Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

H Ρουμπίνα

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη που λεγόταν Ρουμπίνα. Αυτή παντρεύτηκε ένα πολύ σκληρό και βάναυσο άνδρα, που την κακομεταχειριζόταν. Ένα μεσημέρι η οικογένεια του Σπύρου καθόταν στο τραπέζι και έτωγε. Ξαφνικά μπροστά βλέπουν τους αναπάντεχα τον άγιο, που απευθυνόμενος προς τον Σπύρο του είπε:

-Ε! Τι κάθεσαι.. Αυτή την στιγμή την αδελφή σου την Ρουμπίνα την δέρνει απάνθρωπα ο άνδρας της. Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της. Και το χειρότερο έκανε τα γαμήλια στέφανα τους κομμάτια.

Και συνέχισε ακόμα πιο έντονα:

-Πλήν όμως, ο πρώτος γάμος είναι μυστήριο! Ακούς;
Μετά τα λόγια αυτά έφυγε βιαστικά.
Το επεισόδιο που τους ανήγγειλε, γινόταν σ’ ένα χωριό, σε μακρινή απόσταση, αλλά ο Σπύρος πίστεψε τον άγιο και στενοχωρήθηκε κατάκαρδα για την αδελφή του. Σηκώθηκε αμέσως , ετοίμασε το μουλάρι του και έσπευσε να πάει να δει τι γίνεται στο σπίτι της.

Όταν εκείνη τον είδε, τον δέχθηκε με χαρά και του είπε:
-Πως , αδελφέ μου , τέτοια ώρα, μεσημέρι μ’ αυτή την ζέστη του Ιουλίου, ξεκίνησες για δω;
Ο Σπύρος την ρώτησε:
-Ρουμπίνα, που είναι ο άνδρας σου;
-Αχ Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε στην δουλειά του και κουράστηκε και βγήκε έξω να συναντήσει κανένα, να του περάσει η ώρα.
-Καλά , το χέρι σου τι έχει;
-Αδελφέ μου , αυτές οι προβατίνες, όταν πρόκειται να βγουν έξω από το μανδρί , κάνουν πολλά πηδήματα. Μ έσπρωξε, έπεσα και χτύπησα. Μα δεν είναι τίποτα… Έλα τώρα πάμε να ξεκουραστείς και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά.

Μπαίνοντας στο σπίτι ο Σπύρος αμέσως κοίταξε στα εικονίσματα, γιατί διαρκώς σκεπτόταν τα λόγια του οσίου Παναγή.

-Ρουμπίνα, που είναι τα στέφανα σου; Δεν τα βλέπω.

Η αδελφή του, που δεν ήθελε να διαλύσει το γάμο της, δικαιολογείται και λέει:
-Σπύρο μου, με τις δουλειές μου είχα καιρό να ξεσκονίσω και τα κατέβασα να τα καθαρίσω.
Η γυναίκα προσπάθησε να κρύψει την άθλια συμπεριφορά του συζύγου της και να μη φανερώσει την αλήθεια. Αλλά ο αδελφός της, που όλα τα ήξερε με το διορατικό χάρισμα του οσίου, της είπε:
-Αδελφή μου, σήκω να φύγουμε, γιατί ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί μας απεκάλυψε την κατάστασή σου ο νουνός σου παπα-Μπασιάς. Έλα μαζί μου, η ζωή σου εδώ θα είναι μαρτύριο.
Η Ρουμπίνα όμως, συνετή και ανδρεία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, γνώριζε ότι δεν έπρεπε να διαλύσει το σπιτικό της.

-Αδελφέ μου , του απαντά, όταν ο Θεός προστάζει , πρέπει να τα υπομένω όλα.

Έτσι ο Σπύρος Μηνιάτης έφυγε διαπιστώνοντας ότι τα λόγια του οσίου ήταν αληθινά.

Η φιλανθρωπία του οσίου Παναγή

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς έγινε ονομαστός για την φιλανθρωπία του. Ήταν ακούραστος στο να ευεργετεί . ήταν εφευρετικός στις αγαθοεργίες, αλά και τολμηρός με το θάρρος,που του έδινε η άψογη ζωή του. Συχνά έμπαινε σ’ ένα κατάστημα, άνοιγε το ταμείο, έπαιρνε όσα χρήματα ήθελε για τους φτωχούς και έφευγε.

Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες παρακολουθούσαν άφωνοι, γιατί γνώριζαν τον προορισμό των χρημάτων που έπαιρνε. Λένε μάλιστα ότι κάποτε ένας φούρναρης τον εμπόδισε να πάρει χρήματα και τα ζυμωμένα ψωμιά του δεν φούσκωσαν, μέχρι που του ζήτησε συγγνώμη.

Μια φορά ο φτωχός παπα-Θεόδωρος Κοντομίλαχος βρέθηκε σε φοβερή κατάσταση. Η πρεσβυτέρα του επρόκετο να γεννήσει και δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα. Ο όδιος Παναγής, μόλις το έμαθε, πήγε στο παντοπωλείο του Γεράσιμου Μωραΐτη, άνοιξε μπροστά σε όλους το κρυφό συρτάρι του , βρήκε έξι μεξικάνικα τάλληρα(κολονάτα) και τα πήρε. Βγήκε μετά έξω, συνάντησε τον παπα-Θεόδωρο και του τα έδωσε λέγοντας του ότι θ’ αποκτήσει δίδυμα.

Ο ιερέας στην συνέχει πήγε στο ίδιο παντοπωλείο και ζήτησε ν’ αγοράσει κάρβουνα για θέρμανση δίνοντας ένα τάλληρο. Ο καταστηματάρχης το αναγνώρισε, αλλά είπε ότι δεν λυπάται τόσο για τα χρήματα που στερήθηκε, όσο γιατί ο άγιος του προφήτευσε σύντομο θάνατο και τον συμβούλευσε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.

Έχοντας έτσι απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του όσιο ετοιμάσθηκε και σε δεκαπέντε μέρες κοιμήθηκε.

Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο όσιος συνδύασε το προορατικό χάρισμα με την υλική και πνευματική φιλανθρωπία. Παρόμοια πολλές φορές ενήργησε για να προλάβει κάποιο ηθικό ή φυσικό κακό.

Μι α βροχερή νύχτα συνάντησε κάποιον που πήγαινε να κάνει μια αμαρτία. Τον σταμάτησε και του φώναξε:
-Αμαρτωλέ, αμαρτωλέ! Γύρισε στο σπίτι σου.
Άλλοτε ,μπήκε ξαφνικά στο σπίτι του Γεράσιμου Βώρου και του ζήτησε ένα πιστόλι , που ο ιδιοκτήτης το είχε γεμάτο/ οι οικοδεσπότες δεν του το έδωσαν, φοβούμενοι μήπως σκοτωθεί. Μετά από λίγες ημέρες ο Γεράσιμος θέλησε να το αδειάσει από τις σφαίρες, αλλά τραυματίστηκε και έκοψε το χέρι του. Τότε κατάλαβαν όλοι, γιατί ο όσιος είχε ζητήσει το πιστόλι.

Άγιος Παναγής Μπασιάς

Η μελλοντική ηγουμένη

Μια Κεφαλλονίτισσα από το Ληξούρι είχε τέσσερις κόρες. Ο άνδρας της ήταν πολύ ιδιότροπος. Την έβριζε γιατί γεννούσε κορίτσια και ήταν στενοχωρημένη.
Κάποτε σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τον όσιο Παναγή Μπασιά και να πάρει την ευχή του. Πήρε μαζί και τις κόρες της. Στα μαλλία μάλιστα της μικρότερης είχε βάλει έναν ωραίο φιόγκο. Όταν έφθασαν στον άγιο, είδαν ότι είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και έτσι περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Έπειτα από αρκετή ώρα τελείωσαν οι προηγούμενοι και η μητέρα οδήγησε τα παιδιά της στον άγιο:
-Παπά έφερα τα παιδιά μου να τα ευλογήσεις.
Ο όσιος Παναγής ευλόγησε την πρώτη και της είπε:
-Καλώς την Διονύσαινα!
Στην δεύτερη είπε:
-Καλώς την Γιώργαινα!
Στην τρίτη είπε:
-Καλώς την Σπύραινα!
Προφήτευσε δηλαδή τα ονόματα των συζύγων των κοριτσιών.
Την τέταρτη δεν την ευλόγησε. Η μητέρα που μέχρι τότε χαιρόταν , άρχισε ν’ ανησυχεί. Σκέφτηκε ότι θα πέθαινε το τέταρτο παιδί της . τον παρακάλεσε λοιπόν πιο θερμά να το ευλογήσει. Ο άγιος δεν το ευλογούσε. Η μητέρα ταραγμένη ρωτούσε:
-Παπά μου, θα πεθάνει το παιδί μου; Γιατί δεν το ευλογάς;
Τότε σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά στο μικρό κορίτσι και του είπε:
-Ευλόγησέ με, αμμά( δηλ. γερόντισσα).
Η μητέρα τρόμαξε περισσότερο μ’ αυτό και αναρωτιόταν τι να σημαίνει. Εκείνος έβγαλε τα στολίδια από τα μαλλιά της μικρής και είπε:
-Αυτά δεν χρειάζονται , ηγουμένη των Λεπέδων.
Και πράγματι! Έπειτα από πολλά χρόνια οι τρείς μεγαλύτερες αδελφές παντρεύθηκαν συζύγους με τα ονόματα που είχε προφητεύσει ο άγιος, ενώ η μικρότερη έγινε ηγουμένη της μονής των Λεπέδων , με το όνομα Ευγενία.

Αγία Ραΐς η δωδεκάχρονη παρθενομάρτυς

ΑΓΙΑ ΡΑ΄Ι΄Σ

Η δωδεκάχρονη Παρθενομάρτυς.

Η μνήμη της εορτάζεται την 23ην Σεπτεμβρίυ

Μικρός ο βίος της, που διεσώθη. Μικρή η ηλικία της, αλλά μεγάλος ο άθλος και η δόξα της ανήλικης Αγίας Ραΐδος, που θυσιάστηκε για την αγάπη του Χριστού στα δώδεκά της χρόνια! Άλλα κορίτσια στην ηλικία της παίζουν με τα παιχνίδια τους και τις κούκλες ή ονειρεύονται το κοσμικό τους μέλλον και τις χαρές του μάταιου κόσμου. Αντίθετα η μικρή Ραΐδα όλα τα είχε πρεριφρονήσει απο μικρή και δεν αγαπούσε και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο απο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του σύμπαντός και τον πιό μεγάλο, τον πιό αληθινό και ασύγκριτο φίλο και προστάτη των παιδίων. Κι όπως αναφέρι ο Συναξαριστής στα «Μηναία» (μήνας Σπτέμβριος ΚΓ΄):

«Ποθουσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπεις
Σαρκός το κάλλος εκδίδωσι τω ξίφει».

Και σε σημερινή απόδοσι:

«Η Ραΐς ποθώντας να δή την ομορφιά του Θεού
θυσίασε με το ξίδος την ομορφιά της σάρκας».

Δεν είναι η πρώτη και δεν είναι η μόνη ανήλικη Αγία, που εμαρτύρησε για τον Χριστό. Αμέτρητα είναι τα αγόρια και τα κορίτσια, που εθυσίασαν την ζωή τους και τις χαρές του κόσμου τούτου για τον Κύριο. Στρατιές απο, μικρούς ένσαρκους αγγέλους, που χαίρονται τώρα στην Βασιλεία των Ουρανών. Εκείνο, που ξεχωρίζει την Ραΐδα απο όλες τις άλλες μορφές των παιδίων , που αγίασαν με το μαρτύριο, είναι ότι δόθηκε μόνη της, εθελοντικά στο μαρτύριο, χωρίς κανείς να την βιάσει σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε και αγωνίστηκε να φτάσει ως το μαρτύριο και να ξεπεράσει τα εμπόδια που συναντούσε.Είναι μια απο τις σπάνιες, αλλά και τόσο ωραίες και μεγάλες κορυφώσεις εθελοθυσίας απο αγάπη. Κι’ όλα αυτά τα μαρτύρια και ο αποκεφαλισμός,οι σκληρές και άγριες ώρες, που λυγίζουν ακόμη και τους μεγάλους, να γίνονται σένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών και το κοριτσάκι αυτό αντίνα λιποψυχή και να αποφεύγει τον πόνη , να ζητά μόνο του , απο αγάπη και μόνο, τα βάσανα και τον θάνατο για την αγάπη και την δόξα του Θεού! Ω, Κύριε των Δυνάμεων , πόσο θαυμαστά ξέρεις να μας διδάκσεις και να μας δίνεις οδηγούς για την ζωή μας κι’ ας είμαστε εμείς τόσο ράθυμοι και σκληρόκαρδοι και εγωϊστές και ανάξιοι για κάιθε ευεργεσία. Πάντα το έλεος σου είναι μεγαλύτερο απο κάθε σκέψι και απο κάθε φαντασία της αμαρτωλής καρδιάς μας!..

Ας σταθούμε όμως μέσα στις λίγες αράδες, που διέσωσαν για την Ραΐδα οι Συναξαριστές, μέσα στις μυριάδες των Αγίων και των Μαρτύρων , που μετριουνται σε πολλά εκατομύρια.

Γράφει λοιπόν το Συναξάρι της θαυματουργής Αγίας ότι γεννήθηκε στην πόλι Τάμμαν της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται όμως η ακριβής ημερομηνία της γενήσεώς της. Πάντως υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στο τέλος περίπου του τρίτου αιώνος. Ήταν κό΄ρη ενός Χριστιανού ιερέως, που τον έλεγαν Πέτρο και είχε φροντίσει απο νωρίς να της δώση χριστιανική ανατροφή και να της εμπνεύση απεριόριστη πίστι και αγάπη για τον Χριστό. Μέρα και νύχτα η μιρκη Ραΐδα βρισκόταν μαζί με τον πατέρα της και ζούσε απο κοντα την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Κι’ όταν εξέφρασε την επιθυμία της να γίνη μοναχή, ο καλός πατέρας δέχτηκε μετά χαράς κι όχι όπως κάνουν σήμερα πολλοί γονείς, ποθ αρνουνται και αντιδρούν και αναστατώνουν τον κόσμο, εάν τα παιδία τους αποφασίσουν να αφιερωθούν στο Χριστό...

Ευλόγησε λοιπόν ο ιερεύς Πέτρος την δωδεκάχρονη κόρη του, της έδωσε την ευχή του και τις καλές του πατρικές συμβουλές και ύστερα της παρέδωσε στο γυναικείο μοναστήρι της Τάμμαν. Εκεί φόρεσε το σχήμα της δόκιμης μοναχής , μέχρι να φθάση στην νόμιμη ηλικία για να γίνη μοναχή.

Μια μέρα , που πήγαινε μαζί με τις άλλες μοναχές στην πηγή για να κουβαλήση νερό, είδε ένα πλήθος απο μοναχόυς, μοναχές, κληρικούς και λαϊκούς , που τους είχε συλλάβει ο σκληρός ηγεμόνως της περιοχής Λουκιανός. Όταν έμαθε ότι τους είχαν δέσει γιατί ήταν Χριστιανοί και θα τους θανάτωναν , εάν δεν αρνιόταν την πίστι τους, έτρεξε σαν μικρό ελαφάκι για να ενωθή μαζί τους και να ομολογήση τον Χριστν Κύριον και Θεός και Σωτήρα του κόσμου. Ο κομενταρίσιος ( δεσμοφύλακας) την λυπήθηκε, καθώς την είδε τόσο μικρή, με το μαύρο ράσο της και την σταμάτησε με καλό τρόπο:

-Που πας κοριτσάκι μου, εσύ με τους άλλους; Αυτούς θα τους σκοτώσουν αν επιμείνουν στην θρησκεία τους. Εσύ όμως γιατί να πεθάνης πρίν απο την ώρα σου; Κι’ ούτε κανένας σε βιάζει να κάνης κάτι τέτοιο. Είσαι μικρή ακόμα και δεν ξέρεις τι κάνεις...

-Ξέρω τι πιστεύω και τι κάνω, κομενταρίσιε, είπε, θαρρετά η μικρή Ραΐς. Κι ούτε με νοιάζει πότε θα πεθάνω, τώρα ή αργότερα. Είμαι Χριστιανή και θέλω να ομομλογήσω και να δικηρύξω την πίστι μου!

-Ξανασκέψου το , την συμβούλεψε ο δεσμοφύλακας. Είσαι τόσο μικρούλα. Κρίμα να χαθείς απο τώρα, πρίν γνωρίσεις την χωή και τον κόσμο.

-Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιό σπουδαίο απο τον Χριστό κι’ όποιος θυσιάζεται για τον Κύριο δεν πεθαίνει ποτέ του. Κατάλαβες; Μη στενοχωριέσαι λοιπόν για μένα και πες μου που είναι ο ηγεμόνας;

Της έδειξε την άμαξα του κι’ εκείνη χωρίς δισταγμό πλησίασε και είπε στον σκληρό Λουκιανό:

-Άρχοντά Λουκιανέ, είμαι Χριστιανή κι’ έτοιμη αν χρειασθή να πεθάνω για τον Χριστό και Θεό μου, που τον αγαπώ και τον λατρεύω πάνω απο όλα και απο την ίδια την ζωή!

-Μπα, μπα και τους δικόυς μας θεούς δεν τους προσκυνάς, λοιπόν μικρή μου;


-Ούτε τους προσκυνώ , ούτε τους θεωρώ θεούς, αλλά ψεύτικα είδωλα και τους περιφρωνώ με όλη την καρδιά μου!

Ο Λουκιανός κάγχασε και μίλησε με ασέβεια για την πίστι των Χριστιανών. Η Ραΐς αντί να του απαντήση με λόγια, έκανε ένα βήμα πιό κοντά στον ηγεμόνα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή με το τόλμημα της Ραΐδος και ύστερα ούρλιαξε απο τον θυμό του , για την απάντηση, που πήρε στις βλασφημίες του κατά του αληθινού Θεού.

-Βασάνιστε της! Σκοτώστε την! Κομματιάστε την!

Η μικρή Αγία όταν άκουσε τις φωνές του ηγεμόνα δεν ταράχτηκε ούτε φοβήθηκε. Η καρδιά της χαιρόταν , που θα υπέφερε για τον Κύριο, όπως κι’ Εκείνος είχε υποφέρει πάνω στον σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων. Χαιρόταν ,για΄τι έφτυσε έναν εχθρό του Χρισοτυ, όπως κι’ Εκείνος είχε δεχθή «Εμπτυσμούς» απο τους βασανιστές του πρίν σταυρωθή. Κι’ ακόμα έχαιρε, γιατί ο θάατος της θ τη έφερνε ολοκάθαρη και πιό γρήγορα μπροστά στον θρόνο του Θεού και θα μπορούσε να δη τις ομορφιές και τα μεγαλεία της Βασιλείας των Ουρανών.

Οι δήμιοι άρπαξαν την μικρή Ραΐδα και κατά διαταγήν του Λουκιανού, την βασάνισαν πολύ ,πρίν την αποκεφαλίσουν με ξίφος.

«Ποθούσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπειν...»

Έτσι μόλις έπεσε στην γη το κομμένο κεφάλι της Αγίας η ψυχή της πέταξε ψηλά στα ουράνια και τότε ο πόθος της να δη την ομορφιά του Θεου- μακάρι όλοι να την δούμε μιά μέρα- έγινε πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Κύριος , που στεφανώνει όλους τους Μάρτυρες, στεφάνωσε και την δωδεκάχρονη Ραΐδα με την αιώνια δόξα του Μαρτυρίου υπέρ Χριστού και χαίρεται τώρα την «ανεκλάλητη χαρά» στους κόλπους του Αβραάμ. Αλλά κι’έδώ στη γη, η Αγία Παρθενομάρτυς Ραΐς, θα λάμπη μέσα στο στερέωμα της μνήμης της Εκκλησίας, για να θυμίζει ότι η δωδεκάχρονη Αγία εθυσίασε εθελοντικά την ζωή της για τον Κύριο και μας δείχνει πόσο πρέπει να αγαπούμε τον Χριστό και τίποτε να μη μας χωρίζη απο Εκείνον, στον οποίο ανήκει , μαζί με τον Θεόν Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, η δόξα , η δύναμις και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων . Αμήν.


ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
ΑΣΤΗΡ

Η Αγία Θεδώρα βασίλισσα Αρτης η εκ Σερβίων

Ο Βίος και Πολιτέια της Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας που γενήθηκε στα Σέρβια της Μακεδονίας και βασίλευσε στην Άρτα και τελείωσε τον βίο της ως μοναχή.

(σε διηγηματική μορφή)

Η μακαριώτατη και αοίδιμος Αγία Θεοδώρα ήταν απο τα Σέρβια της Μακεδονίας, και βλάστησε στο γένος της και την πατρίδα της , σαν ρόδο πολύτιμο και ηδύπνοο, ευωδιάζοντας απο την ενάρετη και θαυμαστή πολιτεία της. Η γονείς της, ονομαζόνταν Ιωάννης και Ελένη, και καταγόταν απο γένος αρχοντικό, ήταν ευλαβείς στα θεία, ελεήμονες και δίκαιοι, και παρόλο που είχαν εξουσία, φερόταν πρός όλους με μεγάλη καλωσύνη και αγάπη.

Εκείνο τον καιρό , δηλαδή στο 1204 μετά Χριστόν , ήρθαν οι Φράγκοι στην Ανατολή και κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και έκαναν πολλά κακά στο γένος των Ελλήνων. Τότε η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μετατέθηκε στην Νίκαια και τα παιδιά των Βασιλιάδων έφυγαν και πήγαν άλλα στον Μοριά και άλλα στην Ήπειρο και ιδρυσαν εκεί μικρά Βασίλεια. Τα αφήνουμε όμως όλα αυτά για την ιστορία,και ερχόμαστε για να πούμε για την αγία Θεοδώρα, έπειτα απο τον θάνατό του πατέρα της Ιωάννη Πετραλείφη, που ήταν διωρισμένος απο το βασιλιά διοικητή της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, η οποία έμενα και φυλάσονταν απο τους αδελφούς της στα Σέρβια ως κόρη οφθαλμού. Διότι η νέα ήταν πολύ όμορφη, αλλά και πολύ σεμνή και καθαρή απο κάθε κακία.

Τότε ήρθε απο τον Μοριά , δηλαδή την Πελοπόνησο, ο Μιχαήλ Δούκας ο Παλαιολόγος, απο γένος βασιλικό, ένα ωραίο και ανδρείο παληκάρι. Όταν αυτός ο Μιχαήλ είδε την Θεοδώρα, ετρώθη στην καρδιά του απο την σεμνή ωραιότητά της, ώστε δεν βρήκε ανάπαυση στο εξής απο την λαβωματιά της αγάπης. Έβαλε λοιπόν μεσίτες και προξενητές για να την πάρει για σύζυγό του, και αυτό έγινε. Τελέστηκαν οι γάμοι με βασιλική λαμπρότητα και ο Μιχαήλ Δούκας με την γυναίκα του την Θεοδώρα έμειναν λίγο καιρό στα Σέρβια και έπειτα πήγαν με μεγάλη και λαμπρή δορυφορία, δηλαδή με στρατιωτιή ακολουθία, ως βασιλιάδες που ήταν , στην Άρτα. Εκεί ο μιχαήλ Δουκας έκτισε το κάστρο , που ακόμα και σήμερα σώζεται και κατοικησε στο εξής σην πόλη εκείνη με τη γυναίκα του τη Βασίλισσα Θεοδώρα.


Και ο Μιχαήλ φρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικά και να διοικεί επαινετά και ένδοξα το βασίλειο. Η Θεοδώρα όμως, παρόλο που ανήλθε στο ύψος της βασιλείας, δεν κενοδόξησε ούτε παντελώς σκεφτόταν την βασιλικλή τιμή που είχε, αλλά περισσότερο ήλθε σε ταπείνωση γι’ αυτόν που ταπείνωσε τον εαυτό του δια μας τον Χριστό, και φρόντιζε μόνο πως να κατακοσμίσει τον εαυτό της με κάθε είδος αρετής. Ούτε όταν ήταν κόρη πλανήθηκε απο την ωραιότητά της ούτε όταν έγινε Βασίλισσα υπερηφανεύθηκε απο την δόξα της. Μάλλον καταφρόνησε τα πάντα, και ο λογισμός της και η μέριμνά της ήταν πως να ευεργετήσει , για την αγάπη του ελεήμονος Θεού, εκείνους που ήσαν άξιοι ελέους. Έτσι η Βασίλισσα Θεοδώρα ήταν η μητέρα των ορφανών , η προστάτιδα των χηρών και όλων εκείνων που βρίσκονταν σε ανάγκη , τους οποίους όλους είχε ως τέκνα και αδελφούς. Άκουγε η μακαρία στα αυτιά της την φωνή του Χριστύ , που λέγει « Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» και την άλλη εκείνη φωνή , ότι «εφ’ όσον εοποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων , εμοί εποιήσατε». Και έτσι με σωφροσύνη μεγάλη, με άκρα ταπείνωση και με πολλή ζώσα πραότητα, η ευσεβής Βασιλισσα είχε ανοιγμένα τα χέρια της και την καρδιά της πάντοτε στους πτωχούς του λαού και σε όλους που ζητούσαν την προστασία καιτην βοήθειά της.

Αλλά ο ανθρωποκτόνος Διάβολος , που πασχίζει κάθε φορά με κάθε λογής τρόπο να κλέψει την σωτηρία των ανθρώπων, επειδή έβλεπε την Αγία να καταγίνεται με τόση χαρά της ψυχής της στον αγώνα της αρετής, και επειδή φθόνησε τον ένθεο ζήλο της και δεν υπόφερε να βλέπει την τόση ευσέβεια των δύο συζύγων πρός τον Θεό και την τόση μεταξύ τους αγάπη, μηχανεύθηκε λοιπόν με διάφορους τρόπους για να κλεψει τον σωτήριο θησαυρό της Αγίας. Και αφού δεν μπόρεσε να νικήσει τον Αγία, κατώρθωσε στο τέλος να νικήσει τον άνδρα της τον Μιχαήλ, με το να ανάψει στην καρδιά του πονηρή επιθυμία για μια χήρα αρχόντισα με το όνομα Γαγγρινή. Και όχι μόνο ότι κυριεύτηκε ο ταλαίπορος απο τον οίστρο της ακολασίας για μια ξένη γυναίκα, αλλά και μίσησε τη νόμιμη σύζυγό του, και χωρίς να φοβάται τον Θεό μήτε να ντρέπεται τους άνθρωπους, αμάρτανε φανερά, και είχε τη Γαγγρινή ως δέσποινα στο παλάτι, και την Θεοδώρα ως υπηρέτρια.

Σε όλα αυτά η Αγία έκανε υπομονή , προσευχόταν και νήστευε, έως ότου μια ημέρα ο Βασιλίας έδιωξε τη Βασίλισσα απο το παλάτι . Τόσο είχε ο ταλαίπορος κυριευθεί απο το πάθος του , όπου συρόταν αιχμάλωτος απο την πονηρή θέληση μιας αναίσχυντης μιχαλίδας γυναίκας. Η Βασίλισσα που ήταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, πήρε τον δρόμο και πέντε χρόνια μαζί με το παιδί της όπου εν τω μεταξύ απέκτησε, περπατούσε εδώ κι εκεί έξω απο το σπίτι της με πολλές στερήσεις και κακουχίες. Αλλά όμως Άγγελος Κυρίου προστάτευε και τη μητέρα και το βρέφος. Μιά μερα που περιπλανιόταν στα μέρη της Πρένιστας, ένας ιερέας από τον τόπο εκείνο, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, συνάντησε έξω στους αγρούς την Αγία και την ρώτησε ποιός και ποιά είναι και απο πού και πως βρέθηκε εκεί. Εκείνη, παρόλο δεν ήθελε να φανερώσει το μυστικό της, στο τέλος ομολόγησε, επειδή ο ιερέας την όρκισε στο Θεό να μη κρύψει απο αυτόν την αλήθεια. Έτσι η Βασίλισα κλαίγοντας και στενάζοντας για την απώλεια του βαιλειά και δοξάζοντας το όνομα του Θεου για τα παθήματά της ,είπε στον ιερέα του Θεού τα πάντα , εκείνος όμως, επειδή ήξερε καλά τα λόγια του Χριστού, ότι «ξένος ήμουν και συνηγάγετέ με», πήρε την μητέρα και το βρέφος στο σπίτι του και είχε στο εξής γι’αυτούς όλη την φορντίδα.

Αλλά απο οικονομία του Θεού έφθασε το τέλος της εξορίας και των κακών που έπασχε η Αγία. Διότι ο Θεός ακούει τους στεναγμοόυς των δίκαιων και δεν παραβλέπει την δέησή τους. Έτσι μιά μέρα, που ο Βασιλιάς βρισκόταν έξω απο το παλάτι, μαζεύτηκαν οι πρώτοι του παλατιού και επειδή είχαν την υπόνοια, μπήκαν και συνέλαβαν τη Γαγγρινή και την ανάγκασαν να ομολογήσει όλη την αλήθεια, δηλαδή ότι αυτή στα αλήθεια ήταν η αιτία για την οποία ο Βασιλίας έδιωξε την Βασίλισσα. Σ’αυτή την ώρα ήρθε και ο Βασιλίας και , όταν άκουσε και έμαθε ότι η πονηρή σύμβουλος και παράνομη ευνοούμενη είχε ομολογήσει τα πάντα, έπεσε λοιπον σε μεγάλη ντροπή και μετάνοια, όπως έγινε με τον Προφήτη και βασιλία Δαβίδ. Διότι ο Μιχαήλ διέπραξε την αμαρτία κυριευμένος απο απροσεξία απο τον διάβολον, αλλά όμως είχε καλή και αγαθή καρδιά. Έτσι έστειλε αμέσως , παντού ανθρώπους σε αναζήτηση της Βασίλισσας, ώστε όταν εκείνοι ήλθαν στην Πρένιστα, την βρήκαν εκεί κάτω απο τη στεγη και την προστασία του καλόυ ιερέα. Τότε η Βασίλισσα Θεοδώρα , αφού βεβαιώθηκε για τη μετάνοια του και τη διώρθωση του Βασιλία,επειδή τη συμβούλευε και την παρακινούσε και ο ιερέας, επέστρεψε μαζί με το παιδί της στο παλάτι.

Πολλή χαρά και ευροσύνη προξένησε σε όλη την Άρτα ότι βρέθηκε και επανήλθε η Βασίλισσα, όμως μεγαλύτερη απο τη χαρά ήταν η ωφέλεια, που στο εξής βρήκε ο Βασιλιάς, επειδή τώρα σύμβουλος διά βίου στο πλευρό του αγαθός και πιστός ήταν η αοίδημος Θεοδώρα. Και (ω των σοφών σου κριμάτων Χριστέ!) έγινε λοιπόν εδώ, αυτό που λέει ο Απόστολος του Χριστού, δηλαδή ότι «ου( εκεί που) επλεόνασε η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Ο πρώην κακός και άπιστος σύζυγος, με την αγιωσύνη και την αρετή της καλής και οσίας γυναίκας του, παιδαγωγήθηκε και, με την χάρη του Θεού, απέβαλε τον παλαιό άνθρωπο. Έτσι και τα πράγματα του βασιλείου του διαφεντεύονταν καλά και άγιες εκκλησίες έκτισε, για να υμνείται σε αυτές το υπερύμνητο όνομα του Θεού. Και τα έργα αυτά έγινα μαζί με κοινή προθυμία των δύο συζύγων , όμως η μακάρια και αοίδιμος Θεοδώρα παρακινήθηκε απο την πολλή της ευσέβεια και έκτισε δική της εκκλησία στο όνομα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου για γυναικαίο μοναστήρι.

Έπειτα απο χρόνια ήρθε ο καιρός και πέθανε ο βασιλιάς Μιχαήλ. Έτσι έχοντας η Αγία άδεια να κάνει όσα κατά θεό επιθυμούσε, έγινε αμέσως καλόγρια και απο τότε πλήθυνε περισσότερο τις προηγόυμενες νηστείες και αγρυπνίες και τις αγαθοεργίες. Μάλιστα στο μοναστήρι έδειξε τόση υπακοή και ταπεινωση , που αγόγγυστα και πρόθυμα, παρότι ήταν μια Βασιλισσα, να υποτάσεται σε όλες τις καλόγριες που ήταν μαζί της στο μοναστήρι. Ω αγία υπακοή και ταπεινοφροσύνη, εσύ αναβιβάζεις τον άνθρωπο ως τον ουρανό , έτσι όπως το δίδαξε με τα έργο του και τον λόγο του ο κύριος μας Ιησούς Χριστός. Όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας , στο παράδειγμα των οποίων ακολούθησε η αγία Θεοδώρα, όλοι είχαν ταπεινοφροσύνη και όλοι έκαναν υπακοή , ώστε και ο Θεός τους υπερύψωσε και, καθώς εκείνοι τον δόξασαν με το σώμα τους και με το πνεύμα τους, έτσι και ο Θεός τους αντεδόξασε, όπως είναι γραμμένο, ότι «τους εμέ δοξάσαντας εγώ αντιδοξάσω».

Αφου έζησε η Αγίας αρκετά ακόμη χρόνια, «νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν», ήλθε τέλος ο καιρός για να την καλέσει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου και να αναπαυθεί απο τους κόπους της,. Όμως ακούστε αδελφοί μου,τότε τι θαύμα συνέβη. Ο Θεός έδωσε σημείο και κατάλαβε η Αγία την ώρα του θανάτου της, έτσι όπως όλοι οι άγιοι την ξέρουν αυτή την ώρα, και έτοιμοι περιμένουν τον φωτεινό Άγγελο, που θα πάρει την εξαγνισμένη ψυχή τους. Έτσι και η μακαρία και οσία Θεοδώρα, όταν είδε ότι ήλθε η ώρα της, με τέτοια λόγια προσευχήθηκε στον Ιησού Χριστό και είπε. «Κύριε και Θεέ μου , εγώ η ταπεινή δούλη σου σε όλο μου το βίο αυτή την ώρα περίμενα και γι’ αυτήν κόπιαζα. Και τώρα πως να μη χαίρομαι, που μεταβαίνω απο το θάνατο στη ζωή; Όμως αν είναι το θέλημά σου, ας μείνω ακόμη έξη μήνες για να ευπρεπήσω και να τελειώσω το ναό σου. Αν ίσως πάλι και δεν είναι με το θέλημά σου, να η δούλη σου, ας γίνει σύμφωνα το ρήμα σου. Έτσι είπε η Αγία στον λογισμό της και ( ω του θαύματο!) ο Κύριος άκουσε τη δέησή αυτή, και έδωσε σε αυτή παράταση βίου όση εκείνη ζήτησε. Και στο μεταξύ συμπλήρωσε η Αγία κάθε λογής έλλειψη στο ναό του μοναστηριού, δίδαξε και νουθέτησε ακόμα μία φορά τις καλόγριες και στο τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή στα χέρια του Θεού. Και ο Θεός την ανάπαυσε στην ουράνιο βασιλεία του, στις αιώνιες μονές, με όλους τους ανά τους αιώνες Αγίους, των οποίων μιμήθηκε τη ζωή και τα κατορθώματα.

Αλλά των Αγίων οι ευεργεσίαις προς εμάς που είμαστε στη ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο τους, παρόλο που δεν υπάρχει θάνατος για τους ανθρώπους του Θεού, παρά εκδημία απο το σώμα και ενδημία προς το Θεό, και μετάσταση απο τα λυπηρά πρός τα καλύτερα και ευτυχέστερα, όπως λέει και η Εκκλησία στις ευχές της Πεντηκοστής. Έτσι και ο ναός της όσιας Μητέρας μας Θεοδώρας και η θήκη των ιερών της λειψάνων είναι για όλους τους πιστούς άμισθο ιατρείο. Όσοι ήρθαν στο ναό της Αγίας και πρόσπεσαν σε αυτή με πίστη, λυτρώθηκαν απο δεινές αρρώστιες και μεγάλα νοσήματα με τις πρεσβείες της. Και όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα όποιος επικαλεστεί με πίστη της πρεσβεία της προς τον Θεό, βρίσκει την Αγία βοηθό και γιατρό σε κάθε του θλίψη και αρρώστια. Όχι μονο όσοι έρχονται στο ναό της και ασπάζοντα τα ευωδιαστά θεία της λείψανα, αλλά και όσοι απο μακρυά την επικαλούνται με πίστη, και στη θάλασσα και στη ξηρά, λαμβάνουν την εκπλήρωση των αιτημάτων τους.

Έτσι και εμείς, γιορτάζοντας σήμερα την μνήμη της οσίας μας Θεοδώρας της Βασίλισσας , και τελούμε τα εγκαίνια του σε τιμή της ανεγερθένετος στα Σέρβια ναύδριου, με τις πρεσβείες της είθε να λάβουμε έλεος και χάρη και να βρούμε εύκαιρη βοήθεια απο το Θεό, στον οποίο η δόξα και το κράτος , τω Πατρί και τω Υιώ και το Αγίω Πνεύαμτι εις τους αιώνας.Αμήν.

Στα Σέρβια της Μακεδονίας
23 Ιουνία 1968

Απολυτίκια της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας Βασιλίσσης Άρτης της εκ Σερβίων

Ήχος δ΄ Ο μάρτυς σου , Κύριε

Σερβίων το βλάστημα και Άρτης το σέμωνμα,
την Βασίλισσαν και οσίαν Θεοδώραν
αξίως τιμήσωμεν·
αύτη γαρ την πορφύραν και τον κόσμος λιπούσα,
έφυγεν, αυλισθήσα ως τριγών εν ερήμω·
αυτής ταις ικαισίαις , Χριστέ ο Θεός,
σώσων τας ψυχάς ημών.

Ήχος πλ. δ΄

Θεοδώραν την οσίαν τιμήσωμεν,
των Σερβίων το άνθος το πάνσεπτον·
αύτη γάρ μετά σρκός ενασκήσασα,
αγγελικήν πολιτείαν ενεδείξατο·
όθεν και νύν πρεσβεύει τω Χριστώ
σηθήναι τας ψυχάς ημών.

Ήχος ο αυτός

Θεοδώρας τα τίμια λείψανα
οι πιστοί ευλαβώς ασπασώμαθα
και Χριστόν δι’ αυτής ικετεύσωμεν,
ίνα σώση τας ψυχάς ημών.

Μεγαλυνάρια

Βασίλισσαν άπαντες την σεπτήν
και Οσίων την περίσεμνον καλλονήν,
το μυρίπνουν άνθος και κρίνον των Σερβίων
την θείαν Θεοδώραν ύμνοις τιμήσωμεν

Άνθος των Σερβίων ερατεινόν,
χαίροις, Θεοδώρα, η σφραγίς των Βασιλισσών,
χαίροις, των Οσίων το καύχημα το μέγα,
χαίροις, η προστασία των ανυμνούντων σε.

Χαίροις, των Σερβίων κόρη σεμνή,
αρετών δοχείον, ευωδία πνευματική.
Χαίροις , Θεοδώρα, φυτόν του παραδείσου
χαίροις, η μυροθήκη του θείου πνεύματος.

Ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άρειος

Ο Άρειος πλησίον του αλαζόνα φιλοσόφου ξεκίνησε τη συζήτηση πάντα με το ίδιο τροπάρι.

-Ην ποτέ, ότε ούκ ήν ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα εξ ούκ όντων και εξ ετέρας ουσίας και υποστάσεως εστί (υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα του Θεού είναι, από την ανυπαρξία προερχόμενος και από άλλη ουσία και υπόσταση).

Και επεξηγεί.
- Ο Θεός δεν ήταν πάντα Πατέρας ούτε ο Χριστός ήταν πάντα Υιός, γιατί ο Υιός δεν υπήρχε πριν γεννηθεί, αλλά έγινε από το μηδέν. Από τότε που ο Θεός έκτισε τον Υιόν , ονομάστηκε Πατέρας και ο Υιός είναι κτίσμα και ποίημα και επομένως ξένος και ανόμοιος προς την ουσία του Πατρός και βεβαίως δεν είναι Θεός.

Ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, όπως και όλοι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού. Κτίσματα είμαστε κι όμως παιδία του Θεού. Κτίσμα ο Χριστός και Υιός του Θεού.

- ‘‘ Ούκ ήν ποτέ, ότε ούκ ή ο Υιός , αντείπε ο Αθανάσιος, αλλ’ εν αρχή ην ο Λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο λόγος’’ ( δεν υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός. Από την αρχή υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό και είναι Θεός ο Λόγος).

Ο Αθανάσιος δεν ήθελε να απευθύνεται στον Άρειο.

Προτιμούσε να αποκρίνεται στο φιλόσοφο, για να μην ακούει ούτε τη φωνή του βλασφήμου.

-Που στηρίζεται , ω φιλόσοφε, η βλάσφημη άποψη ότι ο Υιός είναι κτίσμα και όχι Θεός εκ Θεού αληθινού; Γιατί τότε ονομάζει ο Πατέρας τον Υιό μονογενή , αφού όλοι εμείς μπορούμε να είμαστε παιδιά του Θεού , όπως δέχεστε;

- Ο Ιησούς υπερέχει απ’ όλους εμάς σ’ αυτόν , είπε ο φιλόσοφος, ότι μόνος αυτός έγινε από το Θεό μόνο, ενώ όλα τα άλλα δημιουργήματα και εμείς οι άνθρωποι δημιουργηθήκαμε από το Θεό ε συνεργασία με τον Υιό , γιατί τάχα κουράστηκε ο Θεός μόνος του να δημιουργεί.

-είναι ασεβέστατος ο συλλογισμός, ότι ο Θεός κουράστηκε δημιουργώντας, γατί λέγει ο Ησαΐας ότι ο Θεός είναι αιώνιος, δεν πεινάει ,ούτε κουράζεται . Ούτε πάλι μπορούμε να χωρίσουμε την κτίση και να πούμε αυτό είναι του Πατρός και αυτό είναι του Υιού, διότι λέγει η Γραφή το χέρι του Θεού εποίησε τα πάντα. Ένας είναι ο Θεός , εξ ου τα πάντα και ένας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα. Επομένως τα πάντα δημιούργησε ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

-Υπήρχε κάποια εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός.

-Πάντα ο Θεός ήταν Πατήρ και πάντα ο Λόγος ήταν Υιός.

Ποιος μπορεί να χωρίσει την ακτινοβολία του ηλίου από τον ήλιο, ή ποιος μπορεί να ονομάσει την πηγή χωρίς να υπάρχει αναβλήζον ύδωρ, γιατί ευθύς με την ύπαρξη του ηλίου υπάρχει και η ακτινοβολία του και με την ανάβλυση του ύδατος ονομάζεται πηγή.

Έτσι προ αιώνων ευθύς με την ύπαρξη του Πατρός υπήρχε ο Υιός.

-Και πως εξηγείτε το χωρίο των Παροιμιών , ΄λεγει ο φιλόσοφος.

‘‘Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού’’;

-Σαν σμήνος βλαβερών κουνουπιών βομβείτε όλοι οι αιρετικοί τριγύρω από το εδάφιο αυτό και είναι τόσο απλή η εξήγησή

Ορθά είπε ο Χριστός ότι ‘‘εκτίσθη’’, αλλά εννοούσε με βεβαιότητα εκείνη τη στιγμή που έγινε επί της γης άνθρωπος. Πάντοτε υπάρχων ο Κύριος γίνεται κατά τους εσχάτους χρόνους άνθρωπος και όντας Υιός του Θεού γίνεται και Υιός του ανθρώπου. Σαν Υιός του Θεού υπάρχει αιωνίως σαν Υιός του ανθρώπου ενηνθρώπησε μέσα στο χρόνο και είπε το έκτισέ με.

-Και εμείς παραδεχόμαστε ότι ο Χριστός είναι όμοιος με το Θεό, είναι ‘‘αεί’’, είναι ‘‘δύναμις’’, είναι ‘‘είκών ‘’, είναι ‘‘η δόξα του Θεού’’. Παρόμοια όμως και όλοι οι χριστιανοί μπορούν να έχουν τα ίδια τα γνωρίσματα σύμφωνα με τα αγιοργαφικά ρητά,
‘‘ο άνθρωπος είναι εικόνα και δόξα Θεού΄΄,
‘‘διότι πάντοτε ημείς οι ζώντες εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν’’.
‘‘ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού’’.

Από τα χωρία αυτά συνεπάγεται ότι και εμείς οι άνθρωποι, τα δημιουργήματα του Θεού, έχομε τα ίδια γνωρίσματα με το Χριστό.

-Στις καρδιές των ασεβών υπάρχει δόλος, που μηχανεύεται κακά. Αφού θέλετε να προχωρήσομε και στην εξέταση αυτών των χωρίων.

Πράγματι εμείς οι άνθρωποι φθάνομε στην ομοίωση με το Θεό, μπορούμε να γίνομε εικόνες του και να αποκτήσουμε τη δύναμη του και τη δόξα του και να γίνομε υιοί του Θεού κατά χάρη μιμούμενοι το Χριστό. Όλα αυτά όμως τα αποκτούμε τηρώντας τις εντολές του Θεό με πολύ κόπο και αποκτώντας με βία την αρετή και την αγιότητα.

Ο Χριστός όμως είναι Υιός του Θεού ομοούσιος με τον Πατέρα. Έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα χωρίς καμμία προσπάθεια. Είναι το φως, , η δόξα , η αγιότης, ο Θεός.

Επομένως σε τούτο διαφέρομε εμείς τα κτίσματα από τον Υιό του Θεού. Ότι εμείς σαν κτίσματα και μάλιστα εν αποστασία πρέπει να καταβάλομε πολύ κόπο, για να ομοιάσουμε τον Κτίστη και Δημιουργό, αντίθετα ο Υιός του Θεού , ως Κτίστης και Δημιουργός και Θεός κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να ομοιάσει το Θεό , αλλά είναι Θεός.
Εμείς δηλαδή με πολλή προσπάθεια μπορούμε να γίνομε εικόνες του Θεού, ενώ ο Χριστός είναι ο ίδιος η εικών του θεού και ‘‘ομοούσιος τω Πατρί’’. Αυτή η αλήθεια αναιρεί όλες τις φλυαρίες σας ότι είναι ο Χριστός κτίσμα , ποίημα, γεννητός, τερπτός και δεν υπήρχε πριν γεννηθεί.
-Και ποια είναι η ουσία του Θεού;
-Δεν μπορούμε να καταλάβουμε άνθρωποι ότνας γήϊνοι , τι ακριβώς είναι η ουσία του Θεό (μη η δυνατόν καταλάβειν ό,τι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία).

Πιστεύομεν όμως ότι υπάρχει Θεός, ‘‘εγώ ειμί ο υπάρχων , εγώ ειμί Κύριος ο Θεός’’. Διαβάζοντας αυτά καταλαβαίνομε ότι αναφέρονται στη νακατάληπτη ουσία του Θεού. Απ’ αυτή την ακατάληπτη ουσία του Πατρός είναι και ο Υιός και Λόγος του Θεό , γι’ αυτό λέμε φως εκ φωτός Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.

Αυτή η άποψη του ομοουσίου Υιού , του πάντοτε υπάρχοντος μετά του Πατρός και μη έχοντος αρχήν, είναι η άποψη των γραφών και των αγίων Πατέρων , που πέρασε και θα περάσει από γενεά σε γενεά.

Που βασίζεστε εσείς τις βλασφημίες σας εκτός από το διάβολο; Γιατί μόνος αυτός είναι ο πατήρ της αποστασίας σας και αυτός έσπειρε από την αρχή μέσα σας την ασέβεια, ώστε να υβρίζετε το Χριστό σαν κτίσμα και ποίημα και να γκρεμίζετε όλο το λυτρωτικό του έργο.
Διότι αν ο Χριστός δεν είναι Θεός δεν μπορεί να θεώσει τον άνθρωπο. Και το οικοδόμημα της Εκκλησίας δεν έχει κανένα στήριγμα. Έπειτα περιφονείτε όλους αυτούς τους μάρτυρες, που κατακρεουργήθηκαν από τους διώκτες για την αγάπη του Χριστού.

Ο Μέγας Εξόριστος
(Αφηγηματική βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου)
Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας
Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου
Ημαθία 2004

Ο Άγιος Βασίλειος και ο ύπαρχος Μόδεστος.

Πως σκέφτηκες εσύ ( ανέφερε το όνομα του χωρίς να τον αξιώσει να τον ονομάσει επίσκοπο) και τολμάς να αντιστέκεσαι εναντίον τόσης εξουσίας , μόνος εσύ από όλους φέρεσαι με τόσην αυθάδεια;

-Γιατί η ερώτηση αυτή; απάντησε ο Βασίλειος. Ποια η απείθεια και η υπεροψία μου; διότι ακόμη δεν μπορώ να εννοήσω;

- Διότι δεν ακολουθείς την θρησκεία του βασιλέως, ενώ όλοι πλέον οι άλλοι υποτάχθηκαν και ηττήθηκαν, λέγει ο ύπαρχος.

- Δεν είναι αρεστά αυτά εις τον δικό μου βασιλιά , απήντησε ο Βασίλειος. Ούτε ενέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα , εφ’ όσον είμαι του Θεού κτίσμα και έχω εντολή, ότι θα είμαι θεός.

- Αλλά εμάς πως μας θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε εμείς που διατάζουμε αυτά; Πως λοιπόν; Δεν θεωρείς μέγα και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους και συντρόφους;

-Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι, απάντησε ο Βασίλειος ότι εσείς είστε ύπαρχοι και επιφανείς , ουδόλως όμως ανώτεροι του Θεού. Και θεωρώ σπουδαία μεν τη φιλία σας (πως όχι; πλάσματα Θεού είστε και εσείς), αλλά θεωρώ σπουδαία τη φιλία και των άλλων Χριστιανών, που είναι ταγμένοι υπό την εξουσία σας. Διότι δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά από την Πίστη.

-Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία ;

-Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω; απάντησε ο Βασίλειος

- Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που είναι στην την εξουσία μου.

-Ποια είναι αυτά; Πες μου

-Δήμευση , εξορία, βάσανα, θάνατος.

-Απείλησε με κάτι άλλο, αν υπάρχει. Διότι κανένα από αυτά που ανέφερες δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει, απάντησε με θάρρος ο Βασίλειος

-Πως είναι δυνατόν και με ποιο τρόπο θα το κατορθώσεις αυτό; ρώτησε ο ύπαρχος

-Διότι, απάντησε ο Βασίλειος, δήμευση περιουσία δεν μπορεί να υποστεί εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα και φτωχά ενδύματα και τα λίγα βιβλία , από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν γνωρίζω, εφ’ όσον δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος , και ούτε αυτή την πόλη που κατοικώ τώρα θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω ως πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Μάλλον όμως κάθε τόπο τον θεωρώ τόπο του Θεού, στον οποίο εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βάσανα όμως τίποτα δεν μπορούν να κάνουν στον άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή , με την οποία θα πέσει αυτό το σώμα. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Ο θάνατος όμως θα είναι για μένα ευεργεσία. Διότι θα με στείλει ταχύτερα στο Θεό, με τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και για χάρη του οποίου νεκρώθηκα κατά το πλείστον και προς τον οποίο από πολλά χρόνια σπεύδω να φτάσω.

-Κανείς , είπε μέχρι σήμερα δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόσο θάρρος σε μένα ( και πρόσθεσε το όνομά του.

-Ίσως δεν συνάντησες ποτέ επίσκοπο απάντησε ο Βασίλειος. Διότι αν συναντούσες πραγματικό επίσκοπο, ο οποίος αγωνίζεται για την πραγματική Πίστη, με αυτόν τον τρόπο θα σου απαντούσε. Και πρόσθεσε με θάρρος. :Εμείς , ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλον άνθρωπο, διότι τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε και στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε τα μάτια. Αλλά όπου πρόκειται περί Θεού και τίθεται σε κίνδυνο η Πίστη μας σε αυτόν, όλα τα περιφρονούμε και σε Αυτόν αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες, αυτά για μας είναι μάλλον ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι’ αυτό βρίζε και φοβέριζε και κάνε ότι θέλεις και χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούσει την απάντηση αυτή ο βασιλιάς. Εμένα , πάρε το απόφαση , δεν θα με υποτάξεις ούτε θα με πείσεις να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν απειλήσεις ακόμη με τρομερότερο τρόπο.

Ιωάννης ο Θεολόγος και Κύνωψ ο μάγος

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακέλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου , επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την Λατρεία των θεών.

Ο Κύμωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάει στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διό τι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ έτέρου δε επειδή αυτοί που βρισκόταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλει ένα πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήταν ο Ιωάννης.


Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:
- Σου παραγγέλνω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγέις από τον τόπο που στέκεσαι εώς ότου μου φανερώσεις για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με το λόγο του αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από τη θεία δύναμι:
Οι ιερέις του Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίων σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στη χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχτηκε λέγοντας. Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για έναν άνθρωπο μικρό και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω έναν άγγελον πονηρόν για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να τη φέρει σε μένα και να την παραδόσω σε κρίσιν .

Και ο Ιωάννης του είπε: -Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
-Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; ρώτησε ο Ιωάννης.

-Όλη η δύμαμη του σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες, εμείς δε οι δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

-Άκουσε πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω από αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και κει.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακριά από το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψες σ’αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά , για να μπει το ένα στο σπίτι που έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να ιδή αυτά που γίνοται και να γυρίσει να τα φανερώσει στο Κύνωνα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διόχθηκε από το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Οργίστηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στο χώρα. Ηχολόγησε όλη ο χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στο λαό.

-Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύσει και σας και εμένα. Αν μπορεί να κάνει εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ θα πιστεύω σε όλα όσα λέγει

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήταν εκεί του λέγει:
-Νέε, ζεί ο πατέρας σου;
-Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
-Να , δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βυθό της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντνό και υγιή.

Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, , αλλά για να διδάσκω τους πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τον λαό.
-Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννη , άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίστηκε από τα μάτια όλα των ανθρώπων. Αμέσως όμως φώναξαν δυνατά και είπαν : «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο οου πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν. Έπειτα λέγει προς τον νέον:

-Αυτός είναι ο πατέρας σου;

-Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθεί όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπο του είπε:
-Έχεις υιόν;

-Ναι , κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.

-Θα αναστηθεί ι υιός σου, του είπε ο Κύνοψ.

Και αμέσως κάλεσε με το όνομά και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάστηκαν μπροστά . είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

-Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;


-Ναι , Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπο.

Τότε καυχόμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

-Τι θαυμάζεις , Ιωάννη;

-Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτό.

-Όταν δείς μεγαλύτερα θαύματα απ’αυτά τότε θα θαυμάσεις είπε πάλι ο Κύνωψ.

-Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλύθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λίγο ο όχλος αμέσως όρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγο έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή όμως νόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. Αφήστε τον άταφο για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπό όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης , έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

Ύστερα απ’ αυτά , όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζει και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

-Εγω επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζείς. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεί την δύναμί μου και θα ντροπιαστείς. Τον ακολούθησαν όμως και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θάλασσα. Οι όχλοι πάλι φώναζαν : «Είσαι μεγάλος Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες , που στεκόταν μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων , να μην κινηθούν απ’ την θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.


Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό όμως της Θάλασσα στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγεί από την θάλασσα. Οι Δαίμονες όμως που ήταν μέτο σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακριά από την Πάτμο και έγινα άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγεί ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ήλιου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδία πέθαναν. Εξ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε , τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστη, τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίστηκε πια στη θάλασσα , όπως παλιά ο Φαραώ.

Από το βιβλιαράκι : Άγιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος
Έκδοσις Ορθοδοξου Ιδρύματος ο Απόστολος Βαρνάβας».

Άγιος Νικήτας, πολιούχος Σερρών

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, αγιορείτης

Το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας του 1808, στις 30 Μαρτίου, πήγε στην πόλη των Σερρών, για πρώτη φορά, ο άγιος Νικήτας από το Άγιον Όρος.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ξημερώνοντας Πάσχα, μαρτύρησε για το Χριστό από τους Τούρκους. Από τότε κατέστη πολιούχος των Σερρών, προστάτης και φύλακας άγγελος. Η μνήμη του κάθε χρόνο εορτάζεται πανηγυρικά στον νεόδμητο και περικαλλή ναό των Σρρών, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, κάθε Κυριακή του Θωμά.
Νέος ακολούθησε τον μοναχικό βίο κι εκάρη μοναχός στη σκήτη της Αγίας Αννης του Αγίου Όρους. Κατόπιν μετέβη και παρέμεινε στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Η μεγάλη του αγάπη για το Χριστό τον έκανε να φλέγεται από τον πόθο του μαρτυρίου. Μ’ ευχές Γερόντων αναχωρεί από το παμφίλτατο Περιβόλι της Παναγιάς για την πόλη των Σερρών.
Κατευθύνθηκε στη μονή Ηλιοκάλεως, για να παρακολουθήσει την ακολουθία του Νυμφίου. Την ίδια νύχτα εξομολογήθηκε στον εκεί ιερομόναχο Κωνσταντίνο. Το πρωί, κατά την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Κηρύττοντας στους μουσουλμάνους για την αληθινότητα της Ορθόδοξης πίστης, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Όταν τον κάλεσαν να δικαστεί, τον θεώρησαν παράφρονα, παρά τις σοφές απαντήσεις που έδινε, και απορούσαν πολύ για το θάρρος και την τόλμη. Απτόητα, άφοβα και αδείλιαστα μιλούσε για τον Χριστό και παρακινούσε τους Τούρκους να πιστέψουν σε αυτόν. Αποτέλεσμα της επιμονής του ήταν να βασανιστεί για την πίστη του σκληρά και απάνθρωπα. Τελικά διετάχθη να τον κρεμάσουν. Κατά την παράδοση τόπος του μαρτυρίου του είναι ο χώρος που σήμερα είναι κτισμένος ο μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών, στο κέντρο της πόλεως των Σερρών.
Το σώμα του ένδοξου ιερομάρτυρα έμεινε κρεμασμένο επί τρεις ημέρες, δίχως να πάθει καμία αλλοίωση. Το βράδυ της Τρίτης της Διακαινησίμου επετράπη στους χριστιανούς να θάψουν το μαρτυρικό σώμα του. Τα σημεία της θείας χάριτος ήταν έκδηλα επάνω του, που έκαναν πολλούς να συγκινηθούν και να θαυμάσουν.
Κατά τον ασχοληθέντα με τους νεομάρτυρες Ι.Μ. Περαντώνη: “Η εις Χριστόν πίστις, ίτις ετηρήθη εις τα ψυχάς των χριστιανών, μετά την πτώσιν των τειχών της Βασιλευούσης, σταθερά, ασφαλής και βεβαία, εξεδηλούτο και κατά τις δυσχερείς ταύτας του Έθνους περιστάσεις… ανέτελλεν εν τω σκότει της δουλείας, ως νέον φωτεινόν μετέωρον, το νέφος των Νεομαρτύρων”. Έτσι και ο ιερομάρτυρας Νικήτας. Περιφρόνησε το θάνατο, έμεινε απτόητος, γενναίος και θαρρετός μέχρι τέλους, δίχως να θελήσει να αρνηθεί την πατρώα πίστη. Το μαρτύριό του ενδυνάμωσε την πίστη και άλλων χριστιανών.
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος αφιέρωσε το τρέχον έτος στη μνήμη του αγίου Νικήτα με σειρά πνευματικών εκδηλώσεων, με τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από του μαρτυρίου του. Οι μνήμες και οι εορτές αυτές σ’ εποχές ρηχές και φυγόπονες έχουν πολλά να πουν. Θα μπορούσε άνετα ο Νικήτας να παραμείνει στο Άγιον Όρος αγωνιζόμενος και ν’ αποφύγει το μαρτύριο. Η απόφασή του να μαρτυρήσει φαίνεται σήμερα αρκετά παράξενη, παράτολμη και όχι απαραίτητη. Η θερμή πίστη οδηγεί σε μία θεία τρέλα, σε μία υπέρλογη και ανεξήγητη κατάσταση. Σήμερα να διατηρήσει κανείς ειλικρίνεια και τιμιότητα είναι ένα μικρό μαρτύριο. Αυτοί οι κρυφοί μάρτυρες των ημερών μας θα έχουν εκτός από την ήρεμη συνείδηση και πλούσια ευλογία.

Μαι 11, 2008

www.makthes.gr

Η Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή

Να ειπούμε και για την καλήν γήν. Η αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή εμοίρασεν όλην της την περιουσίαν εις τους πτωχούς, και με αυτά ηγόρασε τον παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμούμενη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ώτα της ανοικτά διά ν’ ακούει τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, όπου έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπεν ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια τους κόμβουςτων δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας όπου έκαμνεν. Ως χρσούν ζωνάριον την παρθενίαν όπου εφύλαξεν εις όλην της την ζωή. Ως φόρεμα την εντροπήν όπου είχεν εις τον εαυτόν της και ο φόβος του Θεού όπου την εσκέπαζε. Έτσι εστολίζετο η Αγία. Ανίσως και είνε κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται , ας στοχσθή τι έκανεν η Αγία, να κάμνει και εκείνη, αν θέλει να σωθή. Έτσι , αδελφοί μου , η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη. Και διά την καθαρότητα της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιάτρευε τυφλούς , κωφούς∙ ανέστηνε νεκρούς. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου , βλέποντες την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον βασιλεά Αντωνίνον ως χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο βασιλεύς και της λέγει ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τους θεούς, να την κάμη βασίλισσαν. Λέγει η Αγία: Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν μου και να υπάγω εις τον θάνατον. Άμποτε να άφηνες και συ το σκότος και να ήρχεσο εις το φώς. Ακούετε, αδελφοί μου , ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρησίαν εμπρός εις τον βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδιάν του , δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούομεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας. Λέγει ο βασιλεύς της Αγίας: Σου δίδω τρείς ημέρες διορίαν∙ αν δεν μου υπακούσης, θα σε θανατώσω. Λέγει του η Αγία: Βασιλεύ, εκείνο όπου θέλεις να κάμης εις τρείς ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε ν’ αναχωρήσιε από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγει εις εκείνον τον αληθινόν και αιώνιον. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλουν την Αγίαν εις τον καζάνι διά να καή. Η Αγία έκαμε τον σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο τρείς ώρας ο βασιλεύς και βλέπων όπου δεν καίεται η Αγία της λέγει: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Λέγει του η Αγία: Διότι ο Χριστός εδρόσισε το νερό και δεν καίομαι. Λέγει της ο βασιλεύς: Ράντισον με και εμέ διά να ίδω, καίει; Επήρε η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ω του θαύματος! Ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπον του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών και είς αυτόν πιστεύω και εγώ∙ και έβγα να με βαπτίσης. Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος βασιλεύς και υπήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον λόγο του Κυρίου.

Διδαχή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

Α

Ὁσιομάρτυς Ἀββακούμ· ἐμαρτύρησε στίς 6 Αὐγούστου 1628 στή Θεσσαλονίκη γιά τήν πίστη.

Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο σέ ἡλικία 19 ἐτῶν στή Σμύρνη, στίς 19 Ἀπριλίου 1818.

Ἅγιος Ἀγγελῆς ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, τήν 1 Σεπτεμβρίου 1680.

Ἅγιος Ἀγγελῆς ἰατρός ἀπό τό Ἄργος· ἀπεκεφαλίσθη στή Χίο, στίς 3 Δεκεμβρίου 1813.

Ἅγιος Ἀγγελῆς, ἐκ Μελάμπων Ρεθύμνης Κρήτης· ἀπεκεφαλίσθη στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824, πρό τῆς Μεγάλης Πόρτας Ρεθύμνης.

Ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπό τήν Κίο· ἐμαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 24 Ἰουλίου 1670 (ἀποκεφαλισμός).

Ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπό τήν Ἀττάλεια· ἀπεκεφαλίσθη στήν Σμύρνη, στίς 7 Ἰανουαρίου 1700.

Ἅγιος Ἀθανάσιος ἱερομόναχος ἀπό τή Σπάρτη τῆς Ἀττάλειας· ἐμαρτύρησε στίς 29 Ὀκτωβρίου 1653 "ἐν Μουντανίοις".

Ἅγιος Ἀκάκιος ἀπό τήν Μακεδονία· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, τήν 1 Μαΐου 1815.

Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὁ Δερβίσης· ἐμαρτύρησε στήν Σμύρνη, στίς 26 Μαΐου 1794.

Ἅγιος Ἀναστάσιος Πανέρης ἀπό τήν Μυτιλήνη· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στόν Κασαμπᾶ τῆς Μ. Ἀσίας, στίς 11 Αὐγούστου 1816.

Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀπό τό Ροδοβίσιο τῆς Βουλγαρίας· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στίς 8 Αὐγούστου 1794, στή Θεσσαλονίκη.

Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀπό τό Ναύπλιο· ἐμαρτύρησε τήν 1 Φεβρουαρίου 1655 στό Ναύπλιο.

Ἅγιος Ἀναστάσιος ἱερομάρτυς ἀπό τόν Ἅγιο Βλάσιο Ἰωαννίνων· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 8 Ἰουλίου 1743.

Ἅγιος Ἀνδρέας Ἀργέντης ἀπό τήν Χίο· ἐμαρτύρησε στίς 29 Μαΐου 1465 γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη.

Ἅγιοι Ἀνώνυμοι τρεῖς μάρτυρες ἀπό τήν Πελοπόννησο· ἀπαγχονίσθηκαν στό Βραχώρι τό 1786.

Ἅγιος Ἀπόστολος ἀπό τόν Ἅγιο Λαυρέντιο Πηλίου· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 16 Αὐγούστου 1686.

Ἅγιος Ἀργύρης ἤ Ἀργυρός ἀπό τήν Ἀπανομή Μακεδονίας· ἀπαγχονίσθηκε στήν Θεσσαλονίκη, στίς 11 Μαΐου 1806.

Ἁγία Ἀργυρῆ ἀπό τήν Προύσσα· παρέδωσε τό πνεῦμα, κατόπιν πολυχρονίων δεινῶν, στό Χάσκιόϊ Κωνσταντινουπόλεως, στίς 5 Ἀπριλίου 1721.

Ἅγιος Ἀχμέδ Κάλφας· ἀπαγχονίσθηκε στίς 3 Μαΐου 1682, στό Κεάτχανε Μπαξέ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἅγιος Αὐξέντιος ἀπό τήν Βελλᾶ· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 25 Ἰανουαρίου 1720.

Γ

Ἅγιος Γαβριήλ ἐν Αἰγύπτῳ· ἐμαρτύρησε στήν Αἴγυπτο, στίς 18 Ὀκτωβρίου 1522.

Ἅγιος Γαβριήλ, Οἰκουμενικός Πατριάρχης· ἀπαγχονίσθηκε στήν Προύσσα, στίς 3 Δεκεμβρίου 1659.

Ἅγιος Γαβριήλ, Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου· ἀπαγχονίσθηκε στήν Προύσσα, στίς 13 Δεκεμβρίου 1652.

Ἅγιος Γαβριήλ ἐξ Ἀλλώνης τῆς Προκοννήσου· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 2 Φεβρουαρίου 1676.

Ὁσιομάρτυς Γεδεών ἐκ Θεσσαλίας· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στόν Τύρναβο, στίς 30 Δεκεμβρίου 1818.

Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 6 Ἀπριλίου 1818.

Ὁσιομάρτυς Γεράσιμος ὁ Καρπενησιώτης· ἀπεκεφαλίσθη γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη στίς 3 Ἰουλίου 1812.

Ἅγιος Γεώργιος ἐκ Καράτοβα τῆς Σερβίας· ὑπέστη τόν διά πυρός θάνατο, στίς 11 Φεβρουαρίου 1515, στήν Σόφια τῆς Βουλγαρίας.

Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μυτιληνιαῖος, ὁ Παϊζάνος· ἐμαρτύρησε γιά τήν εὐσέβεια στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 14 Φεβρουαρίου 1693.

Ἅγιος Γεώργιος (Χατζῆ Γεώργιος) ἐκ Φιλαδελφείας· ἀπεκεφαλίσθη ἐν Καρατζασοῦ, στίς 2 Ὀκτωβρίου 1794.

Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεαπολίτης· ἀπεκεφαλίσθη στίς 3 Νοεμβρίου 1797.

Ἅγιος Γεώργιος ἐξ Ἐφέσου· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο δι' ἀποκεφαλισμοῦ στίς 5 Ἀπριλίου 1801, στήν Ἔφεσο.

Ἅγιος Γεώργιος ἐκ Χίου· ἐσφαγιάσθη γιά τήν πίστη στίς Κυδωνίες, στίς 26 Νοεμβρίου 1807.

Ἅγιος Γεώργιος ἐξ Ἀτταλείας· ἀπαγχονίσθηκε γιά τήν πίστη στίς 25 Ἰουνίου 1823.

Ἅγιος Γεώργιος ἐκ Γρεβενῶν· ἀπαγχονίσθηκε στά Ἰωάννινα, στίς 17 Ἰανουαρίου 1838.

Ἅγιος Γεώργιος ἐκ Κρήτης· ἀπεκεφαλίσθη γιά τήν πίστη στίς 7 Φεβρουαρίου 1867.

Ἅγιος Γεώργιος ἐκ Ραψάνης· ἀπεκεφαλίσθη στόν Τόρναβο, στίς 5 Μαρτίου 1818.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως· ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 10 Ἀπριλίου 1821.

Δ

Ὁσιομάρτυς Δαβίδ ἐκ Κυδωνιῶν· ἀπαγχονίσθηκε στή Θεσσαλονίκη, στίς 26 Ἰουνίου 1813.

Ἅγιος Δαμασκηνός μοναχός ἐκ Κωνσταντινουπόλεως· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 13 Νοεμβρίου 1681.

Ἅγιος Δαμιανός, μοναχός ἐκ Ριχόβου Ἀγράφων· ὑπέστη τόν διά ἀπαγχονισμοῦ θάνατον στή Λάρισα, στίς 14 Φεβρουαρίου 1568.

Ἅγιος Δημήτριος Τορναρᾶς· ἀπετμήθη τήν κεφαλή γιά τήν εὐσέβειά του, στίς 19 Μαρτίου 1564.

Ἅγιος Δημήτριος ἐκ Φιλαδελφείας· ἐμαρτύρησε στή Φιλαδέλφεια, στίς 2 Ἰουνίου 1657.

Ἅγιος Δημήτριος ἐκ Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 27 Ἰανουαρίου 1784.

Ἅγιος Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος· ἀπεκεφαλίσθη στήν Τρίπολη, στίς 28 Μαΐου 1794.

Ἅγιος Δημήτριος ὁ Χιοπολίτης· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο δι' ἀποκεφαλισμοῦ στίς 29 Ἰανουαρίου 1802.

Ἅγιος Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος, ἐκ Τριφυλίας· ἐμαρτύρησε δι' ἀποκεφαλισμοῦ στήν Τρίπολη, στίς 14 Ἀπριλίου 1803.

Ἅγιος Δημήτριος Μοναχός, ἐκ Σαμαρίνης τῆς Πίνδου· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στά Ἰωάννινα, στίς 17 Αὐγούστου 1808.

Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μπεγάζης, ἐκ Μυτιλήνης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 11 Αὐγούστου 1816.

Ἅγιος Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος, Μητροπολίτης Λαρίσης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στά Ἰωάννινα, τό 1611.

Ἅγιος Δούκας, ράπτης ἐκ Μυτιλήνης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 24 Ἀπριλίου 1564.

Ε

Παρθενομάρτυς Εἰρήνη· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στή Λέσβο, στίς 9 Ἀπριλίου 1463.

Ὁσιομάρτυς Εὐθύμιος ἀπό τήν Δημητσάνα· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 22 Μαρτίου 1814.

Ζ

Ἅγιος Ζαχαρίας, Μητροπολίτης Κορίνθου· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κόρινθο, στίς 30 Μαρτίου 1684.

Ἅγιος Ζαχαρίας ἀπό τήν Ἄρτα· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο διά ραβδισμοῦ στήν Πάτρα, στίς 20 Ἰανουαρίου 1782.

Ἅγιος Ζαχαρίας ἀπό τήν Προύσσα· ἀπεκεφαλίσθη στήν Προύσσα, στίς 28 Μαΐου 1802.

Η

Ἅγιος Ἠλίας Ἀρδούνης ἀπό τήν Καλαμάτα· ὑπέστη τόν διά πυρᾶς μαρτυρικό θάνατο στήν Καλαμάτα, στίς 31 Ἰανουαρίου 1686.

Θ

Ἅγιος Θεόδωρος· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στά Δαρδανέλια, στίς 2 Αὐγούστου 1690.

Ἅγιος Θεόδωρος ἀπό τήν Μυτιλήνη· ἀπαγχονίσθηκε στή Μυτιλήνη, στίς 30 Ἰανουαρίου 1784.

Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, ἐκ Νεοχωρίου· ἀπαγχονίσθηκε στίς 17 Φεβρουαρίου 1795, στήν Μυτιλήνη.

Ἅγιος Θεοφάνης· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν πίστη, στίς 8 Ἰουνίου 1559.

Ἅγιος Θεόφιλος ἐκ Ζακύνθου· ἐμαρτύρησε στή Χίο, στίς 24 Ἰουλίου 1635.

Ι

Ἅγιος Ἰάκωβος ἀπό τήν Καστοριά· ἀπαγχονίσθηκε γιά τήν πίστη στήν Ἀνδριανούπολη, τήν 1 Νοεμβρίου 1520.

Ἅγιος Ἰάκωβος, ἱεροδιάκονος· ἀπαγχονίσθηκε στήν Ἀδριανούπολη τήν 1 Νοεμβρίου 1520.

Ὁσιομάρτυς Ἰγνάτιος· ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 8 Ὀκτωβρίου 1814.

Ὁσιομάρτυς Ἱλαρίων ἀπό τό Ἡράκλειο Κρήτης· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 20 Σεπτεμβρίου 1804.

Ἅγιος Ἰορδάνης ἀπό τήν Τραπεζούντα· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 2 Φεβρουαρίου 1650.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τήν Τραπεζούντα· ἀπεκεφαλίσθη στό Ἀσπρόκαστρο, στίς 2 Ἰουνίου 1492.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τά Ἰωάννινα· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 18 Ἀπριλίου 1526.

Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης Κουζικᾶς· ἐμαρτύρησε γιά τήν εὐσέβεια, στίς 18 Ἀπριλίου 1564.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κάλφας· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 26 Φεβρουαρίου 1575.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τά Σφακιά Κρήτης· ἀπαγχονίσθηκε στή Ν. Ἔφεσο, στίς 15 Σεπτεμβρίου 1811.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τή Θάσο· ἀπεκεφαλίσθη γιά τήν πίστη στίς 20 Δεκεμβρίου 1652, στήν Κωνσταντινούπολη.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλάχος· ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 12 Μαΐου 1662.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ναύκληρος· ὑπέστη τόν διά πυρᾶς θάνατο στήν Κῶ, στίς 8 Ἀπριλίου 1669.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τή Βουλγαρία· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 5 Μαρτίου 1784.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοχόος, ἀπό τή Βουλγαρία· ἀπεκεφαλίσθη στίς 14 Μαΐου 1802.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τή Θεσσαλονίκη· ἀπεκεφαλίσθη στή Σμύρνη, στίς 29 Μαΐου 1802.

Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τήν Κόνιτσα· ἀπεκεφαλίσθη στό Βραχώριο, στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814.

Ὁσιομάρτυς Ἰωάσαφ· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 26 Ὀκτωβρίου1536.

Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Χαλεπλῆς· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 4 Φεβρουαρίου 1686.

Κ

Ἅγιος Κοσμᾶς· ἐμαρτύρησε γιά τήν εὐσέβεια, λίγο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἅγιος Κυπριανός ἀπό τά Ἄγραφα· ἀπεκεφαλίσθη στό Φανάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στίς 5 Ἰουλίου 1679.

Ὁσιομάρτυς Κύριλλος ἀπό τήν Θεσσαλονίκη· ἄθλησε γιά τήν πίστη, στίς 6 Ἰουλίου 1566.

Ἅγιος Κυρμιδώλης· ὑπέστη φρικτό μαρτύριο γιά τήν πίστη στήν Αἴγυπτο, στίς 18 Ὀκτωβρίου 1522.

Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ρῶσσος· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 26 Δεκεμβρίου 1743.

Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἀπό τήν Μυτιλήνη· ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 2 Ἰουνίου 1819.

Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος· ἀπαγχονίσθηκε γιά τήν πίστη στή Ρόδο, στίς 14 Νοεμβρίου 1800.

Λ

Ἅγιος Λάζαρος ἀπό τήν Βουλγαρία· ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Πέργαμο, στίς 23 Ἀπριλίου 1802.

Ἅγιος Λάμπρος· ἄθλησε γιά τήν πίστη στή Μάκρη, στίς 2 Ἰουλίου 1838.

Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς ἀπό τήν Ἀδριανούπολη· ἀπαγχονίσθηκε γιά τήν πίστη στήν Μυτιλήνη, στίς 23 Μαρτίου 1802.

Μ

Ὁσιομάρτυς Μακάριος· ἀπεκεφαλίσθη στή Θεσσαλονίκη, στίς 14 Σεπτεμβρίου 1527.

Ὁσιομάρτυς Μακάριος ἀπό τή Βιθυνία· ἐμαρτύρησε στήν Προύσα, στίς 6 Ὀκτωβρίου 1590.

Ὁσιομάρτυς Μαλαχίας ἀπό τή Ρόδο· ὑπέστη τόν διά πυρᾶς θάνατο στά Ἱεροσόλυμα, στίς 29 Σεπτεμβρίου 1500.

Ἅγιος Μανουήλ ἀπό τά Σφακιά Κρήτης· ἀπεκεφαλίσθη στή Χίο, στίς 15 Μαρτίου 1792.

Ἁγία Μαρία· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη τόν Μάϊο τοῦ 1826.

Ἅγιος Μᾶρκος ἀπό τήν Κρήτη· ἐμαρτύρησε στήν Σμύρνη, στίς 14 Μαΐου 1643.

Ἅγιος Μᾶρκος ἀπό τήν Σμύρνη· ἐσφαγιάσθη γιά τήν πίστη στή Χίο, στίς 5 Ἰουνίου 1801.

Ἅγιος Μῆτρος (ἤ Δημήτριος) ὁ Πελοποννήσιος· ἐμαρτύρησε στήν Τρίπολη, στίς 28 Μαΐου 1794.

Ἅγιος Μιχαήλ ἐξ Ἀγράφων· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στή Θεσσαλονίκη, στίς 21 Μαρτίου 1544.

Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Μαυροειδής, ἀπό τήν Ἀδριανούπολη· ἀπεκεφαλίσθη στήν Ἀδριανούπολη, στίς 17 Φεβρουαρίου, τέλη 15ου αἰώνα.

Ἅγιος Μύρων ἀπό τήν Κρήτη· ἀπαγχονίσθηκε στό Ἡράκλειο Κρήτης, στίς 20 Μαρτίου 1794.

Ν

Ἅγιος Νεκτάριος ἐκ Βρυούλλων· ἀπεκεφαλίσθη στίς 11 Ἰουλίου 1820.

Ὁσιομάρτυς Νικόδημος ἐκ Μετεώρων· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 16 Αὐγούστου 1551.

Ἅγιος Νικόδημος ἐξ Ἑλβασάν· ἀπεκεφαλίσθη στό Ἑλβασάν, στίς 11 Ἰουλίου 1722.

Ἅγιος Νικήτας ὁ Νισύριος· ἀπεκεφαλίσθη στή Χίο, στίς 21 Ἰουνίου 1732.

Ἅγιος Νικήτας ἐξ Ἠπείρου· ἀπαγχονίσθηκε στίς Σέρρες, στίς 4 Ἀπριλίου 1808.

Ἅγιος Νικόλαος ἐκ Θεσσαλονίκης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στή Λέσβο, στίς 9 Ἀπριλίου 1463.

Ἅγιος Νικόλαος ἐκ Κορίνθου· ὑπέστη τόν διά πυρᾶς θάνατον στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 14 Φεβρουαρίου 1554.

Ἅγιος Νικόλαος ἐκ Μετσόβου· ἐμαρτύρησε στά Τρίκαλα, στίς 17 Μαΐου 1617.

Ἅγιος Νικόλαος Καραμάνος· ἀπαγχονίσθηκε στή Σμύρνη, στίς 6 Δεκεμβρίου 1657.

Ἅγιος Νικόλαος ἐκ Καρπενησίου· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 23 Σεπτεμβρίου 1672.

Ἅγιος Νικόλαος· ἐμαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 12 Νοεμβρίου 1732.

Ἅγιος Νικόλαος ἐκ Μαγνησίας· ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια γιά τήν πίστη, στίς 24 Ἀπριλίου 1796.

Ο

Ἅγιος Ὀνούφριος ἐκ Βουλγαρίας· ἀπεκεφαλίσθη στή Χίο, στίς 4 Ἰανουαρίου 1818.

Π

Ἅγιος Πέτρος, ἱερομάρτυς· ἐμαρτύρησε γιά τήν εὐσέβεια, λίγο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν Τραπεζοῦντα.

Ἅγιος Παρθένιος Γ´, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως· ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 24 Μαρτίου 1657.

Ἅγιος Παρασκευᾶς ἐκ Τραπεζοῦντος· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, τήν 1 Μαρτίου 1659.

Ἅγιος Παῦλος ὁ Ρῶσος· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 3 Ἀπριλίου 1683.

Ὁσιομάρτυς Παχώμιος· ἀπεκεφαλίσθη γιά τήν πίστη, στίς 21 Μαΐου 1732.

Ἅγιος Πολύδωρος ἐκ Λευκωσίας· ὑπέστη τό δι' ἀπαγχονισμοῦ μαρτύριο στή Ν. Ἔφεσο, στίς 3 Σεπτεμβρίου 1794.

Ὁσιομάρτυς Προκόπιος ἐκ Βάρνας· ἀπεκεφαλίσθη γιά τήν πίστη στήν Σμύρνη, στίς 25 Ἰουνίου 1810.

Ὁσιομάρτυς Παῦλος ἐκ Πελοποννήσου· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 22 Μαΐου 1818.

Ἅγιος Παναγιώτης· ἀπεκεφαλίσθη στήν Ἰερουσαλήμ, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1827 - 1838.

Ρ

Ἅγιος Ραφαήλ ἐξ Ἰθάκης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στή Λέσβο, στίς 9 Ἀπριλίου 1463.

Ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἐκ Καρπενησίου· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 5 Ἰανουαρίου 1694.

Ἅγιος Ρωμανός ἱερομάρτυς· ἐσφαγιάσθη γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 6 Ἰανουαρίου 1695.

Σ

Ἅγιος Σεραφείμ ἱερομάρτυς, ἐπίσκοπος Φαναρίου· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 4 Δεκεμβρίου 1601.

Ἅγιος Συμεών ἐκ Τραπεζοῦντος· ὑπέστη μαρτυρικό τέλος στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 14 Αὐγούστου 1653.

Ἅγιος Σταμάτιος ἐκ Βόλου· ἐσφαγιάσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 16 Αὐγούστου 1680.

Ἅγιοι Σταμάτιος, Ἰωάννης καί Νικόλαος ἐκ Σπετσῶν· ἀπεκεφαλίσθησαν γιά τήν πίστη στή Χίο, στίς 3 Φεβρουαρίου 1822.

Ἅγιος Σάββας Νιγδελῆς· ἐσφαγιάσθη γιά τήν πίστη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 12 Νοεμβρίου 1726.

Τ

Ἅγιος Τριαντάφυλλος ἐκ Ζαγορᾶς· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 8 Αὐγούστου 1680.

Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος ὁ Ἑσφιγμενίτης· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 29 Ὀκτωβρίου 1820.

Φ

Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη στήν Ἀθήνα, στίς 19 Φεβρουαρίου 1589.

Χ

Ἅγιος Χρῆστος ὁ Κηπουρός· ἀπεκεφαλίσθη στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 12 Φεβρουαρίου 1748.

Ἁγία Χρυσῆ ἡ Παρθενομάρτυς· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 13 Ὀκτωβρίου 1795.

Ὁσιομάρτυς Χριστοφόρος ἐξ Ἀδριανουπόλεως· ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη, στίς 16 Ἀπριλίου 1818.

Απο το βίο του Οσίου Ανδρέα τον δια Χριστώ σαλό.

Ο μάγος Βιργίνιος

Το θύμα του

Μια γυναίκα πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενη, που κατοικούσε στο Νεώριο (Ναύσταθμο), είχε άνδρα πολύ σκληρό και φιλήδονο. Σύχναζε στα πορνοκαπηλεία και σπαταλούσε εκεί την περιουσία του.

Η γυναίκα του ήταν πολύ λυπημένη και ανήσυχη. Δεν ήξερε με τι τρόπο θα τον κάνει να σταματήσει την αμαρτωλή του συνήθεια. Τέλος σκέφθηκε να βρεί κάποιον άνθρωπο του Θεού…κάποια γυναίκα της υπέδειξε τον Βιργίνιο.
-Ο άνδρας μου έχει παραδοθεί στην αμαρτία. Γυρίζει από καταγώγιο σε καταγώγιο. Σαν να μην έφθανε αυτό ,μου έφερε τώρα τελευταία στο σπίτι και μια άσεμνη νέα. Ήρθα σ’ εσένα , γιατί έμαθα πως είσαι θεοφοβούμενος και έχει σώσει πολλούς που κινδύνευαν. Βοήθησέ με αν μπορείς, κι εγώ θα σε ανταμείψω όσο γίνεται καλύτερα.
-Ότι ζητήσεις , θα το λάβεις, της είπε εκείνος. Μπορώ , αν θέλεις, να μαράνω την επιθυμία του για τις γυναίκες. Μπορώ να τον οδηγήσω και στον θάνατο, μπορώ να τον παραδώσω σε πονηρό πνεύμα. Διάλεξε τι θέλεις απ’ όλα και πες μου.
Τίποτε άλλο δεν επιθυμώ, κύριέ μου, παρά μόνο να εγκαταλείψει τις άλλες γυναίκες και να αγαπά μόνο εμένα.
-Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, υποσχέθηκε εκείνος.
Έπειτα της φανέρωσε όλες τις αμαρτίες, που είχε κάνει απ’ τη νεαρή της ηλικία. Η γυναίκα τα έχασε και μαζεύτηκε ταραγμένη στη θέση της.
-Tώρα σήκω, της είπε εκείνος, πήγαινε στο σπίτι σου και ετοίμασε μου καντήλι, νερό ,λάδι, λαμπάδα, μια ζώνη και φωτιά. Την Τετάρτη να με περιμένεις.
Πραγματικά την Τετάρτη την επισκέφθηκε ο Βιργίνιος. Ζήτησε το λάδι και το νερό, και τα έβαλε στο καντήλι. Πήρε τη λαμπάδα, άναψε μ’ αυτή το καντήλι και το έβαλε μπροστά στις εικόνες. Τέλος πήρε τη ζώνη, ψιθύρισε κάτι, έκανε τέσσερις κόμπους και την έδωσε στη γυναίκα να τη ζωστεί κατάσαρκα.
-Δώσε μου τώρα, της λέει ,ένα χρυσό νόμισμα να το μοιράσω στους φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής σου.

Εκείνη το έδωσε και υποσχέθηκε να του δώσει και άλλα, αν εξεπλήρωνε την επιθυμία της. Πραγματικά ο άνδρας της από την ώρα εκείνη σταμάτησε τις παράνομες σχέσεις. Αγαπούμε μόνο τη γυναίκα του και φρόντιζε για τις ανάγκες του σπιτιού του.

Δαιμονικές ερωτοτροπίες.


Μετά από έξι ημέρες βλέπει η γυναίκα στον ύπνο της πως βρισκόταν σε μια πεδιάδα μόνη. Την πλησίασε τότε ένας γέρος αράπης και άρχισε να αστειεύεται , να την αγκαλιάζει και να τη φιλάει.
-Καλώς σε βρήκα , κυρία μου! Της έλεγε. Έλα αγάπη μου α κοιμηθούμε μαζί , μια και είμαστε νεόνυμφοι. Πολύ σ’ επιθυμούσα και ζητούσα ευκαιρία για να σε πάρω. Τώρα λοιπόν, ωραία μου συμβία, έλα να πλαγιάσουμε μαζί , ώστε κι εσύ να με απολύσεις, αλλά κι εγώ να χορτάσω την ομορφιά σου.

Εκείνη η δυστυχισμένη βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και μέσα στον τρόμο της άρχισε να τον καταριέται και να τον εξορκίζει.
-Φύγε από κοντά μου, εγώ έχω δικό μυ άνδρα, δεν συνέρχομαι με άλλον!
Πάνω σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία ξύπνησε. Ένοιωθε τρομερά κουρασμένη και συνήλθε με δυσκολία. Έφερε τότε στον νού της το όνειρο και προσπάθησε να το εξηγήσει. Κατάλαβε βέβαια ότι εκείνος ο αράπης ήταν ο πονηρός δαίμονας. Πως όμως απέκτησε τόσο θάρρος μαζί της;
Ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις, την πήρε πάλι ο ύπνος. Και να! Ένας μεγάλος σκύλος μαύρος και αδιάντροπο της αγκάλιασε και τη φιλούσε σαν άνθρωπος. Ξύπνησε τρομαγμένη και είπε:
-Αλλοίμονο σ’ εμένα την ταλαίπωρη , την αμαρτωλή! Με ερωτεύθηκε ο διάβολος και δεν ξεκολλάει από πάνω μου. Τι να κάνω1 πως έπαθα τέτοια συμφορά;
Άλλη νύχτα είδε ότι βρισκόταν στον ιππόδρομο. Εκεί ασπαζόταν τα αγάλματα παρακινημένη από την πορνική επιθυμία να συνέλθει μαζί τους. Άλλοτε είδε ένα σκύλο να την αρπάζει και να φεύγει, ενώ άλλοτε είδε πως έτρωγε βάτραχο ή φίδι, ερπετά και άλλα πιο αηδιαστικά. Έτσι βασανιζόταν η καημένη και δεν έκανε ποτέ γλυκόν ύπνο. Τέλος απελπισμένη άρχισε να προσεύχεται και να νηστεύει , για να της φανερώσει ο Θεός την αιτία της συμφοράς και τι οφείλει να κάνει για να απαλλαγεί από τα όνειρα.

Βλέπει λοιπόν στον ύπνο της σαν να ήσαν οι εικόνες της στραμμένες προς τη δύση . ήταν κι αυτή στραμμένη προς την ίδια κατεύθυνση και προσευχόταν σαν επιληπτική και παράλυτη. Την πλησιάζει τότε ένας νέος και της λέει:
-Επειδή με εξιλέωσες με τη νηστεία , ήρθα να σου πως για ποιο λογο τα έπαθες αυτά.
Και δείχνοντας της τις εικόνες συνέχισε:
-Κοίτα τι σου έκανε εκείνος ο καταραμένος μάγος
Η γυναίκα πρόσεξε τις εικόνες και είδε πως ήσαν ολόκληρες αλειμμένες με ανθρώπινες ακαθαρσίες και ανέδιδαν ανυπόφορη δυσωδία. Μπροστά σ’ αυτό το θέμα τα έχασε. Γυρίζει προς τον νέο και του λέει:
Πες μου , σε παρακαλώ, ποιός τα έκανε αυτά;
Ο Βιργίνιος, απάντησε εκείνος , ο φαρμακός και μάγος, ο καταραμένος και αποξενωμένος από τον Θεό. Τα έκανε αυτά ,γιατί εσύ του έδωσε το δικαίωμα. Τώρα δεν υπάρχει πάνω στις εικόνες σου άλλο, παρά χρώματα και ακαθαρσίες, ξύλα και δαιμονικά σχήματα. Η χάρη του Θεού δεν μπορούσε να υποφέρει τη δυσωδία και τον εξευτελισμό και έφυγε.
Ενώ μιλούσε ο νέος, βλέπει η γυναίκα το καντήλι γεμάτο από ούρα σκύλου . Βλέπει επίσης πάνω στη λαμπάδα γραμμένο το όνομα του αντίχριστου και πάνω απ’ αυτό, στον αέρα ,τις λέξεις: «θυσία δαιμόνων». Εκείνη τη στιγμή ο νέος εξαφανίστηκε και η γυναίκα ξύπνησε. Σκεπτόταν σαστισμένη το όνειρα και κατηγορούσε μ’ αυτά τα λόγια τον εαυτό της.
-Αλλοίμονο μου τι έπαθα η αμαρτωλή! Νόμιζα ότι πήγαινα σε ποιμένα , αλλά έπεσα σε λύκο. Νόμιζα ότι θα βρώ τη σωτηρία , αλλά βρήκα την καταστροφή. Μέσα στον θρήνο της προβληματιζόταν ακόμη τι να κάνει με τις μολυσμένες εικόνες· να τις κρατήσει ή να τις πετάξει; Πάνω στην αμηχανία της θυμήθηκε τον Επιφάνειο και αποφάσισε να του εμπιστευτεί το πρόβλημα της.




Πως ενεργούν τα μάγια


Το σπίτι του Επιφάνειου ήταν κοντά στο δικό της και γνώριζε καλά την αρετή του νέου. Παραφύλαξε λοιπόν και , την ώρα που έβγαινε από τον ναό της αγίας Σοφίας, τον πλησίασε εκεί στην πύλη , έπεσε στα πόδια του και του εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τη συμφορά της. Ο Επιφάνειος αναστέναξε βαθιά και δάκρυσε.
-Ανάθεμά σε διάβολε, μουρμούρισε. Δεν παύει να επιβουλεύεσαι τους ανθρώπους!
Συλλογίσθηκε κατόπιν την περίπτωση και είπε στη γυναίκα :
-Πήγαινε και κάψε καλά τη ζώνη. Το καντήλι και τη λαμπάδα να τα καταστρέψεις. Τις εικόνες να τις φέρεις σ’ εμένα και ο Θεός βοηθός. Ξέρω ότι ο δαίμονας επάνω μου θα ξεσπάσει, αλλά δεν τον φοβάμαι. Έχω βοηθό μου τον Χριστό , και σκέπη την ευχή του πνευματικού μου οδηγού. «Ου φοβηθήσομαι κακά, ότι αυτός μετ, έμου εστί».
Η γυναίκα έκανε όμως της είπε· του έδωσε και τις εικόνες. Το ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο της ότι ήρθε στην πόρτα της ένας γυμνός αράπης κατακαμμένος, αλλά δεν τολμούσε να περάσει μέσα. Στεκόταν έξω και έκλαιγε σπαρακτικά. Κάποιος άλλος αράπης, που περνούσε απ’ εκεί, βλέποντας τον έτσι ρώτησε πως έπαθε αυτά τα εγκαύματα.
-Ο πονηρός Επιφάνειος , αποκρίθηκε εκείνος, αυτός είπε σ’ εκείνη την ταλαίπωρη πώς να με κάψει καλύτερα και τώρα δεν υποφέρω τους πόνους. Ήμουν δεμένος στη ζώνη της με τέσσερις κόμπους και είχα εντολή από τον Βιργίνιο να μη φύγω. Τώρα όμως κάηκε η ζώνη, λύθηκα και αναγκάσθηκα να φύγω. Τώρα λοιπόν δεν ξέρω πώς να εκδικηθώ τον πονηρό Επιφάνειο, που μου έκανε τέτοιο κακό κα με χώρισε από τη σύζυγό μου. Αλλοίμονό σου Επιφάνιε! Θα σε πολεμήσω! Πάνω σου θα ξεχύσω το αλμυρό ποτήριο της οργής μου!
Το πρωί η γυναίκα ανέφερε στον νέο αυτά που είδε. Εκείνος χαμογέλασε και είπε:

-Καλά , καλά, ας τολμήσει ο κλέφτης να πάει στο αμπέλι του Κυρίου για σταφύλια και θα δει τι έχει να πάθει από τον δραγάτη: θα τον πιάσει και θα τον ρίξει στη φυλακή . ξέρω καλά τη δύναμη του προστάτου μου.
Εκείνη τη νύχτα, γύρα στα μεσάνυχτα, παίρνει ο διάβολος μαζί του – κατά παραχώρηση Θεού- πολλούς απ’ τους κοκκινωπούς δαίμονες της πορνείας και κάνει επίθεση στον Επιφάνειο. Ο Θεός άνοιξε την ακοή του δούλου του και έτσι άκουσε την οχλαγωγία τους. Δεν φοβήθηκε όμως, γιατί είχε ακράδαντη πίστη. Άρχισαν λοιπόν οι δαίμονες να του βάζουν αισχρούς λογισμούς και να τον καταφλέγουν με τη σαρκική πύρωση. Εκείνος όμως ο σεμνός έκανε υπομονή ,περιμένοντας την επίσκεψη του Κυρίου. Οι αλητήριοι τον φοβέριζαν μεταμορφωμένοι σε θηρία και δράκοντες , σε οχιές και σκορπιούς και ορμούσαν να τον κατασπαράξουν. Είχαν βάλει όλη τους τη δύναμη να τον τρομοκρατήσουν. Ο Επιφάνειος παρατηρώντας την αναίδειά σου είπε:
-Μάταια κοπιάζετε και με πολεμάτε. Να , αρπάζω κι εγώ το ξίφος που μου χάρισε ο Χριστός και ορμώ εναντίον σας!
Κι αμέσως σηκώνει τα χέρια σε σχήμα σταυρού και αρχίζει να δάκρυα ν’ απαγγέλει τον ένατο ψαλμό. Όταν έφθασε στους στίχους: «Επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής· το όνομα αυτού εξήλειψας εις τέλος… Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου», ακούσθηκε ξαφνικά από τον ουρανό βροντή. Αμέσως παρουσιάσθηκε ένα δίχτυ σαν αστραπή , που ανάγκασε όλους τους δαίμονες να σκορπιστούν φωνάζοντας «Αλλοίμονο». Έτσι ελευθερώθηκε ο Επιφάνειος και δόξασε τον Θεό που δεν τον εγκατέλειψε.

Το πρωΐ βγήκε ο νέος αναζητώντας τον όσιο. Τον συνάντησε τότε εκείνη η γυναίκα και του λέει:
-Τώρα κατάλαβα ότι ο Θεός εσένα χρησιμοποίησε και εξαφάνισε τους εχθρούς μου.
Και του φανέρωσε όσα είχε δει τη νύχτα.
-Αυτή την ευλογία σου τη χορήγησε η πίστη σου η αγαθή , απάντησε ο νέος. Εμείς είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί κι έχουμε ανάγκη από το έλεος του Κυρίου.
Αυτά είπε και έφυγε. Μπροστά στα «χαλκοπρατεία» συναντά τον μακάριο Ανδρέα να παίζει και να κλωτσάει. Μόλις είδε τον νέο , τον πλησίασε και του χαρούμενος.
-Είδες , του είπε , πως φυλάει ο δραγάτης το αμπέλι του Κυρίου και πως διώχνει τις κουρούνες και τους κόρακες;
-Είδα, πάτερ, και φοβήθηκα. Είδες όμως κι εσύ την πύρωση και τα δεινά που μου προξένησαν τα νοητά θηρία;
-Τα περισσότερα απ’ αυτά τα λιγόστεψε ο Κύριος είπε ο μακάριος. Αν δεν γινόταν έτσι, πως θα ελευθερωνόταν η γυναίκα από τη συμφορά της; Πως θα νεκρώνονταν οι κουρούνες και τα ερπετά; Πως θα εκμηδενιζόταν ο αράπης; Έγινε ακόμη αυτό , και για να μάθεις τι σημαίνει το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. στ΄2).
-Πες μου σε παρακαλώ, επειδή όλα τα γνωρίζεις, τι ήταν το καντήλι και η ζώνη με τους τέσσερις κόμπους της; Ρώτησε ο νέος. Τι ήταν το νερό, το λάδι και η λαμπάδα; Και γιατί ο διάβολος χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα και τον μάγο, για να επιδράσει πάνω στη γυναίκα;
- Αφού με ρωτάς, άκουσε λοιπόν, είπε ο όσιος. Θα σου τα εξηγήσω όλα με λεπτομέρεια: Ο διάβολος έχει τη συνήθεια πρώτα να διώχνει τη χάρη του Θεού από τους ανθρώπους και ύστερα να μπαίνει μέσα τους ανεμπόδιστα. Η χάρη όμως δεν φεύγει , επειδή φοβάται τον διάβολο, αλλά επειδή αποστρέφεται και σιχαίνεται τη δυσωδία της αμαρτίας. Αλλά και ο δαίμονας δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην αμαρτία τυραννικά. Ο άνθρωπος αμαρτάνει αυτοπροαίρετα. Ο σατανάς απλώς τον πειράζει , τον ερεθίζει και του φέρνει πονηρούς λογισμούς. Αν ο άνθρωπος δεν υποφέρει την ενόχληση , τότε γλιστρά στην αμαρτία, οπότε δίνει στον διάβολο το δικαίωμα να τον κατηγορήσει δικαιολογημένα ότι αμαρτάνει με τη θέλησή του . με αυτόν τον τρόπο φεύγει η χάρη του Θεού.
Το ίδιο έκανε ο εχθρός και στην περίπτωση της γυναίκας. Την έβλεπε πάντοτε να αγαπά ολόψυχα τον Θεό, αλλά δεν εύρισκε τρόπο να τη βλάψει. Χρησιμοποίησε λοιπόν την ασωτία του συζύγου της και την τύλιξε με τα μάγια, όταν με τη θέλησή της πρόστρεξε σ’ εκείνον τον απατεώνα. Η γυναίκα ζητά από τον μάγο να εκπληρωθεί ο πόθος της και χάνει την ψυχή της. Πρόσεξε τώρα: για να μπορέσει ο διάβολος να καταστρέψει την ψυχή της και να κατοικήσει μέσα της , την κατάφερε, ώστε να του δώσει η ίδια με τη θέλησή της τα απαραίτητα για τη μαγεία. «Ετοίμασέ μου, της είπε ο μάγος, καντήλι, λάδι, λαμπάδα, ζώνη και φωτιά». Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να απομακρύνει από πάνω της τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Χρησιμοποίησε λοιπόν το καντήλι αντί για την κολυμβήθρα, το νερό αντί για το αγιασμένο εκείνο νερό, το λάδι αντί για το άγιο μύρο, ενώ τη λαμπάδα και τη φωτιά αντί για τα κεριά που ήσαν αναμμένα στη βάπτιση της. Τη ζώνη τέλος τη χρησιμοποίησε αντί για τη ζώνη που είχε ζωστεί την ώρα του μυστηρίου. Παίρνοντας αυτά ο μάγος με δόλιο τρόπο, τη γύμνωσε από το σωτήριο βάπτισμα. Γι’ αυτό της έλεγε ο αράπης ότι ήταν δική του γυναίκα, ότι δεν ανήκε στον Χριστό.
Το ίδιο συνέβη και με τις εικόνες. Έδιωξε απ’ αυτές τη χάρη αλείβοντάς τες με ξερές ακαθαρσίες , που έριξε κατόπιν κρυφά μέσα στο καντήλι. Έτσι λοιπόν αφιέρωσε αυτά στον σατανά σαν δική της προσφορά για θυσία. Όσο για τους τέσσερις κόμπους της ζώνης, ήταν εκεί δεμένος ο σατανάς και δεν μπορούσε να φύγει μέχρι που κάηκε η ζώνη. Την πρόσταξε μάλιστα να τη φορά κατάσαρκα, για να έχει τον σατανά τυλιγμένο στη μέση της.
-Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού που όλα σου τα φανέρωσε , είπε ο Επιφάνειος. Τίποτε δεν ξέφυγε την προσοχή σου . πως όμως γνώριζε ο μάγος τις αμαρτίες που από νέα είχε κάνει;
- Δεν ξέρεις, αποκρίθηκε ο όσιος, ότι οι δαίμονες παρακολουθούν όλους τους χριστιανούς; Γι’ αυτό ακριβώς γνωρίζουν και τα έργα τους. Όταν κάποιος πάει σε μάγο, ρωτάει ο μάγος τν δαίμονα που ακολουθεί τον άνθρωπο: «Πες μου , τι έχει κάνει από την παιδική του ηλικία μέχρι τώρα;». τότε εκείνος, σαν αχώριστος ακόλουθος που είναι, τα φανερώνει όλα. Όπως οι άγγελοι αποκαλύπτουν σ’ εμάς πολλά μυστήρια του Θεού , έτσι και οι δαίμονες όσα γνωρίζουν , τα λένε στους μάγους.
Ο Επιφάνειος τα άκουσε αυτά με θαυμασμό και δόξασε τον Θεό. Ύστερα ασπάσθηκε τον όσιο και έφυγε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...