Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Κύριε των δυνάμεων

Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους...

'Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα

τα συναισθήματα.

Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη.....

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την

τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει:

- 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'

-'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο

σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

-'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.

-'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.

H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από

αυτή βοήθεια.

-'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.

-'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η

Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:

-'Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,

ρώτησε τη Γνώση:

-'Γνώση, ποιος με βοήθησε';

-'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.

-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:

'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η

Αγάπη'.


Μάνος Χατζιδάκις - 'Το Νησί'


ΔΑΦΝΗ

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Ο δικέφαλος αετός

Ο δικέφαλος αετός για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε απο τους αυτοκράτορες της Νίκαιας( Φραγκοκρατία). Αργότερα γίνεται το έμβλημα του Βυζαντινού κράτους των Παλαιολόγων στην Κωνσταντινούπολη και στο Μιστρά. Ο δικέφαλος αετός, που το ένα κεφάλι του κοιτάζει δεξιά και το άλλο αριστερά, συμβολίζει την εξουσία του Βυζάντίου σε Ανατολή και Δύση. Μετά την άλωση έγινε το σύμβολο του πόθου των Ελλήνων να δούν αναστημένο το Βυζάντιο. Ο λαός ονόμασε το δικέφλαο αετό άγιο πουλί και το χρησιμοποίησε στις διακοσμήσεις του, στα κεντήματα , στις ξυλογραφίες, ακόμα και πάνω στις βασιλόπιτες. Παρουσιάζεται επίσης σε διάφορες παραστάσεις μαζί με το Μέγα Αλέξανδρο, που ήταν επίσης ένα αγαπητό θέμα των σκαλβωμένων Ελλήνων.

Η εικόνα είναι απο το blog

http://byzantinempire.blogspot.com

Μια Βυζαντινή πριγκίπισσα στη Δύση.

Με μεγάλη χαρά δέχτηκε ο βασιλιάς της Γερμανίας Όθωνας Α΄την πρόταση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Τσιμισκή να συνδεθουν με συγγένεια οι δύο λαοί. Η Όμορφη πριγκίπισσα Θεοφανώ, η αδερφή του Βασιλείου Β΄, θα παντευόταν το δάδοχο του θρόνου της Γερμανίας.

Ο γάμος αυτός ωφέλησε το Βυζάντιο. Οι Γερμανοί σταμάτησαν τις εχθροπραξίες κατά των κτήσεων του Βυζαντίου στην Κάτω Ιταλία και έδωσαν προίκα στη νύφη επαρχίες της Ιταλίας και πολλά κτήματα στο Ρήνο της Γερμανίας.

Αλλά το κέρδος αυτού του γάμου ήταν μεγαλύτερο για τους Γερμανούς. Γιατί στη νέα της πατρίδα η μορφωμενη Θεοφανώ έφερε τον πολιτισμό του Βυζαντίου. Κάλεσε σοφούς απο την Κωνσταντινούπολη, που δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα στους αμαθείς Γερμανούς υπηκόους του Όθωνα. Τότε μεταφέρθηκε και φυτεύθηκε το αμπέλι κοντά στο Ρήνο , όπου παράγονται τα περίφημα κρασιά του Ρήνου.

Τα αποτελέσματα του εκπολιτιστικού έργου της Θεοφανώς φάνηκαν κυρίως στην εκπαίδευση του γιού τους Όθωνα, που μορφώθκε με τόση φροντίδα, ώστε να χαρακτηριστεί "θαυμα του κόσμου". Επί της βασιλείας του, οι Δυτικοί κατατάχθηκαν μεταξύ των πολιτισμένω λαών του Μεσαίωνα.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

«Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.»

Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
- Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου.
Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ' ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού.
Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ' ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος.
Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί.
Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε.
Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα.
Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν' αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.
Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ' απ' τα χωράφια.
Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.
Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του.
Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα.
Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε.
Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα άπ' την κουφάλα και θαύμαζε.
Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:
Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία.
Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!


Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:

Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού.
Αλλά άπ' αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία.

Άκουσε λοιπόν:

Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε.
Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά.
Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι' αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά.
Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο.
Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα.
Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει:
«Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!».
Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του.
Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο.
Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο - όπως του το είχε ζητήσει - και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γιΌ αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του.
Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια.
Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός;
ΓιΌ αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες.
Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: 


«Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.»


ΔΑΦΝΗ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...