Ο μάγος Βιργίνιος
Το θύμα του
Μια γυναίκα πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενη, που κατοικούσε στο Νεώριο (Ναύσταθμο), είχε άνδρα πολύ σκληρό και φιλήδονο. Σύχναζε στα πορνοκαπηλεία και σπαταλούσε εκεί την περιουσία του.
Η γυναίκα του ήταν πολύ λυπημένη και ανήσυχη. Δεν ήξερε με τι τρόπο θα τον κάνει να σταματήσει την αμαρτωλή του συνήθεια. Τέλος σκέφθηκε να βρεί κάποιον άνθρωπο του Θεού…κάποια γυναίκα της υπέδειξε τον Βιργίνιο.
-Ο άνδρας μου έχει παραδοθεί στην αμαρτία. Γυρίζει από καταγώγιο σε καταγώγιο. Σαν να μην έφθανε αυτό ,μου έφερε τώρα τελευταία στο σπίτι και μια άσεμνη νέα. Ήρθα σ’ εσένα , γιατί έμαθα πως είσαι θεοφοβούμενος και έχει σώσει πολλούς που κινδύνευαν. Βοήθησέ με αν μπορείς, κι εγώ θα σε ανταμείψω όσο γίνεται καλύτερα.
-Ότι ζητήσεις , θα το λάβεις, της είπε εκείνος. Μπορώ , αν θέλεις, να μαράνω την επιθυμία του για τις γυναίκες. Μπορώ να τον οδηγήσω και στον θάνατο, μπορώ να τον παραδώσω σε πονηρό πνεύμα. Διάλεξε τι θέλεις απ’ όλα και πες μου.
Τίποτε άλλο δεν επιθυμώ, κύριέ μου, παρά μόνο να εγκαταλείψει τις άλλες γυναίκες και να αγαπά μόνο εμένα.
-Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, υποσχέθηκε εκείνος.
Έπειτα της φανέρωσε όλες τις αμαρτίες, που είχε κάνει απ’ τη νεαρή της ηλικία. Η γυναίκα τα έχασε και μαζεύτηκε ταραγμένη στη θέση της.
-Tώρα σήκω, της είπε εκείνος, πήγαινε στο σπίτι σου και ετοίμασε μου καντήλι, νερό ,λάδι, λαμπάδα, μια ζώνη και φωτιά. Την Τετάρτη να με περιμένεις.
Πραγματικά την Τετάρτη την επισκέφθηκε ο Βιργίνιος. Ζήτησε το λάδι και το νερό, και τα έβαλε στο καντήλι. Πήρε τη λαμπάδα, άναψε μ’ αυτή το καντήλι και το έβαλε μπροστά στις εικόνες. Τέλος πήρε τη ζώνη, ψιθύρισε κάτι, έκανε τέσσερις κόμπους και την έδωσε στη γυναίκα να τη ζωστεί κατάσαρκα.
-Δώσε μου τώρα, της λέει ,ένα χρυσό νόμισμα να το μοιράσω στους φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής σου.
Εκείνη το έδωσε και υποσχέθηκε να του δώσει και άλλα, αν εξεπλήρωνε την επιθυμία της. Πραγματικά ο άνδρας της από την ώρα εκείνη σταμάτησε τις παράνομες σχέσεις. Αγαπούμε μόνο τη γυναίκα του και φρόντιζε για τις ανάγκες του σπιτιού του.
Δαιμονικές ερωτοτροπίες.
Μετά από έξι ημέρες βλέπει η γυναίκα στον ύπνο της πως βρισκόταν σε μια πεδιάδα μόνη. Την πλησίασε τότε ένας γέρος αράπης και άρχισε να αστειεύεται , να την αγκαλιάζει και να τη φιλάει.
-Καλώς σε βρήκα , κυρία μου! Της έλεγε. Έλα αγάπη μου α κοιμηθούμε μαζί , μια και είμαστε νεόνυμφοι. Πολύ σ’ επιθυμούσα και ζητούσα ευκαιρία για να σε πάρω. Τώρα λοιπόν, ωραία μου συμβία, έλα να πλαγιάσουμε μαζί , ώστε κι εσύ να με απολύσεις, αλλά κι εγώ να χορτάσω την ομορφιά σου.
Εκείνη η δυστυχισμένη βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και μέσα στον τρόμο της άρχισε να τον καταριέται και να τον εξορκίζει.
-Φύγε από κοντά μου, εγώ έχω δικό μυ άνδρα, δεν συνέρχομαι με άλλον!
Πάνω σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία ξύπνησε. Ένοιωθε τρομερά κουρασμένη και συνήλθε με δυσκολία. Έφερε τότε στον νού της το όνειρο και προσπάθησε να το εξηγήσει. Κατάλαβε βέβαια ότι εκείνος ο αράπης ήταν ο πονηρός δαίμονας. Πως όμως απέκτησε τόσο θάρρος μαζί της;
Ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις, την πήρε πάλι ο ύπνος. Και να! Ένας μεγάλος σκύλος μαύρος και αδιάντροπο της αγκάλιασε και τη φιλούσε σαν άνθρωπος. Ξύπνησε τρομαγμένη και είπε:
-Αλλοίμονο σ’ εμένα την ταλαίπωρη , την αμαρτωλή! Με ερωτεύθηκε ο διάβολος και δεν ξεκολλάει από πάνω μου. Τι να κάνω1 πως έπαθα τέτοια συμφορά;
Άλλη νύχτα είδε ότι βρισκόταν στον ιππόδρομο. Εκεί ασπαζόταν τα αγάλματα παρακινημένη από την πορνική επιθυμία να συνέλθει μαζί τους. Άλλοτε είδε ένα σκύλο να την αρπάζει και να φεύγει, ενώ άλλοτε είδε πως έτρωγε βάτραχο ή φίδι, ερπετά και άλλα πιο αηδιαστικά. Έτσι βασανιζόταν η καημένη και δεν έκανε ποτέ γλυκόν ύπνο. Τέλος απελπισμένη άρχισε να προσεύχεται και να νηστεύει , για να της φανερώσει ο Θεός την αιτία της συμφοράς και τι οφείλει να κάνει για να απαλλαγεί από τα όνειρα.
Βλέπει λοιπόν στον ύπνο της σαν να ήσαν οι εικόνες της στραμμένες προς τη δύση . ήταν κι αυτή στραμμένη προς την ίδια κατεύθυνση και προσευχόταν σαν επιληπτική και παράλυτη. Την πλησιάζει τότε ένας νέος και της λέει:
-Επειδή με εξιλέωσες με τη νηστεία , ήρθα να σου πως για ποιο λογο τα έπαθες αυτά.
Και δείχνοντας της τις εικόνες συνέχισε:
-Κοίτα τι σου έκανε εκείνος ο καταραμένος μάγος
Η γυναίκα πρόσεξε τις εικόνες και είδε πως ήσαν ολόκληρες αλειμμένες με ανθρώπινες ακαθαρσίες και ανέδιδαν ανυπόφορη δυσωδία. Μπροστά σ’ αυτό το θέμα τα έχασε. Γυρίζει προς τον νέο και του λέει:
Πες μου , σε παρακαλώ, ποιός τα έκανε αυτά;
Ο Βιργίνιος, απάντησε εκείνος , ο φαρμακός και μάγος, ο καταραμένος και αποξενωμένος από τον Θεό. Τα έκανε αυτά ,γιατί εσύ του έδωσε το δικαίωμα. Τώρα δεν υπάρχει πάνω στις εικόνες σου άλλο, παρά χρώματα και ακαθαρσίες, ξύλα και δαιμονικά σχήματα. Η χάρη του Θεού δεν μπορούσε να υποφέρει τη δυσωδία και τον εξευτελισμό και έφυγε.
Ενώ μιλούσε ο νέος, βλέπει η γυναίκα το καντήλι γεμάτο από ούρα σκύλου . Βλέπει επίσης πάνω στη λαμπάδα γραμμένο το όνομα του αντίχριστου και πάνω απ’ αυτό, στον αέρα ,τις λέξεις: «θυσία δαιμόνων». Εκείνη τη στιγμή ο νέος εξαφανίστηκε και η γυναίκα ξύπνησε. Σκεπτόταν σαστισμένη το όνειρα και κατηγορούσε μ’ αυτά τα λόγια τον εαυτό της.
-Αλλοίμονο μου τι έπαθα η αμαρτωλή! Νόμιζα ότι πήγαινα σε ποιμένα , αλλά έπεσα σε λύκο. Νόμιζα ότι θα βρώ τη σωτηρία , αλλά βρήκα την καταστροφή. Μέσα στον θρήνο της προβληματιζόταν ακόμη τι να κάνει με τις μολυσμένες εικόνες· να τις κρατήσει ή να τις πετάξει; Πάνω στην αμηχανία της θυμήθηκε τον Επιφάνειο και αποφάσισε να του εμπιστευτεί το πρόβλημα της.
Πως ενεργούν τα μάγια
Το σπίτι του Επιφάνειου ήταν κοντά στο δικό της και γνώριζε καλά την αρετή του νέου. Παραφύλαξε λοιπόν και , την ώρα που έβγαινε από τον ναό της αγίας Σοφίας, τον πλησίασε εκεί στην πύλη , έπεσε στα πόδια του και του εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τη συμφορά της. Ο Επιφάνειος αναστέναξε βαθιά και δάκρυσε.
-Ανάθεμά σε διάβολε, μουρμούρισε. Δεν παύει να επιβουλεύεσαι τους ανθρώπους!
Συλλογίσθηκε κατόπιν την περίπτωση και είπε στη γυναίκα :
-Πήγαινε και κάψε καλά τη ζώνη. Το καντήλι και τη λαμπάδα να τα καταστρέψεις. Τις εικόνες να τις φέρεις σ’ εμένα και ο Θεός βοηθός. Ξέρω ότι ο δαίμονας επάνω μου θα ξεσπάσει, αλλά δεν τον φοβάμαι. Έχω βοηθό μου τον Χριστό , και σκέπη την ευχή του πνευματικού μου οδηγού. «Ου φοβηθήσομαι κακά, ότι αυτός μετ, έμου εστί».
Η γυναίκα έκανε όμως της είπε· του έδωσε και τις εικόνες. Το ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο της ότι ήρθε στην πόρτα της ένας γυμνός αράπης κατακαμμένος, αλλά δεν τολμούσε να περάσει μέσα. Στεκόταν έξω και έκλαιγε σπαρακτικά. Κάποιος άλλος αράπης, που περνούσε απ’ εκεί, βλέποντας τον έτσι ρώτησε πως έπαθε αυτά τα εγκαύματα.
-Ο πονηρός Επιφάνειος , αποκρίθηκε εκείνος, αυτός είπε σ’ εκείνη την ταλαίπωρη πώς να με κάψει καλύτερα και τώρα δεν υποφέρω τους πόνους. Ήμουν δεμένος στη ζώνη της με τέσσερις κόμπους και είχα εντολή από τον Βιργίνιο να μη φύγω. Τώρα όμως κάηκε η ζώνη, λύθηκα και αναγκάσθηκα να φύγω. Τώρα λοιπόν δεν ξέρω πώς να εκδικηθώ τον πονηρό Επιφάνειο, που μου έκανε τέτοιο κακό κα με χώρισε από τη σύζυγό μου. Αλλοίμονό σου Επιφάνιε! Θα σε πολεμήσω! Πάνω σου θα ξεχύσω το αλμυρό ποτήριο της οργής μου!
Το πρωί η γυναίκα ανέφερε στον νέο αυτά που είδε. Εκείνος χαμογέλασε και είπε:
-Καλά , καλά, ας τολμήσει ο κλέφτης να πάει στο αμπέλι του Κυρίου για σταφύλια και θα δει τι έχει να πάθει από τον δραγάτη: θα τον πιάσει και θα τον ρίξει στη φυλακή . ξέρω καλά τη δύναμη του προστάτου μου.
Εκείνη τη νύχτα, γύρα στα μεσάνυχτα, παίρνει ο διάβολος μαζί του – κατά παραχώρηση Θεού- πολλούς απ’ τους κοκκινωπούς δαίμονες της πορνείας και κάνει επίθεση στον Επιφάνειο. Ο Θεός άνοιξε την ακοή του δούλου του και έτσι άκουσε την οχλαγωγία τους. Δεν φοβήθηκε όμως, γιατί είχε ακράδαντη πίστη. Άρχισαν λοιπόν οι δαίμονες να του βάζουν αισχρούς λογισμούς και να τον καταφλέγουν με τη σαρκική πύρωση. Εκείνος όμως ο σεμνός έκανε υπομονή ,περιμένοντας την επίσκεψη του Κυρίου. Οι αλητήριοι τον φοβέριζαν μεταμορφωμένοι σε θηρία και δράκοντες , σε οχιές και σκορπιούς και ορμούσαν να τον κατασπαράξουν. Είχαν βάλει όλη τους τη δύναμη να τον τρομοκρατήσουν. Ο Επιφάνειος παρατηρώντας την αναίδειά σου είπε:
-Μάταια κοπιάζετε και με πολεμάτε. Να , αρπάζω κι εγώ το ξίφος που μου χάρισε ο Χριστός και ορμώ εναντίον σας!
Κι αμέσως σηκώνει τα χέρια σε σχήμα σταυρού και αρχίζει να δάκρυα ν’ απαγγέλει τον ένατο ψαλμό. Όταν έφθασε στους στίχους: «Επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής· το όνομα αυτού εξήλειψας εις τέλος… Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου», ακούσθηκε ξαφνικά από τον ουρανό βροντή. Αμέσως παρουσιάσθηκε ένα δίχτυ σαν αστραπή , που ανάγκασε όλους τους δαίμονες να σκορπιστούν φωνάζοντας «Αλλοίμονο». Έτσι ελευθερώθηκε ο Επιφάνειος και δόξασε τον Θεό που δεν τον εγκατέλειψε.
Το πρωΐ βγήκε ο νέος αναζητώντας τον όσιο. Τον συνάντησε τότε εκείνη η γυναίκα και του λέει:
-Τώρα κατάλαβα ότι ο Θεός εσένα χρησιμοποίησε και εξαφάνισε τους εχθρούς μου.
Και του φανέρωσε όσα είχε δει τη νύχτα.
-Αυτή την ευλογία σου τη χορήγησε η πίστη σου η αγαθή , απάντησε ο νέος. Εμείς είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί κι έχουμε ανάγκη από το έλεος του Κυρίου.
Αυτά είπε και έφυγε. Μπροστά στα «χαλκοπρατεία» συναντά τον μακάριο Ανδρέα να παίζει και να κλωτσάει. Μόλις είδε τον νέο , τον πλησίασε και του χαρούμενος.
-Είδες , του είπε , πως φυλάει ο δραγάτης το αμπέλι του Κυρίου και πως διώχνει τις κουρούνες και τους κόρακες;
-Είδα, πάτερ, και φοβήθηκα. Είδες όμως κι εσύ την πύρωση και τα δεινά που μου προξένησαν τα νοητά θηρία;
-Τα περισσότερα απ’ αυτά τα λιγόστεψε ο Κύριος είπε ο μακάριος. Αν δεν γινόταν έτσι, πως θα ελευθερωνόταν η γυναίκα από τη συμφορά της; Πως θα νεκρώνονταν οι κουρούνες και τα ερπετά; Πως θα εκμηδενιζόταν ο αράπης; Έγινε ακόμη αυτό , και για να μάθεις τι σημαίνει το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. στ΄2).
-Πες μου σε παρακαλώ, επειδή όλα τα γνωρίζεις, τι ήταν το καντήλι και η ζώνη με τους τέσσερις κόμπους της; Ρώτησε ο νέος. Τι ήταν το νερό, το λάδι και η λαμπάδα; Και γιατί ο διάβολος χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα και τον μάγο, για να επιδράσει πάνω στη γυναίκα;
- Αφού με ρωτάς, άκουσε λοιπόν, είπε ο όσιος. Θα σου τα εξηγήσω όλα με λεπτομέρεια: Ο διάβολος έχει τη συνήθεια πρώτα να διώχνει τη χάρη του Θεού από τους ανθρώπους και ύστερα να μπαίνει μέσα τους ανεμπόδιστα. Η χάρη όμως δεν φεύγει , επειδή φοβάται τον διάβολο, αλλά επειδή αποστρέφεται και σιχαίνεται τη δυσωδία της αμαρτίας. Αλλά και ο δαίμονας δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην αμαρτία τυραννικά. Ο άνθρωπος αμαρτάνει αυτοπροαίρετα. Ο σατανάς απλώς τον πειράζει , τον ερεθίζει και του φέρνει πονηρούς λογισμούς. Αν ο άνθρωπος δεν υποφέρει την ενόχληση , τότε γλιστρά στην αμαρτία, οπότε δίνει στον διάβολο το δικαίωμα να τον κατηγορήσει δικαιολογημένα ότι αμαρτάνει με τη θέλησή του . με αυτόν τον τρόπο φεύγει η χάρη του Θεού.
Το ίδιο έκανε ο εχθρός και στην περίπτωση της γυναίκας. Την έβλεπε πάντοτε να αγαπά ολόψυχα τον Θεό, αλλά δεν εύρισκε τρόπο να τη βλάψει. Χρησιμοποίησε λοιπόν την ασωτία του συζύγου της και την τύλιξε με τα μάγια, όταν με τη θέλησή της πρόστρεξε σ’ εκείνον τον απατεώνα. Η γυναίκα ζητά από τον μάγο να εκπληρωθεί ο πόθος της και χάνει την ψυχή της. Πρόσεξε τώρα: για να μπορέσει ο διάβολος να καταστρέψει την ψυχή της και να κατοικήσει μέσα της , την κατάφερε, ώστε να του δώσει η ίδια με τη θέλησή της τα απαραίτητα για τη μαγεία. «Ετοίμασέ μου, της είπε ο μάγος, καντήλι, λάδι, λαμπάδα, ζώνη και φωτιά». Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να απομακρύνει από πάνω της τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Χρησιμοποίησε λοιπόν το καντήλι αντί για την κολυμβήθρα, το νερό αντί για το αγιασμένο εκείνο νερό, το λάδι αντί για το άγιο μύρο, ενώ τη λαμπάδα και τη φωτιά αντί για τα κεριά που ήσαν αναμμένα στη βάπτιση της. Τη ζώνη τέλος τη χρησιμοποίησε αντί για τη ζώνη που είχε ζωστεί την ώρα του μυστηρίου. Παίρνοντας αυτά ο μάγος με δόλιο τρόπο, τη γύμνωσε από το σωτήριο βάπτισμα. Γι’ αυτό της έλεγε ο αράπης ότι ήταν δική του γυναίκα, ότι δεν ανήκε στον Χριστό.
Το ίδιο συνέβη και με τις εικόνες. Έδιωξε απ’ αυτές τη χάρη αλείβοντάς τες με ξερές ακαθαρσίες , που έριξε κατόπιν κρυφά μέσα στο καντήλι. Έτσι λοιπόν αφιέρωσε αυτά στον σατανά σαν δική της προσφορά για θυσία. Όσο για τους τέσσερις κόμπους της ζώνης, ήταν εκεί δεμένος ο σατανάς και δεν μπορούσε να φύγει μέχρι που κάηκε η ζώνη. Την πρόσταξε μάλιστα να τη φορά κατάσαρκα, για να έχει τον σατανά τυλιγμένο στη μέση της.
-Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού που όλα σου τα φανέρωσε , είπε ο Επιφάνειος. Τίποτε δεν ξέφυγε την προσοχή σου . πως όμως γνώριζε ο μάγος τις αμαρτίες που από νέα είχε κάνει;
- Δεν ξέρεις, αποκρίθηκε ο όσιος, ότι οι δαίμονες παρακολουθούν όλους τους χριστιανούς; Γι’ αυτό ακριβώς γνωρίζουν και τα έργα τους. Όταν κάποιος πάει σε μάγο, ρωτάει ο μάγος τν δαίμονα που ακολουθεί τον άνθρωπο: «Πες μου , τι έχει κάνει από την παιδική του ηλικία μέχρι τώρα;». τότε εκείνος, σαν αχώριστος ακόλουθος που είναι, τα φανερώνει όλα. Όπως οι άγγελοι αποκαλύπτουν σ’ εμάς πολλά μυστήρια του Θεού , έτσι και οι δαίμονες όσα γνωρίζουν , τα λένε στους μάγους.
Ο Επιφάνειος τα άκουσε αυτά με θαυμασμό και δόξασε τον Θεό. Ύστερα ασπάσθηκε τον όσιο και έφυγε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου