Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Νηστεύουμε την Σαρακοστή

Νηστεύομεν  την Τεσσαρακοστήν, κατά την μίμησιν του Κυρίου, όπου ενήστευσεν επί του όρους ημέρας τεσσαράκοντα. Τας δε δύο ημέρας της εβδομάδος νηστεύομεν, την μεν Τετράδα (Τετάρτην), διατί εις την ημέραν αυτήν έγινε το συμβούλιο διά την προδοσίαν του Κυρίου μας· την δε Παρασκευήν, διατί εις την ημέραν ταύτην έπαθε σαρκί τον υπέρ της σωτηρίας μας θάνατον…

Πηδάλιον Αγίου Νικοδήμου

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Ελληνορθόδοξη Παιδεία και Ιστορία

Ο Τ Ι Μ Ω Ρ Η Μ Ε Ν Ο Σ Α Γ Γ Ε Λ Ο Σ


Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ
βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ
συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν
τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν
ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ
ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ
βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ
τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.
Τοὺς φώναξε:
«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».
Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:
«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»
«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ
ποὺ σὲ παρακάλεσα».
Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια
του παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν
ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.
Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή
του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα
ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας
συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν
αὐτὸς ποὺ εἶδαν.
Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:
«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν
γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν
ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν:
«Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ
καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ
ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;»
ἀπάντησε:
«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ
τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ
εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο
παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ
ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».
Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;»,
ἐκεῖνος εἶπε:
«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν
θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».
Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη
ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει,
ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως
ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία
καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».
Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ
ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ
μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ
θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας του».

AΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

ΠΗΓΗ:imdleo

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας


Τῷ Δαυΐδ. -

Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ· τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις. 2 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψάλατε αὐτῷ. 3 ᾄσατε αὐτῷ ᾆσμα καινόν, καλῶς ψάλατε αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ. 4 ὅτι εὐθὴς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πίστει· 5 ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καὶ κρίσιν, τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ. 6 τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν· 7 συνάγων ὡσεὶ ἀσκὸν ὕδατα θαλάσσης, τιθεὶς ἐν θησαυροῖς ἀβύσσους. 8 φοβηθήτω τὸν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾿ αὐτοῦ δὲ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην· 9 ὅτι αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν. 10 Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· 11 ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 12 μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν ἑαυτῷ. 13 ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· 14 ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, 15 ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν, ὁ συνιεὶς πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν. 16 οὐ σῴζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. 17 ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. 18 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, 19 ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῷ. 20 ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὑπομενεῖ τῷ Κυρίῳ, ὅτι βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἡμῶν ἐστιν· 21 ὅτι ἐν αὐτῷ εὐφρανθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ἠλπίσαμεν. 22 γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ.


http://www.orthodoxfathers.com

ΠΡΟΣΕΥΧΗ...


‘’ πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ' αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν’’.

Απ. Πέτρος

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ


Η τρίτη εβδομάδα του Τριωδίου αρχίζει από την Κυριακή της Αποκράω.Λέγεται έτσι,διότι μετά την Κυριακή αυτή απέχομαι κρέατος.Η Κυριακή αυτή είναι η τελευταία ημέρα της κρεατοφαγίας.Από την ημέρα αυτήν μέχρι το Πάσχα,εκτός των αρρώστων.Καθόλην την εβδομάδα καταλύωμαι γαλακτώδη,αυγά και ψάρι.
« Όταν έλθης,ο Θεός,επί της γης μετά δόξης και τρέμωσι έλκη και βίβλοι ανοίγωνται και τα κρυπτά δημοσιεύωνται,τότε ρύσαι με εκ του πυρός του ασβέστου και αξίωσον εκ δεξιών σου με στήναι,Κριτά δικαιότατε».
Δηλαδή:
Όταν έλθης,ω Θεέ,επί της γης μετά δόξης και τρέμουν από τον φόβον τα σύμπαντα,πύρινος δε ποταμός κυλά προ της δικαστικής Σου Έδρας και παρασύρη εντός του τους καταδικασμένους και ανοίγωνται βιβλία όπου είνε γραμμέναι αι πράξεις των ανθρώπων και τα κρυπτά του καθενός φανερώνωνται ενώπιων όλων,τότε,ω δικαιότατε Κριτά,αξίωσέ με να σταθώ εις τα δεξιά Σου (και να κληνονομήσω την Βασιλείαν Σου).
Έψαλλε η Εκκλησία μας σήμερα,και μας φέρει εις την μνήμην μας την φοβεράν Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου.
Το δε «Ωρολόγιον» της Εκκλησίας μας γράφει:
«Σκοπός ουν των Αγίων Πατέρων εστίν,ίνα,διά της ενθυμίσεως της φοβεράς εκείνης ημέρας,διεγείρων ημάς εκ του ύπνου της αμέλειας προς εργασίαν της αρετής και προτρέψωσιν εις φιλαδελφίαν και συμπάθειαν.Επειδή δε τη ερχομένη Κυριακή της τυροφάγου ποιούμεν την ανάμνησιν της του Αδάμ εξορίας εκ του Παραδείσου της τρυφής,ήτις εστίν η αρχή του παρόντος βίου,δήλον ότι η σημερινή εορτή λογίζεται ως τελευταία πασών ` διότι εις ταύτην αληθώς τελευτώσι τα ημέτερα πάντα και ο κόσμος αυτός»
ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

Το προσφυγόπουλο και η μεσάλα του.


Δεν ξέρω πως τα ταίριαξε έτσι ο Θεός και είμαστε στην ίδια οικογένια τρείς Δημητράδες. Ο παππούς, ο πατέρας κι εγώ. Όπως είναι φυσκικό, τον Άγιο Δημήτριο τον έχουμε σε μεγάλη ευλάβεια και τον θεωρούμε προστάτη στο σπιτικό μας. Μάλιστα η ημέρα της γιορτής του είναι για μας κάτι παραπάνω απο εθνική γιορτή.

Τον παππού, όλοι όσοι τον γνωρίζουν , τον φωνάζουν Δημητράκη. Έτσι τον φώναζε η μάνα του, έτσι συνήθισε η γιαγιά μου και όλοι οι άλλοι. Απο τα έξι εγγόνια που έχει, έεώ είμαι ο μεγαλύτερος. Εκείνος όμως εξαιρέσεις  στην αγάπη δεν κάνει. Πάντα τη μοιράζει απλόχερα σε όλους.

Απο τότε που θυμάμαι τον παππού, θυμάμαι και τη μεσάλα του. Όποτε καθόταν στο τραπέζι για φαγητό, καθημερινές ή γιορτές, ο παππούς θα έβαζε πρώτα στο λαιμό τη μεσάλα. Αυτή ήταν μια μεγάλη μπλέ υφαντή πετσέτα  με άσπρες και κόκκινες ρίγες, που είχε σχεδόν λιώσει απ' την πολυκαιρία. Η γιαγιά πολλές φορές , όταν ήταν μέρα γιορτινή ,έβαζε δίπλα του μια άσπρη πετσέτα. Μόλις την έβλεπε, φώναζε:
-Γεωργία, τη μεσάλα!
-Γιορτή σήμερα, Δημητράκη μου.

-Ένα παραπάνω , αφού είναι γιορτή να την τιμήσουμε κιόλας.
Την  παίρνει στα χέρια του, τη φιλά και μετά τη βάζει στο λαιμό του. Θυμάμαι πως πέρισι ανήμερα του Αγίου Δημητρίου δεν άντεξα και τον ρώτησα:
-Μα, τέλος πάντων, παππού, γιατί αυτή την πετσέτα την έχεις σαν τα άγια των αγίων;
-Δημητράκη , δεν είσαι μόνο εσύ που δεν μπορεις να καταλάβεις. Μα και οι μεγάλοι νομίζουν ότι ξεμωράθηκα. Έτσι δεν είναι; Εμένα όμως μου δίνεις την ευκαιρία,  μια και είμαστε σήμερα όλοι μαζί, να σας πω την ιστορία της. Κι όσοι την έχουν ακούσει, ας την ξαναθυμηθούν. Όλοι ξέρετε ότι ήμουν μικρό παιδί , προσφυγόπουλο, όταν ήρθα με την οικογένεια μου απο τη Σμύρνη. 'Ισως ήμασταν απο τις λίγες οικογένειες που δε χάθηκε κανείς. Τόσα, χρόνια, βέβαια , πολλά έχουν γραφτεί και πολλοί έχουν μιλησει για τον αιματοβαμμένο Αύγουστο του 1922.
-Εμάς, παππού, μας μιλησαν και στο σχολείο για τις "χαμένες πατρίδες", λέει η μικρότερη εγγονή του, η Γιωργίτσα.
-Ποτέ , παιδιά μου, να μη λέτε χαμένες . Αξέχαστες , ναι, Χαμένες, ποτέ! Η Σμύρνη ήταν το καμάρι της Μικράς Ασίας. Μια πολιτεία ζηλευτή. Είχε χριστιανικό πληθυσμό περισσότερο απο το μουσουλμανικό. Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας είχαν όλο το εμπόριο στα χέρια τους.   Ακόμη όμως και ο γεωργός ήταν άριστος και ο τεχνίτης ο καλύτερος. Γιατί αγαπούσαν τη δουλειά που έκαναν . Είχαν μεράκι. Τη λέξη "βαριέμαι" δεν τήν ήξεραν. Σήμερα τα καημένα τα παιδιά αλλάζουν ένα σωρό δουλειές και καμιά δεν τους ταιριαζει. Δε φταίνε οι δουλειές, φταίει που έλειψε η αγάπη και το μεράκι. Ας είναι,...Λοιπόν , εκεί στη Σμύρνη γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η  μάνα μου, Θεός σχωρές την , έλεγε ότι τόσο ξαφνικά έγιναν όλα, που ακόμη και το φαγητό άφησε στη φωτιά. Πόσες φορές δε μας είχε διηγηθεί αυτή την ιστορία. Μέχρι που γέρασε και την πήρε ο θεός, όποτε τα έλεγε, έκλαιε.

"Ξέχνα τα μάνα", της λέγαμε, "ξέχνα τα".

"Όχι παιδάκι μου, ούτε κι εσέις να ξεχάσετε, γιατί όποιος ξεχνάει, την ξαναπαθαίνει".
Εδώ  ο παππούς σταματάει , πίνει δυο γουλιές νερό και συνεχίζει:
-Όταν έγινε το μεγάλο κακό, ήμασταν στο σπίτι μόνοι. Ο πατέρας έλειπε. Άρπαξε η μάνα μας βιαστικά ο,τι χρήματα και χρυσαφικά είχε και τα έβαλε στην τσέπη του μεγάλου μας αδεφρού, του Γιάννη. Ήταν τότε δώδεκα χρονών. Εκείνη πήρε στην αγκαλιά της το εικόνισμα του Άι-Δημήτρη και με το άλλο χέρι έπιασε εμένα, που ήμουν τότε τεσσάρων χρόνων. Οι δύο αδελφές μου, λίγο μεγαλύτερες, γαντζώθηκαν πανών στη φαρδιά της φούστα.
Βγήκαμε έξω . Οι δρόμοι ανθρώπινα ποτάμια  που κατρακυλούσαν στη θάλασσα. Μας παίρνει κι εμάς το ποτάμι. Τα πρόσωπα παραμορφωμένα απο το φόβο. Στον αέρα ένα ουρλιαχρό πανικού. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Προς τα που να πας να σωθείς; Πίσω φωτιά και μαχαίρι, μπρός η θάλασσα. Και το να πνιγείς, κέρδος. Τέτοιες ώρες ακόμα και ο θάνατος είνα λύτρωση. Ξαφνικά, ένας Τούρκος αρπάζει το Γιάννη μας. Σηκώνει τη χατζάρα του. Η μάνα παρατάει εμάς και ορμάει πάνω του. Με μια δυνατή κλοτσιά τη ρίχνει κάτω.
"Παναγιά μου!", φωνάζει. "Άι-Δημήτρη, σώσε μας!"
 
Η χατζάρα κατεβαίνει με δύναμη και κόβει τη βαριά τσέπη στο παντελόνι του αδελφού μου. Αρπάζει ο Τουρκος τα χρυσά και φεύγει.
Ήταν τέτοιο το ουρλιαχτό της μάνας και οι τσιρίδες οι δικές μας , που φαίνεται ακούστηκαν ίσαμε τον ουρανό. Τα πόδια μας λύθηκαν κι άλλο δε μας βαστούσαν.
Μας τράβηξε η μάνα σε μια άκρη μη μας ποδοπατήσουν και σωριαστήκαμε κάτω.

Έτσι μας βρήκε ένας φίλος του πατέρα μας που έψαχνε να βρεί τη γυναίκα του και τα παιδία του.

Αυτός μας βοήθησε με κάτι γνωριμίες που είχε να μπούμε σε πλοίο.

"Έλα μαζί μας, Μιχάλη",του λέει η μάνα μας.

"Εάν δεν τους βρω, δε φεύγω".

"Αν δεις το Νικόλα, πες του πως έφυγα".


"Ο Θεος μαζί σας".

Όσο ζούσε η μάνα, πάντα τον μνημόνευε και με τους ζωντανούς και με τους πεθαμένους. Ποτέ δε μάθαμε τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος.

Καθώς προχωρούσαμε, σκοντάφτω πάνω σ' ένα μικρό μπογαλάκι, Σκύβω ο πιάνω και το σέρνω πίσω μου. Για την ηλικία μου ήταν  κάτι βαρύ.

"Ασ'το , Δημητράκη μου, ασ' το κάτω", μου φώναξε η μανα. Εγώ όμως που ν'ακούσω. Το κρατούσα σφιχτά και το έσερνα.

Πως μπήκαμε στο πλοίο, μόνο ο Θεός το ξέρει. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ανθρώπους και πράγματα. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Με χίλιους κόπους βρήκε η μάνα μια ακρούλα. Κάθισε κάτω, μας μάζεψε γύρω της και μας σκέπασε με τα χέρια της. Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να καταλάβω τόσο τον κίνδυνο. Απο το πολύ κλάμα μισοκοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της. Εκείνη, οπως μας είπε αργότερα, συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άι-Δημήτρη να σώσει τον πατέρα μας. Ο  πρώτος που ξύπνησε απο την πείνα ήμουν εγώ.

"Μάνα , πεινάω"

"Κι εγώ"

"Κι εγώ , μάνα"

"Κι εγώ".

Εκείνη η φουκαριάρα κοίταξε σαστισμένη γύρω της. Ίσως ήταν το μόνο πράγμα που δεν είχε σκεφτεί. Προσπαθούσε να μας ηρεμίσει."Θα καθίσετε φρόνιμα εδώ και κάτι θα παω να βρώ. Δε θα το κουνήσετε ρούπι. Έβαλε και το μεγάλο μου αδελφό να μας προσέχει. Κάνει να σηκωθεί, μα πανώ στη φαρδιά  της φούστα είναι το μπογαλάκι που κουβαλούσα. Στα γρήγορα λύνει τους κόμπους και δε πιστεύει στα μάτια της. Ένα μεγάλο κεφάλι κίτρινο τυρί. "Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, σ' ευχαριστώ", έλεγε συνέχεια, και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Αυτο το τυρί μας έθρεψε όσο ήμαστα στο πλοίο. Μ'αυτήν τη μεσάλα ήταν τυλιγμέο. Για χρόνια πολλά η μάανα μας την φύλαγε στο εικονοστάσι πίσω απο το εικόνισμα του Άι-Δημήτρη σαν καί ιερό.
 -Με τον πατέρα σας, παππού , πότε βρεθήκατε; τον ρωτώ.

Πολύ αργότερα, Πως ήρθε και μας  βρήκε εδώ στη Θεσσαλονίκη , μόνο ο Θεός το ξέρει. Όταν τον ρωτούσαμε , μας έλεγε: "Ο Άι-Δημήτρης μ έφερε κι οι προσευχές της μανας σας". Όπως μας διηγήθηκε , κι εκείνον τον είχαν πιάσει οι Τούρκοι.Θα τον σκότωναν . Ένα Τουρκάκί, ήταν δεν ήταν 16 χρόνων, έπεσε επάνω του με λύσσα.
"Αυτόν τον γκιαούρη  θέλω να τον σκοτώσω εγώ, φώναξε. Έχω μαζί του προηγούμενα."

Πότε κλοτσώντας και πότε βρίζοντας, τον πήγε μέσα σε μια παλιά αποθήκη.
"Κυρ-Νίκο, συγχώρα με που σου φέρθηκα έτσι", του λέει.
Ο πατέρας τον κοίταξε σαστισμένος.  Αυτός εβγαλε το καπέλο του, τον πιάνει απο του ώμους και τον ταρακουνάει.
"Δε με γνώρισες; Ο Αλί είμαι, ο Αλί που μου μάθαινες ιππασία".Αυτό το Τουρκάκι τον έσωσε. Είχαν κι αυτοί φιλότιμο. Πολλές οικογένειες μεγάλωσαν δίπλα -δίπλα.Είχαν αγάπη και βοήθησαν ο ένας τον άλλον. Δυστυχώς όμως, όταν ο φανατισμός και το μίσος μπει στην ψυχή του ανθρώπους , τον κάνει από αρνί λύκο.

Αυτή, λοιπόν, παιδιά  μου, είναι η ιστορία της μασάλας. Για μένα δεν είναι μια απλή πετσέτα. Είναι ένα ιερό κειμήλιο απο την αλησμόνητη Σμύρνη. Τη Σμύρνη μας που φούντωσε, μεγαλούργησε, μα ποτέ δεν πέθανε. Το αίμα που κύλησε ποτάμι έγραψε την ιστορία, για να την ακούσουν οι λαοί  και να ντραπούν. Γιατί όταν ο ένας λαός στενάζει, υπεύθυνοι είναι και οι άλλοι λαοί που ακούν και σωπαίνουν".
Ο παππούς παίρνει τη μεσάλα του και σκουπίζει δυο δάκρυα . Η συγκίνηση όλων μας είναι μεγάλη.
-Το ποίημα σου, παππού, πες μας το ποίημά σου , φωνάζει η εγγονή του η Μαρία και χαλαρώνει λίγο η ένταση.-΄Αντε θα σας το πω και φέτος, γιατί του χρόνου μπορεί να μην είμαι...

Μιρκό κομμάτι απο το βιβλίο της Μυρσίνης Βιγγοπούλου
Δημήτριος
Ο Άγιος , ο παππούς μου και...εγώ
Εκδόσεις- Άθως Παιδικά
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...