι με την Ορθόδοξη πίστη τους, το ταπεινό τους φρόνημα και τη μεγάλη φιλανθρωπία τους αποτέλεσαν για τη Θεοδώρα παράδειγμα προς μίμηση.

Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντάς τη σε μικρή ηλικία. Την προστασία της ανέλαβε ο δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος, ο οποίος στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του. Πολεμώντας τους Βουλγάρους, νικήθηκε και τυφλώθηκε από τον βασιλιά τους, Ασάν. Εκείνος, κάλεσε από τον Μοριά τον νεαρό Μιχαήλ (ανιψιό του Θεόδωρου) ως νόμιμο διάδοχο, για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους που του άφησε ο πατέρας του, Μιχαήλ Α’ Άγγελος Κομνηνός.

Ο Μιχαήλ, πηγαίνοντας για την Άρτα, πέρασε από τα Σέρβια της Κοζάνης, που ήταν τότε ισχυρό φρούριο και σημαντική στρατηγική θέση. Εκεί είδε τη νεαρή Θεοδώρα, εντυπωσιάστηκε από την ωραιότητα του σώματός της και την ευγένεια της ψυχής και θέλησε να την παντρευτεί. Έτσι οι δύο νέοι τέλεσαν τον γάμο τους με κάθε μεγαλοπρέπεια στα Σέρβια περί το 1230. Μετά από λίγο καιρό, με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία πήγαν στην Άρτα, την οποία ο Μιχαήλ έκανε πρωτεύουσα του κράτους του και την οχύρωσε.

Στην Άρτα

Μια νέα ζωή και νέα πορεία ξεκίνησε για το νεαρό ζευγάρι στην Άρτα. Ο μεν Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, άρχισε να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η δε νεαρή Θεοδώρα αναδείχθηκε πρώτη κυρία του Δεσποτάτου της Ηπείρου. 

Στη μεγάλη όμως και ένδοξη αυτή θέση, όπως μας λέγει ο βιογράφος της, μοναχός Ιώβ, «ου παρεσύρη τη δόξη, ουχ εάλω τη νεότητι, ούτε μην προς τρυφάς οίδε κατασπαταλάν, αλλ’ ουδέ τω της αρχής όγκω επήρθη. Τω Θεώ δε μάλλον έγνω προσκείσθαι και αρετής επιμελείσθαι, σωφρόνως ζήσαι, ταπεινοφροσύνην ασπαζομένη, αοργησίαν, αγάπην, πραότητα, συμπάθειάν τε και ελεημοσύνην, ως άλλος, ουδείς κατορθούσα και τον Θεόν ολοψύχως διά παντός θεραπεύουσα».

Οι ευτυχισμένες, όμως στιγμές του ζευγαριού έμελλαν να είναι λίγες. Ο Μιχαήλ παρασύρθηκε στην πορνεία και την ακολασία από την αρχόντισσα της Άρτας που ονομαζόταν Γαγγρινή. Η Θεοδώρα, «τούτοις γενναία τοις δεινοίς εμπεσούσα, ουκ εσαλεύθη όλως τον λογισμόν, ουδέ παρεκτράπη της αγαθής πολιτείας. Αλλ’ όλη ως αδάμας ην καρτερούσα και τον Θεόν θεραπεύουσα». Χωρίς καμιά βοήθεια, η Θεοδώρα εγκατέλειψε τα ανάκτορα. 

Πέντε χρόνια μαζί με το πρωτότοκο παιδί της, τον Νικηφόρο (τον γέννησε στην εξορία), ταλαιπωρήθηκε στο κρύο και τους καύσωνες, στην πείνα και τη δίψα. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη, περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας τη μανία του άνδρα της. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, ποτέ δεν εκφράστηκε με μίσος και κακία για κανέναν. 

Αντίθετα, προσευχόταν και στήριζε όλες της τις ελπίδες στον Θεό. Στη δοκιμασία της αυτή βρήκε λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα, που μάζευε λάχανα για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, τη συνάντησε ο ιερέας και αφού επέμεινε πολύ να μάθει ποια είναι, του φανερώθηκε και έτσι για λίγο διάστημα βρήκε προστασία στο σπίτι του.

Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας, αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του δούκα και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής, την έδιωξαν από τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ, δε, «εν τω νω γενόμενος ενεσείσθη, την μακαρίαν αύθις ηγάγετο». Κάποια στιγμή, αποφάσισε να επανέλθει στην προηγούμενη ζωή του, αποστράφηκε πλέον την αμαρτία και, αφού έστειλε έμπιστους ανθρώπους να βρουν τη νόμιμη γυναίκα του, την υποδέχθηκε στα ανάκτορα και στη ζωή του με λαμπρότητα, μετάνοια και αγάπη.
Νέα ζωή ξανάρχισε, με έργα μετάνοιας για τον Μιχαήλ και με απόφαση αγιότητας και για τους δύο. Η πόλη λαμπρύνθηκε με έργα πίστης, ναούς και μοναστήρια, και έργα φιλανθρωπίας για τον αγαπητό λαό της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά ήρθαν στη ζωή, ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα. Όλη η ζωή κυλούσε μέσα στη χάρη του Θεού.

Όταν αργότερα, μετά από περίπου σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, ο δεσπότης Μιχαήλ ο Β’, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», εκοιμήθη εν Κυρίω, «η Θεοδώρα το των μοναχών και αυτή περιβάλλεται σχήμα. Και χρόνοις επιβιούσα, τον ναόν μεν παντοίως κατεκόσμει και αναθήμασι και σκεύεσι και πέπλοις κατεκάλλυνε». Δέκα περίπου χρόνια έζησε ως μοναχή στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά την παράδοση ίδρυσε η ίδια. Εκεί δόθηκε ακόμη πιο πολύ, «ψυχή τε και σώματι», Σε Αυτόν που από μικρή αγάπησε με όλη της την καρδιά.

Γι’ αυτό το διάστημα της ζωής της, γράφει ακόμη ο βιογράφος της, μοναχός Ιώβ, τα εξής: «Προσετίθει δε και τω βίω, τοις πόνοις εαυτήν εκγυμνάζουσα και τον των αρετών καρπόν επαύξουσα, αγρυπνίαις και στάσεσι παννύχοις σχολάζουσα, ψαλμοίς και ύμνοις προσομιλούσα, το σώμα νηστείαις κατατήκουσα και πάσαις ταις αδελφαίς αρραθύμως δουλεύουσα, αδικουμένων προϊσταμένη, ορφανών και χηρών αντιλαμβανομένη, πτωχοίς επικυρούσα, θλιβομένους παραμυθουμένη και πάσι γενομένη τα πάντα εν ταπεινώσει καρδίας».

Όταν έφθασε η τελευταία της ώρα επί της Γης, αφού για τελευταία φορά συμβούλεψε τις αδελφές για το πώς πρέπει να ζουν και να αγωνίζονται «εν αγίω πνεύματι» «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» πιθανόν κατά το 1280, σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών. Ετάφη στον νάρθηκα του Ναού του Αγίου Γεωργίου (σήμερα Αγίας Θεοδώρας), όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο σεπτός της τάφος.

Πολλά τα θαύματα της Αγίας από τότε μέχρι σήμερα και μεγάλη η δόξα της «επί γης και εν ουρανώ». Δεν έπαψε ούτε μία στιγμή να προσφέρει τη βοήθειά της με κάθε τρόπο στον αγαπητό της λαό, που ήταν και πνευματικά της παιδιά.

Χρονικό Ανακομιδής των ιερών λειψάνων

Επειδή πολλοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των λειψάνων της Αγίας Θεοδώρας και υποστήριζαν ότι κλάπηκαν από τους Φράγκους (όπως συνέβη με πολλά ιερά λείψανα), ο τότε Μητροπολίτης Άρτης, Σεραφείμ ο Βυζάντιος, έδωσε εντολή να ανοιχθεί ο τάφος της. 

Έτσι, στις 20 Μαρτίου 1873, ημέρα Τρίτη και ώρα 1.30 πρωινή, αφού έψαλαν την παράκληση της Αγίας ο ιερός κλήρος, ο ευσεβής λαός, οι επίτροποι του ναού, οι πρόκριτοι της Άρτας και οι πρόξενοι της Ρωσίας και της ελεύθερης Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κλεόμβροτο (ο Μητροπολίτης Σεραφείμ απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξαν τον τάφο και με πολλή ευλάβεια συνέλεξαν τα ιερά και ευωδιάζοντα λείψανα της Αγίας. Αφού τα τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα, τα άφησαν για προσκύνημα στην ωραία πύλη του ναού και συνέχισαν ολονύκτια αγρυπνία προς τιμήν της Αγίας και δοξολογία για τη μεγάλη δωρεά των λειψάνων της. 

Τα σεπτά λείψανα της Αγίας ανεδείχθησαν σε πηγή πολλών και μεγίστων θαυμάτων μέχρι σήμερα.

Η λαμπρότερη ημέρα της πόλης της Άρτας είναι η γιορτή της Αγίας Θεοδώρας, η 11η Μαρτίου. Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων εορτάζει κατά παράδοση η μνήμη της Ανακομιδής των Λειψάνων της Αγίας. Όλοι οι Αρτινοί, αλλά και πολλοί Ηπειρώτες και Ακαρνάνες κατακλύζουν τον ναό και την πόλη για να προσκυνήσουν. Κεντρικό σημείο του εορτασμού αποτελεί η λιτάνευση των ιερών λειψάνων και της εικόνας της Αγίας.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ, Ι.ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΠΑΤΜΩ, ΚΑΡΥΕΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ:


1) Έχασα τα πάντα εκτός από εκείνα που έδωσα. 

2)Τίποτα δεν είναι δικό μου, όταν είναι μόνο για τον εαυτό μου.

3) Τα χέρια του κουλού είναι καλύτερα από τα χέρια του τσιγκούνη. 

4) Θέλεις να γίνεις φτωχός και εσύ και εγώ; Θησαύριζε!

5)Θέλεις να γίνεις φτωχός; Να κλέβεις και να δουλεύεις Κυριακές. 

6) Θέλεις να έχεις αφθονία; Σκόρπιζε!

7)Θέλεις να γίνεις ζητιάνος; Αποθήκευε! Θέλεις να πεθάνεις από την πείνα; Κλείσε τα μάτια σου και τα αυτιά σου στον ανθρώπινο πόνο και στην ανθρώπινη δυστυχία! 

9)Χαρά στα μάτια που δακρύζουν για κάποιον άλλο που πονά, γιατί τα μάτια αυτά θα ειδούνε του παραδείσου τα καλά!

10) Χαρά στα χέρια όπου ντύνουν μικρά παιδιά και ορφανά, γιατί τα χέρια αυτά θα γίνουν φτερά για να πετούν ψηλά!!

11) Χαρά στο στόμα όπου λέγει λόγια παρήγορα γλυκά, γιατί το στόμα αυτό θα ψάλει με τους αγγέλους ωσαννά!! 

12) Χαρά στο σπίτι όπου ανοίγει την πόρτα στον περαστικό, γιατί η πόρτα αυτή ανοίγει στην Παναγιά και στον Χριστό!! 

13) Γεννηθήκαμε και υπάρχουμε στον πλανήτη αυτό της Γης για να δοξάζουμε τον Θεό και να προσφέρουμε Αγάπη και Χαρά στους άλλους!!

14) Η μεγαλύτερη χαρά που στη ζωή γνωρίζουμε, είναι η χαρά που νιώθουμε, όταν χαρά χαρίζουμε!!